Σάββατο, Φεβρουαρίου 27, 2016

Φτερούγισμα πάνω από το παρελθόν

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΟΥΡΝΑΡΑ 
Η Καθημερινή 
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της Πομπηίας είναι το μέγεθός της, το γεγονός ότι αντιλαμβάνεται κανείς πώς ήταν κτισμένη μια αρχαία πόλη με τους δημόσιους και τους ιδιωτικούς χώρους της.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Φαντάζομαι, ότι πριν από 200 χρόνια οι Ευρωπαίοι ευγενείς που θα ήθελαν να επισκεφθούν τα ερείπια της Πομπηίας, θα ακολουθούσαν ακριβώς την ίδια διαδρομή από τη Νάπολη, που έκανα τώρα κι εγώ. Μόνο που στο δικό μου Grand Tour, στο προσκύνημα στον τόπο όπου γεννήθηκε η χερσαία αρχαιολογία στα μέσα του 1700, είχα για συνοδοιπόρους, μέσα στο τρένο που αγκομαχούσε στις ράγες, κατοίκους από τα πιο φτωχά προάστια της Ιταλίας: αποκαμωμένες νοικοκυρές και εφήβους με βγαλμένα φρύδια α λα Ρονάλντο με κινητά και φθηνά sneakers.
Εξω από τα παράθυρα, ως μόνιμη επωδός, πολυκατοικίες σε ξεφτισμένο πορτοκαλί, κεραίες «πιάτα», μπουγάδες, φωτεινές επιγραφές, μερικά ρωμαλέα πεύκα και η βουνοκορφή του Βεζούβιου. Το 79 μ.Χ., το ηφαίστειο εξερράγη –μερικοί λένε στις 24 Αυγούστου το πρωί και άλλοι τοποθετούν χρονικά το γεγονός τον Οκτώβριο– και σκέπασε με πολλά μέτρα σκόνη την Πομπηία και το Ερκουλάνουμ, που πέρασαν 17 αιώνες για να δουν το φως του ήλιου.
Προσπαθούσα αγωνιωδώς να καταλάβω ποια είναι η σωστή στάση για να κατέβω –είναι αστείο, όμως δεν λέγεται Πομπηία αλλά κάπως αλλιώς– και οι διπλανοί μου δεν μιλούσαν λέξη αγγλικά, γαλλικά ή ισπανικά. Με χειρονομίες και με «Encora no» με καθησύχαζαν κάθε τόσο. Εν τέλει, τα κατάφερα και αφού πέρασα από ένα μικρό και μάλλον μίζερο πωλητήριο στην είσοδο (κάτι μου θύμιζε) πλήρωσα είσοδο 11 ευρώ και, επιτέλους, μπήκα μέσα.
Ξαφνικά, χωρίς να χρειάζεται να πολυβάλω τη φαντασία να δουλέψει, ήμουν πίσω στον καιρό του Χριστού. Μπροστά μου απλωνόταν μια μεγάλη πόλη, με τις πύλες της, την πλατεία, το αμφιθέατρο, τα λουτρά, το ωδείο, τον οίκο ανοχής και κυρίως τις κατοικίες. Μεγάλες και μικρές, πολυτελείς και ταπεινές, στέγαζαν τους χιλιάδες κατοίκους. Οσο και αν είμαστε κακομαθημένοι εμείς οι Ελληνες από την πληθώρα των αρχαίων σπαραγμάτων, τούτο εδώ είναι κάτι εντελώς διαφορετικό: ένα σχεδόν ολοκληρωμένο αφήγημα χωρίς τη ρηγμάτωση της φθοράς, μια πλήρης εικόνα καθημερινότητας, συνηθειών, κλίμακας, ένα γρήγορο φτερούγισμα πάνω από το παρελθόν της ανθρωπότητας. Αν εμείς έχουμε μάρμαρα ναών που λαμποκοπάνε στο φως του ήλιου, η Πομπηία σε βάζει στην πίσω πόρτα της ζωής στην αρχαιότητα: στην κουζίνα, στο υπνοδωμάτιο, στην αυλή, αλλά και σου δίνει μια θέση στα δημόσια πράγματα και θεάματά της.
Περιδιαβάζοντας για τρεις ολόκληρες ώρες τον αστικό της καμβά, το μυαλό μου πηγαίνει στους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους εκεί από τη σκόνη και τις αναθυμιάσεις. Η επίσκεψη στα σπίτια τους και στους δημόσιους χώρους, που είναι διακοσμημένοι με απίστευτης ομορφιάς τοιχογραφίες (οι περισσότερες βρίσκονται σε μουσείο της Νάπολης, αλλά κάτι μένει και στην πόλη τους), το ότι κοιτάζω κι εγώ τις ίδιες ζωγραφισμένες φιγούρες, τα μοτίβα και τα χρώματα που έχουν διατηρήσει αλώβητη τη ζωτικότητά τους, με δένουν μαζί τους με μια αόρατη κλωστή. Δύο χιλιάδες χρόνια μετά, αυτή η ομορφιά του τοπίου αλλά και αυτή που αποτύπωσε το ανθρώπινο χέρι, εξακολουθεί να διαπερνά, να δονεί και να προκαλεί σκέψη και αίσθημα.
Βγήκα από τον αρχαιολογικό χώρο με ελαφρά ζάλη από αυτή την εισβολή σε μιαν άλλη εποχή. Πίσω στη δική μας πια, αναζήτησα ξανά τον σταθμό του τρένου για να πάω στο Σαλέρνο, όπου ήταν το ξενοδοχείο μου. Ο υπάλληλος με στοιχειώδη αγγλικά μού είπε πως πρέπει να πάρω το λεωφορείο, δείχνοντάς μου μια πλατεία εκεί κοντά. Προσπέρασα τις τέντες με τα κακόγουστα σουβενίρ (πάλι κάτι μου θύμιζε), τις καντίνες με τις άθλιες πίτσες και κατευθύνθηκα στο σημείο όπου μου είπαν. Μετά μια ώρα αναμονή σε κάτι που θα μπορούσε να είναι πινακίδα λεωφορείου ανάμεσα σε τσουκνίδες, απελπίστηκα. Οταν τελικά σταμάτησε κοντά ένα άλλο λεωφορείο, ο οδηγός (ο οποίος βέβαια μιλούσε μόνο ιταλικά) με λυπήθηκε και με πήγε 2 - 3 χιλιόμετρα πιο κάτω σε έναν άλλο σιδηροδρομικό σταθμό, απ’ όπου κατάφερα τελικά να γυρίσω πίσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: