Πέμπτη, Δεκεμβρίου 29, 2016

http://www.avgi.gr/documents/10179/7757360/VIVLIOA.jpg/e7dab8c9-4332-4678-9cff-8ceff6f55826?t=1482480445548&imageThumbnail=3Βιβλία που ξεχώρισαν τη χρονιά που φεύγει


Καταξιωμένοι συγγραφείς επανακάμπτουν, πρωτοεμφανιζόμενοι αφήνουν υποσχέσεις, ενώ κάποιοι άλλοι φαίνεται να καθιερώνονται με τη δεύτερη δουλειά τους
«Τους πίνακες τους κάνουν οι θεατές» δήλωνε ο Μ. Duchamp. Αντίστοιχα, τα βιβλία τα κάνουν οι αναγνώστες, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε.
Εκκινώντας από τη βασική θέση πως κάθε έργο τέχνης είναι όχι μόνο ατομικό αλλά και κοινωνικό δημιούργημα ως αποτέλεσμα συλλογικής δραστηριότητας όλων των εμπλεκόμενων, μπορούμε να αξιολογήσουμε ορισμένα δείγματα του φετινού πεζογραφικού αμητού, σε μια εποχή κατά την οποία η χρονίζουσα κρίση έχει γίνει πλέον «καθεστωτική» συνθήκη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον πολιτισμό και τη λογοτεχνική δημιουργία που ανθίσταται σθεναρά, με βιβλία που σκάβουν βαθιά την ψυχή μας αλλά και τον χρόνο. Καταξιωμένοι συγγραφείς επανακάμπτουν, πρωτοεμφανιζόμενοι αφήνουν υποσχέσεις, ενώ κάποιοι άλλοι φαίνεται να καθιερώνονται με τη δεύτερη δουλειά τους. Οι συγγραφείς, όπως κι εμείς που τα παρουσιάζουμε, απλώς τα «θέτουμε» -για να παραφράσω τον Τσέχωφ- στην κρίση των ενόρκων (αναγνωστών), κι ας αποφασίσουν αυτοί.

Διήγημα

«Ποτέ δεν είχα σώας τας φρένας, σαλεμένες τις είχα, άλλα αυτές οι σαλεμένες σώο με κράτησαν μέσα σ' αυτό τον ανελέητο κόσμο της λογικής» (Α.Χ.) Σε περίοπτη θέση της διηγηματογραφικής παραγωγής δικαίως βρίσκεται η συλλογή “Έχων σώας τας φρένας & άλλες τρελές ιστορίες” του Αργύρη Χιόνη (εκδ. Κίχλη) -το κύκνειο άσμα του- που απαρτίζεται από εννέα ιστορίες (που εντάσσονται για πρώτη φορά σε ένα βιβλίο, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του), στις οποίες κυριαρχούν -μόνα τους ή σε συνδυασμό- αυτοβιογραφικά, μυθοπλαστικά και ψευδοδοκιμιακά στοιχεία, με γλώσσα αφαιρετική και λιτή, με διάθεση που συχνά θυμίζει Μπόρχες και ουκ ολίγα διακειμενικά στοιχεία που αποκαλύπτουν την παρωδιακή διάσταση των κειμένων. Κάτω από το υποδόριο χιούμορ και το παιγνιώδες ύφος, κρύβεται η βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία για τον θάνατο, τη φθορά, την απώλεια, τη «Χίμαιρα». Η προσεγμένη έκδοση με σχέδια της Εύης Τσακνιά περιλαμβάνει, επίσης, προλογικό σημείωμα, σημειώσεις της επιμελήτριας, κατατοπιστικό σημείωμα για την έκδοση και ένα άκρως ενδιαφέρον επίμετρο.
Φροντισμένη έκδοση με πλούσιο επίμετρο της Τιτίκας Δημητρούλια είναι και η συλλογή με το σύνολο διηγηματογραφικό έργο του Δημήτρη Νόλλα με τίτλο “Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες (Τα διηγήματα 1974-2016)” από τις εκδ. Ίκαρος. Ο ξένος, η πατρώα γη, η μοναξιά, η περιδίνηση του σύγχρονου ανθρώπου στην παράλογη καθημερινότητα - όλα τα οικεία θέματα του συγγραφέα συγκεντρωμένα σ’ έναν καλαίσθητο τόμο 564 σελίδων.
Συλλογές με ιδιαίτερο κοινωνικό «πρόσημο» έγραψαν, μεταξύ άλλων, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, η Ευγενία Μπογιάνου και ο Βαγγέλης Προβιάς. Ο Γκέζος, σκεπτόμενος ψυχρά και γράφοντας θερμά, μετά τη "Λάσπη" επανέρχεται με ένα πολύ σκληρό βιβλίο δέκα πρωτοπρόσωπων ιστοριών - με εξαίρεση την ομώνυμη τριτοπρόσωπη- με τίτλο “Τραμπάλα” (εκδ. Μελάνι). Άντρες σε κρίση, άντρες σε παράκρουση, άντρες σε αδιέξοδο. Άντρες (γύρω στα τριάντα) που τραμπαλίζονται μεταξύ ζωής και θανάτου, με την έκβαση άδηλη. Λόγος παραληρηματικός (σπανίζει η τελεία) που διαβάζεται χωρίς ανάσα. Το "Κλεμμένο λουλούδι" μου θύμισε το "Μικρή παρηγοριά" του Κάρβερ. Ο "Σκαντζόχοιρος" σπαρακτικός, ενώ "Το δώρο" σκιαγραφεί έξοχα τη σχέση πατέρα-γιου. Στα δεκατέσσερα διηγήματα της συλλογής “Μόνο ο αέρας ακουγόταν” της Ευγενίας Μπογιάνου (εκδ. Μεταίχμιο) συναντάμε χαρακτήρες ακυρωμένους, πλάνητες, φερέοικους, που δοκιμάζονται σε οριακές καταστάσεις. Ένας κοινωνικός ιστός από καθημερινούς, οικείους, αναγνωρίσιμους ανθρώπους που αναμετρώνται με κάθε είδους απώλεια. Ξεχνούμε πως αυτοί είναι το περιβάλλον μας, ο περίγυρος της ζωής μας, εμείς οι ίδιοι. Κι η ζωή, ένας δρόμος με ανωμαλίες που προκαλεί εκτροπές, ήττες, συντριβή. Λέμε πως οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες αποτελούν την πρωταρχή της μυθοπλασίας, παρόλο που στο διήγημα είναι δύσκολο να ολοκληρωθούν. Ωστόσο, στην περίπτωση της Μπογιάνου, τα κείμενά της -με μεγάλο αφηγηματικό εύρος- αποτελούν μια καλοφτιαγμένη μηχανή που δουλεύει στην εντέλεια και οι χαρακτήρες, τα γρανάζια που εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία της. Ο Βαγγέλης Προβιάς δυο χρόνια μετά τα “Μαύρα παπούτσια της παρέλασης”, επανέρχεται με τις δεκαπέντε ιστορίες της διπλανής πόρτας από την “Πλατεία Μεσολογγίου” (εκδ. Ολκός), αυτήν τη φορά με ακόμα πιο δυναμικό τρόπο από αυτόν με τον οποίο μας είχε πρωτοσυστηθεί. Με τρόπο αφοπλιστικά απλό (σίγουρα όχι απλοϊκό), χωρίς μελοδραματισμούς και περιττές συγκινήσεις αλλά με κοινωνική ευαισθησία και αγάπη, ο συγγραφέας πλάθει τους χαρακτήρες του γύρω από το συνεκδοχικό σκηνικό μιας πλατείας, που κατά το πλείστον επλήγησαν από την πολύμορφη κρίση - ηττημένοι, τσακισμένοι άνθρωποι. Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα διηγήματα έχουν το “Σάπιοι άνθρωποι”, “Η θάλασσα της Σιρίας” και “Η κίνηση του ήλιου”.
Στα δεκαεννέα ετερόκλητα, θεματολογικά και υφολογικά, διηγήματα του Διαμαντή Αξιώτη (που τόσο όμως επιτυχημένα τα ομογενοποιεί σαν ενιαίο μυθιστόρημα, αν και γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους) με τίτλο “Με χίλιους τρόμους γενναίος” (εκδ. Κίχλη) -δάνειο του Γιώργου Χειμωνά- κυριαρχεί ο φόβος σε όλες του τις εκδοχές. Οι ήρωες, άνθρωποι δίχως ταυτότητα -τεχνουργημένοι με γλώσσα ποιητικών καταβολών- κάποτε αποζητούν τη διαφυγή, μέσω της μνήμης, στον χαμένο παράδεισο της παιδικής ηλικίας ("Η ηδονή των λουτρών") ή καταφεύγουν στο παραμύθι, όπου λύνονται, με τρόπο μαγικό, τα δεσμά ("Το παραμύθι του Ερζινκάν"). Το «Ενοικιάζεται», το «Στάση Μπάτμαν» και «Μπίλια στο ζερό» διαθέτουν εκπληκτική ένταση και αφηγηματική πυκνότητα. Εξαιρετικό το εξώφυλλο με τη φωτογραφία της Μαρίας Κοσσυφίδου.
Στα αυτοβιογραφικά κείμενα σίγουρα συναντούμε τον “Γραφικό χαρακτήρα” του Νίκου Παναγιωτόπουλου (εκδ. Μεταίχμιο), θραύσματα ζωής στα όρια του flash fiction, ιστορίες που ξεπηδούν απρόσκλητες καθώς ξεφυλλίζεις άλμπουμ με οικογενειακές στιγμές. Πυρήνας των εξήντα επτά μικροϊστοριών είναι οι οικογενειακές σχέσεις στη διαδοχή των γενεών και κυρίως η συμβολή των γονιών στην ωρίμανση των παιδιών τους.
Διηγήματα με ιδιαίτερη πολιτική χροιά μάς έδωσαν ο Βαγγέλης Σιαφάκας και η πρωτοεμφανιζόμενη Μαρία Τζαρδή. “Με μια χιλιάρα καβασάκι” (εκδ. Πόλις) τρέχει ο Βαγγέλης Σιαφάκας, για να συναντήσει με διακριτικό χιούμορ, νοσταλγία και πυκνότητα στα δεκαοχτώ αυτοβιογραφικά και κατά βάση πολιτικά κείμενα τους παλιούς του συντρόφους από τον «Ρήγα», καθώς η Πολιτική είναι τελικά αυτή που πρωταγωνιστεί -από τα Γιάννινα, την Αθήνα, τη Φλωρεντία μέχρι τη Μαδρίτη. “Εξορία είναι η επιστροφή”, το πρώτο βιβλίο της Μαρίας Τζαρδή (εκδ. Εύμαρος), ένα βιβλίο εννέα δυστοπικών -κατά βάση πολιτικών- ιστοριών, που καλεί διαρκώς τον αναγνώστη να βρίσκεται σε αναγνωστική εγρήγορση και συναισθηματική επαγρύπνηση.

Νουβέλα

Στο είδος της νουβέλας διακρίθηκαν τη φετινή χρονιά δύο κυρίες που πραγματοποίησαν πετυχημένα και σταθερά το δεύτερο συγγραφικό τους βήμα, η Μαριλένα Παπαϊωάννου και η Ελεάννα Βλαστού. “Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους φούρνους” της Μαριλένας Παπαϊωάννου (εκδ. Εστία), και “Ο βιογράφος” της Ελεάννας Βλαστού (εκδ. Πόλις). Η Μαριλένα Παπαϊωάννου, μετά το μυθιστόρημα “Νικήτας Δέλτα” (εκδ. Εστία, 2013) που δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες, δεν επαλήθευσε όσους θεωρούν πως πολλοί συγγραφείς παθαίνουν δημιουργική καθίζηση με το δεύτερο βιβλίο τους. Αντίθετα, το κείμενο διακρίνει στιβαρή αφήγηση, γλωσσική και αφηγηματική ωρίμανση. Μια ιστορία η οποία διαδραματίζεται στις φυλακές των Βούρλων στη Δραπετσώνα, όπου είχαν φυλακιστεί χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι, την ώρα που ο Εμφύλιος είχε κορυφωθεί· μια ιστορία-ύμνος στον ρόλο της γραφής, που μόνο αυτή μπορεί και παγώνει τον χρόνο, διεκδικώντας την αθανασία. “Ο βιογράφος” της Ελεάννας Βλαστού, το δεύτερο και για εκείνη βιβλίο, μετά τις συγκρατημένες “Εξαφανίσεις” (εκδ. Πόλις, 2013), σίγουρα παίρνει τα εύσημα στη δυνατή σκιαγράφηση των χαρακτήρων, στους οποίους ούτε στιγμή δεν χαρίζεται η δημιουργός τους, στην πλοκή και στον γρήγορο ρυθμό ανάγνωσης που επιβάλλει.

Μυθιστόρημα

O μετρ του διηγήματος Γιώργος Σκαμπαρδώνης επανεμφανίζεται με το μυθιστόρημα “Υπουργός νύχτας” (εκδ. Πατάκης). Ο Σκαμπαρδώνης ξετυλίγει με μαεστρία και υποδόριο σαρκασμό όλο το κοινωνικό πολύπτυχο και τις πολιτικές παθογένειες της Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών. Ένα μυθιστόρημα γραμμένο σε καταιγιστικό ρυθμό, που κατορθώνει να αναπτύσσεται με γλώσσα παλλόμενη και απολαυστική. Ο Πρίμο, ο ήρωας (αρχιτέκτονας, τζογαδόρος, κληρονομεί το γραφείο κηδειών του πατέρα του, μπλέκει σε περιπέτειες με τον υπόκοσμο της Β. Ελλάδας και καταφέρνει να αναρριχηθεί σε θέση υπουργού), είναι ένας άνθρωπος παγιδευμένος στην εποχή του, μια εποχή παρανοϊκή, ατομικιστική, αμοραλιστική, χωρίς πίστη σε ιδεολογίες και οράματα. Η κοινωνική και πολιτική αναρρίχηση του Πρίμο έχει κόστος και τον ίδιο και για τους ανθρώπους γύρω του.
Για τον βαθμό ανοικείωσης που προκαλεί στον αναγνώστη αλλά και για τον βαθμό ρηξικέλευθου εγχειρήματος, ξεχώρισα το πρώτο και μάλιστα, πρωτεϊκό μυθιστόρημα της Χρύσας Φάντη “Η ιστορία της Σ.” (εκδ. Γαβριηλίδης), στο οποίο με γλώσσα ασθμαίνουσα που ενίοτε προσεγγίζει το κόμικ και με αποσπασματική γραφή, μας δίνει θραύσματα ζωής σε ένα πανόραμα διακειμενικότητας από Δάντη, Κάφκα, Γέλινεκ, Κορτάσαρ, μέχρι Βενέζη και Καραπάνου. Ένα βιβλίο-άσκηση γραφής που αξίζει να διαβαστεί, μόνο και μόνο επειδή αναγκάζει τον αναγνώστη να βγει από τη βολή και τις ευκολίες του.
Η κρυφή πόρτα” (εκδ. Μεταίχμιο), το έκτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου (στα όρια της νουβέλας), μυθιστόρημα δύο μονάχα, άρτια ωστόσο, δουλεμένων προσώπων (ο συνταξιούχος Ευγένιος Σερδάρης και η νεαρά Μαρία Καϊμάκη) και απλής πλοκής, παντρεύει με επιτυχία το ατομικό πεπρωμένο με το πολιτικό γίγνεσθαι. Η πόρτα, με όλες τις συνδηλώσεις της, επιτρέπει την ηδονοβλεπτική ματιά στο «αμαρτωλό» παρελθόν από το οποίο δύσκολα ξεκόβει κανείς. Ο Ευγένιος Σερδάρης, που τόσο πετυχημένα εξατομικεύει ο συγγραφέας, είναι συγχρόνως ο μέσος νεοέλληνας των μεταπολιτευτικών χρόνων που μέσα στην τύρβη των αλλοτριωτικών συνθηκών απώλεσε κάθε ευκαιρία αυτοπροσδιορισμού του. Και η όμορφη Μαρία, η επιθυμία που στο τέλος γίνεται ανάγκη εύρεσης ταυτότητας.
Η λεσβία” του Βαγγέλη Ραπτόπουλου (εκδ. Κέδρος), είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα για τις σχέσεις, τη βία, την οικογένεια, τον έρωτα και τη ρευστότητα των φύλων. Ένα κείμενο 211 σελίδων που περικλείει τη σχέση δύο κοριτσιών, της Μελίνας και της Βιβής, στις αρχές του '90. Σε μια εποχή τόσο κοντινή αλλά και τόσο μακρινή συνάμα, ο Ραπτόπουλος με αυτήν την ιστορία ιχνογραφεί το μέλλον μιας πολιτικής κοινωνίας, στην οποία οι άνθρωποι θα ερωτεύονται αβίαστα ό,τι κι αν σημαίνει κάτι τέτοιο.
Τρία χρόνια μετά το “Η πόλη και η σιωπή” ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης επανέρχεται με “Το πέρασμα” (εκδ. Μεταίχμιο). Με τα λόγια του ίδιου του Τζαμιώτη-, είναι ένα μυθιστόρημα για την αναπόφευκτη και βίαιη συνάντηση διαφορετικών κόσμων, την ανάγκη όλων για ασφάλεια και ελευθερία, αλλά και την κοινή ανθρώπινη μοίρα απέναντι στο βάρος της Ιστορίας, σε μια εποχή που οι άνθρωποι πεθαίνουν πολύ εύκολα. Ο συγγραφέας για άλλη μια φορά, πιστός στις συγγραφικές αρχές του, γράφει γι’ αυτούς που «παίρνουν το ρίσκο να διαβάσουν λογοτεχνία, γνωρίζοντας ότι μπορεί να ανακαλύψουν πως κοιμούνται όρθιοι».
Ο Αντώνης Νικολής ολοκληρώνει την τριλογία του (“Διονυσία, Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα”) με το καινούργιο μυθιστόρημά του “Ο θάνατος του μισθοφόρου” (εκδ. Το Ροδακιό), ένα βιβλίο απαιτητικής πεζογραφίας όχι μόνο λόγω της τεχνικής της γραφής του αλλά και για τον προβληματισμό που εγείρει. Ένα βιβλίο-ύμνος στο σώμα, με το σώμα της γραφής· για το σώμα που ανήκει μόνο σε μας, που (απ)ελευθερώνεται, που ερωτεύεται με ή χωρίς σεξουαλική επιθυμία, που συνουσιάζεται, που πεθαίνει.
Τελευταίο αλλά όχι αξιολογικά έσχατο άφησα το νέο βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη “Στο κλαρινέτο” (εκδ. Μεταίχμιο). Ο αφηγητής-συγγραφέας ταξιδεύει από το γνώριμό του Παρίσι -όπου αντιμετωπίζει τη μοιραία ασθένεια του φίλου και εκδότη του- στην Ελλάδα της κρίσης - όπου γνωρίζεται με ανθρώπους τσακισμένους από την οικονομική ανέχεια. Ανάμεσα στη ζεστασιά των ημερών και τη θλίψη της απουσίας· ανάμεσα στο Παρίσι και την Αθήνα· ανάμεσα στη μητρική γλώσσα και τη γραφή ξεφυτρώνει αναπάντεχα το ερώτημα: Γιατί ξεχνάμε; Ένα μυθιστόρημα για τη φθορά των ανθρώπων, τη φθορά της Ελλάδας και τη φθορά της δικής μας μνήμης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: