Τ Ο Ε Π Τ Α Π Υ Ρ Γ Ι Ο
ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ
ΟΠΩΣ ΤΟ ΕΖΗΣΕ ΕΝΑΣ ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ
ΕΚΕΙΝΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
[Η προσωπική μαρτυρία του Α.Η., όπως την εμπιστεύθηκε
χειρόγραφα στον Gerontako, ζητώντας να κρατηθεί προς
το παρόν η ανωνυμία του, επιθυμία την οποία σεβαστήκαμε.
Ο Α.Η. υπήρξε δραστήριο μέλος της ΕΠΟΝ Θεσαλονίκης
κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου και
στενός φίλος του Μανόλη Αναγνωστάκη. Συνελήφθη,
στις 24/10/1948, από την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης μαζί με
άλλους 68 Επονίτες, ενεκλείσθη "εις τας εγκληματικάς
φυλακάς του Επταπυργίου" και στις αρχές του 1949
καταδικάστηκε , όπως και ο Αναγνωστάκης, σε θάνατο
από το Στρατοδικείο. Έως την αποφυλάκισή του με τα
γνωστά μέτρα Πλαστήρα, πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές,
περιμένοντας καθημερινά το ξαφνικό τέλος του.
Έκτοτε έκανε οικογένεια και ακολούθησε το δρόμο του εμπορίου,
ενώ παράλληλα βρισκόταν πάντοτε στην πρώτη γραμμή
στους αγώνες για τον εκδημοκρατισμό της χώρας ,τη
νομιμοποίηση της Αριστεράς και την άρση των
πάσης φύσεως διώξεων και αποκλεισμών που εφάρμοσε
το κράτος των νικητών πάνω στους ηττημένους
και τις οικογένειές τους.
Για λόγους σεβασμού του ύφους του συγγραφέα,
διατηρήσαμε τον εκφραστικό και ορθογραφικό του κώδικα.]
(ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ)
4. Στις 2 Μαίου του 1946, η Κυβέρνηση επανέφερε σε ισχύ τις μεταξικές Επιτροπές Ασφαλείας, που κατώρθωσαν, δουλεύοντας νυχθημερόν με απίστευτο ζήλο, να στείλουν στα ξερονήσια, μέσα σε ελάχιστους μήνες, πολλές χιλιάδες, σχεδόν όλους, τους επώνυμους αριστερούς.
Τέλος, λίγες ημέρες αργότερα, στις 7 Ιουνίου 1946, υπογράφηκε το Γ΄Ψήφισμα, ένα ανατριχιαστικό, νομικό τερατούργημα, που έγραψε πράγματι ιστορία.
Το Ψήφισμα πρόβλεπε τη σύσταση ΄Εκτακτων Στρατοδικείων που τους ανέθεσε ν' αποφασίζουν την εκτέλεση ανθρώπων, όχι μόνο για πράξεις που διέπραξαν αλλ' ακόμη και για κάτι που απλώς ..."εσκόπουν", δηλαδή κάτι που πέρασε, υποτίθεται, σαν σκέψη έστω απ' το μυαλό τους.
Αυτή η απαράμιλλη νομική σύλληψη, παγκόσμια δικαιική πρωτιά ομολογουμένως, έδωσε φτερά στην ελληνική Αστυνομία. Συνεπικουρούμενη απ' την στρατιά των χαφιέδων που είχε συγκροτήσει εν τω μεταξύ το Παρακράτος σ' ολόκληρη την Ελλάδα, η Αστυνομία αποδύθηκε σε μιάν πρωτοφανή εκστρατεία συλλήψεων, ανυποψίαστων συνήθως αλλ' αριστερών πάντα πολιτών, στους οποίους εφάρμοζε ένα μεγαλοφυές ανακριτικό σύστημα : τους υπέβαλε ό λ ο υ ς σε βασανιστήρια κι έτσι εξασφάλιζε την βεβαιότητα ότι, αν υπήρχαν ανάμεσά τους ένοχοι, δεν επρόκειτο να ξεφύγουν.
Η μέθοδος αποδείχθηκε άκρως αποτελεσματική. Πράγματι, στους 100 αθώους που βασανίζονταν, αποκαλύπτονταν συνήθως και ένας συνωμότης κι έτσι, σε διάστημα σχετικά μικρό, "ξηλώθηκαν" παράνομες οργανώσεις άριστα οργανωμένες.
Αργότερα βέβαια, όταν τους απαγορεύτηκε πια να βασανίζουν, τουλάχιστον να βασανίζουν τόσο απάνθρωπα, αποκαλύφθηκε κι η μνημειώδης ανικανότητα των ελλήνων αστυνομικών. Φάνηκε πια ολοκάθαρα ότι, η θητεία τους στη διάρκεια του εμφύλιου, τότε που ξυλοκοπούσαν αλύπητα αλλά εκ του ασφαλούς, δεμένους πάντα και ανυπεράσπιστους κρατούμενους, είχε εξασκήσει τα μπράτσα τους αλλ' άφησε ν' ατροφήσει τελείως το μυαλό τους. Έτσι, προς διεθνές ελληνικό όνειδος, παρέμενε ανεξιχνίαστη για δεκαετίες, η χτυπητά απλοϊκή 17 Νοέμβρη ,ενώ κατέληξαν στο γνωστό φιάσκο, υποθέσεις και αστυνομικά "μυστήρια" σχεδόν κωμικά , σαν την Ριανκούρ και την υπόθεση Ματέι.
Μετά την ανάκριση, όλοι οι συλληφθέντες, ύστερα από μακρά υποδικία, παραπέμπονταν τελικά στα Στρατοδικεία. Η νομική θεμελίωση του κατηγορητηρίου δεν προβλημάτιζε φυσικά τους κατηγόρους γιατί το Γ΄Ψήφισμα κι ο Ν. 509, πρόβλεπαν νομικώς τα πάντα ενώ παράλληλα οι μάρτυρες κατηγορίας, βασανιστές κατά κανόνα της Ασφάλειας ή εξαγορασθέντες συγκατηγορούμενοι, τεκμαίρονταν πάντοτε, αμάχητα αξιόπιστοι.
Οι δίκες και οι καταδίκες για παράβαση του Γ΄Ψηφίσματος, πύκνωσαν τρομαχτικά. Πολύ σύντομα έγινε αντιληπτό ότι τα υφιστάμενα στρατοδικεία δεν επαρκούσαν. Αμέσως επιστρατεύτηκαν δικηγόροι εγνωσμένης αντικομμουνιστικής εμπάθειας, εχρίσθηκαν αξιωματικοί και ανέλαβαν τον ρόλο εισηγητών και βασιλικών επιτρόπων (= εισαγγελέων).
Στό Επταπύργιο τότε, για ν' αντέξει στη μαζική, συρροή υποδίκων, αποφασίστηκε η ομαδική μεταγωγή των παληών κρατουμένων, των κατοχικών, σε φυλακές μικρότερης ασφάλειας.
Τότε επίσης ξεκίνησαν κι οι εκτελέσεις.
5.- Λίγο μετά την έναρξη των εκτελέσεων, η ζωή και το κλίμα στο Επταπύργιο άλλαξαν άρδην.
Οι μέχρι εκείνην την ώρα κρατούμενοι, "κατοχικοί" κατάδικοι όλοι τους, δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι ο αντικομμουνιστικός οίστρος της Κυβέρνησης, αυτός που έστειλε τους ίδιους στη φυλακή, είχε προχωρήσει σε τέτοιο παραλήρημα ώστε να τουφεκίζει ανθρώπους, απλώς γιατί ιδεολογικά διαφωνούσαν.
Με τις πρώτες κιόλας μπαταριές εκτελέσεων, οι ψευδαισθήσεις διαλύθηκαν. Η Κυβέρνηση φρόντισε η ίδια ν' αποκαλυφθούν και να κατανοηθούν απ' όλους οι πραγματικοί στόχοι, οι ξεκάθαρα τρομοκρατικοί του Γ΄Ψηφίσματος. Έτσι, για παράδειγμα, δεν άφηνε περιθώρια για αυταπάτες όταν τουφέκισε, ανάμεσα στους πρώτους, την Κούλα Ελευθεριάδου, μιά κοπέλλα μόλις 20 ετών απ' την Καλαμαριά, πολύ όμορφη, πολύ έξυπνη, με ιδιαίτερα ισχυρή θέληση και με μεγάλη προσωπική ακτινοβολία, η οποία, όχι απλώς δεν χρησιμοποίησε ποτέ αλλ' ούτε κάν είχε πιάσει όπλο στη ζωή της. Οι στρατοδίκες ωστόσο "είχαν πεισθεί" απ' τον μάρτυρα-βασανιστή της Ασφάλειας ότι η κοπέλλα αυτή σκόπευε ν' ανατρέψει το καθεστώς και να καταλάβει την εξουσία. Την καταδίκασαν σε θάνατο και σε τρεις μέρες ακριβώς, εκτελέστηκε.
Ένα μούδιασμα άρχισε να απλώνεται στό Επταπύργιο.
Έτσι, το Γ΄Ψήφισμα, που αποσκοπούσε βέβαια, όχι να τιμωρήσει για ανύπαρκτα αδικήματα αλλά μόνο να τρομοκρατήσει όσο το δυνατόν πιο άγρια τους αριστερούς, ιδίως τους αριστερούς των πόλεων, ώστε να αποψιλώσει τις φυσικές εφεδρείες του Δημοκρατικού Στρατού, φάνηκε ότι άρχισε να αποδίδει καρπούς.
Πολύ αργότερα, περίπου μετά δυόμισυ χρόνια, όταν η στρατιωτική αναμέτρηση είχε ήδη κριθεί υπέρ του "εθνικού" στρατού κι η προληπτική τρομοκράτηση, στην οποία και μόνον απέβλεπε το Γ΄Ψήφισμα, δεν είχε πια καμμιάν ουσιαστική, πρακτική σκοπιμότητα, οι καταδίκες σε θάνατο κι οι εκτελέσεις παραδόξως δ ε ν σταμάτησαν. Τώρα όμως γίνονταν μόνον από σκέτη, σαδιστική διάθεση να ταπεινωθεί ο ηττημένος αντίπαλος.
Γι' αυτό, καταδικάζονταν πια και εκτελούνταν, μόνον αυτοί που αρνούνταν να συμπράξουν αποκηρύσσοντας. Όλοι οι άλλοι αφήνονταν πια ελεύθεροι.
Η Δεξιά, που ανέκαθεν στρατολογούσε τους μαχητές της μόνο με τη βία, δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει - φθονούσε και ποτέ δεν συχώρεσε - τον άδολο εθελοντισμό και το πνεύμα αυτοθυσίας των αντιπάλων της. Ακόμη περισσότερο, μίσησε θανάσιμα τους "αμετανόητους" ιδανικούς αυτόχειρες των στρατοδικείων και, μη μπορώντας να υποφέρει την υπερήφανη στάση τους, τους τουφέκιζε αδιακρίτως και αδίστακτα, με σαδιστική λύσσα.
Το ανατριχιαστικό, το αιμοβόρο και αιμοσταγές εκείνο Γ΄Ψήφισμα, δεν καταργήθηκε με το τέρμα του Εμφύλιου το 1949. Δεν καταργήθηκε επίσης ούτε το 1974 απ' τον, κατά τα άλλα, καταφανώς ανανήψαντα Καραμανλή, ούτε το 1981 απ' τον όψιμο "αριστερό" Ανδρέα Παπανδρέου.
Καταργήθηκε μόλις κατά το 1989, το "βρώμικο" 1989. Δηλαδή ύστερα από 45 ολόκληρα χρόνια.
Την κατάργησή του την υπέγραψε μόλις ορκίστηκε, ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Φώτης Κουβέλης.
6.- Οι εκτελέσεις ξεκίνησαν το 1946 (116 εκτελεσθέντες), φούντωσαν το 1947 (767 εκτελεσθέντες) και κορυφώθηκαν το 1948 (1778 εκτελεσθέντες). Απ' αυτούς το ένα τέταρτο τουλάχιστον ήσαν έφηβοι και νέοι, από 14 μέχρι 25 ετών. Μεγάλο επίσης ποσοστό ήσαν γυναίκες. Και στις εκτελέσεις επίσης, το Επταπύργιο κρατούσε πάντα τη μερίδα του λέοντος.
Τόσο η προπαρασκευή όσο κι΄ ο επίλογος της μακάβριας διαδικασίας, πολύ σύντομα τυποποιήθηκαν για να εξοικονομείται χρόνος. Οι καταδικασμένοι σε θάνατο αμέσως μετά την ανάγνωση της απόφασης, οδηγούνταν απ' ευθείας στα υπόγεια κελιά, τά "μπουντρούμια" του Επταπύργιου. Εκεί παρέμεναν για τρείς ημέρες, όσες προφανώς απαιτούντο για να καθαρογραφούν οι αποφάσεις, να καταχωρηθούν, να βρεθεί ο στρατιωτικός Διοικητής για να υπογράψει τη διαταγή εκτελέσεως και τέλος να οργανωθεί το εκτελεστικό απόσπασμα.
Τα χαράματα της επόμενης ημέρας, το προανάκρουσμα δίνονταν απ' τα στρατιωτικά αυτοκίνητα που κουβαλούσαν στο Επταπύργιο το εκτελεστικό απόσπασμα και τα λοιπά μέλη της συνοδείας. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων που κατέφθαναν, ακουγόταν στο εσωτερικό των φυλακών και, παρά την πολύ πρωινή ώρα, πάντα κάποιοι κρατούμενοι έπαιρναν το μήνυμα. Σε λίγα λεπτά, όλοι οι κρατούμενοι κι απ' τις τρείς ακτίνες του Επταπύργιου, είχαν βγει στις αυλές και στέκονταν βουβοί προς την ανατολική πλευρά του Κάστρου, προς τα εκεί δηλαδή που ήταν "ο συνήθης τόπος των εκτελέσεων".
Οι πυροβολισμοί δεν ακούγονταν, προφανώς γιατί τα τείχη ήταν όντως πανύψηλα.
Το τέρμα της ιεροτελεστίας οι κρατούμενοι το συμπέραιναν απ' την στάση του φύλακα που βρίσκονταν στην ανατολική σκοπιά, ψηλά στά τείχη, και που, όσο κρατούσε η εκτέλεση, ήταν στραμένος προς τα έξω. Συχνά εξ άλλου, την ημέρα που γίνονταν εκτελέσεις, οι φύλακες που ήταν της υπηρεσίας, (αργότερα αντικαταστάθηκαν από χωροφύλακες) έπαιρναν θέσεις ψηλά στις πολεμίστρες του Κάστρου για να παρακολουθήσουν το θέαμα.
Κάποτε, ένας πράγματι ευαίσθητος αλλ' ανόητος κερκυραίος φύλακας, άνοιξε τα μεγάφωνα την ώρα της εκτελέσεως κι έβαλε μουσική, πιστεύοντας, όπως δικαιολογήθηκε αργότερα, ότι έτσι θα μπορούσε να απαλύνει την οδύνη στους συγκρατούμενους των εκτελεσθέντων.
Έγκυρες "λεπτομέρειες" για την εκτέλεση, μπορούσες να μάθεις μόνον απ' τον Αχμέτ, έναν μουσουλμάνο, ισχνό, μεσήλικα, ποινικό κατάδικο, που μιλούσε λίγο και σε σπασμένα ελληνικά, που κυκλοφορούσε ελεύθερα σ' όλες τις ακτίνες και που, μυστήριο ανεξήγητο γιατί, ακολουθούσε πάντα την μακάβρια κουστωδία.
Ο μόνος άλλος ποινικός κατάδικος που παρέμενε στο Επταπύργιο όλην εκείνη την περίοδο, ήταν ο Ανταβάνογλου. Καταδικασμένος πριν απ' τον πόλεμο ακόμη, για τον φόνο ενός καπνέμπορου, έδειχνε να περνά περίφημα στη φυλακή και δήλωνε απερίφραστα ότι δεν ήθελε να φύγει. Μεσήλικας αλλά ιδιαίτερα φλύαρος αυτός, με άψογα ελληνικά και πανέξυπνος, κυκλοφορούσε ελεύθερα, μέσα αλλά κι έξω απ' τη φυλακή. Παχουλός αλλ' αεικίνητος, είχε γίνει ο τελάλης της φυλακής. Από μιαν κυκλική εξέδρα στην οποία κατέληγαν οι αυλές και των τριών ακτίνων, ο Ανταβάνογλου μετέδιδε με στεντόρεια φωνή τις ανακοινώσεις της Διεύθυνσης και καλούσε τους κρατούμενους όταν τους επισκέπτονταν οι δικηγόροι τους, να έρθουν στην έξοδο της αυλής.
Όταν ξεκίνησαν οι μεγάλες δίκες και οι θανατοποινίτες άρχισαν να πολλαπλασιάζονται με ποσοστά απίστευτα υψηλά (π.χ. 56 καταδίκες σε θάνατο, σε δίκη με 72 κατηγορούμενους) τότε τα 7 μπουντρούμια του Επταπύργιου αποδείχθηκαν απολύτως ανεπαρκή. Καθώς μάλιστα το τριήμερο της αναμονής των μελλοθάνατων, διευρύνθηκε, άγνωστο για ποιούς λόγους, σε πενθήμερο, οι αρμόδιοι υποχρεώθηκαν να αλλάξουν πρακτική και να οδηγούν πια, στους έξι θαλάμους των φυλακών, ακόμη κι αυτούς που καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Μόνο την παραμονή της εκτελέσεως, το απόγευμα, ο Ανταβάνογλου, απ' τον εξώστη του στο κέντρο της φυλακής, τους καλούσε δημόσια, εις επήκοον όλων των κρατουμένων που τριγύριζαν εκείνη την ώρα στίς αυλές, να μαζέψουν τα πράγματά τους και να έρθουν στην έξοδο.
Ουσιαστικά, αυτή η πρόσκληση σηματοδοτούσε το τέρμα. Το τέρμα μιας τραγικής ανθρώπινης περιπέτειας που είχε ξεκινήσει απ' τις αγωνίες του κυνηγητού και της σύλληψης, περνούσε απ' τον καταλυτικό τρόμο για τα αναμενόμενα, άγνωστα βασανιστήρια και τον πραγματικό σωματικό πόνο της ανάκρισης, για να καταλήξει στη δραματική υπερένταση της δίκης και το ρίγος της καταδίκης σε θάνατο. Η περιπέτεια έδειχνε ότι εκεί είχε λήξει, αλλά ποιός άραγε το έπαιρνε απόφαση ότι έληξε μαζί κι η ζωή του;
Ιδίως σε μια φυλακή όπου τα δύο τουλάχιστον τρίτα της, πεντακόσιοι περίπου άνθρωποι, είναι μεν καταδικασμένοι σε θάνατο, ωστόσο ζούνε ακόμη κι αναπνέουν, είναι βέβαιο ότι, σε μια γωνιά στην ψυχή του κάθε μελλοθάνατου, υπήρχε πάντοτε, ανομολόγητη, η ελπίδα. Αβάσιμη συνήθως κι αστήρικτη, μα ωστόσο υπήρχε.
Ίσως ξαφνικά να παρέμβει η Ρωσσία ή ίσως να πέσει η Κυβέρνηση ή ίσως ακόμη ο στρατηγός στρατιωτικός Διοικητής να είδε στον ύπνο του Άγιο και ν' αρνηθεί να υπογράψει άλλες εκτελέσεις!
Γι' αυτό, μόνο ο εγκλεισμός την παραμονή στο κελί, μ ό ν ο ν α υ τ ό ς σηματοδοτούσε τ' οριστικό κι αμετάκλητο τέλος.
Ένα παγερό μούδιασμα τότε ερχόταν και σκέπαζε όλη τη φυλακή. Ακόμη κι οι λίγοι χαφιέδες της φυλακής, που η Διεύθυνση είχε χρίσει θαλαμάρχες, (βαρυποινίτες έμπρακτα μηδίσαντες κατά κανόνα) έδειχναν να σέβονται την ιερότητα των στιγμών και βουβαίνονταν.
Κάποια φορά, ένας έφηβος σλαβομακεδόνας από ένα χωριό της Φλώρινας, τον Άγιο Γερμανό ή ίσως τον Άγιο Παντελεήμονα, καταδικασμένος σε θάνατο μαζί με τους μισούς σχεδόν συγχωριανούς του - εις εφαρμογήν ενός μεγαλοφυούς πολεμικού σχεδίου, ενός μεγαλοφυούς πολέμαρχου, του αρχιστράτηγου Παπάγου - ένας έφηβος γλυκύτατος, με αθώα, φωτεινά μάτια και, πολιτικά, π α ν τ ε λ ώ ς ανυποψίαστος, όταν τον κάλεσαν να μαζέψει τα πράγματά του για να πορευθεί προς το μπουντρούμι των μελλοθάνατων, έπαθε μια τρομερή, ασύλληπτα τραγική, νευρική κρίση. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. Οι συγκρατούμενοι που βρίσκονταν γύρω του, άκουγαν φοβερά ταραγμένοι τις, πέρα για πέρα δίκαιες κραυγές του και δεν ήξεραν πώς να βοηθήσουν. Ένας απ' αυτούς άρχισε να φωνάζει κι εκείνος. Τότε εμφανίστηκαν τρεις φύλακες, τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στο μπουντρούμι. Το άλλο πρωί τον τουφέκισαν.
Μετά το περιστατικό αυτό, η διαδικασία τροποποιήθηκε. Ο Ανταβάνογλου καλούσε τον μελλοθάνατο αλλά με δικαιολογία ότι τον επισκέφθηκε και τον περιμένει ο δικηγόρος του και με την παραπλανητική διευκρίνιση να μην πάρει μαζί τα πράγματά του. Δέκα λεπτά αργότερα, ο Ανταβάνογλου εμφανίζονταν πάλι στο βήμα του και ζητούσε απ' τους παρακοιμώμενους συγκρατούμενους του μελλοθάνατου, να μαζέψουν τα πράγματά του και να τα φέρουν στην έξοδο.
Το 1948, οι δίκες στα στρατοδικεία, οι καταδίκες και οι εκτελέσεις είχαν αυξηθεί σε απίστευτα ύψη. Στους ύποπτους των πόλεων είχαν προστεθεί κι οι αιχμάλωτοι, ένστολοι μαχητές του Δημοκρατικού στρατού που τύχαινε να συλληφθούν σε μάχες. Σε κάθε μια απ' τις πυκνές στρατιωτικές επιτυχίες του Δημοκρατικού Στρατού, η Κυβέρνηση απαντούσε με εκτελέσεις κρατουμένων.
Η διεθνής κοινή γνώμη άρχισε να ενοχλείται ζωηρά. Ζωηρά επίσης άρχισε ν' αντιδρά κι η ελληνική κοινή γνώμη. Γνωστοί αστοί διανοούμενοι και άνθρωποι τής Τέχνης, με ψηφίσματα, με αιτήσεις και με προσωπικές παραστάσεις στους αρμόδιους, ζητούσαν ανθρωπινότερη συμπεριφορά απ' την Κυβέρνηση. Τότε, για να χαλαρώσει κάπως την ένταση, χωρίς ν' αποδυναμώσει όμως την τρομοκρατική ακτινοβολία του Γ΄Ψηφίσματος, η Κυβέρνηση αποφάσισε να εκτελούνται αμέσως, μόνον όσοι είχαν καταδικασθεί σε θάνατο παμψηφεί. Στις αποφάσεις που οι δύο από τους πέντε στρατοδίκες είχαν μειοψηφήσει, εδίδετο αναστολή εκτελέσεως μέχρι να αποφανθεί το Συμβούλιο Χαρίτων. Αργότερα η αναστολή επεκτάθηκε και στις αποφάσεις που εκδίδοντο με αναλογία τέσσερα προς ένα. Σύντομα το Επταπύργιο γέμισε από θανατοποινίτες που περίμεναν την απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων η οποία συνήθως αργούσε. Συνήθως επίσης οι αποφάσεις ήσαν θετικές, δηλαδή μετέτρεπαν την ποινή σε ισόβια.
Στις σπάνιες περιπτώσεις που ήσαν απορριπτικές, για τον κατάδικο αναβίωνε η διαδικασία που είχε ανασταλεί. Η ψυχολογία του, που είχε εν τω μεταξύ χαλαρώσει, ξανάμπαινε στο μακάβριο, σκοτεινό, ανηφορικό μονοπάτι. Για δεύτερη φορά κλείνονταν στο κελί ο μελλοθάνατος και σε τρεις μέρες τον τουφέκιζαν.
7. Μιλώντας για το Επταπύργιο στις μέρες του εμφύλιου, μοιάζει εκ πρώτης όψεως ασέβεια, νά θυμίζεις τον Ανταβάνογλου ή τον Αχμέτ ή να αφηγείσαι ασήμαντες καθημερινές λεπτομέρειες και να μη λες τίποτε για τους άλλους, τους ωραίους και υπερήφανους, που φτάναν στο απόσπασμα κι ατένιζαν το θάνατο με γαλήνια αξιοπρέπεια, όχι γιατί πιστεύαν σε Θεό που θα τους ανταμοίψει αλλά μονάχα για να τιμήσουνε την ανθρωπιά, αρνούμενοι να σκύψουνε μπροστά στη Βία.
Μοιάζει ασέβεια όμως πράγματι δεν είναι.
Αν κάποιος δεν είναι ποιητής, πώς θα βρεθούν οι σωστές λέξεις; Και χωρίς τις σωστές λέξεις, πώς να τολμήσεις να περιγράψεις καταστάσεις και έννοιες τόσο απίθανα λεπτές,, τόσο υψηλές και ωραίες χωρίς τον κίνδυνο να τις μειώσεις; Κι ύστερα, τόσοι που ήταν οι ωραίοι που τουφεκίστηκαν, για ποιόν θα μιλήσεις χωρίς να αισθανθείς ότι προσβάλεις τη μνήμη αυτουνού που παρέλειψες;
8. Γιάννης Δρουσιώτης.
Ο Δρουσιώτης είναι απ' τους ωραίους, τους κατ' εξοχήν ωραίους μάλιστα. Η περίπτωσή του ωστόσο έχει μιαν σπάνια μοναδικότητα, αυτήν ακριβώς που επιτρέπει ν' ασχοληθεί κατ' εξαίρεση κανείς μαζί του: Ο Δρουσιώτης είναι ίσως ο μόνος απ' τους ήρωες που έχει επιζήσει. Αν ζει ακόμη, θα πρέπει σήμερα να είναι λίγο πάνω απ' τα 80.
Ο Δρουσιώτης γεννήθηκε σε εύπορη οικογένεια της Κύπρου και σπούδασε Γεωπονία στο Βέλγιο. Ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της ΕΠΟΝ κι όταν αυτή διαλύθηκε (20/02/47) ο Δρουσιώτης μπήκε στην παρανομία.
¨Ατομο απόλυτα αυτοκυριαρχούμενο, σκληροτράχηλος από ιδιοσυγκρασία και ταυτόχρονα εξαιρετικά ευφυής, πήρε την εντολή να οργανώσει μιαν ολιγομελή, ένοπλη ομάδα με στόχο να αναχαιτίσει με τη χρήση βίας τις εγκληματικές αυθαιρεσίες του Παρακράτους, μ' άλλα λόγια την εντολή να τρομοκρατήσει τους τρομοκράτες. Η ομάδα ονομάσθηκε Στενή ΛαΪκή Αυτοάμυνα και απαρτίζετο από 10 ή 12 νεαρούς αγωνιστές και μία κοπέλα, που τους επέλεξε όλους ο ίδιος με μεγάλη προσοχή.
Προς μεγάλη ατυχία του Δρουσιώτη, η ομάδα "ξηλώθηκε" παραπολύ νωρίς, πριν προλάβει ν' αναπτύξει οποιανδήποτε δραστηριότητα. Όλα τα μέλη συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στην Ασφάλεια. Η κοπέλα αποπειράθηκε ν' αυτοκτονήσει, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο κι έτσι απέφυγε τις σκληρές, πρώτες ανακρίσεις. Οι λοιποί ανακρίθηκαν σκληρά, όμως δεν πρέπει να είχαν και πολλά να πουν γιατί η ομάδα ήταν συνωμοτικά δομημένη.
Ο Δρουσιώτης βασανίσθηκε απάνθρωπα.
Όταν εξαντλήθηκαν τα κλασικά βασανιστήρια χωρίς ν'αποδώσουν τίποτε, η Ασφάλεια τον υπέβαλε στην "πενικιλίνη", ένα βασανιστήριο ιδιαιτέρως περίπλοκο και τρομαχτικά οδυνηρό, που η Ασφάλεια, αν και ήταν βέβαιη για την αποτελεσματικότητά του, ωστόσο σπανίως εφάρμοζε γιατί ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο. Γύμνωναν τα χέρια και τα πόδια του κρατούμενου και τά τύλιγαν σφικτά με σύρμα. Σε λίγο, στα τυλιγμένα άκρα άρχιζε η γάγγραινα κι ο πόνος προχωρούσε συνεχώς μεγαλώνοντας. Μαζί με τους ανακριτές αξιωματικούς, πλάι στον κρατούμενο βρίσκονταν πάντα ο ειδικός γιατρός με ακουστικά, για να προλάβει ανεπιθύμητες εξελίξεις. Ταυτόχρονα ένας ασφαλίτης μοτοσυκλετιστής στην πρόσοψη του κτιρίου, κάτω απ' το γραφείο όπου γίνονταν η"ανάκριση", μάρσαρε τη μηχανή του για να καλύπτει τις κραυγές του κρατούμενου που, χωρίς το μαρσάρισμα, έφταναν μέχρι την απέναντι πλευρά του δρόμου.
Ο πόνος ήταν αβάσταχτος κι όταν ο Δρουσιώτης βόγγηξε, ο Υποδιοικητής της Ασφάλειας κάγχασε θριαμβευτικά:
--Δρουσιώτη, του είπε, άρχισες να βογγάς. Σε λίγο θα κελαηδήσεις.
Ο Δρουσιώτης τότε, σταμάτησε και να βογγάει.
¨Οταν ο γιατρός διέταξε να σταματήσουν, δυό φύλακες τον πήραν και τον πήγαν σηκωτό στο κελί του. Σε μια εβδομάδα, μόλις ανάρρωσε, λυσσασμένοι οι ανακριτές του, τον πήραν πάλι επάνω και του ξανάκαναν "πενικιλίνη". Με την ίδια πάντοτε παταγώδη αποτυχία.
Η ομάδα τελικά παραπέμφηκε στο στρατοδικείο όπου καταδικάσθηκαν όλοι σε θάνατο. Ο Δρουσιώτης δικάστηκε τετράκις σε θάνατο, παμψηφεί. Οι καταδικασμένοι οδηγήθηκαν όλοι στο Επταπύργιο και κλείστηκαν στα μπουντρούμια.
Τότε ακριβώς συνέβη κάτι αναπάντεχο.
Τον Διευθυντή των φυλακών επισκέφθηκε ξαφνικά ο Άγγλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη και, εξ ονόματος της αγγλικής Κυβερνήσεως, αξίωσε να μήν εκτελεσθεί ο Δρουσιώτης γιατί σαν Κύπριος, είχε όντως αγγλική υπηκοότητα. Καθώς τότε μόλις ξεκινούσε το κίνημα ανεξαρτησίας των Κυπρίων, καθώς επίσης ο πατέρας του Δρουσιώτη ήταν γνωστός γυμνασιάρχης με αξιόλογη επιρροή στην κυπριακή κοινωνία, οι 'Αγγλοι έδραξαν την ευκαιρία για να διαφημίσουν τα πλεονεκτήματα της αγγλικής υπηκοότητος. Η αξίωσή τους έγινε φυσικά δεκτή αφού διατηρούσαν πάντα τον τελευταίο λόγο σ' ό,τι αφορούσε την Ελλάδα.
Ο Δρουσιώτης, ήταν βέβαιο πιά, δεν επρόκειτο να εκτελεσθεί.
Τότε, ο Εισηγητής του ΄Εκτακτου Στρατοδικείου Βέτσικας, ένας επιστρατευμένος γνωστός, συμβολαιογράφος της Θεσσαλονίκης και ήδη αντισυνταγματάρχης κατ' απονομήν, δήλωσε ότι αρνείται να υπογράψει την εκτέλεση των λοιπών της ομάδας αφού δεν θα εκτελεσθεί ο Δρουσιώτης που, εκτός από αρχηγός ήταν και ο μόνος ενήλικος ανάμεσά τους.
Έτσι, δεν εκτελέσθηκε κανείς και, απ' τα κελιά, πέρασαν όλοι στους θαλάμους.
¨Ολοι, πλην του Δρουσιώτη.
΄Εξαλλη η Ασφάλεια που δεν μπόρεσε να τον σκοτώσει, αξίωσε και κράτησαν τον Δρουσιώτη σε πλήρη απομόνωση, στα μεσαιωνικά, υπόγεια μπουντρούμια του Επταπύργιου, για εκατόν πενήντα συναπτές ημέρες!
Αυτό το νέο ρεκόρ, που το κατάχτησε χωρίς να τρελλαθεί κι ούτε ν' αποπειραθεί ν' αυτοκτονήσει, μόνον αυτοί που κάναν σε κελί, μπορούνε κάπως να το αξιολογήσουν.
9. Η περίοδος μετά τις εκτελέσεις, έχει συγκεχυμένη αφετηρία και, φυσικά, δεν έχει τέλος. Η διακοπή των εχθροπραξιών στα βουνά, που, εντελώς συμβατικά, την ορίζομε σαν λήξη του εμφύλιου, δεν σήμανε την διακοπή των εκτελέσεων. Πολύ περισσότερο δεν διακόπηκαν οι δίκες και οι καταδίκες. Ωστόσο, ήταν πιά φανερό ότι κάτι είχε αλλάξει.
Στο Επταπύργιο το κλίμα άλλαξε, και άλλαξε ραγδαία και ριζικά, όταν άρχισαν να επανακάμπτουν οι κατοχικοί που είχαν φύγει.
Ανάμεσά τους, απ' την πρώτη στιγμή κι από μακριά, ξεχώριζε ένας πανύψηλος νέος γύρω στα 30, απερίγραπτα αδύνατος και με εξαιρετικά διαπεραστικό βλέμμα. Σύντομα κυκλοφόρησε στη φυλακή η ιστορία του. Ήταν φοιτητής της Ιατρικής στην Αθήνα όταν άρχισε η κατοχή. Νωρίς βγήκε στο βουνό και πολύ γρήγορα ανέβηκε στην ιεραρχία. Χάρη στη γνώση του της αγγλικής γλώσσας, χρίσθηκε μόνιμος σύνδεσμος με την αγγλική αποστολή στο βουνό.
Μετά την......"απελευθέρωση" συνελήφθη απ'τους πρώτους, καταδικάστηκε απ' τα τακτικά Δικαστήρια σε ισόβια και κατάληξε στις φυλακές της Κέρκυρας,
Την επομένη κιόλας που έφτασε στο Επταπύργιο, o πανύψηλος κατοχικός άρχισε να δραστηριοποιείται.Ξεκινώντας απ' τον θάλαμο όπου τον είχαν εντάξει, πλησίαζε συγκρατούμενους που είχε προηγουμένως με αλάνθαστη διαίσθηση επιλέξει και άρχιζε να τους μιλάει, χωριστά τον καθένα..
Μιλούσε γύρω στα 15 λεπτά της ώρας με τον καθένα. Του θύμιζε πρόσωπα και στιγμές από έντονες, συλλογικές αναμνήσεις, του εξηγούσε με διαλεγμένα λόγια ότι τίποτε δεν πρέπει να πάει χαμένο και κατέληγε κάνοντας με πάθος έκκληση για αφύπνιση, για αγωνιστική εγρήγορση και για ένα νέο ξεκίνημα.
Όταν τελείωσε με τις επαφές στους 2 θαλάμους της ακτίνας που έμενε, προχώρησε αμέσως στους κρατούμενους που επέλεγε απ' τις άλλες ακτίνες. Τους έκλεινε "ραντεβού" τις Κυριακές, στην εκκλησία, την ώρα της λειτουργίας..
Σε λιγώτερο από ένα μήνα, είχε δει και τους είχε ενθουσιάσει, όλους αυτούς που είχε επιλέξει.
Το πρόσωπό του κι η ομιλία του εκπέμπαν ειλικρίνεια και εντιμότητα κι ενέπνεαν απόλυτη εμπιστοσύνη και πίστη. Όταν μιλούσε σε μάγευε κι ήταν αδύνατον να μή σε κερδίσει. Γρήγορα όλοι το κατάλαβαν : ο νεαρός φοιτητής ήταν γεννημένος Ηγέτης.
Μέσα σε δύο μήνες το Επταπύργιο είχε πλήρως μεταμορφωθεί. Οι κρατούμενοι έπαυσαν να ζουν απομονωμένοι, οργανώθηκαν κι απόκτησαν ομαδική φωνή και θέληση. Λίγο αργότερα έγινε η πρώτη απεργία πείνας.Οι φύλακες κι ο Διευθυντής τους, ο δειλός και δουλοπρεπής Κουνενάκης, κυριολεκτικά τά έχασαν. Τότε, πάλι ένας εκπρόσωπος της Τακτικής Ελληνικής Δικαιοσύνης. ο εισαγγελέας Κωνσταντινίδης, προϊστάμενος όλων των φυλακών της Θεσσαλονίκης, διέταξε ή, ενδεχομένως, απλώς ενέκρινε τον γενικό ξυλοδαρμό των κρατουμένων.
Ο Διευθυντής κανόνισε να απουσιάζει. Ο φύλακας Κομνηνός όμως κι η παρέα του, που είχαν πάθει κατάθλιψη όταν, πριν από λίγα χρόνια, τους είχαν απαγορεύσει να χτυπούν άλλο, επί τέλους εκτονώθηκαν.
Ο Καραμανώλης, έτσι λεγόταν ο φοιτητής, μεταφέρθηκε επειγόντως σ' άλλη φυλακή, αλλά το Επταπύργιο είχε ξαναβρεί πια τον δρόμο του και τον εαυτό του.
Ο αξέχαστος εκείνος νεαρός, ήταν αναμφισβήτητα γεννημένος Ηγέτης...
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]