Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2007

James Ellroy: "American Dog"

Συγγραφέας που δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο, είτε μέσω των θεμάτων που προσεγγίζει είτε μέσω της επεξεργασίας τους αλλά και μέσω του στιλ που χρησιμοποιεί, ο Τζέιμς Ελρόι καλλιεργεί για τον εαυτό του την ασάφεια που χαρακτηρίζει τα μυθιστορηματικά του πρόσωπα." Η μαύρη ντάλια" του θεωρείται , δίκαια ίσως, το σημαντικότερο όλων των βιβλίων που έχει γράψει, αλλά "ατύχησε" στην, κατά Μπράιαν ντε Πάλμα, πρόσφατη κινηματογραφική της εκδοχή.
Έτσι κι αλλιώς κανένα βιβλίο δεν είναι δυνατό
να αποδοθεί κινηματογραφικά.
"Το άρωμα" του Πάτρικ Ζίσκιντ , που παίζεται τώρα και στην Ελλάδα, είχε την ίδια τύχη, μολονότι ο αξιόλογος σκηνοθέτης Τίκβερ έκανε ό,τι μπορούσε.


ΤΖΕΪΜΣ ΕΛΡΟΙ
«Είμαι ένα εμμονικό φρικιό»
(συνέντευξη)


Το πρωινό της 15ης Ιανουαρίου 1947, η αστυνομία του Λος Αντζελες βρέθηκε μπροστά στο πτώμα μιας γυναίκας, άγρια σοδομισμένο και τεμαχισμένο στα δυο. Η νεκροψία υπέδειξε ότι το πτώμα ανήκε στην Ελίζαμπεθ Σορ, μια 22χρονη στάρλετ με το όνειρο καριέρας στο Χόλιγουντ.

Η συνήθειά της να ντύνεται στα μαύρα τής έδωσε το παρατσούκλι «Μαύρη Ντάλια». Η είδηση της δολοφονίας απέκτησε γοργά τις διαστάσεις μύθου.
Δέκα χρόνια μετά, το πτώμα μιας άλλης γυναίκας βρέθηκε παρατημένο σε κάποια γωνιά του Λος Αντζελες. Ηταν η στραγγαλισμένη μητέρα του δεκάχρονου τότε Τζέιμς Ελρόι.
Το αγόρι έγινε ένας από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων στον κόσμο. Η μακροχρόνια, παρ' όλα αυτά, ψύχωσή του με την υπόθεση της Σορ και τον ανεξιχνίαστο φόνο της ίδιας της μητέρας του, τον οδήγησε να γράψει στα 1985 τη «Μαύρη Ντάλια».
«Αφιέρωσα το βιβλίο στη μάνα μου. Ηταν σαφές ότι η περίπτωση της Ελίζαμπεθ Σορ ανακαλούσε τα δικά της συμβάντα», εξομολογείται ο ψηλόλιγνος και σοκαριστικής ειλικρίνειας συγγραφέας, στη διάρκεια της συνάντησής μας στο Φεστιβάλ Βενετίας, όπου η κινηματογραφική διασκευή του βιβλίου διά χειρός Μπράιαν ντε Πάλμα έκανε εκεί πρεμιέρα.
«Εκλαψα γοερά μόλις ολοκλήρωσα το βιβλίο. Αμέσως μετά αποφάσισα εντελώς ψυχρά να εκμεταλλευτώ τη δημοσιότητα που θα μου παρείχε ένα γεγονός, όπως ήταν ο βίαιος χαμός της μάνας μου, και το χρησιμοποίησα για να πουλήσω επιπλέον αντίτυπα».

-Είχατε και μια διάθεση να εξορκίσετε προσωπικούς δαίμονες;

«Καμιά! Προσέγγισα την περίπτωση της μάνας μου από καθαρά διανοητική σκοπιά. Ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο σε μια περίοδο της ζωής μου όπου αισθανόμουν περισσότερο ισορροπημένος και πιο χαρούμενος από ποτέ. Δεν βασανιζόμουν από φαντάσματα. Δεν μετάνιωνα στιγμή για το παρελθόν. Και θεωρούσα το θάνατο της μητέρας μου υπεύθυνο για το δώρο της εμμονής, της ασταμάτητης περιέργειας και της συγγραφικής καριέρας που απέκτησα».

-Είχατε καθόλου ενδοιασμούς, όταν παραχωρούσατε τα δικαιώματα της «Μαύρης Ντάλιας» προς κινηματογραφική εκμετάλλευση; Ελάχιστες ταινίες έχουν καταφέρει να μεταφέρουν στην οθόνη ένα βιβλίο όπως πρέπει.

«Δεν είχα τον παραμικρό ενδοιασμό, απλούστατα γιατί μου έδωσαν πολλά χρήματα! Αν η "Μαύρη Ντάλια" πετύχαινε, πράγμα που συνέβη, τότε καλώς. Αν προέκυπτε κακή, θα κρατούσα πολύ απλά το στόμα μου κλειστό. Θα έπαιρνα τα χρήματα και θα εξαφανιζόμουν. Είτε καλή ήταν πάντως η ταινία είτε κακή, εγώ ξέρω ότι θα πουλούσα περισσότερα βιβλία χάρη σε αυτήν».

-Σας ήταν προηγουμένως οικεία η δουλειά του Μπράιαν ντε Πάλμα;

«Ασφαλώς. Και μου άρεσε πολύ. Αλλωστε, μας ενώνει το ίδιο ακριβώς πράγμα. Ονομάζεται ιδεοληψία».

-Δεδομένου ότι μάλλον δεν σας αρέσει να δίνετε συνεντεύξεις, πόσο δυσάρεστα περνάτε αυτή τη στιγμή που μιλάμε;

«Μου αρέσει πολύ να δίνω συνεντεύξεις. Η όλη ιστορία καταντά κουραστική, ωστόσο, όταν ακούω να με ρωτούν τα ίδια και τα ίδια. Ημαρτον, πια! Είκοσι χρόνια τώρα, χρειάζεται να μιλάω συνέχεια για το φόνο της μητέρας μου και για την ιστορία της Ελίζαμπεθ Σορ. Πήρα λοιπόν κι εγώ φέτος μια απόφαση: μετά την προώθηση της ταινίας, θα κλείσω μια και καλή το κεφάλαιο Ντάλια στη ζωή μου. Στο εξής δεν θέλω να τολμήσει κανείς να με ρωτήσει το παραμικρό. Οχι άλλη δολοφονημένη μάνα, όχι άλλη Ντάλια. Την καριέρα μου ενδιαφέρει πια η πολιτική και η Ιστορία».

-Πιστεύετε ότι η πολιτική παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον ως θέμα στις μέρες μας απ' ό,τι το έγκλημα; Ή νομίζετε ότι και τα δύο συγχέονται;

«Μη συνεχίζετε, γιατί θα βγείτε χαμένος. Πρέπει να ξέρετε ότι δεν σχολιάζω ποτέ ζητήματα επικαιρότητας. Δεν θα με ακούσετε να μιλάω για τον πόλεμο στο Ιράκ, για τη διακυβέρνηση Μπους, για τη σημερινή Αμερική και τα προβλήματά της. Αγνοώ την κουλτούρα των ημερών μας, δεν παρακολουθώ τηλεόραση, δεν διαβάζω εφημερίδες. Με αποσπούν από τη δουλειά μου. Ζω συνειδητά σε ένα κενό. Μου αρέσει να βρίσκομαι καθισμένος στο σκοτάδι και στην σιγουριά που μου προσφέρει η άγνοιά μου. Μου αρέσει η απομόνωση που έχω διαλέξει για τον εαυτό μου. Επίσης, πρέπει να σας πω ότι δεν έχω υπολογιστή, ούτε γραφομηχανή. Γράφω εξακολουθητικά στο χέρι. Είμαι παλιομοδίτης».

-Ακούτε μουσική, όταν γράφετε;

«Οταν γράφω, δεν ακούω τίποτα. Οταν βρίσκομαι όμως με τις ώρες καθισμένος στο σκοτάδι και συγκεντρώνω τις σκέψεις μου, τότε ακούω μουσική. Ακούω Μπετόβεν, Μπρούκνερ, Μπραμς, Σούμπερτ, Σούμαν, Σοπέν, Λιστ, Ραχμάνινοφ...»

-Το κλισέ θα ήταν να ακούγατε τζαζ...

«Μόνο που εγώ είμαι τύπος της κλασικής. Και δεν αντέχω τα κλισέ»

-Πόσον καιρό θα χρειαστείτε, προκειμένου να ανακτήσετε την ηρεμία σας μετά την εμπειρία ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ;

«Μετά τη Βενετία θα γυρίσω σπίτι, θα πάω στην πρεμιέρα της "Μαύρης Ντάλιας", η πρώην γυναίκα μου και ο πρώην σκύλος μου θα βρίσκονται μαζί μου. Μόλις τελειώσει κι αυτό, μέχρι να κυκλοφορήσω το επόμενο βιβλίο, θα βουλώσω το γαμημένο στόμα μου».

-Τι σας ωθεί να συνεχίζετε να γράφετε με τέτοια ακατάπαυστη συχνότητα;

«Είναι απλό: έχω μερικές σπουδαίες ιστορίες να διηγηθώ. Ο καλός Κύριος με προίκισε με ένα χάρισμα και προσπαθώ να το υπηρετήσω όσο περισσότερο μπορώ».

-Στο ξεκίνημα του «Αmerican Τabloid» ισχυρίζεστε ότι η «Αμερική δεν υπήρξε ποτέ αθώα». Τι εννοείτε;

«Κάτι απλό και σαφές: ότι η Αμερική είναι μια χώρα θεμελιωμένη επάνω στην αποικιοκρατική ασυδοσία, την εδαφική λεηλάτηση, την ανθρώπινη εκμετάλλευση και το δουλεμπόριο, το θρηκευτικό εξτρεμισμό και τη γενοκτονία. Εγώ προσωπικά νιώθω τυχερός που γεννήθηκα Αμερικανός στα μισά του προηγούμενου αιώνα και όχι νωρίτερα. Γεννήθηκα στην καρδιά του Λος Αντζελες, στο αποκορύφωμα της περιόδου όπου μεσουράνησε το φιλμ νουάρ. Ηταν όλα έτοιμα για μένα...»

-Εξομολογηθήκατε πρόσφατα ότι δεν θέλετε να ξανακούσετε ποτέ το χαρακτηρισμό «νουάρ» να συγχέεται με δουλειά σας. Μου λέτε γιατί;

«Το νουάρ ως λογοτεχνικό και κινηματογραφικό είδος έχει πεθάνει. Εμφανίστηκε στο σινεμά αμέσως μετά τον Πόλεμο και καρποφόρησε μεταξύ του 1945 και των τελών του '50. Από εκεί και πέρα έχουμε ένα αναμάσημα των ίδιων βαρετών πραγμάτων. Η μοιραία γυναίκα, ο μοναχικός ντετέκτιβ και ένα σωρό μαλακίες. Το ίδιο ισχύει και στη λογοτεχνία. Γι' αυτό προσπάθησα συνειδητά να απομακρυνθώ από αυτά τα στερεότυπα. Το δικό μου νουάρ δεν είναι μια χούφτα μαλάκες που καπνίζουν και ξεστομίζουν σκληρές κουβέντες. Αυτό που σου προσφέρω εγώ είναι κοινωνικό σχόλιο επάνω στην υπαρκτή μας Ιστορία. Γι' αυτό σιχαινόμουν πάντα τους ήρωες του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Που είναι ηθικοί και ευαίσθητοι, υπηρετούν τη δικαιοσύνη, ονειρεύονται να βολευτούν με μια γυναικούλα σε ένα άνετο σπίτι, κατά τα άλλα, όμως, θα σου αλλάξουν τα φώτα στο ξύλο και πολύ θα το ευχαριστηθούν».

-Να υποθέσω, συνεπώς, ότι δεν τοποθετείτε τον Τσάντλερ ανάμεσα στις σημαντικότερες επιδράσεις σας;

«Ακριβώς. Χώρια που πιστεύω ότι υπήρξε κι ένας άκρως υπερτιμημένος συγγραφέας. Τον Ντάσιελ Χάμετ, από την άλλη, που ήταν και σαφώς ανώτερος λογοτέχνης, τον εκτιμώ πολύ. Τον Τσάντλερ, όχι! Υπάρχουν, φαντάζομαι, πολλοί συγγραφείς εκεί έξω που προσπαθούν να μιμηθούν την αρσενική αυτολύπηση των βιβλίων του και μπράβο τους, αν τα καταφέρνουν. Εγώ δεν τους ξέρω, γιατί δεν διαβάζω πια βιβλία».

-Θέλετε δηλαδή να μου πείτε ότι τον τελευταίο καιρό δεν έχετε διαβάσει τίποτα;

«Τα μόνο δυο βιβλία που διάβασα ήταν του Ντον Ντε Λίλο. Το "Libra", που με επηρέασε στο να γράψω το "Αmerican Τabloid", και ο "Υπόγειος Κόσμος", που, αν και με ενστάσεις, πρέπει να πω ότι μου άρεσε».

-Στο αυτοβιογραφικό «Μy Dark Ρlaces» πήρατε τη θαρραλέα απόφαση να εξομολογηθείτε μερικές ιδιαίτερα σκοτεινές πτυχές του εαυτού σας...

«Μου αρέσει πολύ να μιλώ για τον εαυτό μου και επίσης είμαι ευγνώμων για τη ζωή που μου έτυχε. Ηθελα όμως να τιμήσω τη μητέρα μου με αυτό το βιβλίο και να εξιλεωθώ για τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύτηκα τη μνήμη και τα γεγονότα του θανάτου της, προκειμένου να πουλήσω μερικά επιπλέον αντίτυπα της "Μαύρης Ντάλιας"».

-Εχουν τρυπώσει ποτέ σε βιβλία σας άνθρωποι του οικείου περιβάλλοντός σας; Κάποια γυναίκα, ίσως...

«Ωραία ερώτηση! Στη μέχρι τώρα ζωή μου έχω ζητήσει από ένα σωρό γυναίκες να με παντρευτούν. Οι περισσότερες έχουν αρνηθεί, δυο απάντησαν θετικά και μία με χώρισε. Ενα Σάββατο βράδυ, όμως, πολλά χρόνια πριν, ήμουν στη Νέα Υόρκη με μια συνομίληκή μου γυναίκα, την οποία επιθυμούσα από καιρό. Ονομαζόταν Κέι Λέικ, ήταν καθηγήτρια σε κολέγιο και το ύψος της απαιτούσε έναν εξίσου ψηλό άντρα να τη συντροφεύει. Οντας αισθητά ψηλός, έκρινα σωστό να της ζητήσω να με παντρευτεί. Μου είπε "Αντε γαμήσου, Ελρόι! Ούτε αν ήσουν ο τελευταίος άντρας στη γη!" και η κουβέντα έληξε εκεί. Με προκάλεσε όμως να δημιουργήσω μια εντελώς φανταστική ηρωίδα σε κάποιο από τα βιβλία μου και να της δώσω το όνομά της. Ετσι γεννήθηκε η Κέι Λέικ της "Μαύρης Ντάλιας"».

-Πόσο μακριά είναι ο σκοτεινός, απαισιόδοξος κόσμος των βιβλίων σας από την ίδια σας τη ζωή;

«Εζησα πολλές δυσάρεστες καταστάσεις στο παρελθόν, μα τώρα ευτυχώς βρίσκονται πίσω μου και τις έχω ξεχάσει. Τώρα πια ζω μια ήρεμη ζωή και έχω διανύσει μεγάλες αποστάσεις αλλαγών, ώστε να μπορώ να πω πλόν με σιγουριά ότι έχω καλυτερεύσει ως άνθρωπος. Οσο για τα βιβλία μου, αυτά είναι το τελευταίο καταφύγιο στον κόσμο για ένα εμμονικό φρικιό, όπως είμαι εγώ.".

Αναδημοσίευση από την κυπριακή εφημερίδα Χαραυγή, 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ένας συνωμοσιολόγος στο τιμόνι του Υπουργείου Υγείας των ΗΠΑ!

  Αρνητής εμβολίων και διακινητής αδιανόητων θεωριών - Ποιος είναι ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ. ieid...