Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Κι όμως, συνεχίζει…
Εφημερίδα των Συντακτών
Κάθε συγχρονική απόπειρα αποτύπωσης του εκδοτικού τοπίου παραμένει
εξαιρετικά επικίνδυνη, για όλους. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν η συγκέντρωση
του μεγαλύτερου μέρους της προγραμματισμένης παραγωγής κοντά στις
γιορτές αυξάνει ιλιγγιωδώς τον κίνδυνο να χαθούν αξιοπρόσεκτα βιβλία
στην πλημμυρίδα της χριστουγεννιάτικης αγοράς ή και το αντίθετο: να
ατονήσει δηλαδή η λάμψη βιβλίων που εκδόθηκαν τους προηγούμενους μήνες.
Κατά συνέπεια, ό,τι ακολουθεί δεν αποτελεί παρά μια πρώτη –και παράτολμη ίσως– περιήγηση στην πληθώρα των εκδόσεων της χρονιάς που φεύγει, ενώ ακόμα τα βιβλία συνεχίζουν να στοιβάζονται στα γραφεία της εφημερίδας.
Ενα είναι το ασφαλές συμπέρασμα: σε πείσμα των καιρών, η ελληνική πεζογραφία, με παραδοσιακές ή πιο νεωτερικές τεχνικές, με τους τρόπους της αυτοβιογραφίας ή της βιογραφίας, σκάβοντας στη μνήμη ή αναδεύοντας την Ιστορία, αντικρίζοντας κατάματα τον κόσμο γύρω της ή λοξοκοιτώντας το αλλόκοτο ή το μαγικό, συνεχίζει!
Και ξεκινώ με τα κατάλοιπα του Αργύρη Χιόνη (1943-2011): εννέα ακόμα βαθιά ανθρώπινα, βιωματικά στην αφετηρία και αλληγορικά στην απόβλεψη από τα χαρακτηριστικά πεζά του ήρθαν να επισφραγίσουν την εικόνα του ιδιαίτερου πεζογραφικού του έργου («Εχων σώας τας φρένας & άλλες τρελές ιστορίες», Κίχλη).
Ενώ αναμένεται το τρίτο μέρος της εν προόδω μυθιστορηματικής τριλογίας του, ο τόμος «Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες» (Ικαρος) εικονογραφεί τη δαιδαλώδη πορεία του διηγηματογράφου Δημήτρη Νόλλα από το 1974 μέχρι σήμερα. Δεύτερος συγκεντρωτικός τόμος και για τον κομψογράφο μινιατουρίστα Αχιλλέα Κυριακίδη («Τεχνητές αναπνοές και άλλα πεζά της πόλεως», Πατάκης), με τα πεζά μεταξύ των ετών 2003 και 2010.
Συγκεντρωτική έκδοση και για τα κοινωνικού περιεχομένου διηγήματα του Περικλή Σφυρίδη («Τα κοινωνικά», Εστία) και νέα έκδοση του διεθνώς αναγνωρισμένου (αλλά μάλλον ατυχήσαντος στις ελληνικές εκδόσεις του) «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού, το οποίο αναπαύεται, πλέον, οριστικά, «κτήμα ες αεί», στη νέα σειρά «Aldina» των εκδόσεων Gutenberg.
Βαρύνουσας σημασίας και οι επανεκδόσεις της «Βιοτεχνίας Υαλικών»
(Πατάκης) του Μένη Κουμανταρέα, αλλά και του «Βραδιές μπαλέτου»
(Μεταίχμιο) του Αλέξη Πανσέληνου, δύο μυθιστορημάτων που μπορεί να
έρχονται από τις δεκαετίας του 1980 και του 1990, αντίστοιχα, παραμένουν
όμως «επίκαιρα» και ανοιχτά σε νέες προσεγγίσεις. Ο τελευταίος,
αφήνοντας πίσω τις τοιχογραφίες ολόκληρων εποχών, επέστρεψε φέτος με την
«Κρυφή πόρτα» (Μεταίχμιο), εστιάζοντας σε μια επικίνδυνη ερωτική
«σχέση» ανάμεσα σε δύο αταίριαστους «συγκατοίκους» που δοκιμάζεται από
μυστικά του παρελθόντος.
Δεύτερος τόμος της παιγνιώδους αυτοβιογραφίας του Δημήτρη Καλοκύρη
(«Παρασάγγες Β΄ Ευρετήριο προσωπικών χρόνων», Αγρα), που ακολουθεί στους
δαιδαλώδεις δρόμους των παραπεμπτικών σχέσεων μιας εγκυκλοπαίδειας ή
ενός λεξικού το νήμα μιας ζωής αφιερωμένης στη γραφή και την ανάγνωση.
Οδυνηρός στοχασμός για τη μνήμη και τη λήθη, μεταξύ Παρισιού και της
σύγχρονης Αθήνας, το νέο μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη («Το κλαρινέτο»,
Μεταίχμιο) και χαλαρή σύνδεση φασματικών εικόνων που κατακλύζουν έναν
ηλικιωμένο συγγραφέα σε κρίση το «Φαρμακείον Εκστρατείας» (Μεταίχμιο),
το πιο ποιητικό από τα πεζά του Μάνου Ελευθερίου.
Τέσσερα χρόνια μετά το κυβιστικό παζλ του «Χαστουκόδεντρου» (2012), ο Αρης Μαραγκόπουλος επιστρέφει με το πιο φιλόδοξο μυθιστόρημά του, στην ίδια ντοκουμενταρισμένη μετανεωτερική γραφή, και πάλι με την Ιστορία και την πολιτική –υπό ανθρωπιστικό πρίσμα– στον πυρήνα της αφήγησής του. Ο γιγαντόσωμος Πολ και η πανέμορφη Λόρα, η ζωή των οποίων κατοπτρίζει την ταραγμένη ευρωπαϊκή ιστορία της εποχής τους, δεν είναι άλλοι από τους Πολ Λαφάργκ και Λόρα Μαρξ («Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού», Τόπος).
Σε σκοτεινές ιστορίες από το Ολοκαύτωμα της Θεσσαλονίκης και στην ιστορία των Ελλήνων Εβραίων με επίκεντρο τη μορφή του Αβραάμ Μπεναρόγια καταδύεται η Έλενα Χουζούρη στο νέο πολυφωνικό μυθιστόρημά της, διερευνώντας μυθοπλαστικά το επώδυνο δίπολο μνήμη-λήθη («Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ», Πατάκης). Ιστορικό μυθιστόρημα και «Ο Ελληνας γιατρός» (Μελάνι) της Καρολίνας Μέρμηγκα, στο οποίο η μικροϊστορία του γιατρού Κωνσταντίνου Μ. (1874-1941) ακολουθεί κατά πόδας την περιπέτεια της σύγχρονης Ελλάδας.
Σπονδυλωτό μυθιστόρημα το «Τελευταία νέα από την Ιθάκη» (Μεταίχμιο) του Κώστα Ακρίβου, αποτελούμενο από 26 μυθιστορίες, γραμμένες σε διάφορα είδη και τεχνικές, με πρωταγωνιστές αφανείς και επώνυμους ήρωες διαφόρων εποχών, που όλοι τους αποτελούν δυνητικά απεικάσματα ομηρικών ηρώων.
Η κρίση, φυσικά, παραμένει παρούσα. Κατάματα αντικρισμένη ή δημοσιογραφικά καταγραμμένη, όπως στο «Blues της ανεργίας» (Κέδρος) του Βαγγέλη Βλάχου, ακόμα και δυστοπικά μεγεθυσμένη, όπως στο «Πόλη χωρίς θεούς» (Μεταίχμιο) του Μάκη Καραγιάννη ή «Το σχέδιο» (Μελάνι) της Κατερίνας Μαλακατέ.
Μια τρομοκρατική έκρηξη στο Λονδίνο σαρώνει το παρελθόν και το μέλλον μιας οικογένειας στην Ελλάδα, στο πυκνά ψυχογραφικό «Ωστικό κύμα» (Πατάκης) του Νίκου Δαββέτα.
Σπαρακτικός ο μονόλογος της ηλικιωμένης που, παλεύοντας με την άνοια σε κάθε στροφή και αντιστροφή του λόγου της, αναζητά την αξιοπρέπειά της στο «Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο» (Πατάκης) της Ελένης Γιαννακάκη, και χιουμοριστική, σαρκαστική ηθοποιία που «σκαρώνεται» τελετουργικά ή «ψέλνεται» ως «εξάψαλμος» κάπου στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη ο πυρετικός, κατεδαφιστικός μονόλογος του Θωμά Κοροβίνη («Ο κατάδεσμος», Αγρα).
Είκοσι τρεις πολύτροπες ιστορίες για πρόσωπα καθημερινά, καθημαγμένα, αλλόκοτα, ονειρικά στη συλλογή «Ιδεολογικά ύποπτη» (Καλέντης) της Ελένης Γκίκα. Στην «Αποτομή» (Νησίδες) ο Γιάννης Καισαρίδης «ανασταίνει» τους οικείους νεκρούς, από τη Μικρασιατική Καταστροφή και πέρα, όπου δεινά, θεομηνίες και αναπηρίες, αποτυπώνονται με προφορικότητα και θάμβος.
Χαμένος ανάμεσα στο πραγματικό και το υπερβατικό, στα σκότη της ενοχής και της οδύνης, ο ερωτευμένος στο πυρετώδες γλωσσικά «Ο θάνατος του μισθοφόρου» (Ροδακιό) του Αντώνη Νικολή, ενώ στον χώρο του φανταστικού ανοίγονται οι ιστορίες του Νίκου Φαρούπου («Ο αρχιβιβλιοθηκάριος», Κέδρος).
Εκπληξη για την κατά κανόνα κλειστοφοβική ελληνική πεζογραφία η ευτυχής σύμπτωση που φέρνει τρία ελληνικά μυθιστορήματα στην καρδιά του σκότους της Αφρικής.
Συναρπαστική περιπέτεια σε μια αφρικανική ουτοπία με θέμα τη σύγκρουση επιστήμης και πρωτογονισμού η ιστοριογραφική μεταμυθοπλασία «Εκουατόρια» (Καστανιώτης) του Μιχάλη Μοδινού. Και από το νότιο Σουδάν και τις πηγές του Νείλου, στις όχθες μιας λίμνης του Καμερούν, στη δεύτερη εμφάνιση του Βασίλη Δρόλια:
ένας βιολόγος σε ερευνητική αποστολή για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η εικαστικός ερωμένη του μακριά, στο Λονδίνο, σε μια αντιστικτική διερεύνηση των σχέσεων επιστήμης και τέχνης, τέχνης και ζωής («Nyos. Η τελετή της αθωότητας», Κέδρος). Και από κει, στο Κονγκό του Γιώργου Ρούβαλη, σε μια χαλαρή μυθιστορηματική σύνθεση πλαστών και πραγματικών ντοκουμέντων που ανασυνθέτουν την ιστορία του Βελγικού Κονγκό της αποικιοκρατίας («Gongochacha», Απόπειρα).
Μια σειρά σκληρές αλλά βαθιά ανθρώπινες ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας και της ίδιας απορφανισμένης από αισθήματα μεγαλούπολης ξετυλίγονται στα νέα διηγήματα της Μαρίας Κουγιουμτζή («Ολα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα», Καστανιώτης) και αντιμέτωπους με απανωτά προσωπικά αδιέξοδα φέρνει τους βασανισμένους και μετέωρους ήρωές του ο Διαμαντής Αξιώτης στα δικά του διηγήματα («Με χίλιους τρόμους γενναίος», Κίχλη).
Εξήντα εφτά μικροσκοπικές ιστορίες, θραύσματα ζωής, που θυμίζουν μπαρτικά «αυτο-βιογραφήματα» παρελαύνουν από τον «Γραφικό χαρακτήρα» (Μεταίχμιο) του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ενώ στο «Κλεινόν. Μυθιστορίες από την Αθήνα» (Μελάνι) του Γιάννη Ευσταθιάδη, δεκάδες γνωστοί Αθηναίοι καταθέτουν τη μισοπραγματική, μισοεπινοημένη μαρτυρία τους για την αγαπημένη πόλη.
Στο διήγημα επιμένει ο Βαγγέλης Προβιάς, κινώντας τις ρεαλιστικές ιστορίες του στην περίμετρο μιας πλατείας της Αθήνας («Πλατεία Μεσολογγίου», Ολκός), με βαθιά ψυχογραφικά διηγήματα, ευαίσθητα στους κοινωνικούς κραδασμούς επανέρχεται ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος («Τραμπάλα», Μελάνι), αλλά και η Ευγενία Μπογιάνου, η οποία στη δική της συλλογή σχολιάζει την απώλεια και την υπόκωφη εσωτερική απόσυρση των ηρώων της («Μόνο ο αέρας ακουγόταν», Μεταίχμιο).
Αλλοι κινούνται αντίστροφα: από τη μικρή φόρμα στη σύνθεση. Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης επιστρέφει μ’ ένα κεφάτο υπαρξιακό μυθιστόρημα δρόμου («Καϊάφας», Πατάκης) και πέντε αλυσιδωτές αφηγήσεις συνθέτουν το πανόραμα της μεταπολεμικής Ελλάδας στη νουβέλα «Γκουανό» (Πόλις) του Γιώργου Γκόζη.
Τέλος, ένα αποκαλυπτικό ταξίδι φέρνει αντιμέτωπους τους τρεις χαρακτήρες με τα φαντάσματα του εαυτού τους στο λαβυρινθώδες μυθιστόρημα της Ειρήνης Σταματοπούλου, το οποίο αντλεί ελεύθερα από το προωθημένο αμερικανικό μυθιστόρημα, τη φιλοσοφία και τον κινηματογράφο («Το αυτί της Αριάδνης», Απόπειρα).
Στα τεχνικώς άρτια και θεματικώς αναπάντεχα πεζά του Παναγιώτη Κεχαγιά με τη λαβυρινθώδη δομή και την ερμητική γεωγραφία («Τελευταία προειδοποίηση», Αντίποδες) ήρθαν να προστεθούν οι αλλόκοτες, ακαριαίες ιστορίες, μεταξύ ποίησης και πρόζας, της Ούρσουλας Φωσκόλου («Το κήτος», Κίχλη), τα πυρετώδη διηγήματα του Κωνσταντίνου Τζήκα, τα οποία συνομιλούν με τον μαγικό ρεαλισμό και το παράδοξο, διερευνώντας πτυχές της ανθρώπινης συνθήκης («Κομμένα», Νεφέλη), αλλά και οι ταραγμένες, πολυσυλλεκτικές απεικονίσεις ενός ρευστού κοινωνικού τοπίου στα διηγήματα της Καλλιρρόης Παρούση («Κανείς δε μιλάει για τα πεύκα», Κέδρος).
Σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική, κάποιοι τολμούν, από το πρώτο τους κιόλας βιβλίο, μια μεγαλύτερη σύνθεση. Με το δύσκολο επιστολικό είδος αναμετριέται ο Ιορδάνης Κουμασίδης, δίνοντάς μας σε μια χαμηλόφωνη επιστολική νουβέλα την αλληλογραφική σχέση ενός φυλακισμένου με μιαν άγνωστη («12 γραμματόσημα στον τοίχο», Κέδρος).
Στους στενούς διαδρόμους και τις επικίνδυνες ατραπούς της κλειστοφοβικής πολυώροφης πολυκατοικίας του αθηναϊκού κέντρου περιπλανιέται η θρυμματισμένη αφήγηση της Κατερίνας Παπαντωνίου («Σκοτεινό ασανσέρ», Τόπος), ενώ ο σε μόνιμη εκκρεμότητα «Ιάκωβος» (Αντίποδες) του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που ξυπνά χωρίς αναμνήσεις σ’ έναν αφιλόξενο τόπο, εστιάζοντας μικροσκοπικά στις υπόγειες σχέσεις και στις εντάσεις ανάμεσα στον ξένο και στους ανθρώπους του παράξενου οικισμού που τον φιλοξενεί.
Ευχάριστη έκπληξη το ντεμπούτο του Χρήστου Χρηστίδη «Αναποδογεννημένος» (Εντευκτήριο), ο οποίος καταθέτει σε ηλικία 63 ετών το πρώτο του βιβλίο: 78 αυτοβιογραφικά θραύσματα μνήμης σ’ έναν αμείλικτο ενεστώτα κι ένα πιο αμείλικτο δεύτερο πρόσωπο.
Αλλες δύο αξιοπρόσεκτες πρώτες εμφανίσεις: η δημοσιογράφος Ξένια Κουναλάκη ξετυλίγει σε 73 εξομολογητικές μικροϊστορίες, μεταξύ χρονογραφήματος και προσωπικού ημερολογίου, πτυχές του εαυτού της, μιλώντας για όλους και όλα («Στις ταινίες κλαίω στις πιο άχρηστες σκηνές», Πόλις), ενώ η εμφάνιση της ασθένειας του αφηγητή πυροδοτεί τα 28 απροσποίητα, συγκινητικά σπαράγματα στο «Extra Ball» (Ποταμός) του διαφημιστή Γιάννη Βαλτή.
Τέλος, δεν θα ήμουν άξιος να ξαναγράψω ποτέ πια άλλους λογοτεχνικούς απολογισμούς αν δεν αναφερόμουν, έστω ακροθιγώς, στο βιβλίο του Π. Ενιγουεϊ («Δεν θα ξαναγράψω ποτέ πια άλλα διηγήματα και άλλα διηγήματα», Θράκα): εκχείλιση ευφυΐας χωρίς κανέναν ναρκισσισμό, λεπτότεχνη ειρωνεία και αυτοσαρκασμός, ένας ξεκαρδιστικός συνδυασμός των κανόνων του OuLiPo με τους... μη κανόνες του σουρεαλισμού.
Κατά συνέπεια, ό,τι ακολουθεί δεν αποτελεί παρά μια πρώτη –και παράτολμη ίσως– περιήγηση στην πληθώρα των εκδόσεων της χρονιάς που φεύγει, ενώ ακόμα τα βιβλία συνεχίζουν να στοιβάζονται στα γραφεία της εφημερίδας.
Ενα είναι το ασφαλές συμπέρασμα: σε πείσμα των καιρών, η ελληνική πεζογραφία, με παραδοσιακές ή πιο νεωτερικές τεχνικές, με τους τρόπους της αυτοβιογραφίας ή της βιογραφίας, σκάβοντας στη μνήμη ή αναδεύοντας την Ιστορία, αντικρίζοντας κατάματα τον κόσμο γύρω της ή λοξοκοιτώντας το αλλόκοτο ή το μαγικό, συνεχίζει!
Και ξεκινώ με τα κατάλοιπα του Αργύρη Χιόνη (1943-2011): εννέα ακόμα βαθιά ανθρώπινα, βιωματικά στην αφετηρία και αλληγορικά στην απόβλεψη από τα χαρακτηριστικά πεζά του ήρθαν να επισφραγίσουν την εικόνα του ιδιαίτερου πεζογραφικού του έργου («Εχων σώας τας φρένας & άλλες τρελές ιστορίες», Κίχλη).
Ενώ αναμένεται το τρίτο μέρος της εν προόδω μυθιστορηματικής τριλογίας του, ο τόμος «Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες» (Ικαρος) εικονογραφεί τη δαιδαλώδη πορεία του διηγηματογράφου Δημήτρη Νόλλα από το 1974 μέχρι σήμερα. Δεύτερος συγκεντρωτικός τόμος και για τον κομψογράφο μινιατουρίστα Αχιλλέα Κυριακίδη («Τεχνητές αναπνοές και άλλα πεζά της πόλεως», Πατάκης), με τα πεζά μεταξύ των ετών 2003 και 2010.
Συγκεντρωτική έκδοση και για τα κοινωνικού περιεχομένου διηγήματα του Περικλή Σφυρίδη («Τα κοινωνικά», Εστία) και νέα έκδοση του διεθνώς αναγνωρισμένου (αλλά μάλλον ατυχήσαντος στις ελληνικές εκδόσεις του) «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού, το οποίο αναπαύεται, πλέον, οριστικά, «κτήμα ες αεί», στη νέα σειρά «Aldina» των εκδόσεων Gutenberg.
Τέσσερα χρόνια μετά το κυβιστικό παζλ του «Χαστουκόδεντρου» (2012), ο Αρης Μαραγκόπουλος επιστρέφει με το πιο φιλόδοξο μυθιστόρημά του, στην ίδια ντοκουμενταρισμένη μετανεωτερική γραφή, και πάλι με την Ιστορία και την πολιτική –υπό ανθρωπιστικό πρίσμα– στον πυρήνα της αφήγησής του. Ο γιγαντόσωμος Πολ και η πανέμορφη Λόρα, η ζωή των οποίων κατοπτρίζει την ταραγμένη ευρωπαϊκή ιστορία της εποχής τους, δεν είναι άλλοι από τους Πολ Λαφάργκ και Λόρα Μαρξ («Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού», Τόπος).
Σε σκοτεινές ιστορίες από το Ολοκαύτωμα της Θεσσαλονίκης και στην ιστορία των Ελλήνων Εβραίων με επίκεντρο τη μορφή του Αβραάμ Μπεναρόγια καταδύεται η Έλενα Χουζούρη στο νέο πολυφωνικό μυθιστόρημά της, διερευνώντας μυθοπλαστικά το επώδυνο δίπολο μνήμη-λήθη («Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ», Πατάκης). Ιστορικό μυθιστόρημα και «Ο Ελληνας γιατρός» (Μελάνι) της Καρολίνας Μέρμηγκα, στο οποίο η μικροϊστορία του γιατρού Κωνσταντίνου Μ. (1874-1941) ακολουθεί κατά πόδας την περιπέτεια της σύγχρονης Ελλάδας.
Σπονδυλωτό μυθιστόρημα το «Τελευταία νέα από την Ιθάκη» (Μεταίχμιο) του Κώστα Ακρίβου, αποτελούμενο από 26 μυθιστορίες, γραμμένες σε διάφορα είδη και τεχνικές, με πρωταγωνιστές αφανείς και επώνυμους ήρωες διαφόρων εποχών, που όλοι τους αποτελούν δυνητικά απεικάσματα ομηρικών ηρώων.
Η κρίση, φυσικά, παραμένει παρούσα. Κατάματα αντικρισμένη ή δημοσιογραφικά καταγραμμένη, όπως στο «Blues της ανεργίας» (Κέδρος) του Βαγγέλη Βλάχου, ακόμα και δυστοπικά μεγεθυσμένη, όπως στο «Πόλη χωρίς θεούς» (Μεταίχμιο) του Μάκη Καραγιάννη ή «Το σχέδιο» (Μελάνι) της Κατερίνας Μαλακατέ.
Μια τρομοκρατική έκρηξη στο Λονδίνο σαρώνει το παρελθόν και το μέλλον μιας οικογένειας στην Ελλάδα, στο πυκνά ψυχογραφικό «Ωστικό κύμα» (Πατάκης) του Νίκου Δαββέτα.
Σπαρακτικός ο μονόλογος της ηλικιωμένης που, παλεύοντας με την άνοια σε κάθε στροφή και αντιστροφή του λόγου της, αναζητά την αξιοπρέπειά της στο «Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο» (Πατάκης) της Ελένης Γιαννακάκη, και χιουμοριστική, σαρκαστική ηθοποιία που «σκαρώνεται» τελετουργικά ή «ψέλνεται» ως «εξάψαλμος» κάπου στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη ο πυρετικός, κατεδαφιστικός μονόλογος του Θωμά Κοροβίνη («Ο κατάδεσμος», Αγρα).
Είκοσι τρεις πολύτροπες ιστορίες για πρόσωπα καθημερινά, καθημαγμένα, αλλόκοτα, ονειρικά στη συλλογή «Ιδεολογικά ύποπτη» (Καλέντης) της Ελένης Γκίκα. Στην «Αποτομή» (Νησίδες) ο Γιάννης Καισαρίδης «ανασταίνει» τους οικείους νεκρούς, από τη Μικρασιατική Καταστροφή και πέρα, όπου δεινά, θεομηνίες και αναπηρίες, αποτυπώνονται με προφορικότητα και θάμβος.
Χαμένος ανάμεσα στο πραγματικό και το υπερβατικό, στα σκότη της ενοχής και της οδύνης, ο ερωτευμένος στο πυρετώδες γλωσσικά «Ο θάνατος του μισθοφόρου» (Ροδακιό) του Αντώνη Νικολή, ενώ στον χώρο του φανταστικού ανοίγονται οι ιστορίες του Νίκου Φαρούπου («Ο αρχιβιβλιοθηκάριος», Κέδρος).
Εκπληξη για την κατά κανόνα κλειστοφοβική ελληνική πεζογραφία η ευτυχής σύμπτωση που φέρνει τρία ελληνικά μυθιστορήματα στην καρδιά του σκότους της Αφρικής.
Συναρπαστική περιπέτεια σε μια αφρικανική ουτοπία με θέμα τη σύγκρουση επιστήμης και πρωτογονισμού η ιστοριογραφική μεταμυθοπλασία «Εκουατόρια» (Καστανιώτης) του Μιχάλη Μοδινού. Και από το νότιο Σουδάν και τις πηγές του Νείλου, στις όχθες μιας λίμνης του Καμερούν, στη δεύτερη εμφάνιση του Βασίλη Δρόλια:
ένας βιολόγος σε ερευνητική αποστολή για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η εικαστικός ερωμένη του μακριά, στο Λονδίνο, σε μια αντιστικτική διερεύνηση των σχέσεων επιστήμης και τέχνης, τέχνης και ζωής («Nyos. Η τελετή της αθωότητας», Κέδρος). Και από κει, στο Κονγκό του Γιώργου Ρούβαλη, σε μια χαλαρή μυθιστορηματική σύνθεση πλαστών και πραγματικών ντοκουμέντων που ανασυνθέτουν την ιστορία του Βελγικού Κονγκό της αποικιοκρατίας («Gongochacha», Απόπειρα).
Μια σειρά σκληρές αλλά βαθιά ανθρώπινες ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας και της ίδιας απορφανισμένης από αισθήματα μεγαλούπολης ξετυλίγονται στα νέα διηγήματα της Μαρίας Κουγιουμτζή («Ολα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα», Καστανιώτης) και αντιμέτωπους με απανωτά προσωπικά αδιέξοδα φέρνει τους βασανισμένους και μετέωρους ήρωές του ο Διαμαντής Αξιώτης στα δικά του διηγήματα («Με χίλιους τρόμους γενναίος», Κίχλη).
Εξήντα εφτά μικροσκοπικές ιστορίες, θραύσματα ζωής, που θυμίζουν μπαρτικά «αυτο-βιογραφήματα» παρελαύνουν από τον «Γραφικό χαρακτήρα» (Μεταίχμιο) του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ενώ στο «Κλεινόν. Μυθιστορίες από την Αθήνα» (Μελάνι) του Γιάννη Ευσταθιάδη, δεκάδες γνωστοί Αθηναίοι καταθέτουν τη μισοπραγματική, μισοεπινοημένη μαρτυρία τους για την αγαπημένη πόλη.
Το δεύτερο βήμα
Είναι γνωστό ότι η δεύτερη εμφάνιση ενός πεζογράφου είναι αποφασιστική, ιδιαίτερα αν η πρώτη ήταν πολλά υποσχόμενη.Στο διήγημα επιμένει ο Βαγγέλης Προβιάς, κινώντας τις ρεαλιστικές ιστορίες του στην περίμετρο μιας πλατείας της Αθήνας («Πλατεία Μεσολογγίου», Ολκός), με βαθιά ψυχογραφικά διηγήματα, ευαίσθητα στους κοινωνικούς κραδασμούς επανέρχεται ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος («Τραμπάλα», Μελάνι), αλλά και η Ευγενία Μπογιάνου, η οποία στη δική της συλλογή σχολιάζει την απώλεια και την υπόκωφη εσωτερική απόσυρση των ηρώων της («Μόνο ο αέρας ακουγόταν», Μεταίχμιο).
Αλλοι κινούνται αντίστροφα: από τη μικρή φόρμα στη σύνθεση. Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης επιστρέφει μ’ ένα κεφάτο υπαρξιακό μυθιστόρημα δρόμου («Καϊάφας», Πατάκης) και πέντε αλυσιδωτές αφηγήσεις συνθέτουν το πανόραμα της μεταπολεμικής Ελλάδας στη νουβέλα «Γκουανό» (Πόλις) του Γιώργου Γκόζη.
Τέλος, ένα αποκαλυπτικό ταξίδι φέρνει αντιμέτωπους τους τρεις χαρακτήρες με τα φαντάσματα του εαυτού τους στο λαβυρινθώδες μυθιστόρημα της Ειρήνης Σταματοπούλου, το οποίο αντλεί ελεύθερα από το προωθημένο αμερικανικό μυθιστόρημα, τη φιλοσοφία και τον κινηματογράφο («Το αυτί της Αριάδνης», Απόπειρα).
Πρώτη εμφάνιση
Η επανάληψη της διαπίστωσης τείνει να καταντήσει κοινός τόπος τα τελευταία χρόνια. Και φέτος πολλά κείμενα πρωτοεμφανιζομένων μάς εκπλήσσουν ευχάριστα με την ποιότητα των γραπτών τους, αλλά και την πρωτοτυπία των τεχνικών και του στοχασμού τους.Στα τεχνικώς άρτια και θεματικώς αναπάντεχα πεζά του Παναγιώτη Κεχαγιά με τη λαβυρινθώδη δομή και την ερμητική γεωγραφία («Τελευταία προειδοποίηση», Αντίποδες) ήρθαν να προστεθούν οι αλλόκοτες, ακαριαίες ιστορίες, μεταξύ ποίησης και πρόζας, της Ούρσουλας Φωσκόλου («Το κήτος», Κίχλη), τα πυρετώδη διηγήματα του Κωνσταντίνου Τζήκα, τα οποία συνομιλούν με τον μαγικό ρεαλισμό και το παράδοξο, διερευνώντας πτυχές της ανθρώπινης συνθήκης («Κομμένα», Νεφέλη), αλλά και οι ταραγμένες, πολυσυλλεκτικές απεικονίσεις ενός ρευστού κοινωνικού τοπίου στα διηγήματα της Καλλιρρόης Παρούση («Κανείς δε μιλάει για τα πεύκα», Κέδρος).
Σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική, κάποιοι τολμούν, από το πρώτο τους κιόλας βιβλίο, μια μεγαλύτερη σύνθεση. Με το δύσκολο επιστολικό είδος αναμετριέται ο Ιορδάνης Κουμασίδης, δίνοντάς μας σε μια χαμηλόφωνη επιστολική νουβέλα την αλληλογραφική σχέση ενός φυλακισμένου με μιαν άγνωστη («12 γραμματόσημα στον τοίχο», Κέδρος).
Στους στενούς διαδρόμους και τις επικίνδυνες ατραπούς της κλειστοφοβικής πολυώροφης πολυκατοικίας του αθηναϊκού κέντρου περιπλανιέται η θρυμματισμένη αφήγηση της Κατερίνας Παπαντωνίου («Σκοτεινό ασανσέρ», Τόπος), ενώ ο σε μόνιμη εκκρεμότητα «Ιάκωβος» (Αντίποδες) του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που ξυπνά χωρίς αναμνήσεις σ’ έναν αφιλόξενο τόπο, εστιάζοντας μικροσκοπικά στις υπόγειες σχέσεις και στις εντάσεις ανάμεσα στον ξένο και στους ανθρώπους του παράξενου οικισμού που τον φιλοξενεί.
Ευχάριστη έκπληξη το ντεμπούτο του Χρήστου Χρηστίδη «Αναποδογεννημένος» (Εντευκτήριο), ο οποίος καταθέτει σε ηλικία 63 ετών το πρώτο του βιβλίο: 78 αυτοβιογραφικά θραύσματα μνήμης σ’ έναν αμείλικτο ενεστώτα κι ένα πιο αμείλικτο δεύτερο πρόσωπο.
Αλλες δύο αξιοπρόσεκτες πρώτες εμφανίσεις: η δημοσιογράφος Ξένια Κουναλάκη ξετυλίγει σε 73 εξομολογητικές μικροϊστορίες, μεταξύ χρονογραφήματος και προσωπικού ημερολογίου, πτυχές του εαυτού της, μιλώντας για όλους και όλα («Στις ταινίες κλαίω στις πιο άχρηστες σκηνές», Πόλις), ενώ η εμφάνιση της ασθένειας του αφηγητή πυροδοτεί τα 28 απροσποίητα, συγκινητικά σπαράγματα στο «Extra Ball» (Ποταμός) του διαφημιστή Γιάννη Βαλτή.
Νουάρ και όχι μόνο
Σε μια επίσης πλούσια χρονιά για το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα, η οποία είχε τα πάντα, από ιστορικομαθητική μυθοπλασία (Τεύκρος Μιχαηλίδης, «Σφαιρικά κάτοπτρα, επίπεδοι φόνοι», Πόλις) μέχρι σκληρά αστυνομικά (Δημήτρης Μαμαλούκας, «Ο πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών», Κέδρος) και από βαθιά πολιτικά θρίλερ (Αντώνης Γκόλτσος, «Η αφιέρωση», Μεταίχμιο) μέχρι κινηματογραφικές μεταμυθοπλασίες (Τάκης Γεράρδης, «Το καμίνι», Κέδρος), ξεχωρίζει η πρώτη εμφάνιση της Ευτυχίας Γιαννάκη («Στο πίσω κάθισμα», Ικαρος), για τον συνδυασμό αστυνομικής πλοκής και κοινωνικής κριτικής.Τέλος, δεν θα ήμουν άξιος να ξαναγράψω ποτέ πια άλλους λογοτεχνικούς απολογισμούς αν δεν αναφερόμουν, έστω ακροθιγώς, στο βιβλίο του Π. Ενιγουεϊ («Δεν θα ξαναγράψω ποτέ πια άλλα διηγήματα και άλλα διηγήματα», Θράκα): εκχείλιση ευφυΐας χωρίς κανέναν ναρκισσισμό, λεπτότεχνη ειρωνεία και αυτοσαρκασμός, ένας ξεκαρδιστικός συνδυασμός των κανόνων του OuLiPo με τους... μη κανόνες του σουρεαλισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου