Jan Brueghel ο Πρεσβύτερος και Peter Paul Rubens: "Η αλληγορία της γεύσης", 1618
Χάρης Γαρουνιάτης: Τρία ποιήματα
Jan Brueghel ο Πρεσβύτερος και Peter Paul Rubens: "Η αλληγορία της όρασης", 1617
Τουριστικός οδηγός
Δεν είναι Λονδίνο εδώ, να βγαίνει ο σπάνιος ήλιος
και ν’ αλείφουμε τα γρασίδια με τα κορμιά μας.
και ν’ αλείφουμε τα γρασίδια με τα κορμιά μας.
Σπανιότητα είναι η βροχή, εκλεπτυσμένη, εξωτική·
αρθρώνει περιοδικά το μελαγχολικό της λόγο.
αρθρώνει περιοδικά το μελαγχολικό της λόγο.
Είμαστε οι κληρονόμοι του μεγάλου καλοκαιριού.
Επιδεικνύουμε μηδενική ανοχή στην κακοκαιρία.
Επιδεικνύουμε μηδενική ανοχή στην κακοκαιρία.
Σ’ αυτή τη γη ο ήλιος επέλεξε ν’ απλώσει τις γενιές του·
σ’ αυτή τη γη υπαινίσσεται τους υπαινιγμούς του.
σ’ αυτή τη γη υπαινίσσεται τους υπαινιγμούς του.
Όταν οι επισκέπτες λένε ότι ο ίδιος ήλιος έλουσε
κάποτε το Σοφοκλή και τη Σαπφώ, καπηλευόμαστε
κάποτε το Σοφοκλή και τη Σαπφώ, καπηλευόμαστε
μια απλή συνωνυμία κι αλλάζουμε γρήγορα το θέμα:
πίνουμε, χορεύουμε, γελάμε. Είμαστε χαρούμενοι εδώ,
πίνουμε, χορεύουμε, γελάμε. Είμαστε χαρούμενοι εδώ,
έχουμε κέφι· καμιά σκιά δε θα περάσει πάνω απ’ τη διάθεσή μας.
Ο καιρός είναι αίθριος, η θλίψη παροδική σαν μπόρα.
Ο καιρός είναι αίθριος, η θλίψη παροδική σαν μπόρα.
Αλίμονο, φάγαμε τον τόπο. Τίποτε δε βρέθηκε
που να δικαιολογεί τη θλίψη μας εδώ.
που να δικαιολογεί τη θλίψη μας εδώ.
Jan Brueghel ο Πρεσβύτερος και Peter Paul Rubens: "Η αλληγορία της ακοής", 1617-1618
* * *
Σύνοψη
Στην αρχή η ζωή·
επιτακτικά. Κάποτε,
η αγενής κλήση στο σπίτι,
μια τυχαία διαλεγμένη
στιγμή μέσα στη νύχτα.
επιτακτικά. Κάποτε,
η αγενής κλήση στο σπίτι,
μια τυχαία διαλεγμένη
στιγμή μέσα στη νύχτα.
Έπειτα πάλι η ζωή,
αναπόφευκτα πια: η διαλογή
του ξύλου, τα κόστη, οι πιστοποιήσεις·
κι ύστερα ο πιο μαύρος
από τους ήλιους· η συνοδεία
αναπόφευκτα πια: η διαλογή
του ξύλου, τα κόστη, οι πιστοποιήσεις·
κι ύστερα ο πιο μαύρος
από τους ήλιους· η συνοδεία
με πένθιμα, αργά παπούτσια·
το νεκρό όνομα στα χείλη (μια λέξη
διόλου χρηστική), και η βόλτα
μες στα χρόνια έως τη μέρα
που θα επιστρέψεις για να πεις:
το νεκρό όνομα στα χείλη (μια λέξη
διόλου χρηστική), και η βόλτα
μες στα χρόνια έως τη μέρα
που θα επιστρέψεις για να πεις:
τα γόνατά σου –μαρμάρινα τώρα–
αντέχουν το βάρος μου ξανά.
Τελικά, τίποτε περισσότερο
από ένα ποτήρι που πέφτει και σπάει
μπροστά σε χίλια μάτια κουφών.
αντέχουν το βάρος μου ξανά.
Τελικά, τίποτε περισσότερο
από ένα ποτήρι που πέφτει και σπάει
μπροστά σε χίλια μάτια κουφών.
Jan Brueghel ο Πρεσβύτερος και Peter Paul Rubens: "Η αλληγορία της όσφρησης", 1617-1618
* * *
Σονέτο ενός πρόωρα γερασμένου εαυτού
σε ύφος μεγαλορρήμον και παρωχημένο
σε ύφος μεγαλορρήμον και παρωχημένο
Πότε θα έρθει η χρονιά εκείνη
σαν ερωμένη αργά να μου αφαιρέσει
το ρούχο της νεότητας; Θα μ’ έχει
ολότελα η ζωή εκθλίψει, μα απ’ του
σαν ερωμένη αργά να μου αφαιρέσει
το ρούχο της νεότητας; Θα μ’ έχει
ολότελα η ζωή εκθλίψει, μα απ’ του
περίγυρου το βλέμμα μια για πάντα
θα ‘χει χαθεί η προσδοκία της δράσης,
αφού το σώμα μου θ’ απεικονίζει
πιστά τη ζαρωμένη μου ψυχή. Και
θα ‘χει χαθεί η προσδοκία της δράσης,
αφού το σώμα μου θ’ απεικονίζει
πιστά τη ζαρωμένη μου ψυχή. Και
τότε μ’ ευλάβεια θα σκύβουν όλοι,
κι εγώ με υπόκωφη φωνή θα στάζω
στην άφρονα και σπάταλη ακοή τους
το απόσταγμά μου αυτό που πια δε σφάλλει.
κι εγώ με υπόκωφη φωνή θα στάζω
στην άφρονα και σπάταλη ακοή τους
το απόσταγμά μου αυτό που πια δε σφάλλει.
Βιάσου λοιπόν εσύ, έντιμη ηλικία —
εκτός αν έσφαλε και πάλι η νιότη.
εκτός αν έσφαλε και πάλι η νιότη.
Jan Brueghel ο Πρεσβύτερος και Peter Paul Rubens: "Η αλληγορία της αφής", 1617-1618
Πηγή: Νέον Πλανόδιον, ΝΠ3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου