Διακριτικά πτωχός
Tης Mαρίας Kατσουνάκη
Η Καθημερινή,4/3/2012
Απομεσήμερο καθημερινής, σε παντοπωλείο συνοικιακό, το οποίο φιλοξενεί προϊόντα της ελληνικής γης σε ευρεία γκάμα τιμών. Στην είσοδο, τρία τσουβάλια με όσπρια. Μπαίνει κυρία, μεσήλικη, καλοντυμένη, περιποιημένη, σκύβει και γεμίζει ένα σακούλι με κάποιο από τα όσπρια. «0,75», της λέει η υπάλληλος. «Θα πάρετε και κάτι άλλο;» «Οχι, ευχαριστώ», απαντά η πελάτις, ευγενικά αλλά και κάπως ενοχικά. Δίπλα, στο ταμείο, στέκει μια άλλη κυρία, που ετοιμάζεται να πληρώσει τον δικό της λογαριασμό, 18 ευρώ και κάτι ψιλά. Ανοίγει ένα πολύ μικρό πορτοφόλι και βγάζει ένα ζαρωμένο 20ευρω. Από τη συμπίεση, συμπαρασύρονται και προβάλλουν από το άνοιγμα ένα 5ευρω και άλλο ένα 20ευρω.
Το βλέμμα της πρώτης, καλοντυμένης, κυρίας, σε αυτήν τη στιγμιαία συναλλαγή, στα λιγοστά προεξέχοντα χαρτονομίσματα, πύκνωνε ανατριχιαστικά μια άλλη, αθέατη ακόμη, κλίμακα, κοινωνικής ανισότητας. Καμία από τις δύο δεν φαινόταν να ανήκει σε διαφορετική τάξη. Κάποτε, οι δύο αυτές γυναίκες θα έπρεπε να είχαν συγγενή αγοραστική δυνατότητα. Κάτι μεσολάβησε. Περικοπή μισθού, απόλυση, δυσανάλογα φορολογικά βάρη; Ποιος ξέρει. Το βλέμμα δήλωνε το ρήγμα. Δεν ήταν απειλητικό, ώστε να σε υποχρεώσει να προστατευθείς. Δεν ήταν επίβουλο. Κοιτούσε μάλλον με θλίψη και απορία.
Οι αποχρώσεις σε αυτήν τη «συνάντηση» δήλωναν τα απομεινάρια της μικρομεσαίας αξιοπρέπειας, χάρη στην οποία συντηρούνται ακόμη τα προσχήματα μιας υποφερτής καθημερινότητας. Ενα σκαλοπάτι πριν από την ένδεια, αλλά η απόσταση μεγάλη. Οσο μπορεί, όσο αντέχει θα κρατηθεί, να μην κατρακυλήσει. Τι ποσοστό πληθυσμού αφορά; Δύσκολο να καταμετρηθεί, αφού δεν προδίδεται. Υποδύεται ακόμη έναν άλλο, παρελθόντα, ρόλο, όταν οι μέρες ήταν καλύτερες. Δεν πρόκειται για ανθρώπους που ζούσαν με πλαστικό χρήμα, καταναλωτικά δάνεια, υπέρογκα στεγαστικά, πολύ πάνω από τις ανάγκες τους. Είναι ένας αριθμός –όχι μεγάλος ενδεχομένως– που δεν φοροδιέφευγε, δεν συμπλήρωνε τα εισοδήματά του με κάθε είδους φακελάκια, δεν έπαιρνε δεύτερο μισθό –αργομισθία ή σύνταξη εκλιπόντος–, τηρούσε τα όρια μιας ζωής συνετής, μετρημένης. Είναι οι άνθρωποι που δεν αγανακτούν, δεν θα καταγραφούν στους άστεγους (συντηρούν συνήθως μια ιδιοκτησία) ούτε θα περάσουν από τα συσσίτια. Φτωχαίνουν αθόρυβα, μοναχικά.
Τα μέτωπα, γι’ αυτούς, είναι πολλά. Δεν είναι μόνο οι περικοπές μισθών και συντάξεων. Είναι και οι δυσανάλογα αυξημένες τιμές στα είδη διατροφής. Πρόσφατη έρευνα του Ελληνικού Κέντρου Καταναλωτών καταγράφει αύξηση του κόστους για το μεσαίο ελληνικό νοικοκυριό κατά 2,3% (τον Ιανουάριο του 2012 σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2011) που μεταφράζεται σε περίπου 52 ευρώ. Οι οικονομολόγοι αποδίδουν τις ανατιμήσεις στον ολιγοπωλιακό χαρακτήρα της εγχώριας αγοράς, στην αναποτελεσματική λειτουργία εποπτικών αρχών κ. ο. κ. Ασφαλώς το φαινόμενο θα είναι σύνθετο και η κερδοσκοπία εις βάρος του καταναλωτή δεδομένη. Η αύξηση των φόρων ή οι έκτακτες εισφορές μετακυλίονται στον καταναλωτή με τον πριονισμένο μισθό, για να μη μειωθεί το κέρδος του επιχειρηματία. Το ποσό των 50 ευρώ, εκ πρώτης όψεως, δεν εντυπωσιάζει. Δεν είναι όμως ανεξάρτητο από παράλληλες συμπιέσεις και βάρη. Συναθροίζεται και βαραίνει δυσανάλογα στον οικογενειακό (ή και ατομικό) προϋπολογισμό.
Ποιος θα νοιαστεί για τους διακριτικά πτωχούς; Για τους εκτός συσσιτίων; Γι’ αυτούς που βγάζουν την ημέρα τους με 0,75 ευρώ; Ποσό ελάχιστο αλλά όχι μηδενικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου