Το λικέρ της λήθης
6 Νοεμβρίου 2025
Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος*, Η σιωπή της Περσεφόνης, Αθήνα, εκδόσεις Οδός Πανός, 2020]

Της Νίκης Μισαηλίδη**
Το τραύμα, η μνήμη, ο χρόνος, η απώλεια, η θλίψη, η μοναξιά αποτελούν βασικά θέματα τα οποία συμπλέκονται λογοτεχνικά στη νουβέλα του Θεοφάνη Λ. Παναγιωτόπουλου, Η σιωπή της Περσεφόνης (Αθήνα, εκδόσεις Οδός Πανός, 2020) (ISBN: 978-960-477-424-1), επιτελώντας μια εσωτερική, υπαρξιακή κατάδυση στα βάθη του ψυχικού τραύματος και της μνήμης. Ο συγγραφέας ανασυνθέτει με λογοτεχνική δεξιοτεχνία τον αρχαίο μύθο της Περσεφόνης, όχι ως απλή αναβίωση ενός μυθολογικού αρχετύπου, αλλά ως αντιστροφή του μυθικού μοτίβου: η Περσεφόνη του Παναγιωτόπουλου, η Πέρσα, δεν κατέρχεται στον Άδη, αλλά εγκλωβίζεται στον «επάνω κόσμο» της σιωπής, της μοναξιάς και της ψυχικής αποσύνθεσης. Πρόκειται για μια αντι-κατάβαση, μια σταδιακή εσωτερική βύθιση στην απουσία και την απώλεια, όπου ο Κάτω Κόσμος ενσαρκώνεται στη συνείδηση της ηρωίδας.
Η Πέρσα βιώνει από πολύ νωρίς το τραύμα του θανάτου της μητέρας της —μια απώλεια που λειτουργεί ως αρχέγονο τραύμα και καθορίζει ολόκληρη την ψυχική της πορεία: «Την ημέρα που έκλεινα τα ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ έχασα τη μητέρα μου από καρκίνο» (σ. 16). Η απώλεια αυτή διαρρηγνύει τη φυσική και συναισθηματική συνέχεια της παιδικής ηλικίας και εγκαινιάζει έναν κόσμο συναισθηματικής νέκρωσης: «Το σπίτι έγινε μουσείο. […] Η μοναξιά είχε απλώσει το κορμί της απ’ άκρη σ’ άκρη μες στο σπίτι κι εμείς απλώς γυρίζαμε τις σελίδες μιας τιμωρημένης καθημερινότητας» (σ. 17). Η γλώσσα του Παναγιωτόπουλου βαθιά ποιητική είναι εμποτισμένη με μια υπαρξιακή μελαγχολία και ψυχογραφική λεπτότητα. Η Πέρσα εκφέρει έναν μονολογικό λόγο εξομολόγησης, όπου η απώλεια της μητέρας συνιστά ταυτόχρονα απώλεια ταυτότητας, ασφάλειας και νοήματος.
Στον θεματικό πυρήνα της νουβέλας συναντάμε τη διαλεκτική σχέση μνήμης και λήθης, μια σχέση που προσδίδει υπαρξιακή και φιλοσοφική διάσταση στο έργο. Ο χρόνος λειτουργεί όχι ως γραμμική πορεία, αλλά ως κυκλικό τραύμα, που αναβιώνει μέσα από τις μνήμες. «Θα ζήσω με τις μνήμες της. Οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν τους διώχνουμε από τη σκέψη μας. Όταν λησμονούνται» (σ. 25). Η φράση αυτή αποτυπώνει τη θανατο-φιλική διάσταση της μνήμης, καθώς η Πέρσα ζει μέσα από το παρελθόν, ενώ ο χρόνος παύει να προχωρά: «Για μένα η ζωή σταμάτησε στα ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ» (σ. 22). Η απώλεια της μητέρας εγείρει υπαρξιακά ερωτήματα και κοινωνικός προβληματισμός: «Μητέρα γιατί έφυγες; Γιατί με άφησες μόνη μου σε έναν τέτοιο κόσμο… Σε μια κοινωνία που χαρίζεις ένα τριαντάφυλλο και σε κοιτάζουν καχύποπτα! Σε ανθρώπους που σκέφτονται αν θα απλώσουν το χέρι τους στην ΕΥΤΥΧΙΑ…/Σε μια εποχή που ψάχνει το αγκάθι και πατά τον ανθό» (σ. 67). Η απώλεια της μητέρας στιγματίζει, ορίζει και καθορίζει τη ζωή της Πέρσας, όπως αποτυπώνεται λογοτεχνικά όχι μόνο στον εσωτερικό αλλά και στον εξωτερικό κόσμο. «Στο σπίτι μας δεν μυρίζει φαγητό πια. Ούτε λεβάντα στις ντουλάπες. Μήτε βασιλικός στην αυλή.» (σ. 21). Ο συγγραφέας αξιοποιεί λογοτεχνικά την καταλυτική δύναμη της μνήμης και του χρόνου ως κινητήρια στοιχεία, τα οποία δίνουν νόημα και περιεχόμενο στη ζωή της ηρωίδας. «Θα ζήσω με τις μνήμες της. Οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν τους διώχνουμε από την σκέψη μας. / Όταν λησμονούνται.» (σ. 25). Και καθώς η απώλεια νοηματοδοτεί την ύπαρξη και γίνεται ανάγκη η Πέρσα δηλώνει: «Την θυμάμαι Κυριακή πρωί στο πιάνο να παίζει και να τραγουδάει. Για εμάς η Κυριακή ήταν γιορτή. Τότε!» (σ. 25), λειτουργώντας αντιστικτικά με τη σιωπή και «τη λίμνη μιας απέραντης θλίψης» (σ. 24), που βιώνει η ηρωίδα.
Ο χώρος της ιστορίας κινείται ανάμεσα στην γενέτειρα της Πέρσας, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, όπου περνά τα φοιτητικά της χρόνια. Ο συγγραφέας με έντονες λεπτομερείς εικόνες γεμάτες λυρισμό γράφει: «Ο Λευκός Πύργος, η Ροτόντα, η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, […] ο Θερμαϊκός, όλα πια γίνονται ένα χάδι στον πόνο. Μια κουταλιά ζάχαρη στην πίκρα που με έζωσε» (σ. 28), αναδεικνύοντας την επιρροή που ασκεί ο χώρος στην ψυχολογία του ατόμου, καθώς αναρωτιέται: «Πόσο ξελογιάστρα μπορεί να γίνει η ζωή για τις πονεμένες ψυχές;» (σ. 28). Έτσι, ο τόπος γίνεται προέκταση της ψυχής, όπως συμβαίνει στη φαινομενολογία του Bachelard: ο εξωτερικός χώρος αποκτά εσωτερικότητα, μεταμορφώνεται σε σκηνή του τραύματος.
Ο Άρης αποτελεί τον σύζυγο και σύντροφο της Πέρσας, έναν άνδρα που ενσαρκώνει το πρότυπο της ηρεμίας, της σταθερότητας και της διακριτικής παρουσίας. «Ο Άρης είναι εργατικός, αξιοκρατικός, μετρημένος. Και το σπουδαιότερο χάρισμά του; Είναι διακριτικός. Τα τελευταία χρόνια που βυθίζομαι συχνά στο έρεβος εκείνος αγωνίζεται με λεπτούς χειρισμούς να με τραβήξει στην επιφάνεια» (σ. 64), σημειώνει η αφηγήτρια, αναγνωρίζοντας τη στοργή και την υπομονή του συζύγου της. Ο Άρης παρουσιάζεται ως «σύντροφος ζωής» (σ. 64), ένας άνθρωπος με κατανόηση, που στηρίζει ψυχικά την Πέρσα στις περιόδους σκοταδιού: «Έχει τόση κατανόηση που ορισμένες φορές με τρελαίνει!» (σ. 64). Η σχέση τους αρχικά περιγράφεται με όρους τρυφερότητας και σταθερής αγάπης· «Ο γάμος με τον Άρη είναι πραγματική ευτυχία. Παιχνίδι στο Λούνα Παρκ. Ένα παραμύθι χωρίς δράκο» (σ. 70). Ο Άρης, ονειροπόλος αλλά και ρεαλιστής, εκπληρώνει το προσωπικό του όνειρο να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο – έναν χώρο πολιτισμού και γνώσης, που λειτουργεί ως αντιστάθμισμα στην εσωτερική σιωπή της Πέρσας: «Πάντα ονειρευόταν να ανοίξει το δικό του μαγαζί. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ. Τα κατάφερε περίφημα.» (σ. 70).
Ωστόσο, κάτω από αυτή την επιφανειακή ηρεμία, ο Παναγιωτόπουλος υφαίνει με δεξιοτεχνία το, φωτίζοντας τη φθορά των συναισθημάτων μέσα στον χρόνο. Ο γάμος, από τόπος θαλπωρής, μετατρέπεται σταδιακά σε χώρο σιωπής και εγκλεισμού, αποτυπώνοντας με οδυνηρή ακρίβεια το πέρασμα από την ερωτική ένταση στη ρουτίνα της συνύπαρξης. Η Πέρσα διερωτάται: «Πώς γίνονται ξένοι δύο άνθρωποι που ερωτεύτηκαν πολύ; Τι μυστικές αλχημείες δημιουργεί ο χρόνος σε έναν γάμο και αρκετά χρόνια μετά όλα μοιάζουν ίδια και ανούσια; Κι αυτό που λέμε αγάπη φεύγει; Κι αν ακόμη φεύγει ποιο κρυφό μονοπάτι ακολουθεί και σε τι μετατρέπεται;» (σ. 79). Οι ερωτήσεις αυτές λειτουργούν ως φιλοσοφικός και κοινωνιολογικός στοχασμός πάνω στη φθορά των σχέσεων και την αποδυνάμωση της ερωτικής εμπειρίας στη μετανεωτερική εποχή. Η μεταμόρφωση του έρωτα σε συνήθεια αναδεικνύεται με σχεδόν δραματουργική ένταση, μέσα από εικόνες που θυμίζουν υπαρξιακό θέατρο: «Οι πραγματικές φυλακές είναι οι έρημες κλίνες των παντρεμένων. Φυλακές Alcatraz. Κανένας επιζών. Εκεί ομολογούν όλοι το έγκλημα. Η ποινή είναι να κοιτάζεις τον έρωτα να φεύγει! Σκληρό βασανιστήριο. Κι οι μεγαλύτεροι εγκληματίες λυγίζουν. Τα παρατάνε. Παραδίδονται αμαχητί. Τρέφουν το όπλο στο μέτωπό τους» (σ. 93). Η εικόνα αυτή συνιστά μια συμβολική μεταφορά του εγκλεισμού που χαρακτηρίζει τον θεσμό του γάμου, όταν ο έρωτας έχει υποχωρήσει και η συνήθεια κυριαρχεί. Ο Παναγιωτόπουλος, με λόγο λυρικό και στοχαστικό, ανατέμνει το ζήτημα του γάμου όχι μόνο ως προσωπικό δράμα, αλλά και ως αντανάκλαση κοινωνικών προσδοκιών και ψυχικών εγκλεισμών. Έτσι, ο γάμος λειτουργεί ως μικρογραφία της ψυχής: ένας χώρος όπου η αγάπη, ο χρόνος και η απώλεια συγκρούονται, αφήνοντας πίσω τους τη γυμνή αλήθεια της ανθρώπινης συνύπαρξης.
Ο Παναγιωτόπουλος ενσωματώνει στο κείμενο εικαστικές αναφορές που λειτουργούν όχι απλώς ως καλλιτεχνικές παραθέσεις, αλλά ως ψυχικοί καθρέφτες της ηρωίδας, δημιουργώντας έναν διακαλλιτεχνικό διάλογο με τη ζωγραφική τέχνη. Στη σελίδα 27, η αναφορά στον πίνακα 80 δεκάρες του Μομπελί μετατρέπει την καθημερινότητα σε εικαστική σύνθεση, προβάλλοντας την απλότητα και τη μελαγχολία του ταπεινού βλέμματος. Λίγο αργότερα (σ. 29), οι Ναύτες του Γιάννη Τσαρούχη εισάγουν τον ελληνικό μοντερνισμό ως εικαστικό αντίστοιχο του ψυχικού κάματου της Πέρσας. Η αναφορά στους Wassily Kandinsky και Caravaggio (σ. 60) σηματοδοτεί τη σύγκρουση δύο αισθητικών κόσμων, της αφηρημένης πνευματικότητας και του δραματικού ρεαλισμού, αντανακλώντας τη διχασμένη εσωτερικότητα της ηρωίδας, ανάμεσα στην τάση για αρμονία και στην έλξη προς το σκοτάδι. Στην καταληκτική αναφορά (σ. 141), η αποκάλυψη ότι η Πέρσα ζωγραφίζει, καθιστά τη ζωγραφική μέσο αυτογνωσίας και θεραπείας. Η τέχνη μετατρέπεται σε χώρο επανεγγραφής του τραύματος, όπου η ηρωίδα, ζωγραφίζοντας, κατορθώνει να εξωτερικεύσει το άρρητο και να επανανοηματοδοτήσει τη σιωπή της. Έτσι, ο Παναγιωτόπουλος συγκροτεί ένα πολύ-αισθητικό αφήγημα, όπου ο λόγος και η εικόνα συνομιλούν, αποκαλύπτοντας ότι η αισθητική πράξη μπορεί να λειτουργήσει ως μορφή ψυχικής λύτρωσης και υπέρβασης του πένθους.
Η Σιωπή της Περσεφόνης είναι ένα πολυεπίπεδο έργο που συνδυάζει την ποιητική του λόγου με την ψυχαναλυτική διερεύνηση του τραύματος. Ο Παναγιωτόπουλος επαναπροσδιορίζει τον μύθο όχι ως στατικό σχήμα, αλλά ως ζώσα μεταφορά της σύγχρονης ανθρώπινης εμπειρίας, αποδεικνύοντας πως ο μύθος παραμένει ένας ανοιχτός, διαχρονικός κώδικας ερμηνείας της ψυχής. Με ύφος λιτό αλλά φορτισμένο, με γλώσσα μουσική και εικόνες βαθιά συμβολικές, ο συγγραφέας συνθέτει μια μετα-μυθολογική αφήγηση για τη σιωπή, τη μνήμη και τη λύτρωση. Η Πέρσα, ως νέα Περσεφόνη, δεν κατέρχεται απλώς στον Άδη· ζει τον Άδη εντός της, αποδεικνύοντας πως η σιωπή μπορεί να γίνει η πιο ηχηρή μορφή ύπαρξης.
Βιβλιογραφία
Bachelard, G. (2014). Η Ποιητική του χώρου, μτφρ. Ε. Βέλτσου. Αθήνα: Χατζηνικολής.
Παναγιωτόπουλος, Θ. (2020). Η σιωπή της Περσεφόνης. Αθήνα: Οδός Πανός.
_____________________________
*Παναγιωτόπουλος, Θεοφάνης Λ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου