ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΑΜΠΟ
Της Κλαίτης Σωτηριάδου
Ημ/νία καταχώρησης: 27 Απρ 2014
Πηγή: www.dedalus.gr
Ελληνική Εταιρεία Συγγραφέων
Ήταν 6 Μαρτίου 1994 στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στην Καρταχένα της Κολομβίας. Καθισμένη σ’ ένα τραπέζι συνεντεύξεων με το κασετόφωνο ανοιχτό διάβαζα στη Λάουρα Εσκιβέλ τις προετοιμασμένες ερωτήσεις μου. Η συγγραφέας και η μεταφράστρια. Ο φωτογράφος έβγαλε στο τέλος τις απαραίτητες φωτογραφίες και στην είσοδο του αμφιθεάτρου αποχαιρετιστήκαμε. Θα παρακολουθούσαμε την προβολή του έργου «Σαν νερό για ζεστή σοκολάτα» που είχε γυρίσει ο σκηνοθέτης πρώην σύζυγός της βασισμένος στο απίστευτα επιτυχημένο βιβλίο της.
Ξαφνικά ένα ζευγάρι ντυμένο στα κάτασπρα τράβηξε τα βλέμματα όλων μας. Ψηλοί, λεπτοί, μελαχρινοί: ο Κάρλος Φουέντες με την δεύτερη σύζυγό του. Δεν τον είχα γνωρίσει μέχρι τότε και είχα ήδη μεταφράσει δύο βιβλία του. Άνοιξα δρόμο αποφασιστικά μέσα από το πλήθος, τον πλησίασα και συστήθηκα. «Είμαι η μεταφράστρια δύο βιβλίων σας στα Ελληνικά», του είπα. Ο Φουέντες ενθουσιάστηκε. Με σύστησε δεξιά κι αριστερά, μου έκανε κάποιες ερωτήσεις για το πού μένω και πώς έτυχε να βρεθώ εκεί κι ύστερα μ’ έπιασε αγκαζέ και με οδήγησε σε μια μεγάλη παρέα που στο κέντρο της βρισκόταν ο …Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
«Κοίτα ποιαν βρήκα», του φώναξε. «Έχει μεταφράσει δυο βιβλία μου στα Ελληνικά!» πρόσθεσε θριαμβευτικά.
Ο Γκάμπο τον κοίταξε, με κοίταξε κι έσκασε στα γέλια.
«Εμένα η δόνια Κλαίτη μού έχει μεταφράσει όλα τα βιβλία μου», καυχήθηκε και αποστόμωσε τον Φουέντες. Ήταν μια ιδιαίτερα χαρούμενη στιγμή εκείνη με τα δύο ιερά τέρατα της νοτιοαμερικάνικης λογοτεχνίας κι ευτυχώς ο φωτογράφος την αποθανάτισε. Επιπλέον ήταν η μέρα των γενεθλίων του Γκαμπίτο όπως τον φωνάζουν χαϊδευτικά και δεχόταν ευχές από όλους τους παριστάμενους.
Τα Χριστούγεννα της προηγούμενης χρονιάς τον είχα δει πάλι στην Καρταχένα, όπου είχε χτίσει ένα υπέροχο κατάλευκο σπίτι που θύμιζε Μεσόγειο. Καλεσμένοι σε κάποιους κοινούς γνωστούς κουβεντιάσαμε για λίγο για τα βιβλία που είχα ήδη μεταφράσει. Εκείνο το διάστημα θέμα των συζητήσεων ήταν το μοναστήρι της Σάντα Κλάρα μισογκρεμισμένο σε κεντρικό σημείο της πόλης, που τελικά μεταμορφώθηκε σε ξενοδοχείο πολλών αστέρων.
«Θα έχουμε κάτι καινούριο σύντομα;» τον ρώτησα.
«Από την αναστύλωση της Σάντα Κλάρα βγήκε ένα βιβλίο», μου είπε λίγο πονηρά. Ύστερα, στην ερώτηση κάποιας κυρίας σχετικά με τον τίτλο έβαλε τον δείκτη στα χείλια του και χαμογέλασε. Γυρνώντας στην Ελλάδα, ένα μήνα αργότερα, βρήκα τα χειρόγραφα του «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» να με περιμένουν στα χέρια του εκδότη κι έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά.
Δυο χρόνια αργότερα, εγκαταστημένη μόνιμα πια στην Αθήνα, έφτασε το χειρόγραφο της «Είδησης μιας απαγωγής». Επρόκειτο για την αληθινή ιστορία μιας γειτόνισσάς μου τον καιρό που έμενα στην Μπογκοτά. Ο συγγραφέας έδινε με υπερρεαλισμό και ανατριχιαστικές περιγραφές την εικόνα της πατρίδας του που ο λαός της, έρμαιο και θύμα της βίας του ασύστολου εμπορίου ναρκωτικών και των επιπτώσεων του, έχανε τα καλύτερα παιδιά του για να ικανοποιεί βασικά τις ανάγκες των ναρκομανών άλλων χωρών. Όμως υπήρχε και μια άλλη άποψη της ίδιας αυτής εικόνας, που δεν την πρόβαλλαν συνεχώς τα μέσα επικοινωνίας. Υπήρχε ένα λαός που δεν άντεχε άλλο, είχε πάρει σαφή θέση εναντίον του λαθρεμπορίου ναρκωτικών και εργαζόταν για χρόνια για να βγάλει την Κολομβία από αυτήν την κρίση. Οι πνευματικοί άνθρωποι, με επικεφαλής τον Γκάμπο, συσπειρωμένοι, με άρθρα και ομιλίες, στιγμάτιζαν τους ανίκανους πολιτικούς, αγωνίζονταν να αφυπνίσουν την εθνική συνείδηση, να αποτρέψουν την αδιαφορία στην οποία οδηγούνται οι πολίτες όταν η φωνή τους δεν ακούγεται, οι ανάγκες τους δεν ικανοποιούνται, η ποιότητα της ζωής αλλοιώνεται και η ψήφος τους δεν αλλάζει το κοινωνικό καθεστώς. Την εποχή της έκδοσης του βιβλίου του, εφτά νομοί της Κολομβίας είχαν παραλύσει από την ένοπλη παρουσία ανταρτών. Και δεν επρόκειτο για ξενόφερτα στοιχεία παρά για τους ίδιους εκείνους αγρότες που, αφού φιλήσυχα αλλά μάταια προσπάθησαν επί χρόνια να ζήσουν ειρηνικά, είχαν αποφασίσει να πάρουν τα όπλα για αυτοάμυνα. Ο εμφύλιος κυριολεκτικά μαινόταν εις βάρος της χώρας. Κι εμείς οι Έλληνες θυμόμαστε καλά τι σημαίνει αυτό!
Στη διάρκεια των σαράντα χρόνων της μεταφραστικής μου καριέρας συναντήθηκα καμιά δεκαριά φορές με τον Γκάμπο. Δεν ήταν μόνο ένας πολύ πετυχημένος συγγραφέας, αλλά κι ένας στρατευμένος πολιτικός που προσπαθούσε να βρει λύσεις για την καταπίεση των λαών. Από τη στιγμή που εμφανίστηκε στο λογοτεχνικό προσκήνιο με διηγήματα, μυθιστορήματα, δημοσιογραφικά άρθρα ή και σενάρια για τον κινηματογράφο, ο Κολομβιανός παραμυθάς αναδείχτηκε σ’ έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Ιδιαίτερα με το αριστουργηματικό του μυθιστόρημα, τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά, ένα βιβλίο που έχει μεταφραστεί σε όλες τις χώρες του κόσμου, έχει διαβαστεί από εκατομμύρια αναγνώστες και θεωρείται πια ένα κλασικό της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Με παροιμιώδη φαντασία, που εμείς οι Ευρωπαίοι ονομάσαμε μαγικό ρεαλισμό, κι ένα μοναδικό ταλέντο να φανερώνει με απαράμιλλες υπερβολές τα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ζωγράφισε με μια ανεπανάληπτη τεχνική ενός χειμαρρώδους ύφους ένα μυθικό λογοτεχνικό σύμπαν, μια πολύχρωμη τοιχογραφία μεγάλων διαστάσεων. Απεικόνισε για πρώτη φορά την υπαρξιακή αγωνία της Λατινικής Αμερικής στη γεμάτη αντιθέσεις σκληρή πραγματικότητά της, στον αγώνα που έδινε και συνεχίζει να δίνει ενάντια στην καταπίεση και τη βία.
Τα βασικά του θέματα, αυτά που υποβόσκουν κι επαναλαμβάνονται sotto voce σε όλα τα έργα του, είναι η παράλογη και άσκοπη βία των απολυταρχικών καθεστώτων, ο έρωτας και ο θάνατος σε όλες τις μορφές τους και βέβαια η μοναξιά, που κυριολεκτικά στοιχειώνει τα περισσότερα βιβλία του.
Το 1998 αγόρασε το Κολομβιανό περιοδικό Cambio (Αλλαγή) με τα χρήματα του βραβείου Νόμπελ για να μπορεί να αρθρογραφεί ελεύθερα χωρίς λογοκρισία. Τον θυμάμαι να μιλάει με μια λάμψη κι ένταση στο βλέμμα για το κούρεμα του εξωτερικού χρέους της Κολομβίας, (ναι, έχουν κι εκεί παρόμοια προβλήματα), για τις καταχρήσεις των διεφθαρμένων πολιτικών, για την μόλυνση του περιβάλλοντος. Κι αυτή η πλευρά του ήταν η πιο γοητευτική! Είμαι σίγουρη πως αν έβαζε υποψηφιότητα για πρόεδρος, όπως έκανε χωρίς επιτυχία ο Μάριο Βάργκας Λιόσα στο Περού, θα γινόταν ένας εξαιρετικός ηγέτης που θα έμενε στην ιστορία.
Τον πρωτογνώρισα μέσα από το κείμενο της Κηδείας της Μεγάλης Μάμα και τον αγάπησα. Ο αφηγητής απευθυνόταν στους άπιστους όλου του κόσμου και μιλούσε για μια Μεγάλη Μητέρα. Μιλούσε για μια κηδεία κι έναν πρωτοφανή ξεσηκωμό. Με συνεπήρε, γέλασα και σκέφτηκα τα δικά μας τραγελαφικά, θέλησα να το κάνω ολόδικό μου και το μετέφρασα. Κι ύστερα γνώρισα τον συγγραφέα. Κι αυτός μου έδωσε τα βιβλία του, με μετέφερε σ’ έναν άλλο, ολοκαίνουριο, γενναίο κόσμο, μαζί του πέρασα τον Ατλαντικό και βρέθηκα στη χώρα του. Εκεί ήταν ο έρωτας κι ο θάνατος, ήταν τα βαγιενάτα, τα μπολέρο, οι κούμπιες, η χαρά της ζωής και η πιο απερίγραπτη μιζέρια, τα ορμητικά, βουερά ποτάμια, τα οροπέδια και οι μπανανοφυτείες, ο Ελδοράδο και τα άγνωστα βότανα, η μαγεία των απάτητων βουνών, οι πεταλούδες και οι καϊμάνες, η μοναξιά ενός ολόκληρου λαού, μια άλλη ζωή που ζούσα ταυτόχρονα με τη δική μου. Γνώρισα συνταγματάρχες, στρατηγούς, επαναστάτες και δικτάτορες, αθώες μικρές και άσπλαχνες γιαγιάδες, ερωτευμένους γέρους και θλιμμένες πουτάνες, κάθε κρυφή γωνιά, κάθε κουτούκι. Καθοδηγούσε τα βήματα μου σαν μπούσουλας, πότε εκεί, πότε εδώ. Και περάσαμε μαζί σχεδόν σαράντα χρόνια. Έφυγε, αλλά έμειναν τα βιβλία, μια ζεύξη ακατάλυτη ανάμεσα στους δυο λαούς.
Τώρα
που το έθνος, που ταρακουνήθηκε πέρα ως πέραξαναβρήκε την ισορροπία
του· τώρα που οι πιπιζοπαίκτες του Σαν Χακίντο, οι λαθρέμποροι της
Γκουαχίρα, οι ορυζοκαλλιεργητές του Σινού, οι πόρνες τηςΓκουακαμαγιάλ,
οι μάγοι της Σιέρπη και οι μπανανεργάτες της Αρακατάκα δίπλωσαντις
τέντες τους για ν’ αναλάβουν από την εξουθενωτική αγρύπνια και να
ξαναβρούντη γαλήνη τους και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι υπουργοί
του και όλοιεκείνοι που αντιπροσώπευαν τη δημόσια εξουσία και τις
υπερφυσικές δυνάμεις στηνπιο εκπληκτική και μακάβρια περίπτωση που
καταγράφηκε στα χρονικά της ιστορίαςξαναπήραν τον έλεγχο της κατάστασής τους·
τώρα που ο Άγιος Ποντίφηξ έχει ανέβειστους ουρανούς ψυχή τε και σώματι·
και τώρα που είναι αδύνατο να σεργιανίσειςστο Μακόντο από τα άδεια
μπουκάλια, τα αποτσίγαρα, τα γλυμμένα κόκαλα, τιςκονσέρβες, τα κουρέλια
και τις ακαθαρσίες που το πλήθος που ήρθε στην ταφήάφησε ξωπίσω του·
τώρα είναι ώρα ν’ ακουμπήσεις ένα σκαμνί μπροστά στην ξώπορτακαι να
διηγηθείς από την αρχή τις λεπτομέρειες αυτής της εθνικής
αναστάτωσης,προτού οι ιστορικοί βρουν ευκαιρία να πλησιάσουν.[1]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου