Τρίτη, Δεκεμβρίου 06, 2016

«Η “κυβερνητική αριστερά” οφείλει να μας αποδεικνύει ότι η εξουσία δεν “εξομοιώνει”»


Αποτέλεσμα εικόνας για Μάρω ΔούκαΜε το βλέμμα κατά μέτωπο στο παρόν

Μάρω Δούκα: «Η “κυβερνητική αριστερά” οφείλει να μας αποδεικνύει ότι η εξουσία δεν “εξομοιώνει”», λέει η συγγραφέας Μάρω Δούκα στη συνέντευξη που παραχώρησε στη Μικέλα Χαρτουλάρη*

Μια κορυφαία μορφή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, η Μάρω Δούκα, πεζογράφος βαθιά πολιτική και αδιαπραγμάτευτα αριστερή αλλά ποτέ οργανωμένη, δημοτική σύμβουλος αυτά τα δύο τελευταία χρόνια, βγαίνει στο προσκήνιο με μια συνέντευξη-ποταμό και σχολιάζει τη διαδρομή της χώρας πριν και μετά το 2015, το προφίλ της κυβερνητικής αριστεράς, τον αντιπολιτευτικό λόγο που «βολεύεται σε μια προκλητική αυταρέσκεια», τη σχέση των συγγραφέων με τα πολιτικά πράγματα και τα κόμματα, τη λεγόμενη «λογοτεχνία της κρίσης», αλλά και την κρίση ιδεών, κρίση ηθών, αξιών, αρχών και ιδεολογιών που αντιπαλεύει εδώ και 42 χρόνια, από το πρώτο της βιβλίο, Η πηγάδα του 1974 μέχρι το πλέον πρόσφατο, το Τίποτα δεν χαρίζεται του 2016.
Με το που μπήκαμε στον 21ο αιώνα η Μάρω Δούκα άρχισε να γράφει τη μυθιστορηματική τριλογία μεγάλης πνοής Αθώοι και φταίχτες (Κέδρος 2004), Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ (Πατάκης 2010) και Έλα να πούμε ψέματα (Πατάκης 2014), που παρακολουθεί κομβικές στιγμές της ελληνικής κοινωνίας παράλληλα με την πορεία της Αριστεράς, θίγοντας ζητήματα ταμπού, σχολιάζοντας ιδεοληψίες και προκαταλήψεις, και θέτοντας τελικά το θέμα της επανάστασης και της προόδου προκειμένου να στοχαστεί –και μαζί της κάθε αναγνώστης– το μέλλον, αλλιώς. 
Πριν από πέντε μήνες κυκλοφόρησε το 16ο βιβλίο της, το Τίποτα δεν χαρίζεται (Πατάκης 2016), όπου μιλά σε πρώτο πρόσωπο για 19 συγγραφείς ή καλλιτέχνες που έδωσαν νόημα, σώμα και προοπτική στην έννοια της δημοκρατικής συνείδησης, και παρεμβάλλει δικά της πολιτικο-κοινωνικά σχόλια για την περίοδο 1993-2005 της Μεταπολίτευσης ,που μπορεί να χαρακτηριστεί η μητέρα της ελληνικής κρίσης. Το βιβλίο λειτουργεί σαν μικρή λογοτεχνική εγκυκλοπαίδεια αλλά ταυτόχρονα και σαν δικό της σπονδυλωτό πορτρέτο. Αυτό ήταν η αφορμή για τη σημερινή συνέντευξή της σε μια στιγμή που η Μάρω Δούκα τη θεωρεί σημαντική για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και για την Αριστερά.

Μικέλα Χαρτουλάρη: Πριν από 20 χρόνια ανάμεσα σε πολλά που σε ενοχλούσαν στην Ελλάδα ήταν, καθώς γράφεις, και το ότι από τη μια σήκωνε το γκλοπ και έδερνε τους απόμαχους συνταξιούχους της και από την άλλη στροβιλιζόταν «λουσάτη και παθητικά παραδομένη στους ρυθμούς της “ανάπτυξης”». Μέσα από τα πορτρέτα του καινούργιου σου βιβλίου και μέσα από τα σχόλια που τα συνδέουν, παρακολουθούμε λοιπόν και τη διαδρομή της χώρας στο διάστημα 1993-2005 με έναν τρόπο που μοιάζει να εξηγεί το πώς φτάσαμε στη σημερινή μας κατάσταση. Θα ήθελες να το σχολιάσεις;
Μάρω Δούκα: Οι εκ των υστέρων σχολιασμοί σε θέματα τόσο σοβαρά, όπως η διαδρομή της χώρας προς την ανάπτυξη, είναι παντελώς ανώφελοι, εκτός κι εάν είμαστε αποφασισμένοι να βάλουμε το δάχτυλο εις τον τύπον των ήλων. Είμαστε;
To 1975, σε ένα διήγημά μου, «Διασταυρώσεις», στο Καρέ Φιξ (Κέδρος), ο επινοημένος ήρωας, το εργατάκι ο Μιλτιάδης, επισημαίνει:  «Ο αγώνας δεν γίνεται για μιαν αύξηση, γίνεται για μιαν αλλαγή!» «Και τι δηλαδή πάει να πει αλλαγή;» τον ειρωνεύτηκαν αμέσως οι φωστήρες συναγωνιστές του, «αν όχι η αύξηση του μισθού σου, που να μπορείς να ζήσεις κι εσύ, να πάρεις κι εσύ το καθετί σου, να βολευτείς καλύτερα στη ζωή…». «Όχι», επέμενε αυτός, «κι ας μη βολευτώ στη ζωή. Κι ας μην έχω να πάρω το καθετί. Κι ας δυσκολεύομαι. Αλλαγή θα πει να ζεις σε συμφωνία με τη φύση σου, να ρωτιέσαι για τον διπλανό σου και για το αύριο».
Και τι έγινε μετά; Στο φουλ, μας λέγανε, οι μηχανές. Συνωστισμός για να προλάβουμε το τρένο της ανάπτυξης! Μακάριοι οι επιτήδειοι τότε, οι ξύπνιοι, οι θαρραλέοι αιλουροειδείς! Και δώσ’ του οι επιδοτήσεις και δώσ’ του τα δάνεια και δώσ’ του τα πήγαιν’ έλα στις Βρυξέλλες. Οι κατάφορτες αποσκευές, οι παχυλοί μισθοί, τα αστραφτερά χαμόγελα, τα κούφια, τα μεγάλα λόγια! Και παρά πίσω ο φτωχός λαός. Να βλέπει και να μαραζώνει που δεν έχει… και να κάνει τα αδύνατα δυνατά προκειμένου κι αυτός να έχει… Όχι ότι δεν γίνανε, βέβαια, και πολλά καλά στον τόπο. Το θέμα όμως είναι ότι περίσσεψαν η κακοδιαχείριση, ο παρασιτισμός, ο ωχαδερφισμός, η διαφθορά.
Και τι έκανε η ηγεσία της Αριστεράς όλα αυτά τα χρόνια; Ποιες, πέραν των οικονομικών, ήταν οι διεκδικήσεις της; Με ποια συναίσθηση ευθύνης, ποιες επιλογές, με ποια «όχι» απέναντι στη φρενίτιδα της υπερκατανάλωσης «όπλιζε» τους ψηφοφόρους της; Ποια ήταν τα πρότυπα, οι αξίες, οι αρχές που προέτασσε;  Κι ας γίνομαι δυσάρεστη… εμένα ρωτάω!
Το θέμα λοιπόν σήμερα είναι, καθώς ο τροπαιούχος πλέον καπιταλισμός έχει αρχίσει να καταλύει σταδιακά το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος του δυτικού κόσμου, να αναζητήσουμε με κριτική διάθεση και τόλμη τα αντισώματα εκείνα που θα μας βοηθούσαν να αντιμετωπίσουμε τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού και να ορίσουμε εκ νέου τα δεδομένα και τα αυτονόητα της καλύτερης ζωής που διεκδικούμε… Κι εδώ η «κυβερνητική αριστερά» οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της. Κι ας φαίνεται βουνό. Αρκεί να λέει την αλήθεια ολόκληρη και να συνομιλεί υπεύθυνα με την εποχή και τις ανάγκες της εποχής. Να μας αποδεικνύει με πράξεις καθημερινά –και όχι με ανέξοδες κουβέντες στα χνάρια των προκατόχων της– ότι η εξουσία δεν «εξομοιώνει». Κι επειδή όλοι κρινόμαστε από τον τρόπο μας, να βρει επειγόντως το δικό της τρόπο για τα απλά, τα ασήμαντα, τα μικρά. Μήπως μπορέσει να σταθεροποιήσει και το βηματισμό της για τα σημαντικά και τα μεγάλα…

Μ.Χ.: Την άνοιξη του 1995 έγινες μέλος του ΔΣ του νεοσύστατου τότε Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και, μέχρι που παραιτήθηκες το 1997, όργωσες τις Δημοτικές Βιβλιοθήκες του Έβρου, συμμετείχες σε δράσεις στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων της Κασσαβέτειας, κ.ο.κ. Αντίστοιχα, τα έδωσες όλα και ως δημοτική σύμβουλος αυτά τα δύο τελευταία χρόνια, με ιδιαίτερη παρουσία στο 6ο Διαμέρισμα Αθηνών. Τι έμαθες από τη δημόσια δραστηριότητά σου;
Μ.Δ.: Όχι και υπερβολές… Όλα δεν τα έδωσα, έκανα απλώς το κατά δύναμιν. Και δεν μετανιώνω, αν και πολλές φορές, επειδή δεν είμαι μαθημένη στην επιδεικτική, αναποτελεσματική ρητορεία, «μπούκωνα», μην πω ότι βαριόμουνα κιόλας. Εμπέδωσα για τα καλά όμως εκείνο το παμπάλαιο «Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη» αντιστοιχισμένο, ευτυχώς, με το άλλο παμπάλαιο «Τίποτα δεν πάει χαμένο»… Και επιβεβαίωσα για άλλη μια φορά μέσα μου το πασίγνωστο «Άλλο τα λόγια και άλλο τα έργα» σε συνδυασμό, φυσικά, με το «Όποιος είναι έξω από τον χορό πολλά τραγούδια λέει»… Αυτά. Και χωρίς καμιά διάθεση ευφυολογίας…

Μ.Χ.: Ας σταθούμε στη σχέση των συγγραφέων με τα πολιτικά πράγματα. Αυτά τα χρόνια της κρίσης και της μετα-δημοκρατίας, τα χρόνια των ναζιστικών κομμάτων και της διάλυσης του κοινωνικού κράτους, αρκετοί κριτικοί και πολλοί συγγραφείς καταδικάζουν τον πολιτικοποιημένο λόγο στη λογοτεχνία, και αντιμετωπίζουν ως στίγμα το πολιτικό πρόσημο. Εσύ η ίδια, και το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά σου Έλα να πούμε ψέματα, «κοπήκατε» απροκάλυπτα από το συστημικό Τύπο… Από την άλλη, συγγραφείς που κάνουν αντιπολιτευτικές λογοτεχνικές αρπαχτές, προβάλλονται ασύστολα σε ένα πλαίσιο λάιφ στάιλ. Πώς σχολιάζεις αυτά τα φαινόμενα;
Μ.Δ.: Μέσα από τα βιβλία μου, κυρίως, εδώ και τέσσερις δεκαετίες, ορίζω κάθε φορά αλλιώς και πάντα ίδια τη σχέση μου με την πολιτική, πώς την εκλαμβάνω, πώς, από το 1974 και έως σήμερα, αντιλαμβάνομαι τον κόσμο και τη θέση μου στον κόσμο, το μόχθο και τη σχέση μου με τη γραφή. Και να σου πω, ουδέποτε επέτρεψα στον εαυτό μου να αισθανθώ «κομμένη» ή «αδικημένη» ή «αγνοημένη», με βοηθάει πολύ και το ότι δεν είμαι από τη φύση μου ανταγωνιστική, κι ας είμαι ανασφαλής, δεν πάσχω από καμιά «αυτοκρατορική» μειονεξία, γι’ αυτό και τον οποιονδήποτε «αποκλεισμό» μου από κάποια έντυπα μάλλον ως ιδιότυπη τιμή τον υπολογίζω… Από κει και πέρα, χρόνια τώρα, μπαίνω κάθε τόσο στον κόπο να διευκρινίζω ότι άλλο ο κομματικός, ο παραταξιακός λόγος και άλλο η πολιτική ματιά απέναντι στη ζωή και τα πράγματα, ματιά ικανή να τροφοδοτήσει αμφίδρομα τη σκέψη, το συναίσθημα και τη φαντασία του συγγραφέα… Και για να καταλήγω, σχολιάζοντας κάπως και την εύστοχη παρατήρησή σου, θα έλεγα ότι δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, πιο κοινότοπος και άκαμπτος, πιο ανελεύθερος λόγος από τον «αντιπολιτευτικό» λόγο των ημερών μας, καθώς βολεύεται με προκλητική αυταρέσκεια, μην πω και τύφλωση, στη «φάτνη» του συστημικού λάιφ στάιλ…

Μ.Χ.: Από τους 19 συγγραφείς που παρουσιάζεις στο Τίποτα δεν χαρίζεται, οι επτά –Αναγνωστάκης, Λειβαδίτης, Ρίτσος, Σωτηρίου, Τσίρκας, Φραγκιάς, Χατζής– είναι μεγάλοι συγγραφείς της Αριστεράς που έβαλαν πολύ ψηλά τον πήχη της λογοτεχνίας, κι όμως σε αρκετές περιπτώσεις οι σχέσεις τους με τους κομματικούς παράγοντες υπήρξε τραυματική. Πώς εξηγείς αυτή την ένταση; Τι συνέπειες είχε;
Μ.Δ.: Για την ένταση αυτή στην Αριστερά, τη σχέση της κομματικής ηγεσίας με τη λογοτεχνία, αλλά και με την τέχνη γενικότερα, είχα επιχειρήσει το καλοκαίρι του 1990 να μιλήσω σ’ ένα κείμενο που είχε δημοσιευτεί τότε στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Ήταν η εποχή της ιδιότυπης εκείνης συνομιλίας-επικοινωνίας που είχε αρχίσει μεταξύ της «κομμουνιστικής» και της «ανανεωτικής» Αριστεράς με το βλέμμα προς την κοινωνία και με τον αέρα, θυμάστε, της εφήμερης Περεστρόικα…Το κείμενο αυτό, για τον Κρόνο που τρώει τα παιδιά του, το συμπεριέλαβα δυο χρόνια αργότερα στον Πεζογράφο και το πιθάρι του.
Σήμερα, 26 χρόνια μετά, αντί να επαναλάβω με άλλα λόγια τα ίδια, θα προτιμούσα να περιοριστώ στη διαχρονικής ισχύος διαπίστωση ότι οι κομματικοί παράγοντες γενικώς (όχι μόνο της Αριστεράς) τρέφουν ανάμεικτα και αντιφατικά συναισθήματα για τη λογοτεχνία. Από τον άκριτο θαυμασμό και την εκτίμηση ώς την εκδικητική απαξίωση και την καχυποψία. Αποδέχονται συνήθως έναν λογοτέχνη (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι διαβάζουν τα βιβλία του) μόνον εάν τον αισθάνονται καλόβολα «δικό» τους… αφοσιωμένο στη δική τους αντίληψη για τον κόσμο, στα δικά τους γούστα, στις δικές τους ανάγκες, στο δικό τους αξιακό πλαίσιο.
Σε ό,τι αφορά τώρα τους κομματικούς παράγοντες της Αριστεράς και τη σχέση τους με τη λογοτεχνία, το μέγα κρίμα είναι ότι σπανίως κατάφεραν να αποδεχτούν ως καθοριστικό προαπαιτούμενο στην τέχνη τη σύμπλευση του περιεχομένου με τη μορφή. Ανέκαθεν τους αρκούσε η συμβατική, μανιχαϊκά ποιητικίζουσα αφήγηση στην υπηρεσία, δήθεν, του λαού. Η λογοτεχνία, όμως, όπως και κάθε μορφή τέχνης, είναι από τη φύση της αντισυμβατική. Υπακούει μόνο στους δικούς της κανόνες και χειραγωγείται μόνον από τους δικούς της ρυθμούς, τις δικές της βαθύτερες αιτίες, καθώς συμπλέκονται, αντιπαλεύουν ή συνυπάρχουν με τη συνείδηση του συγγραφέα…
Ως προς τις συνέπειες τώρα αυτής της έντασης ανάμεσα στους κομματικούς παράγοντες της Αριστεράς και τους αριστερούς λογοτέχνες, ένταση που άγγιζε κάποιες φορές τα όρια της συκοφαντίας και του διασυρμού, πέρα από τις πικρίες, τα τραύματα, τον πειθαναγκασμό και την «οπισθοχώρηση» ενίοτε του λογοτέχνη, προκειμένου να επιβιώσει, έχω την αίσθηση ότι συνέβαλε υποδόρια, μαζί με τόσα άλλα και από διαφορετικούς δρόμους, και στη διαχρονική παγίωση της ευκολίας του «άσπρου-μαύρου». Ευκολία που ευθύνεται και αυτή με τη σειρά της για τη διαμόρφωση της επιφάνειας των αναγνωστικών προτιμήσεων της εποχής μας…

Μ.Χ.: Συχνά οι δυτικοευρωπαίοι συγγραφείς, και όχι μονάχα οι Ρώσοι, δίνουν το λογοτεχνικό στίγμα τους δηλώνοντας οπαδοί είτε του Ντοστογιέφσκι είτε του Τολστόι. Στο αντίστοιχο παιχνίδι οι Έλληνες συγγραφείς αυτοπροσδιορίζονται με βάση τον Παπαδιαμάντη ή τον Βιζυηνό. Εσύ δηλώνεις ακραιφνώς… Βιζυηνική, και μετά το 1993 μελετάς τον Θρακιώτη σε βάθος. Στο πλέον πρόσφατο βιβλίο σου του αφιερώνεις μάλιστα ένα πορτρέτο 45 σελίδων! Γιατί σε συγκινεί τόσο πολύ ο Γεώργιος Βιζυηνός; 
Μ.Δ.: Δεν συμφωνώ ακριβώς με αυτό τον «ποδοσφαιρικό», κατά κάποιο τρόπο, διαχωρισμό… θα τον δεχτώ όμως χάριν της απάντησης που σου οφείλω. Αν και από τα χρόνια του δημοτικού αγαπούσα ξεχωριστά τον Βιζυηνό (για τα γλαφυρά, διδακτικά, παραστατικά παιδικά ποιήματά του και Το αμάρτημα της μητρός μου), αν και αργότερα στην εφηβεία είχα βαθιά συγκινηθεί με τα συνταρακτικής πλοκής και υψηλής αφηγηματικής τέχνης διηγήματά του, ίσως και να μην είχα βγει ποτέ προς αναζήτησή του, εάν δεν μου είχε προτείνει πριν από χρόνια η καλή πεζογράφος και μεταφράστρια Κλαίρη Μιτσοτάκη να ανθολογήσω όποιον συγγραφέα ήθελα για τη σειρά «Μικρή Κιβωτός» που ετοίμαζε συνεργαζόμενη με τις εκδόσεις Μπάστας Πλέσσας… Και τότε, εντελώς ασυναίσθητα, τον θυμήθηκα και τον επέλεξα σαν έναν παλιό αγαπημένο, μιας και ο φίλος μου ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης είχε «καπαρώσει» τον άλλο αγαπημένο των μαθητικών και εφηβικών χρόνων Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη!
Αρχικά επομένως η ενασχόλησή μου με τον Βιζυηνό θα μπορούσε να θεωρηθεί «συγκυριακή»… Έπειτα όμως με συνεπήρε. Ώρες πολλές στην Εθνική Βιβλιοθήκη ψάχνοντας. Με οδηγούς τους πανεπιστημιακούς Παναγιώτη Μουλλά (Νεοελληνικά διηγήματα) και Βαγγέλη Αθανασόπουλο (Οι μύθοι της ζωής και του έργου του  Γ. Βιζυηνού) τον ανακάλυπτα εκ νέου και τον τοποθετούσα αλλιώς μέσα μου. Δεν ήταν μόνο ο εμβληματικός διηγηματογράφος, ο ανανεωτής, ο ένας από τους δυο τρεις κορυφαίους της γενιάς του 1880, ήταν και ο προικισμένος ποιητής, ο σπουδαγμένος, ο ταξιδεμένος, ο πρωτοπόρος παιδαγωγός, ο χαρισματικός αναζητητής, ο επίμονος λαογράφος, ο ακάματος μελετητής, ο ραγισμένος ορφανός, ο ανήσυχος, ο ευφάνταστος, ο πολυπράγμων κοσμοπολίτης, ο άτυχος, ο παιδεμένος, ο αδιέξοδος στοχαστής. Πέρα από τον θαυμασμό και την αγάπη, με έδεσε μαζί του και η συμπόνια, ένας βαθύς θυμός για τις ατυχίες του, ένα διαρκές βούρκωμα…

Μ.Χ.: Μου έκανε εντύπωση και το ειδικό βάρος που έχει για σένα ο Σολωμός. Εξομολογείσαι στο Τίποτα δεν χαρίζεται, πως όταν τα καλά παιδιά της Γενικής Ασφάλειας σε ανέκριναν το 1967 στον τέταρτο όροφο της οδού Μπουμπουλίνας, εσύ σκεφτόσουν την ηθική ελευθερία των «…Πολιορκημένων» και την πνευματική ελευθερία του «Διαλόγου…».
Μ.Δ.: Ναι. Βαθύ το δέσιμό μου και με τον Σολωμό. Δεν θα είναι υπερβολή αν ισχυριστώ ότι υπήρξαν εποχές που πορευόμουν με τους στίχους του… Και αντλούσα εκείνη τη μηδαμινή, την ελάχιστη, αλλά θαυματουργή, υπεροψία, που θα με βοηθούσε να κατανοήσω όλα τα ακατανόητα γύρω μου. Και τους «βασανιστές» μου, φυσικά. Κι αυτό ακριβώς, το εσωτερικό κουβεντολόι, είναι που με «δένει» με την ποίηση όλων των αγαπημένων μου ποιητών. Το πώς οι στίχοι τους με συντροφεύουν στη χαρά και στη λύπη, πώς με υποστηρίζουν στα δύσκολα, πώς με προστατεύουν στις κακοτοπιές, πώς μου δίνουν ώθηση στην ανηφόρα…

Μ.Χ.: Η σταθερή αναφορά σου πάντως, ο «μπούσουλάς» σου, παραμένει 45 χρόνια τώρα, από τότε που την πρωτοδιάβασες, η μυθιστορηματική τριλογία Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα. Είναι όπως γράφεις, «όχι μόνο η πολιτική αλλά και η αισθητική και η αισθηματική αγωγή μου». Τι είναι αυτό που κάνει ένα μυθιστόρημα να αντέχει στο χρόνο; Σκέφτεσαι εσύ αυτήν την παράμετρο όταν γράφεις;
Μ.Δ.: Στον Τσίρκα χρωστάω, συν τοις άλλοις, την αγάπη μου για τον Σταντάλ και τον Φώκνερ. Διότι δεν είναι μόνο η αιρετική και την ίδια στιγμή αλφαδιασμένη απέναντι στην Ιστορία ματιά του, είναι και η επιτακτική, όπως αποτυπώνεται στα γραπτά του, ανάγκη του ανθρώπου να οραματιστεί τη ζωή του μέσα από τις ζωές των άλλων, είναι και το πολυεπίπεδο, πολύτροπο παίδεμά του με τις εκδοχές της αφήγησης… είναι τόσα και τόσα άλλα, τα έχω πει και τα έχω γράψει πολλές φορές. Σε ό,τι με αφορά, ομολογώ ότι πασχίζω πολύ, ότι νοιάζομαι για την αντοχή των υλικών μου… Αυτή η έγνοια όμως, αυτή η προσπάθεια, πιο πολύ έχει να κάνει με το σεβασμό απέναντι στη γραφή και με τη συνέπεια απέναντι στον αναγνώστη, παρά με τη θεμιτή, την ανθρώπινη, στο κάτω-κάτω, φιλοδοξία να αντέξουν και τα δικά μου γραπτά στο χρόνο. Όσο γι’ αυτό, είμαι, και με το παραπάνω, προσγειωμένη… Δεν είναι λίγες οι φορές, που φαντάζομαι –και αρκετά ψύχραιμα, μπορώ να πω– το χρόνο σαν εκείνη τη λαίμαργη, φαρμακερή αράχνη, τη μαρμάγκα, που υφαίνει ακούραστα τον ιστό της…

Μ.Χ.: Πριν από έξι μήνες περίπου έγινε η δίκη για την άγρια δολοφονία του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα (το Δεκέμβριο του 2014), την οποία πήγες να παρακολουθήσεις δυο τρεις φορές... Εκεί, ο συνήγορος υπεράσπισης του ενός από τους δύο ενόχους έφτασε να αμφισβητήσει την ποιότητα των βιβλίων του Κουμανταρέα. Πώς σχολιάζεις το γεγονός;
Μ. Δ.: Να σχολιάσω ακριβώς τι; Ότι ο συγκεκριμένος συνήγορος ως προς τη σχέση του με τη λογοτεχνία εκφράζει τη συντριπτική πλειοψηφία της νεοελληνικής κοινωνίας; Την ίδια στιγμή που εξέφραζε το θαυμασμό του για τον Κουμανταρέα, αποκαλώντας τον μέγιστο συγγραφέα χωρίς να έχει διαβάσει ούτε ένα βιβλίο του, αποδίδοντάς του μάλιστα, εν πλήρει συγχύσει, και Το τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή, τον κατακεραύνωνε με παρατηρήσεις απύθμενης αμάθειας, δικολαβικής υποκρισίας και ευτέλειας. Πολύ εύστοχα τα έχει σχολιάσει όλα αυτά, φιλοτεχνώντας την ψυχογραφία του, ο Πέτρος Τατσόπουλος. Αυτό που εγώ όμως θα ήθελα να σχολιάσω (κάτι που έχει ήδη επισημάνει ο Αλέξανδρος Ασωνίτης), είναι ότι περίμενα να δω πολλούς συναδέλφους και φίλους του Μένη στη δίκη των δολοφόνων και δεν τους είδα. Του όφειλαν, πιστεύω, όλοι αυτοί μιαν ολιγόλεπτη έστω παρουσία… Και κάτι ακόμη: Διάβασα εκείνες τις ημέρες ότι στο άκουσμα, λέει, της ισόβιας κάθειρξής τους οι δύο δολοφόνοι αναλύθηκαν σε λυγμούς… Για την αποκατάσταση της αλήθειας και μόνο, σε κανέναν λυγμό δεν αναλύθηκαν, ανέκφραστοι «υποδέχτηκαν» την ποινή τους…

Μ.Χ.: Ο Κουμανταρέας είχε λειτουργήσει ως μέντορας για ορισμένους νέους συγγραφείς που είναι σήμερα καταξιωμένοι. Εσύ, τη χρονιά που πέρασε παρουσίασες στη Δημοτική Βιβλιοθήκη στον Σταθμό Λαρίσης, εναλλάξ με τον Σωτήρη Δημητρίου, επτά καινούργια αστέρια (κι άλλα τόσα εκείνος). Τι ιδιαίτερο έχει αυτή η νέα γενιά πεζογράφων αλλά και ποιητών στην Ελλάδα, που την καθιστά ενδιαφέρουσα;
Μ.Δ.: Να ξεκαθαρίσω πρώτα ότι ποτέ δεν διεκδίκησα, ούτε και θα με ευχαριστούσε άλλωστε, τον ρόλο του μέντορα… Τους νέους συγγραφείς, όταν αξίζουν, απλώς τους καμαρώνω, τους εκτιμώ και τους εύχομαι τα καλύτερα. Και «καλύτερα» για μένα, όταν είσαι νέος, είναι οι ανηφοριές και οι δυσκολίες… Δεν αστειεύομαι. Και για λόγους δικής μου δικαιοσύνης θα ήθελα να αναφέρω ότι ανάμεσα στους δεκατέσσερις νέους συγγραφείς που εγώ και ο Σωτήρης παρουσιάσαμε (Παπαμάρκος, Στεφανίδης, Καλοσπύρος, Κιτσοπούλου, Ανυφαντάκης, Ρακόπουλος, Σωτηρίου, Παπαντώνης, Γκέζος, Κουτσούκος, Παπαδάκη, Τσίρμπας, Φακίνου, Τσίτας) θα θέλαμε να είναι και αρκετοί άλλοι, όπως η Βασιλική Πέτσα, ο Χρίστος Κυθρεώτης, ο Γιάννης Παλαβός, ο Σωφρόνης Σωφρονίου, για παράδειγμα, και που για πολλούς λόγους, πέρα από τη θέλησή μας, δεν τα καταφέραμε. Όσο για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των νέων αυτών πεζογράφων, αλλά και ποιητών, θα είχα να παρατηρήσω ότι η σχέση τους με τη γλώσσα είναι πηγαία και ταυτόχρονα επιμελώς επεξεργασμένη. Ότι συνομιλούν με το χθες και το σήμερα απροκατάληπτα. Ότι έχουν συναίσθηση της εποχής τους και της ιστορίας… Να προσθέσω ακόμη ότι οι περισσότεροι είναι σπουδαγμένοι, γλωσσομαθείς, με το βλέμμα στραμμένο προς τα έξω… Ένα μόνο τους συμβουλεύω: Να νοιάζονται περισσότερο ο ένας τον άλλο, να διαβάζουν αναμεταξύ τους τα βιβλία τους, και να μην λησμονούν ότι παρθενογένεση στην τέχνη, το είπε και ο Σεφέρης, δεν υπάρχει…

Μ.Χ.: Στο Τίποτα δεν χαρίζεται είναι τόσες οι αναφορές σε αξιοδιάβαστα βιβλία που μπορεί κανείς να συνθέσει μια «βιβλιοθήκη της Μάρως Δούκα» και μέσα από αυτήν να διαπαιδαγωγηθεί. Γιατί, Μάρω, έχει νόημα το να διαβάζουμε λογοτεχνία;
Μ.Δ.: Διαβάζουμε λογοτεχνία, πρωτίστως, λέω, από ανάγκη, για να παρηγορηθούμε κάπως, για να ακυρώσουμε τη μοναξιά μας, να φωτίσουμε την καθημερινότητά μας, να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, να επικοινωνήσουμε με διαφορετικούς πολιτισμούς, άλλους λαούς, να ταξιδέψουμε στο χρόνο, να οραματιστούμε τον καλύτερο κόσμο που δικαιούμαστε. Διαβάζουμε όμως και για να μάθουμε, να διδαχτούμε, να γίνουμε απλώς καλύτεροι άνθρωποι. Και πάνω απ’ όλα, πιστεύω, διαβάζουμε για την απόλαυση του κειμένου, τη χαρά της λέξης, την έκπληξη του απρόβλεπτου…

Μ.Χ.: Γίνεται πολλή συζήτηση με αφορμή τη λεγόμενη «λογοτεχνία της κρίσης», για το αν ο συγγραφέας κάνει εκπτώσεις όταν μιλά για το παρόν πριν αυτό κατασταλάξει. Εσύ ωστόσο το τόλμησες στα τέσσερα πρώτα μυθιστορήματά σου, και έπειτα έκανες τη βουτιά σου στο (αποσιωπημένο) παρελθόν. Πάντα όμως προκειμένου να αναδείξεις μιαν άλλη πραγματικότητα που συμπορεύεται με αυτήν που βιώνει χωριστά ο καθένας μας. Μπορείς να μας εξηγήσεις τη σχέση σου ως συγγραφέα, με το εδώ-και-τώρα, με την ιστορική πραγματικότητα και με την αλήθεια;
Μ.Δ.: Να πω πρώτα, σχολιάζοντας τη γενικότερη, σωστή κατά βάσιν, παρατήρηση για τη σχέση του συγγραφέα με το κατασταλαγμένο ή μη παρόν, ότι οι αφορισμοί και οι κανόνες κατά μήκος όλου του χρόνου υπάρχουν ίσα ίσα για να αναιρούνται… ή και να ακυρώνονται. Και τώρα στο θέμα:
Πάντα πίστευα ότι πέρα από τις όποιες αναζητήσεις και το όποιο ταλέντο, ως συγγραφείς, οριζόμαστε κυρίως από την ιδιοσυγκρασία μας. Από αυτό που είμαστε δηλαδή καθώς ανεβοκατεβαίνουμε τη δική μας ρηματική κλίμακα από το παρατηρώ και το κρίνω στο βιώνω και το θυμάμαι, και από εκεί στο επινοώ και το φαντάζομαι…
Τι θέλω να πω; Ότι εδώ και σαράντα δύο χρόνια βρίσκομαι απέναντι σε μια κρίση, προσπαθώντας να ανασύρω το επίκαιρο της ιστορικότητας μέσα από την υποδόρια διαχρονικότητα του σήμερα, και να συμπλέξω, μέσα από το μύθο, το συλλογικό με την ανεκτίμητη ατομικότητά του. Ότι εδώ και σαράντα δύο χρόνια, από το πρώτο μου βιβλίο Η Πηγάδα (1974) και έως τα πιο πρόσφατα μυθιστορήματα Αθώοι και Φταίχτες (2004), Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ (2010) και Έλα να πούμε ψέματα (2014), γράφω αντιμέτωπη πάντα με μια κρίση… Από τα κρίσιμα, σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας στην κρίσιμη μεταπολιτευτική ευεξία και ευμάρεια, και από το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού στην πνιγηρή ατμόσφαιρα του καπιταλιστικού φαντασιακού της τελευταίας, καθοριστικής, δεκαετίας, και από τον βάναυσο εκπεσμό του αναφαίρετου ανθρώπινου δικαιώματος στην εργασία σε μιαν υπό όρους επισφαλή ατομική απασχόληση, στην ανεργία, την ένδεια, την επαιτεία, τα συσσίτια… Εδώ και σαράντα δύο χρόνια, από τον ψυχρό πόλεμο στον «ακήρυχτο» πόλεμο του ξεριζωμού και της δυστυχίας εκατομμυρίων ανθρώπων, προσπαθώντας να κατανοήσω τις αφορμές και τα αίτια, απέναντι σε μια κρίση που ερχόταν, υφέρποντας, από πολύ μακριά. Κρίση ιδεών, λέγαμε, κρίση ηθών, αξιών, αρχών, ιδεολογιών. Ποιος έφταιξε, ποιος φταίει; Τι ακριβώς συνέβη; Έχουμε κι εμείς καμιά ευθύνη; Κι έτσι από το ένα αναπάντητο ερώτημα που γεννά το άλλο, με το βλέμμα μετωπικά στο παρόν, αναζητώντας τη δυναμική της αφήγησης μέσα από τη στάση μας απέναντι στη ζωή. Στάση που ορίζεται κυρίως από τη συνάφειά μας με την τέχνη της ειλικρίνειας καθώς οδοιπορεί με όλες τις συγγενείς εκδοχές της (καθαρότητα, διαύγεια, τιμιότητα, ευθύτητα) προς την ειλικρίνεια της τέχνης. Πολλά είπα.
Πώς βιώνει, λοιπόν, ένας συγγραφέας το σήμερα και πώς το μετουσιώνει σε λογοτεχνικό κείμενο; Πολύ απλά: Το βιώνει μόνο εάν είναι σε θέση να το προσλάβει ως βίωμα, και το μετουσιώνει σε λογοτεχνικό κείμενο μόνο εάν έχει τη δυνατότητα να το αναπλάσει με το δικό του συναίσθημα, τις δικές του αγωνίες, πάθη, παθήματα…

Μ.Χ.: Σπαρμένα στο 16ο βιβλίο σου είναι αρκετά αιχμηρά σχόλια για το σινάφι των συγγραφέων, για τις «αδιανόητα αιωνόβιες μικρότητες και προστριβές μεταξύ τους», για τα μαλλιοτραβήγματα ή και τα πισώπλατα των «φίλων». Τελικά μήπως κάποια πράγματα χαρίζονται σε ορισμένους συγγραφείς;
Μ.Δ.: Περιμένεις από εμένα να σου το πω αυτό; Και στο κάτω κάτω όλα εξαρτώνται από το πώς εννοεί ο καθένας μας το «χάρισμα»… Εφόσον, μας αρέσει ή όχι, θα έρθει κάποτε η στιγμή που ο βασιλιάς θα αποκαλυφθεί γυμνός και οι ράφτες ψεύτες…

(πρώτη δημοσίευση στον ΧΡΟΝΟ: 25 Noεμβρίου 2016)

*
Η συνέντευξη αυτή της Μάρως Δούκα αναρτήθηκε στο LEFT.gr το Σεπτέμβριο του 2016
Η Μάρω Δούκα, από τις σημαντικότερες συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, γεννήθηκε το 1947 στα Χανιά. Το 1966 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου έκτοτε ζει. Αποφοίτησε από το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1974, με τις νουβέλες Η πηγάδαΚάτι άνθρωποι, και μέχρι σήμερα έχει εκδώσει μία ακόμη νουβέλα, δύο συλλογές διηγημάτων, εννέα μυθιστορήματα (πιο πρόσφατο, Έλα να πούμε ψέματα, 2014) και δύο συλλογές κειμένων Ο πεζογράφος και το πιθάρι του (1992), Τίποτα δεν χαρίζεται (2016), ενώ το 2005 εξέδωσε Τα μαύρα λουστρίνια στο πλαίσιο της σειράς «Η κουζίνα του συγγραφέα» των εκδόσεων Πατάκη. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης» του Δήμου Ηρακλείου για το μυθιστόρημα Αρχαία σκουριά, με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημα Πλωτή πόλη και με το Βραβείο Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα Αθώοι και φταίχτες, για το οποίο επίσης τιμήθηκε με το Βραβείο Balkanika και το Βραβείο Καβάφη. Για το μυθιστόρημα Έλα να πούμε ψέματα έχει τιμηθεί με το βραβείο «Νίκος Θέμελης» του ηλεκτρονικού περιοδικού «Αναγνώστης». Διηγήματα και μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Σήμερα, τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη.
Η Μικέλα Χαρτουλάρη δημιούργησε και εμψύχωσε επί 12 χρόνια μέχρι τον Δεκέμβριο του 2012 το «Βιβλιοδρόμιο», το παρεμβατικό ένθετο για το βιβλίο της εφημερίδας Τα Νέα, το οποίο γνώρισε την ακμή του στα χρόνια της διεύθυνσης του Παντελή Καψή. Παράλληλα κρατούσε μια στήλη γνώμης για τη λογοτεχνική ζωή και τους νέους τίτλους σε ελληνικές ή ξένες εκδόσεις, ενώ υπέγραφε και συνεντεύξεις προσωπικοτήτων από τον χώρο του πνεύματος. Απόφοιτη της Νομικής Αθηνών και του Γαλλικού Ινστιτούτου Τύπου που υπαγόταν διοικητικά στο Πανεπιστήμιο Παρίσι ΙΙ (Paris II), ξεκίνησε τη δημοσιογραφική καριέρα της από το πολιτικό περιοδικό Αντί και συνέχισε στα Νέα όπου εργάστηκε 29 χρόνια αρχικά ως ρεπόρτερ στον τομέα του πολιτισμού (γράμματα, κινηματογράφος, αρχαιολογία, Υπουργείο Πολιτισμού) και για έξι χρόνια ως υπεύθυνη των σελίδων πολιτισμού. Από το 2006 συνεργάζεται από κοινού με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη στην τηλεοπτική σειρά της ΕΤ 1 «Οι κεραίες της εποχής μας», που βασίζεται σε συνεντεύξεις εκλεκτών προσωπικοτήτων από τον διεθνή χώρο των γραμμάτων.
Είναι η αρχισυντάκτρια του online περιοδικού ΧΡΟΝΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: