Πώς αντιλαμβάνεται την τηλεόραση η Ευρώπη
Οπως σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο, έτσι και στο Ηνωμένο Bασίλειο οι εθνικές τηλεοπτικές συχνότητες δεν αντιμετωπίζονται ως αγορά αλλά ως ένα σπάνιο δημόσιο αγαθό, μια δημόσια σφαίρα της οποίας ιδιοκτήτες είναι οι πολίτες και για την οποία ο νόμος προκαθορίζει τι θα πρέπει να εμφανίζεται σε αυτή.Αυτή η αντίληψη καθορίστηκε ήδη από τα πρώτα βήματα του μέσου και αφορά έναν καθορισμένο κώδικα ποιότητας προγράμματος με κριτήρια που στοχεύουν στην υπεράσπιση του δικαιώματος του κοινού για ελεύθερη και πλουραλιστική ενημέρωση, γνώση και προστασία από ιδέες που μπορεί να βλάψουν τα ήθη ή το συμφέρον του.
Το ζητούμενο για τους Βρετανούς δεν είναι ποιος θα εκμεταλλευτεί εμπορικά τις συχνότητες, αλλά πώς θα χρηματοδοτηθεί η παραγωγή αυτού του ήδη καθορισμένου ποιοτικά και ποσοτικά προγράμματος ώστε να εκφράζει την κοινωνία στο σύνολό της. Για τον λόγο αυτό γίνεται διάκριση μεταξύ εμπορικής και δημόσιας «χρηματοδότησης» του εθνικού τηλεοπτικού προγράμματος. Είναι αυτονόητο ότι ο όρος «ιδιωτική τηλεόραση» δεν νοείται βάσει αυτής της προσέγγισης.
Στη Βρετανία λοιπόν υπάρχουν δύο δημόσιοι, ένας ημιδημόσιος και ένας εμπορικός σταθμός στις εθνικές συχνότητες. Ο νόμος, αναμένοντας συγκεκριμένη παραγωγή προγράμματος από τον κάθε φορέα, ανάλογη του ποσοστού χρηματοδότησης από το κοινό, θεωρεί πως αυτές οι 4 «θέσεις» (και όχι άδειες) είναι αρκετές για να εκφράσουν ολόκληρο το φάσμα της κοινωνίας.
Το ότι η εμπορική χρηματοδότηση είναι περιορισμένη, αλλά όχι αποκλεισμένη, φανερώνει πως η νομοθεσία αντιμετωπίζει τις ιδέες που καθορίζονται με εμπορικά κριτήρια ή εκφράζουν μεμονωμένους ιδιώτες, από τη μία επικίνδυνες για το δημόσιο καλό αν θα επικρατούσαν, από την άλλη, χρήσιμες ως στοιχείο για την αποφυγή του απολυταρχισμού ή της απαξίωσης της αγοράς ως παράγοντα παραγωγής ιδεών.
Ο νόμος προβλέπει μία μόνο θέση εμπορικής χρηματοδότησης και αυτό αναγκάζει τον εμπορικό σταθμό που την καταλαμβάνει να αυτορυθμίζεται ως προς την ποιότητα και τον πλουραλισμό του. Σαφώς θα παρεκκλίνει ποιοτικά, αλλά πολύ σπάνια με ακραίο τρόπο μιας και ο ανταγωνισμός του -το ποιοτικότερο δημόσιο πρόγραμμα- πάντα θα επικρατεί και θα δημιουργεί γύρω του έναν κλοιό.
Ακόμα και η πιο εμπορική εκπομπή εξαναγκάζεται να διατηρεί ένα επίπεδο ώστε να αφορά το κοινό στο εύρος του και όχι μόνο τους ενεργούς καταναλωτές. Η ύπαρξη ημιδημόσιας θέσης προγράμματος ανάμεσα στη δημόσια και την εμπορική βοηθάει τις δύο πλευρές να αλληλοεπηρεάζονται μέσω εξομάλυνσης και όχι σύγκρουσης.
Το σημαντικότερο όμως του περιορισμού σε μία μόνο θέση της εμπορικής τηλεοπτικής «έκφρασης» είναι ότι προστατεύει τη δημόσια σφαίρα από την εξομοίωσή της με αρένα εμπορικού και πολιτικού ανταγωνισμού, γιατί καταφέρνει να περιορίζει τον πόλεμο μεταξύ επενδυτών στο εσωτερικό του σταθμού, σε επίπεδο μετόχων δηλαδή και όχι με τη λογική «ένα κανάλι για κάθε επιχειρηματία» (ή κόμμα).
Από τη σύστασή του ο μοναδικός εμπορικός σταθμός της Βρετανίας, ο ITV, αλλάζει συνεχώς χέρια μέσω των μετοχών του και ουδέποτε εκπροσώπησε για μεγάλο χρονικό διάστημα έναν και μόνο επιχειρηματία, άρα και μονόπλευρα ατομικά συμφέροντα ή συγκεκριμένη ιδεολογία.
Με αυτό τον τρόπο, η αγορά επηρεάζει μεν την τηλεοπτική πραγματικότητα αλλά μέσω συνολικής εκπροσώπησης από μόλις μία συχνότητα, χωρίς να επιβάλλεται και χωρίς να αλλοιώνει ένα περιβάλλον που, κατά τον νόμο, οφείλει να παραμένει ουδέτερο και χρήσιμο για την κοινωνία. Την ίδια περίπου προσέγγιση έχουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες ο μέσος όρος καναλιών εθνικής εμβέλειας είναι από 4 έως 5, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων.
* συμβούλος ΜΜΕ και Επικοινωνίας στις ΗΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου