Δευτέρα, Απριλίου 14, 2014

Ο τρόμος παγώνει το αίμα






 
 Poison 
 by Roald Dahl 
Δηλητήριο
Διήγημα υπό Ρόαλντ Νταλ


Πρωτοδημοσιεύτηκε τον Ιούνιο 1950 στο περιοδικό   Collier's.
 
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

 Πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά :PDF ]Poison by Roald Dahl


Η ώρα πρέπει να ήταν γύρω στα μεσάνυχτα όταν έφτασα σπίτι με το αυτοκίνητο, και καθώς πλησίαζα την αυλόπορτα του μπανγκαλόου, έσβησα τους προβολείς ούτως ώστε η φωτεινή δέσμη των προβολέων να μην τρεμοπαίξει φωτίζοντας το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας από την πλευρά αυτή και ξυπνήσω τον Χάρι Πόουπ. Δε χρειάστηκε όμως. Ανεβαίνοντας το ιδιωτικό δρομάκι παρατήρησα πως τα φώτα του δωματίου του ήταν αναμμένα, άρα ήταν ξυπνητός – εκτός κι αν τον πήρε ο ύπνος διαβάζοντας.
Πάρκαρα το αμάξι και ανέβηκα τα πέντε σκαλιά μέχρι το μπαλκόνι μετρώντας κάθε σκαλί προσεχτικά στο σκοτάδι για να μην νομίσω ότι υπάρχει κάποιο επιπλέον και σκοντάψω όταν θα έφτανα στην κορυφή. Διέσχισα το μπαλκόνι, μπήκα στο σπίτι σπρώχνοντας τις συρμάτινες πόρτες και άναψα το φως του χολ. Κατευθύνθηκα προς την πόρτα του δωματίου του Χάρι, την άνοιξα απαλά και κοίταξα μέσα.
Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και διαπίστωσα πως ήταν ξυπνητός. Παρέμεινε όμως εντελώς ακίνητος. Δεν έστρεψε ούτε καν το κεφάλι του προς το μέρος μου, μόνο που τον άκουσα να λέει, «Τίμπερ, Τίμπερ, έλα εδώ». Μιλούσε αργά, ψιθυρίζοντας προσεχτικά την κάθε λέξη ξεχωριστά. Τότε εγώ σπρώχνοντας την πόρτα ορθάνοιχτη ξεκίνησα να διασχίσω γρήγορα το δωμάτιο.
«Στάσου. Περίμενε λίγο, Τίμπερ». Μόλις που τον άκουγα τι έλεγε. Φαινόταν να καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να αρθρώσει τις λέξεις.
 «Τι τρέχει, Χάρι;» «Σς!» ψιθύρισε. «Σς! Για όνομα του Θεού, μην κάνεις θόρυβο. Βγάλε τα παπούτσια σου πριν έρθεις πιο κοντά, σε παρακαλώ, κάνε ό, τι σου λέω, Τίμπερ». Ο τρόπος που μιλούσε μου θύμιζε τον Τζορτζ Μπάρλινγκ όταν τον είχαν πυροβολήσει στο στομάχι καθώς ακουμπούσε σ’ ένα κασόνι με ανταλλακτικά μηχανής αεροπλάνου, κρατώντας το στομάχι του με τα δυο του χέρια και αναθεματίζοντας το γερμανό πιλότο με ακριβώς τον ίδιο βραχνό κοπιώδη μισοψίθυρο που έβγαζε τώρα ο Χάρι.
 

Κάνε γρήγορα, Τίμπερ, αλλά βγάλε πρώτα τα παπούτσια». Δεν μπορούσα να καταλάβω το λόγο γιατί να βγάλω τα παπούτσια αλλά συμπέρανα πως αν ήταν τόσο άρρωστος όσο έδειχνε, καλά θα έκανα να πάω με τα νερά του. Έτσι λοιπόν, έσκυψα και έβγαλα τα παπούτσια αφήνοντάς τα στη μέση του δαπέδου. Κατόπιν προχώρησα προς το κρεβάτι του.
«Μην ακουμπάς στο κρεβάτι! Για όνομα του Θεού, μην αγγίζεις το κρεβάτι!» συνέχισε να μιλάει σαν να τον είχαν πυροβολήσει στο στομάχι και τον έβλεπα να είναι ξαπλωμένος ανάσκελα, σκεπασμένος μ’ ένα μόνο σεντόνι που κάλυπτε τα τρία τέταρτα του κορμιού του. Φορούσε πιτζάμες με μπλε, καφέ και άσπρες ρίγες, και ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Η νύχτα ήταν ζεστή και ίδρωνα κι εγώ λιγάκι, αλλά όχι όπως ο Χάρι. Ολόκληρο το πρόσωπό του ήταν μούσκεμα και το μαξιλάρι γύρω από το κεφάλι του είχε διαποτιστεί από τον ιδρώτα. Μου φαινόταν σαν να τον είχε πιάσει μια άσχημη κρίση ελονοσίας.  
 «Τι είναι, Χάρι;» «Ένα κρέιτ», απάντησε.
«Ένα κρέιτ! Θεέ μου! Πού σε δάγκωσε, Χάρι; Πριν πόσην ώρα;» «Πάψε», ψιθύρισε. «Άκου, Χάρι», είπα και έγειρα προς τα μπρος αγγίζοντας τον ώμο του. «Πρέπει να κάνουμε γρήγορα. Έλα τώρα, πες μου γρήγορα πού σε δάγκωσε ». Τον έβλεπα ξαπλωμένο, εντελώς ακίνητο και σε μεγάλη υπερένταση λες και κρατιόταν με μεγάλη υπομονή εξαιτίας του ισχυρού πόνου.
«Δε με δάγκωσε», ψιθύρισε, «όχι ακόμη. Είναι πάνω στο στομάχι μου. Κοιμάται». Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω. Δεν κρατήθηκα και κοίταξα γουρλώνοντας τα μάτια μου το στομάχι του ή μάλλον το σεντόνι που το σκέπαζε. Το σεντόνι ήταν τσαλακωμένο σε αρκετές μεριές και ήταν αδύνατο να πει κανείς αν υπήρχε κάτι από κάτω. «Σοβαρά μιλάς πως ένα κρέιτ που βρίσκεται στο στομάχι σου τώρα;» «Στ’ ορκίζομαι». «Πώς πήγε εκεί;» δεν έπρεπε να κάνω την ερώτηση γιατί ήταν εύκολο να δω πως δεν έλεγε ψέματα. Έπρεπε να του πω να παραμείνει ακίνητος.
 «Διάβαζα» απάντησε ο Χάρι μιλώντας πολύ αργά, αρθρώνοντας μία-μία τις λέξεις προσεχτικά για να μην κουνήσει τους μυς του στήθους του. «Ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα και διάβαζα, και μετά αισθάνθηκα κάτι πάνω στο στήθος μου πίσω από το βιβλίο. Ένα ελαφρό γαργάλημα. Κατόπιν με τη γωνία του ματιού μου είδα αυτό το μικρό κρέιτ να γλιστρά πάνω από την πιτζάμα μου. Μικρό, περίπου τριάντα εκατοστά. Ήξερα πως δεν πρέπει να κουνηθώ. Το παρακολουθούσα ξαπλωμένος. Σκέφτηκα πως θα περνούσε πάνω από το σεντόνι και θα έφευγε.» Ο Χάρι σταμάτησε και έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές. Έστρεψε τη ματιά του κατά μήκος του κορμιού του προς το μέρος όπου το σεντόνι σκέπαζε το στομάχι του, και έβλεπα ότι κοίταζε να βεβαιωθεί πως το ψιθύρισμά του  δεν ενοχλούσε το πράγμα που βρισκόταν εκεί.
«Υπήρχε μια δίπλα στο σεντόνι,» είπε, μιλώντας πιο αργά από ποτέ και τόσο απαλά που έπρεπε να σκύψω πολύ κοντά για να τον ακούσω.
«Δες το, είναι ακόμη εκεί. Πήγε κάτω από το σεντόνι. Το ένιωσα να περνάει μέσα από την πιτζάμα μου και να κινείται πάνω στο στομάχι μου. Κατόπιν σταμάτησε να κινείται και τώρα κάθεται εκεί και απολαμβάνει τη ζεστασιά. Ίσως και να κοιμάται. Σε περίμενα». Σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε.
«Πριν πόσην ώρα;»
«Εδώ και ώρες» ψιθύρισε, «Ώρες και αναθεματισμένες ώρες, δεν μπορώ να μείνω άλλο. Και θέλω από ώρα να βήξω». Δεν υπήρχε αμφιβολία για την αλήθεια της ιστορίας του Χάρι.
Εδώ που τα λέμε, δεν ήταν κάτι το εκπληκτικό να κάνει κάτι τέτοιο ένα κρέιτ. Κυκλοφορούν γύρω από τα σπίτια του κόσμου και ψάχνουν να βρουν ζεστά μέρη. Το εκπληκτικό πράγμα είναι που δε δάγκωσε το Χάρι. Το δάγκωμα είναι άμεσα θανατηφόρο,  και πεθαίνει ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων κάθε χρόνο στη Βεγγάλη, κυρίως στα χωριά. «Εντάξει, Χάρι» είπα, και τώρα άρχισα να ψιθυρίζω κι εγώ.
«Μην κουνιέσαι και μην μιλάς άλλο εκτός κι αν πρέπει, ξέρεις δε θα σε δαγκώσει αν δεν τρομάξει. Θα το κανονίσουμε στο πι και φι». Βγήκα απαλά από το δωμάτιο φορώντας μόνο τις κάλτσες μου και πήγα να φέρω ένα μικρό κοφτερό μαχαίρι από την κουζίνα. Το έβαλα στην τσέπη του παντελονιού μου έτοιμος να το χρησιμοποιήσω αμέσως σε περίπτωση που κάτι θα πήγαινε στραβά ενώ εμείς θα καταστρώναμε κάποιο σχέδιο. Εάν ο Χάρι έβηχε ή κουνιόταν ή έκανε οτιδήποτε που θα τρόμαζε το κρέιτ και αυτό τον δάγκωνε, εγώ θα ήμουν έτοιμος να χαράξω το μέρος του δήγματος και να προσπαθήσω να ρουφήξω το δηλητήριο και να το φτύσω. Ξαναγύρισα στην κρεβατοκάμαρα.Ο Χάρι ήταν ακόμη ξαπλωμένος και το πρόσωπό του ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Η ματιά του με ακολούθησε καθώς διέσχισα το δωμάτιο και κατευθύνθηκα προς το κρεβάτι του. Έβλεπα ότι αναρωτιότανε τι είχα στο μυαλό μου. Στάθηκα κοντά του προσπαθώντας να σκεφτώ τι ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω.
«Χάρι», είπα, και τώρα που μιλούσα, έβαλα το στόμα μου σχεδόν πάνω στο αυτί του για να μη δυναμώσω τη φωνή μου πιο πολύ κι από τον πιο απαλό ψίθυρο. «Νομίζω ότι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τραβήξουμε το σεντόνι προς τα κάτω πολύ, πολύ απαλά. Κατόπιν να ρίξουμε μια πρώτη ματιά. Πιστεύω πως μπορώ να το κάνω χωρίς να το ενοχλήσω». «Μην κάνεις καμιά βλακεία, που να πάρει!». Η φωνή του ήταν ανέκφραστη. Άρθρωνε την κάθε λέξη υπερβολικά σιγά, υπερβολικά προσεχτικά και υπερβολικά απαλά. Η έκφρασή του φαινόταν στα μάτια του και στις γωνιές του στόματός του.
«Γιατί όχι;»
«Το φως θα το τρόμαζε. Είναι σκοτεινά εκεί που βρίσκεται τώρα». «Τότε γιατί δεν τινάζουμε το σεντόνι προς τα κάτω γρήγορα και να το παρασύρουμε πριν προλάβει να επιτεθεί;» «Και δεν φωνάζεις έναν γιατρό» είπε ο Χάρι. Ο τρόπος που με κοιτούσε έδειχνε πως έπρεπε πρωτίστως να το είχα σκεφτεί ο ίδιος.
«Γιατρό. Μα φυσικά. Αυτό είναι. Θα φωνάξω τον Γκαντερμπάι». Βγήκα στο χολ πατώντας στις άκρες των ποδιών μου, έψαξα στον κατάλογο το τηλέφωνο του Γκαντερμπάι, σήκωσα το τηλέφωνο και είπα στην τηλεφωνήτρια του κέντρου να κάνει γρήγορα.
«Δρ Γκαντερμπάι», είπα. «Είμαι ο Τίμπερ Γουντς». «Γεια σας, κύριε Γουντς. Δεν κοιμηθήκατε ακόμη;» «Κοιτάξτε, θα μπορούσατε να πεταχτείτε προς τα εδώ αμέσως; Και φέρτε μαζί σας ορό για δάγκωμα από κρέιτ.» «Ποιον δάγκωσε;» Η ερώτηση έγινε με τόση οξύτητα που μου ήρθε σαν έκρηξη στο αυτί μου.
«Κανένα. Κανέναν, ακόμη. Αλλά ο Χάρι Πόουπ είναι στο κρεβάτι μ’ ένα κρέιτ να κουρνιάζει πάνω στο στήθος του». Για περίπου τρία δευτερόλεπτα η γραμμή σιώπησε. Κατόπιν μιλώντας σιγά, χωρίς εκρηκτική φωνή, αλλά σιγά, και με ακρίβεια, είπε ο Γκαντερμπάι.
«Πείτε του να μείνει εντελώς ακίνητος. Να μην κάνει καμιά κίνηση. Καταλαβαίνετε;» «Φυσικά». «Έρχομαι αμέσως!» Έκλεισε το τηλέφωνο κι εγώ πήγα πίσω στο δωμάτιο. Η ματιά του με ακολούθησε καθώς κατευθύνθηκα προς το κρεβάτι του.
«Ο Γκαντερμπάι έρχεται. Είπε να μείνεις ακίνητος». «Τι στην ευχή νομίζει ότι κάνω;!» «Κοίτα, Χάρι, μη βγάλεις λέξη, είπε, λέξη. Εντελώς καμιά λέξη. Κανείς μας από τους δυο». «Τότε γιατί δεν το βουλώνεις;» Όταν το είπε αυτό, μια πλευρά του στόματός του άρχισε να τρέμει σπασμωδικά προς τα κάτω με γρήγορες κινήσεις που συνεχίστηκαν για λίγο αφού σταμάτησε να μιλάει. Έβγαλα το μαντήλι μου και πολύ απαλά σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπό του και το λαιμό. Ένιωθα την ανεπαίσθητη σύσπαση των γελαστικών μυών  καθώς τα δάχτυλά μου άγγιζαν από πάνω τους με το μαντήλι. Βγήκα έξω να πάω στην κουζίνα, πήρα λίγο πάγο από το ψυγείο, τον τύλιξα σε μια πετσέτα και άρχισα να τον κομματιάζω συνθλίβοντάς τον. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το θέμα με το στόμα του, ούτε ο τρόπος που μιλούσε. Μετέφερα τον πάγο πίσω στο δωμάτιο και τον τοποθέτησα στο μέτωπο του Χάρι.
«Θα σε δροσίσει.» γύρισε τα μάτια του προς τα πάνω και ανάσανε δυνατά μέσα από τα δόντια του. «Παρ’ το από δω» ψιθύρισε. «Θα με κάνει να βήξω». Ο γελαστικός μυς άρχισε πάλι να συσπάται.
Η δέσμη ενός προβολέα έφεξε μέσα από το παράθυρο καθώς το αυτοκίνητο του Γκαντερμπάι έκανε στροφή γύρω από την πρόσοψη του μπανγκαλόου. Βγήκα έξω να τον προϋπαντήσω κρατώντας το πακετάκι με τον πάγο στα δυο μου χέρια.
«Πώς είναι η κατάσταση;» ρώτησε αλλά δε στάθηκε να μιλήσει άλλο. Κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι προσπερνώντας με, και μέσα από τις συρμάτινες πόρτες μπήκε στο χολ. «Πού είναι; Ποιο είναι το δωμάτιό του;»
Άφησε την τσάντα σε μια καρέκλα στο χολ και με ακολούθησε στο δωμάτιο του Χάρι. Φορούσε παντόφλες κρεβατοκάμαρας με απαλές σόλες και διέσχισε το πάτωμα αθόρυβα, πολύ απαλά, σαν μια προσεχτική γάτα. Ο Χάρι τον παρακολουθούσε με την άκρη των ματιών του. Όταν ο Γκαντερμπάι πλησίασε το κρεβάτι, κοίταξε τον Χάρι και χαμογέλασε, με σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Κούνησε το κεφάλι του για να δείξει στον Χάρι ότι ήταν μια απλή υπόθεση και να μην ανησυχεί, αλλά να αφήσει το όλο θέμα στον Δρ Γκαντερμπάι. Κατόπιν έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω στο χολ κι εγώ τον ακολούθησα.
«Το πρώτο πράγμα είναι να του βάλουμε λίγο ορό», είπε ανοίγοντας την τσάντα και άρχισε τις απαραίτητες προετοιμασίες. «Ενδοφλεβίως. Αλλά πρέπει να το κάνω συστηματικά. Δε θέλω να τον κάνω να τραβηχτεί» πήγαμε στην κουζίνα όπου αποστείρωσε μια βελόνα. Κράτησε μια υποδόρια σύριγγα στο ένα χέρι και ένα μπουκαλάκι στο άλλο. Έχωσε τη βελόνα στο λαστιχένιο πώμα του μπουκαλιού και άρχισε να τραβάει ένα ωχροκίτρινο υγρό μέσα στη σύριγγα σύροντας προς τα πάνω το έμβολο. Κατόπιν έδωσε τη σύριγγα σε μένα.
Κράτησέ το μέχρι να σου το ζητήσω». Σήκωσε την τσάντα και μαζί ξαναγυρίσαμε στο δωμάτιο.
Τα μάτια του Χάρι ήταν ορθάνοιχτα τώρα και έλαμπαν. Ο Γκαντερμπάι έσκυψε πάνω από τον Χάρι και πολύ προσεχτικά, σαν να χειριζόταν μια δαντέλα του 16ου αιώνα, σήκωσε το μανίκι της πιτζάμας γυρίζοντάς το μέχρι τον αγκώνα χωρίς να κουνήσει το μπράτσο. Παρατήρησα ότι κρατούσε μια μεγάλη απόσταση από το κρεβάτι.
«Θα σας κάνω μια ένεση», ψιθύρισε. «Είναι ορός. Μόνο ένα τσιμπηματάκι αλλά εσείς προσπαθήστε να μην κουνηθείτε. Μη σφίγγετε τους μυς του στομαχιού σας. Αφήστε τους χαλαρούς». Ο Χάρι κοίταξε τη σύριγγα. Ο Γκαντερμπάι έβγαλε ένα σωληνωτό λάστιχο από την τσάντα του και το πέρασε κάτω και γύρω από το δικέφαλο του Χάρι. Κατόπιν έσφιξε το λάστιχο δένοντάς του κόμπο. Έτριψε μ’ ένα βαμβακάκι με οινόπνευμα μια μικρή περιοχή στο γυμνό πήχη, μου  έδωσε το βαμβακάκι και πήρε τη σύριγγα από το χέρι μου. Την κράτησε ψηλά στο φως, κοίταξε με μισόκλειστα μάτια στις διαβαθμίσεις της σύριγγας, εκτοξεύοντας λίγο από το κίτρινο υγρό. Εγώ έμεινα ακίνητος δίπλα του και παρακολουθούσα. Κι ο Χάρι παρακολουθούσε και συνάμα ιδροκοπούσε σ’ όλο του το πρόσωπο που έλαμπε σαν να το είχαν αλείψει με μια παχύρευστη κρέμα προσώπου που έλιωνε στο δέρμα του και κυλούσε πάνω στο μαξιλάρι.
Διέκρινα τη γαλάζια φλέβα στο μέσα μέρος του πήχη του Χάρι, διογκωμένη από το λαστιχένιο σφικτήρα και κατόπιν είδα τη βελόνα πάνω από τη φλέβα, ενώ ο Γκαντερμπάι κρατούσε τη σύριγγα σχεδόν επίπεδη στο μπράτσο, γλιστρώντας τη βελόνα πλάγια μέσα από το δέρμα στη γαλάζια φλέβα, γλιστρώντας την αργά αλλά σταθερά ώστε να μπει μαλακά σαν να έμπαινε σε τυρί. Ο Χάρι κοίταξε το ταβάνι ανοιγοκλείνοντας τα μάτια χωρίς όμως να κουνηθεί. Όταν τελείωσε ο Γκαντερμπάι έσκυψε προς τα μπρος και έβαλε το στόμα του κοντά στο αυτί του Χάρι. «Τώρα θα είστε εντάξει ακόμη κι αν σας δαγκώσει. Αλλά μην κουνηθείτε. Παρακαλώ μην κουνηθείτε. Μια στιγμή και επιστρέφω». Σήκωσε την τσάντα του και βγήκε στο χολ, κι εγώ τον ακολούθησα.
«Είναι ασφαλής τώρα;» ρώτησα.
«Όχι». «Πόσο ασφαλής είναι;» ο μικρόσωμος Ινδός γιατρός στεκόταν εκεί στο χολ τρίβοντας το κάτω χείλι του.
«Πρέπει να του παράσχει κάποια προστασία, δεν είναι έτσι;» ρώτησα. Γύρισε από το άλλο μέρος και κατευθύνθηκε προς τις συρμάτινες πόρτες που οδηγούσαν στη βεράντα. Νόμισα ότι ετοιμαζόταν να βγει, αλλά στάθηκε από τη μέσα μεριά κοιτάζοντας έξω στη νύχτα.
«Δεν είναι ο ορός πολύ καλός;» ρώτησα.
«Δυστυχώς όχι», απάντησε χωρίς να γυρίσει. «Μπορεί να τον σώσει, μπορεί και όχι. Προσπαθώ να σκεφτώ να κάνω κάτι άλλο.» «Να τραβήξουμε το σεντόνι προς τα κάτω γρήγορα και να το διώξουμε πριν προλάβει να επιτεθεί» «Ποτέ! Δεν έχουμε το δικαίωμα να πάρουμε τέτοιο ρίσκο». Μίλησε απότομα και η φωνή του είχε έναν τόνο υψηλότερο από το συνηθισμένο.
«Δεν μπορούμε βέβαια να τον αφήσουμε ξαπλωμένο εκεί», είπα. «Αρχίζει να γίνεται νευρικός». «Παρακαλώ! Παρακαλώ!» είπε γυρίζοντας και σηκώνοντας τα δυο του χέρια στον αέρα. «Όχι τόσο γρήγορα, παρακαλώ». Σκούπισε το μέτωπό του με το μαντήλι του και στεκόταν εκεί, συνοφρυωμένος, δαγκώνοντας το χείλι του.
«Βλέπετε», είπε τελικά. «Δεν υπάρχει τρόπος να γίνει έτσι. Ξέρετε τι πρέπει να κάνουμε; – πρέπει να χορηγήσουμε ένα αναισθητικό στο πλάσμα που βρίσκεται εκεί». Ήταν μια λαμπρή ιδέα.
«Δεν είναι ασφαλές» συνέχισε, «διότι τα φίδια  είναι ψυχρόαιμα και το αναισθητικό δεν ενεργεί τόσο καλά και τόσο γρήγορα με αυτού του είδους τα ζώα, αλλά το μη χείρον, βέλτιστον. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αιθέρα … χλωροφόρμιο…» μιλούσε αργά και προσπαθούμε να βρει λύση ενώ μιλούσε.
«Ποιο να χρησιμοποιήσουμε;»
«Χλωροφόρμιο», είπε ξαφνικά «συνηθισμένο χλωροφόρμιο».
Αυτό ήταν το καλύτερο. «Τώρα γρήγορα!» Μ’ έπιασε από το μπράτσο και με τράβηξε προς το μπαλκόνι. «Πεταχτείτε με το αμάξι στο σπίτι μου! Μέχρι να φτάσετε εκεί, εγώ θα έχω ξυπνήσει το βοηθό μου από το τηλέφωνο και εκείνος θα σου δείξει τα φάρμακα που φυλάω στο ντουλάπι. Πάρτε ένα μπουκάλι χλωροφόρμιο. Έχει μια πορτοκαλί ετικέτα με την ονομασία γραμμένη πάνω της. Εγώ θα μείνω εδώ σε περίπτωση που θα συμβεί κάτι. Κάντε γρήγορα τώρα, βιαστείτε! Όχι, όχι, δεν χρειάζεστε τα παπούτσια!» οδήγησα γρήγορα και σε περίπου ένα τέταρτο ήμουν πίσω με το μπουκάλι με το χλωροφόρμιο. Ο Γκαντερμπάι βγήκε από το δωμάτιο του Χάρι και με συνάντησε στο χολ. «Το πήρατε;» είπε. «Ωραία, ωραία. Μόλις του έλεγα τι πρόκειται να κάνουμε. Αλλά τώρα πρέπει να βιαστούμε. Δεν είναι εύκολη γι’ αυτόν η κατάσταση που βρίσκεται όλη την ώρα. Φοβάμαι πως κάποια στιγμή θα κινηθεί». Γύρισε πίσω στην κρεβατοκάμαρα κι εγώ τον ακολούθησα κρατώντας το μπουκάλι προσεχτικά με τα δυο μου χέρια. Ο Χάρι συνέχιζε να είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι ακριβώς στην ίδια θέση όπως πριν, και με τον ιδρώτα να κυλάει πάνω στα μάγουλά του. Το πρόσωπο ήταν άσπρο και υγρό. Έστρεψε τα μάτια του προς το μέρος μου κι εγώ του χαμογέλασα κουνώντας ενθαρρυντικά το κεφάλι μου.
Συνέχισε να με κοιτάει. Σήκωσα τον αντίχειρά μου κάνοντας το σημείο ότι όλα θα πάνε καλά. Έκλεισε τα μάτια του. Ο Γκαντερμπάι καθόταν ανακούρκουδα κοντά στο κρεβάτι, και πάνω στο πάτωμα δίπλα του ήταν το κούφιο λάστιχο που είχε χρησιμοποιήσει πρωτύτερα για σφικτήρα, σ’ ένα άκρο του οποίου είχε προσαρμόσει ένα μικρό χάρτινο χωνί. Άρχισε να τραβάει ένα μικρό μέρος του σεντονιού έξω και κάτω από το στρώμα. Ευθυγραμμισμένα με το στομάχι του Χάρι, και περίπου μισό μέτρο από αυτό, παρακολουθούσα τα δάχτυλά του καθώς τραβούσαν απαλά προς τα πάνω την άκρη του σεντονιού. Δούλευε τόσο αργά που ήταν σχεδόν αδύνατο να διακρίνεις οποιαδήποτε κίνηση είτε των δαχτύλων του ή του σεντονιού που τραβούσε. Τελικά κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα άνοιγμα κάτω από το σεντόνι. Πήρε το σωληνωτό λάστιχο και εισήγαγε το ένα άκρο του στο άνοιγμα έτσι που να γλιστρήσει κάτω από το σεντόνι κατά μήκος του στρώματος προς το σώμα του Χάρι. Δεν ξέρω πόση ώρα έκανε να γλιστρήσει το λάστιχο λίγα εκατοστά προς τα μέσα. Μπορεί να έκανε είκοσι λεπτά, μπορεί σαράντα. Ποτέ δε διέκρινα το λάστιχο να κινείται. Ήξερα ότι έμπαινε μέσα διότι το ορατό του μέρος γινόταν βαθμιαία κοντότερο, αλλά αμφέβαλλα αν το κρέιτ θα μπορούσε να αισθανθεί την παραμικρή δόνηση. Κι ο Γκαντερμπάι ο ίδιος άρχισε να ιδρώνει, μεγάλες σταγόνες ιδρώτα ανάβλυζαν παντού στο μέτωπό του και στο πάνω χείλι. Τα χέρια του όμως ήταν σταθερά και παρατήρησα πως τα μάτια του παρακολουθούσαν, όχι το λάστιχο στα χέρια του, αλλά την περιοχή του τσαλακωμένου σεντονιού πάνω από το στήθος του Χάρι.
Χωρίς να ανασηκώσει το βλέμμα του, άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου για να του δώσω το χλωροφόρμιο. Έστριψα το γυάλινο πώμα, ξεβούλωσα το μπουκάλι και το έβαλα ακριβώς στο χέρι του, χωρίς να το αφήσω πριν βεβαιωθώ ότι το κρατούσε καλά. Κατόπιν τίναξε το κεφάλι του προς εμένα κάνοντας νόημα να πλησιάσω περισσότερο και ψιθύρισε: «Πείτε του ότι θα μουσκέψω το στρώμα με το χλωροφόρμιο και θα κάνει πολύ κρύο κάτω από το κορμί του. Να προετοιμαστεί γι’ αυτό και να μην κουνηθεί. Πείτε του τώρα». Έγειρα πάνω από τον Χάρι και του διαβίβασα το μήνυμα.
«Γιατί δεν προχωράει να τελειώνουμε;» είπε ο Χάρι.
«Θα το κάνει τώρα, Χάρι. Αλλά θα κάνει πολύ κρύο, γι’ αυτό να είσαι προετοιμασμένος» «Ο, Παντοδύναμε Θεέ, άντε, άντε προχωρήστε!». Για πρώτη φορά ύψωσε τη φωνή του και ο Γκαντερμπάι του έριξε μια απότομη ματιά, τον κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα και κατόπιν προχώρησε στο έργο του.
Ο Γκαντερμπάι έχυσε λίγες σταγόνες χλωροφόρμιο μέσα στο χάρτινο χωνί και περίμενε λίγο έως ότου αυτό τρέξει κάτω μέσα από το λαστιχένιο σωλήνα. Κατόπιν έχυσε ακόμη λίγες. Έπειτα περίμενε ξανά, και η βαριά, αηδιαστική οσμή του χλωροφόρμιου απλώθηκε παντού στο δωμάτιο φέρνοντας στο μυαλό αμυδρές δυσάρεστες αναμνήσεις από ασπροντυμένες νοσοκόμες και χειρουργούς ντυμένους κάτασπρα να στέκονται μέσα σ’ ένα άσπρο δωμάτιο γύρω από ένα μακρύ άσπρο τραπέζι. Ο Γκαντερμπάι έχυνε το χλωροφόρμιο σταθερά τώρα και έβλεπα τους βαριούς ατμούς του χλωροφόρμιου να στροβιλίζονται σαν καπνός πάνω από το χωνί. Σταμάτησε για λίγο, κράτησε το μπουκάλι προς το φως, έχυσε ακόμη μια δόση γεμίζοντας το χωνί και μου έδωσε το μπουκάλι πίσω. Αργά τράβηξε το λάστιχο από κάτω από το σεντόνι και σηκώθηκε.
Το άγχος του να βάλει το λάστιχο και να χύσει το χλωροφόρμιο πρέπει να ήταν μεγάλο, και θυμάμαι ότι όταν ο Γκαντερμπάι γύρισε προς το μέρος μου και μου ψιθύρισε, ψέλλιζε και ήτανεξουθενωμένος. «Θα αφήσουμε να περάσει ένα τέταρτο απλά για να σιγουρευτούμε», έσκυψε για να πει στο Χάρι. Αλλά πιθανόν να το σκοτώσαμε κιόλας».
Τότε γιατί στην ευχή δεν κοιτάτε να δείτε;!» ξανά μίλησε δυνατά και ο Γκαντερμπάι αναπήδησε γυρίζοντας, το μικρό του μελαμψό πρόσωπο ξαφνικά πολύ θυμωμένο. Είχε σχεδόν κατάμαυρα μάτια και προσήλωσε το βλέμμα του στο Χάρι, του οποίου ο γελαστικός μυς άρχισε να τρεμουλιάζει. Έβγαλα το μαντήλι μου και σκούπισα το υγρό πρόσωπό του, προσπαθώντας να χαϊδέψω το μέτωπό του για να ανακουφιστεί λιγάκι.
Μετά σταθήκαμε και περιμέναμε κοντά στο κρεβάτι, και ο Γκαντερμπάι παρακολουθούσε το πρόσωπο του Χάρι όλη την ώρα μ’ έναν περίεργο και έντονο τρόπο. Ο μικρόσωμος Ινδός συγκέντρωνε όλες του τις δυνάμεις να κρατήσει τον Χάρι ήρεμο. Ούτε μια στιγμή δε σήκωσε τα μάτια του από τον ασθενή και, αν και δεν έβγαλε άχνα, φαινόταν κατά κάποιο τρόπο όλο να του φωνάζει: άκου τώρα, πρέπει να μ’ ακούσεις, μην τα χαλάσεις τώρα, μ’ ακούς; Και ο Χάρι ξάπλωνε με το στόμα του να τρεμουλιάζει, να ιδροκοπάει, να ανοιγοκλείνει τα μάτια του, να κοιτάζει, πότε εμένα, πότε το σεντόνι, πότε το ταβάνι, ξανά εμένα, αλλά ούτε μια φορά τον Γκαντερμπάι. Κι όμως ο Γκαντερμπάι, τρόπον τινά, τον είχε υπό την επιρροή του. Η μυρωδιά του χλωροφόρμιου είχε γίνει αποπνικτική και μου έφερε ναυτία, δεν μπορούσα όμως τώρα ν’ αφήσω το δωμάτιο. Είχα την αίσθηση ότι κάποιος φούσκωνε ένα τεράστιο μπαλόνι που από στιγμή σε στιγμή θα έσπαγε, αλλά εγώ δε μπορούσα να κοιτάξω αλλού.
Τελικά ο Γκαντερμπάι γύρισε και μου ένευσε, κι εγώ κατάλαβα πως ήταν έτοιμος να προχωρήσει. «Εσείς πηγαίνετε από την άλλη μεριά του κρεβατιού,» είπε. «Θα πιάσει ο καθένας μας από μια πλευρά του σεντονιού και θα το τραβήξουμε προς τα κάτω συγχρόνως, αλλά αργά, παρακαλώ, και πολύ ήσυχα». «Μείνε ακίνητος τώρα, Χάρι», είπα και έκανα το γύρω του κρεβατιού για να πιάσω την άκρη του σεντονιού. Ο Γκαντερμπάι στάθηκε απέναντί μου, και μαζί αρχίσαμε να τραβάμε το σεντόνι προς τα κάτω, σηκώνοντάς το χωρίς να αγγίξει το κορμί του Χάρι, κατεβάζοντάς το πολύ αργά, ενώ και οι δυο μας κρατούσαμε μια καλή απόσταση από το κρεβάτι και συγχρόνως σκύβαμε προς τα μπρος, προσπαθώντας να περιεργαστούμε τι υπήρχε κάτω από το σεντόνι. Η μυρωδιά του χλωροφόρμιου ήταν απαίσια. Θυμάμαι πως πάσχιζα να κρατήσω την ανάσα μου και όταν δεν μπορούσα να το κάνω πια, προσπαθούσα να αναπνεύσω χαλαρά ούτως ώστε το αέριο να μην μπει στα πνευμόνια μου.
Ολόκληρο το στήθος του Χάρι ήταν τώρα ορατό, ή μάλλον το πάνω μέρος της ριγωτής πιτζάμας του που το κάλυπτε, και κατόπιν διέκρινα το άσπρο κορδόνι του παντελονιού δεμένο σε φιόγκο. Λίγο πιο κάτω είδα ένα κουμπί στο άνοιγμα του παντελονιού, φιλντισένιο. Άθελά μου σκέφτηκα ότι εγώ δεν είχα καθόλου κουμπιά στις δικές μου πιτζάμες, άσε κατά μέρος τα φιλντισένια. Τούτος ο Χάρι, πολύ εκλεπτυσμένος τύπος! Είναι περίεργο πως μερικές φορές σου έρχονται επιπόλαιες σκέψεις σε σοβαρές στιγμές, και θυμάμαι με ευκρίνεια τη σκέψη που έκανα για τον Χάρι σχετικά για το πόσο εκλεπτυσμένος ήταν όταν αντίκρισα εκείνο το κουμπί. Εκτός από το κουμπί δεν υπήρχε τίποτε στο στομάχι του.
Κατόπιν τραβήξαμε το σεντόνι γρηγορότερα, και όταν είχαμε αποκαλύψει τα πόδια του, αφήσαμε το σεντόνι να πέσει από την άκρη του κρεβατιού στο πάτωμα.
«Μην κουνηθείτε.» είπε ο Γκαντερμπάι, «μην κουνηθείτε, κύριε Πόουπ» και άρχισε να κοιτάζει ερευνητικά κατά μήκος του κορμιού του Χάρι και κάτω από άκρα του.
«Πρέπει να είμαστε προσεχτικοί», είπε. «Μπορεί να είναι οπουδήποτε. Μπορεί να κρύφτηκε στο μπατζάκι της πιτζάμας». Όταν ο Γκαντερμπάι είπε αυτό, ο Χάρι σήκωσε γρήγορα το κεφάλι του από το μαξιλάρι και κοίταξε τα πόδια του. Ύστερα ξαφνικά αναπήδησε όρθιος, στάθηκε πάνω στο κρεβάτι και τίναξε τα πόδια του, το ένα μετά το άλλο, βίαια στον αέρα. Εκείνη τη στιγμή νομίσαμε και οι δυο ότι τον είχε δαγκώσει και ο Γκαντερμπάι έψαχνε κιόλας στην τσάντα του να βρει ένα νυστέρι και σφιγκτήρα όταν θα σταματούσε ο Χάρι τα χοροπηδητά και στάθηκε ακίνητος κοιτώντας το στρώμα που στεκόταν και φωνάζοντας: «Δεν είναι εδώ!» ο Γκαντερμπάι ορθώθηκε και για μια στιγμή κοίταξε κι αυτός το στρώμα. Ύστερα ανασήκωσε το βλέμμα του προς το Χάρι. Ο Χάρι ήταν εντάξει. Δεν είχε δαγκωθεί κι ούτε επρόκειτο να δαγκωθεί πια κι ούτε επρόκειτο να πεθάνει και όλα ήταν πρίμα, αλλά τούτο δε φαινόταν να μας κάνει να αισθανθούμε καλύτερα.
«Κύριε, Πόουπ, είστε σίγουρος ότι το είδατε πρωτίστως;» υπήρχε ένας τόνος σαρκασμού στη φωνή του Γκαντερμπάι που δε θα χρησιμοποιούσε ποτέ σε συνηθισμένες καταστάσεις. «Μήπως πιθανόν το ονειρευτήκατε, κύριε Πόουπ;» Με τον τρόπο που κοιτούσε ο Γκαντερμπάι το Χάρι, διαπίστωσα ότι ο σαρκασμός του δεν προοριζόταν στα σοβαρά. Απλά ήθελε να χαλαρώσει λιγάκι την ένταση της  κατάστασης.
Ο Χάρι στεκόταν όρθιος στο κρεβάτι, με τις ριγωτές πιτζάμες του, κοιτώντας αγριωπά τον Γκαντερμπάι, ενώ τα μάγουλά του άρχιζαν να κοκκινίζουν.
«Μου λες τώρα ότι είμαι ένας ψεύτης;» ούρλιαξε.
Ο Γκαντερμπάι παρέμεινε εντελώς ακίνητος, ατενίζοντας το Χάρι. Ο Χάρι έκανε ένα βήμα προς τα μπρος πάνω στο κρεβάτι ενώ το βλέμμα του γυάλιζε.
«Τι λες βρε βρώμικε μικρέ Ινδέ αρουραίε των υπονόμων!» «Βούλωστο, Χάρι,» είπα «Βρε βρωμομαυρο-» «Χάρι!» ξεφώνισα. «Βούλωσέ το, Χάρι!» ήταν απαίσια τα πράγματα που έλεγε.
Ο Γκαντερμπάι βγήκε από το δωμάτιο σαν να μην υπήρχε εκεί κανένας από μας κι εγώ τον ακολούθησα και έβαλα το μπράτσο μου γύρω από τον ώμο του καθώς διέσχιζε το χολ για να βγει στο μπαλκόνι.
«Μη δίνεις σημασία στο Χάρι», είπα. «Η όλη κατάσταση τον έκανε να μην ξέρει τι λέει». Κατεβήκαμε τα σκαλιά από το μπαλκόνι στο πάρκινγκ και από το πάρκινγκ στο σκοτάδι όπου ο γιατρός είχε παρκάρει το παλιό του Μόρις. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.

«Έκανες μια θαυμάσια δουλειά,» είπα. «Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ που ήρθες». «Το μόνο που χρειάζεται είναι να πάει διακοπές» είπε ήσυχα, και χωρίς να με κοιτάξει, έβαλε μπρος τη μηχανή και ξεκίνησε».




*Κρέιτ [Hindi] - करैत (''karait''). Επιστημονική ονομασία: Bungarus, caeruleus  άκρως δηλητηριώδες φίδι της ινδικής υποηπείρου με θανατηφόρο νευροτοξικό δηλητήριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: