ΩΔΗ ΣΕ ΜΙΑ ΓΕΡΑΣΜΕΝΗ ΜΕΔΟΥΣΑ
Στα βρώμικα νερά του λιμανιού
μια μέδουσα επιζεί.
Αγκομαχώντας,
με το δυσκίνητο και πλαδαρό κορμί της,
που έχασε το γαλάζιο του και γέμισε
φριχτά σημάδια του αναπόφευκτου,
βούλες του γένους της καταραμένες,
κινείται αργά μέσα από κόπρανα
μέσ΄από προφυλαχτικά και πετρελαιοκηλίδες.
Εδώ γεννήθηκε, εδώ μεγάλωσε, εδώ έκανε
τα μαγικά ταξίδια της νεότητας
στα πέρατα του κόσμου: στον κυματοθραύστη.
Εδώ ερωτεύτηκε κι ανάστησε με τον καιρό
παιδιά και εγγόνια για να χάσει, τέλος,
όλες τις αυταπάτες της, μία μία,
για θάλασσες τάχα πιο καθαρές που κάπου
-δεν μπορεί- πρέπει να υπάρχουν.
Κάθε πρωί τη βλέπω δακρυσμένος,
την προσκυνώ
και τη χαϊδεύω με το βλέμμα.
Είναι γριά, είναι άσχημη και μόνη πια
μέσα στο πλαδαρό κορμί της΄όμως επιμένει.
Μες στον μεγάλο υπόνομο του κόσμου
συντηρεί το είδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου