DIARY OF A LOST GIRL
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΧΑΜΕΝΟΥ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ
του Γιάννη Φραγκούλη
filmandtheater.gr
To αριστούργημα του Georg Wilhelm Pabst* με την αξεπέραστη Louise Brooks. «Μακάρι να μπορούσα να αλλάξω τη ζωή μου. Είμαι τόσο θλιμμένη.». Σε επετειακή επανέκδοση, στις 13 Ιουνίου 2019, από τη New Star.
Η ΤΑΙΝΙΑ
Αφού μένει έγκυος από έναν φαρμακοποιό, βοηθό του πατέρα της, αλλά αρνείται να τον παντρευτεί, μία νεαρή γυναίκα διώχνεται από το σπίτι της και στέλνεται σε ένα αναμορφωτηριο θηλέων. Η Θιμιάν Χένινγκ (Louise Brooks), η αθώα, αφελής κόρη του φαρμακοποιού Ρόμπερτ Χένινγκ (Josef Rovenský), νιώθει αμηχανία όταν η οικονόμος, Ελισάβετ (Sybille Schmitz), αναχωρεί ξαφνικά. Αποδεικνύεται ότι ο πατέρας της άφησε την Ελισάβετ έγκυο. Το σώμα της Ελισάβετ μεταφέρεται στο φαρμακείο αργότερα εκείνη την ημέρα, φερόμενη ότι αυτοκτόνησε.
Ο βοηθός του πατέρα της Θιμιάν, Μάινερτ (Fritz Rasp), υπόσχεται να της εξηγήσει τα πάντα αργά εκείνη τη νύχτα, αλλά αντ’αυτού την εκμεταλλεύεται και την αφήνει επίσης έγκυο. Αν και η Θιμιάν αρνείται να ονομάσει τον πατέρα του μωρού, οι συγγενείς το μαθαίνουν από το ημερολόγιό της και αποφασίζουν ότι η καλύτερη λύση είναι να παντρευτεί το Μάινερτ. Όταν εκείνη αρνείται επειδή δεν τον αγαπάει, δίνουν το μωρό σε μια μαία και την στείλουν σ’ένα αυστηρό αναμορφωτήριο θηλέων που διοικείται από μια τυραννική γυναίκα (Valeska Gert) και τον ψηλό, φαλακρό βοηθό της (Andrews Engelmann).
Εν τω μεταξύ, ο φίλος της Θιμιάν, κόμης Οσντόρφ (André Roanne), απομακρύνεται και αποχωρίζεται από τον πλούσιο θείο του, επίσης κόμη Οσντόρφ (Arnold Korff), αφού αποδεικνύεται ότι αποτυγχάνει στα πάντα. Η Θιμιάν ικετεύει τον φίλο της να πείσει τον πατέρα της να την πάρει πίσω, αλλά εκείνος έχει παντρευτεί τη νέα του οικονόμο, τη Μέτα (Franziska Kinz), κι εκείνη δε θέλει κανένα αντίπαλο στην αγάπη του.
Επαναστατώντας ενάντια στην αυστηρή πειθαρχία του αναμορφωτηρίου και η Θιμιάν και η φίλη της Έρικα (Edith Meinhard) δραπετεύουν με τη βοήθεια του Οσντόρφ. Όταν η Θιμιάν πηγαίνει να δει το μωρό της, της ανακοινώνουν ότι το παιδί έχει πεθάνει. Μετά από μία μεγάλη περιπλάνηση στους δρόμους, επανασυνδέεται με την Έρικα, η οποίος εργάζεται σε ένα πορνείο. Αν και χωρίς εμπειρία η Thymian γίνεται και αυτή πόρνη, ακολουθώντας τη φίλη της. Και η ιστορία συνεχίζει να γίνεται ακόμα πιο τραγική, χωρίς όμως, να μπορεί να αγγίξει, ουσιαστικά, τη Θιμιάν η οποία παραμένει ένα μοναδικό και πανέμορφο πλάσμα.
ΤΟ «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ»
Η ταινία του 1929 με την Louise Brooks, «Το ημερολόγιο ενός χαμένου κοριτσιού», βασίζεται σε ένα αμφιλεγόμενο βιβλίο που δημοσιεύτηκε στη Γερμανία το 1905.
Αν και λίγα είναι γνωστά, το βιβλίο έκανε λογοτεχνική αίσθηση στις αρχές του 20ου αιώνα. Ξεσήκωσε θύελα αντιδράσεων και συζητήσεων μετά την έκδοσή του. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’20, είχε πουλήσει περισσότερα από 1.200.000 αντίτυπα -και συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των bestselling βιβλίων της εποχής του.
Ήταν -όπως πολλοί πίστευαν- το πραγματικό ημερολόγιο μιας νεαρής γυναίκας που αναγκάστηκε λόγω των περιστάσεων να ακολουθήσει το δρόμο της πορνείας; Ή ένα εντυπωσιακό και έξυπνα ψεύτικο, ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα αυτού του είδους; Αυτή η αμφισβητούμενη δουλειά -ένα έργο ασυνήθιστης ιστορικής σημασίας καθώς και λογοτεχνικής πολυπλοκότητας- ενέπνευσε μία συνέχεια, ένα παιχνίδι, μία παρωδία, μία ακολουθία από μιμητές και δύο σιωπηλές ταινίες. Η καλύτερη μεταφορά του, όμως, είναι αυτή του Georg Wilhelm Pabst με πρωταγωνίστρια τη Louise Brooks.
Οι περισσότεροι σκηνοθέτες στο Χόλυγουντ δεν αντιλαμβάνονται τις δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ των ηθοποιών. Ο Pabst όχι μόνο τις αντιλαμβανόταν, αλλά και τις χρησιμοποιούσε για να αντλήσει ενέργεια κατά το γύρισμα.
ΚΑΠΟΙΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Ο Roger Ebert για τη Louise Brooks
Με το να μην ενεργεί, με το «δεν κάνει τίποτα», η Louise Brooks έγινε μία από τις πιο σύγχρονες και αποτελεσματικές ηθοποιούς, προβάλλοντας μία παρουσία που είναι καταπληκτική. Μεταξύ εκείνων που γνωρίζουν από ταινίες, ίσως είναι αλήθεια ότι η Brooks είναι μία ηθοποιός που ακόμα, μέχρι σήμερα, εμπνέει βαθιά αγάπη. Είναι τόσο απλη, τόσο άμεση, τόσο αδύναμη. Παρακολουθώντας την τέταρτη εμφάνισή της στο «The show-off» (1926), την παρακολούθησα να «κλέβει» χωρίς κόπο την κάθε σκηνή στην οποία βρισκόταν. Οι άλλοι ήταν εκεί μπροστά από την κάμερα. Εκείνη ήταν πραγματικά μέσα στη σκηνή.
Δεν εννοώ ότι η Brooks «δεν ενεργούσε» ή ότι ήταν ξύλινη ή ρομποτική. Δεν μπορούσες να την αμφισβητήσεις όταν εξέφραζε θλίψη, ευτυχία, ενθουσιασμό, φόβο. Αλλά είχε εναν απίστευτο βαθμό εσωτερικότητας. Στη μέση μιας ευχάριστης σκηνής, οι άλλοι θα μπορούσαν να είναι απλά χαρούμενοι, αλλά η δικη της αντίδρασή θα ήταν περισσότερο εξεταστική και αναγνωριστική. Η δουλειά της ως ηθοποιού δεν ήταν να μας οδηγήσει στη σωστή αντίδραση. Ήταν να παρατηρεί η ίδια την πραγματικότητά της.
Ο Άδωνης Κύρου στο «Amour-eroticisme au cinema», 1957
«H Louise Brooks ήταν η μόνη γυναίκα που είχε την ευχέρεια να μεταμορφώνεται -όποια κι αν ήταν η ταινία… Η ζωηρή της ομορφιά, ο απόλυτα μοναδικός τρόπος ερμηνείας της (δεν ξέρω μεγαλύτερη τραγωδό στην οθόνη) την προδιέθεταν για το υψηλότερο επίπεδο. Καμία γυναίκα δεν άσκησε περισσότερη μαγεία, καμία δεν είχε την ιδιοφυία της όταν έπαιζε. Ωστόσο εξαφανίστηκε το 1931 με ένα τρόπο τελείως ανεξήγητο, στην ηλικία των 24».
Η BROOKS
Εάν υπήρχε ποτέ ένα πρόσωπο που θα μπορούσατε να πούμε -χωρίς δισταγμό- πως η κάμερα αγάπησε, είναι το θεϊκό πρόσωπο της Louise Brooks. Αφού εγκατέλειψε το Χόλιγουντ το 1928, η Brooks πήγε στη Γερμανία και συνεργάτηκε με τον σκηνοθέτη Georg Wilhelm Pabst ως Lulu στην κλασική γερμανική σιωπηλή ταινία «Pandora’s box» (1929). Η μοναδική εμφάνιση και το ύφος της Brooks καταγράφηκε έξοχα στην ταινία από τον Pabst, ενώ το «Κουτί της Πανδώρας» στιγμάτισε την προσωπικότητα της επί της οθόνης και την καθιέρωσε στην ιστορία του κινηματογράφου. Το χαρακτηριστικό της καρέ, η σεξουαλική της αυτοπεποίθηση και μοναδική της στάση, αποτυπώθηκαν σε γενιές κινηματογραφόφιλων που μετέπειτα στήριξαν ταινίες με ισχυρές, ανεξάρτητες γυναίκες, από την Άννα Καρίνα στο «Vivre sa vie» (1962), του Jean-Luc Godard, και την Melanie Griffith στο «Something wild», του Jonathan Demme, έως την Uma Thurman στο «Pulp fiction», του Quentin Tarantino (1994). Η Brooks είναι γνωστή κυρίως για το ρόλο της στο «Κουτί της Πανδώρας», αλλά αυτό που πολλοί άνθρωποι ίσως δεν γνωρίζουν είναι ότι γρήγορα συνεργάστηκε με τον Pabst σε αυτή τη συνέχεια, τη μόνη άλλη ταινία που έκαναν μαζί.
[............................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου