Ανδρέα Καρκαβίτσα
ΑΙ ΦΥΛΑΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
[περιοδικό ΕΣΤΙΑ, τχ.16, 1892, σελ.241-245]
[Συνέχεια 7]
Επήγα κ' εγύρισα όλα τα δώματα. Παντού η ίδια θλιβερά εντύπωσις. Επήγα και εις το παραθύρι των κρατουμένων εις τον Αράπη. Ήλθαν και οι τρεις εμπρός΄τρεις λεβέντες με μαύρα μαλλιά και γένεια, έως τριάντα τριανταπέντε χρονών καθένας΄ήσαν ψηλοί μελαχρινοί, Μανιάτες , φυλακισμένοι διά τα αυστηρά της πατρίδος των έθιμα. Και αν μείνουν ένα μήνα μέσα εκεί πάνε και μαύρα μαλλιά και νειάτα και λεβεντιά΄παράκαιρα θα γεράσουν, οι δύστυχοι! Αν ο Μιλτιάδης όλος είνε Λάμια, εκείνη εκεί η άκρη του είνε το φρικτό δώμα που είχε η ανθρωποφάγα Κυρά εις το σπίτι της, ψηλά εις τον οντά, γεμάτο ξουράφια και καρφιά και νιστέρια, όπου εγίνοντο λιανά κομμάτια οι άσπονδοι εχθροί της.
Δέκα βήματα μέσα δεν ημπορούν να κάμουν εις τον Αράπη. Πρώτα θ' απαντήσουν λάσπες, έπειτα νερά κ' έπειτα άνοιγμα βαθύ σκοτεινό, και κάτω λίμνη νερού που σταλάζει χειμώνα καλοκαίρι μέσ' από τα πλευρά του βράχου. Και δεν φθάνει ό,τι τους κάμνει η φύσις΄οι άνθρωποι έγειναν χειρότεροι. Μισό το ψωμί τους, λιγώτερο το νερό τους, κόψιμο το ψωμοεπίδομα, το οποίον δίνουν κάθε μήνα εις τους καταδίκους. Πού θα κοιτασθούν, πώς θα πλυθούν, πώς θα ξεμουδιάσουν; Ξέρω κ' εγώ. Ποιος φροντίζει δι' αυτά τα τέρατα; Διατί να πιασθούν;
Αλλά και πώς να μη πιασθούν, λέγω κ' εγώ. Είνε μάλιστα ν' απορή κανείς πώς καμμιά ημέρα δεν αποφασίζουν, όλοι μαζί μ' ό,τι έχει καθένας να πετσοκοπούν συνατοί τους, να πετάξουν τοιαύτη ζωή κατάμουτρα όλων των αρμοδίων του ανθρωπισμού των. Τόρα απεδείχθη φως φανερόν η μεγάλη αλήθεια. Ο άνθρωπος δεν πλάττεται κατά τη μάνα και τον πατέρα του. Ο τόπος μέσα εις τον οποίον ζη΄ο αέρας , ο ήλιος, ο ουρανός, η αρμονία , τα χρώματα , πάσα κουβέντα και κάθε κελάδημα, όλος ο ορατός και αόρατος κόσμος που είνε περίγυρα, αυτός του βάζει την ανάλογη σφραγίδα εις το πρόσωπό του. Και όχι εις το πρόσωπό του μόνον αλλά και εις το αίμα και εις τα νεύρα και εις αυτήν την ψυχή του ακόμη. Τι νεύρα λοιπόν και τι ψυχή ζητείτε καλήτερη από ανθρώπους που χρόνια ολόκληρα δεν έχουν παρά επάνω στο κεφάλι τους τες λόγχες των στρατιωτών, γείτονά τους τον Αμοιραδάκη, επιστάτη τους κλέφτη και πουθενά θεό; Όποιον μεγαλόκαρδο και αν βέλετε εκεί μέσα ο αυτός και χειρότερος θα γένη. Ο Χριστός , τρομώ και λέω, αν έμεν' ένα ξάμηνο εκεί, βέβαια θα ξέχανε το "αγαπάτε αλλήλους".
*
[συνεχίζεται...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου