Οι θύρες
Κρούω και τούτη τη θύρα.
Ο σιωπηλός θυρωρός υποκλίνεται,
τραβώντας το μάνταλο πρόθυμος.
Και πίσω μου πάλιν ακούγεται
ο τελευταίος ασπασμός των θυρόφυλλων.
Κι' άλλη μια θύρα, κι' ακόμα μιαν άλλη.
Το ίδιο ανοίγονται πρόθυμα,
το ίδιο στριγγλίζει το μετάλλινο φίλημα.
Πόσες θύρες νάχω τάχα περάσει
στον απέραντο τούτο διάδρομο;
Πόσα φράγματα εγκάρσια,
στην επάλληλη διαδοχή τους,
έκλεισαν πίσω μου;
Οι γυμνοί τοίχοι παράλληλοι τρίβουν
την παγωμένη τους ράχη
στης ανοιχτής μου παλάμης το ψάξιμο.
Κρυώνω. Και χτυπώ την επόμενη θύρα.
Κρυώνω. Και χτυπώ την επόμενη.
«Τῷ κρούοντι ανοιγήσεται».
Όμως δεν αρκεί
της θύρας μονάχα το χτύπημα.
Δεν αρκεί του σιωπηλού θυρωρού
η πρόθυμη υπόκλιση.
Γ. Θ. Βαφόπουλος, "Το δάπεδο και άλλα ποιήματα" (1951)
Το ποιητικό υποκείμενο κινείται αδιάκοπα
Το ποιητικό υποκείμενο κινείται αδιάκοπα
σ΄έναν ατέρμονα διάδρομο με άπειρες πόρτες,
που ανοιγοκλείνουν στο πέρασμά του μέσω
ενός πρόθυμου αλλά σιωπηλού θυρωρού.
Πρόκειται για μια κίνηση μέσα σ΄ένα χώρο
γυμνό και παγωμένο και στη συμβολική της
διάσταση μοιάζει με την πορεία του ανθρώπου
προς το αναπόδραστο τέλος του. Ο πανταχού
παρών πορτιέρης δίνει την εντύπωση
του θανάτου ως ενδεχόμενης προοπτικής.
Ελλοχεύει σε κάθε στιγμή και η προθυμία
για την εξυπηρέτηση του εν κινήσει ποιητικού
υποκειμένου διευκολύνει μεν τη μετάβασή του
σε κάποιο άλλο χώρο, αλλά δεν του λύνει
το πρόβλημα της παγωνιάς και της απορίας
για όσα θα προκύψουν περαιτέρω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου