Γιάννης Αναστασάκης: «Οι πόλεις, οι χώρες, οι ζωές που έχουν τραύματα είναι πιο ενδιαφέρουσες»
Δεν γεννήθηκα Πρωτοχρονιά, με γράψανε λάθος. Γεννήθηκα στις 27 Σεπτεμβρίου, τη μέρα που ιδρύθηκε το ΕΑΜ. Δεν ξέρω πώς προέκυψε η Πρωτοχρονιά. Έχω στείλει και διόρθωση στο Google.
• Ο μπαμπάς μου ήταν χωροφύλακας, Κρητικός, κεντρώος, βενιζελικός. Πήγε αρχικά στην Αθήνα, μετά στη Λάρισα, όπου γνώρισε τη μητέρα μου, η οποία έχει καταγωγή από την Καππαδοκία, και από κει πήρε μετάθεση για Θεσσαλονίκη. Αγόρασαν σπίτι, αλλά, μόλις γεννήθηκα, πήρε μετάθεση για το Κιλκίς. Ξαναγυρίσαμε στη Θεσσαλονίκη όταν ήμουν πέντε χρονών και στα μισά της Γ’ Δημοτικού, επιτέλους, πήγαμε στην Κρήτη που τόσο ήθελε ο πατέρας μου. Το χωριό μας είναι κοντά στον Άγιο Νικόλαο, λέγεται Λούμα, απέναντι από τη Σπιναλόγκα.
• Στο Ηράκλειο μείναμε μέχρι και τη ΣΤ’ Δημοτικού. Τότε ο πατέρας μου παραιτήθηκε από την αστυνομία, γιατί έβλεπε όλα αυτά που γίνονταν τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και στη χούντα και δυσκολευόταν πάρα πολύ με το κλίμα που υπήρχε. Επιστρέφουμε, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη και μεγαλώνω στις δυτικές συνοικίες, στους Αμπελόκηπους, στην πλατεία Επταλόφου, σε ένα περιβάλλον με ανθρώπους που παλεύανε, μια εργατική συνοικία όπου υπήρχε αρκετός μικροαστισμός γύρω μας. Ως έφηβος περνούσα από τον σταθμό των τρένων για να μυρίζω ταξίδι. Θυμάμαι που έμπαινα, διέσχιζα όλο τον χώρο των εισιτηρίων και ξαναέβγαινα από την άλλη πόρτα για να πάρω μαζί μου τη μυρωδιά αυτών που ταξιδεύουν.
• Για τριάντα μόρια δεν μπήκα στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης! Για έναν βαθμό, δηλαδή, στα λατινικά. Πέρασα στα Γιάννενα κι ας μην τα είχα δηλώσει ως πρώτη επιλογή, γιατί ήθελα να γίνω νεοελληνιστής και το Νεοελληνικό Τμήμα στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ καλό, με Μαρωνίτη κ.λπ. Έλεγα «θα ασχοληθώ με τη λογοτεχνία» και η Θεσσαλονίκη είχε πιο καλή φιλοσοφική σχολή.
Δεν έχω κάνει καμία δουλειά, νομίζω, με ανθρώπους που δεν μ’ αρέσουν. Έχω δουλέψει, βέβαια, με ανθρώπους που μπορεί να μην ήταν φανταστικοί σε αυτό που έκαναν αλλά ήταν καλά παιδιά. Και συνήθως, όταν βλέπω ένα μέτριο έργο, συγχωρώ το αποτέλεσμα, λέω δεν πειράζει, έγινε με καλή πρόθεση και με πολλή δουλειά.
• Ωστόσο, στα Γιάννενα άλλαξε η ζωή μου. Έζησα τη φοιτητική ζωή, γνώρισα ανθρώπους, ερωτεύτηκα, έκανα φιλίες μεγάλες που υπάρχουν ακόμη, ασχολήθηκα με το θέατρο ενεργά. Αν έμενα στη Θεσσαλονίκη, μάλλον μόνο θα έβλεπα θέατρο και δεν θα χρειαζόταν να κάνουμε ομάδα. Όμως τα Γιάννενα το ’82 είχαν μόνο κάποιους κινηματογράφους. Μόλις το ’83 ξεκίνησε και το ΔΗΠΕΘΙ, δεν υπήρχε ούτε αυτό μέχρι τότε. Δεν είχαμε πώς να περάσουμε την ώρα μας και δεν ξέραμε πώς να κάνουμε θέατρο. Μας άρεσε, αλλά δεν ξέραμε.
• Η περίοδος στα Γιάννενα ήταν πολύ γόνιμη, γιατί, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, άρχισα να ψάχνομαι και με τα φιλολογικά. Επειδή ήμουν καλός στην Αρχαιολογία, έπαιρνα υψηλούς βαθμούς, με επέλεξε η Λίλα Μαραγκού δυο καλοκαίρια συνεχόμενα, στο πρώτο και δεύτερο έτος, για τις ανασκαφές στην Αμοργό. Ήταν πολύ ωραία δουλειά, λατρεία. Καταρχάς ήμασταν οι αγαπημένοι στη Χώρα της Αμοργού, τα παιδιά της ανασκαφής. «Τι θέλετε να σας μαγειρέψουμε αύριο;» μας ρωτούσε ο Πάρβας, ο εστιάτορας της Χώρας. Πηγαίναμε το πρωί στην ανασκαφή και το απόγευμα στην αποθήκη για να πλύνουμε τα ευρήματα, να τα ταξινομήσουμε, να γράψουμε το ημερολόγιο της ανασκαφής. Τα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε για μπάνιο. Το βράδυ ήμασταν όλοι μαζί, μια παρέα. Ήταν δουλειά και διακοπές μαζί, κάτι που με ενδιέφερε πολύ. Στο τρίτο έτος που διαλέγαμε κατεύθυνση το λογικό ήταν να πάω Αρχαιολογικό, ήδη όμως είχαμε αρχίσει από το δεύτερο έτος τη θεατρική ομάδα, οπότε αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να παρατήσω το θέατρο.
• Τη σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος την τελείωσα το ’89. Στο μεταξύ πήρα το πτυχίο από τα Γιάννενα και πήγα φαντάρος. Ήμουν τυχερός: έκανα στην Τρίπολη αρκετά μεγάλο διάστημα της θητείας μου και μετά στη Θεσσαλονίκη, οπότε ξαναγύρισα στη γενέτειρα.
•Νομίζω ότι ο καλός ηθοποιός ανοίγει και δείχνει στον κόσμο κομμάτια του εαυτού του. Και προσπαθεί να δει ποια κομμάτια από αυτά έχουν σχέση με τον ρόλο. Τότε είναι καλά με τον ρόλο, εννοώ ότι τότε έχουμε μια καλή ερμηνεία. Φωτο: Ανδρέας Σιμόπουλος
Στη Θεσσαλονίκη δεν έχει και πολλά πράγματα να κάνεις, ούτε και πολλές θεατρικές ομάδες, για να μπορείς να ζήσεις από το θέατρο. Παρέμεινε κατ’ όνομα συμπρωτεύουσα, ενώ έχει πολλές δυνατότητες να γίνει μια πόλη που θα συνδέσει τη χώρα με τα Βαλκάνια σε κάθε μορφή τέχνης, όχι μόνο στο θέατρο. Υπήρχε η Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, το Θεατρικό Εργαστήρι, που τότε έπνεε τα λοίσθια. Ίσως να έβρισκες δουλειά για ένα διάστημα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, αλλά δεν καταλάβαινες τι είναι το θέατρο. Έπρεπε να κατέβω στην Αθήνα για να δω πώς είναι ο κινηματογράφος, πώς είναι το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, οι θεατρικές ομάδες, τι σημαίνει συνεργασία.
• Τότε εκτιμούσα τον Παπαβασιλείου, τον Βογιατζή και τον Θανάση Παπαγεωργίου. Και ήμουν τυχερός γιατί τότε ο Παπαγεωργίου έκανε ένα σεμινάριο νεοελληνικού θεάτρου για δύο-τρία χρόνια στου Ζωγράφου και έπρεπε να διαλέξει καμιά δεκαριά ηθοποιούς. Κατέβηκα λοιπόν για την ακρόαση, με είδαν ο Θανάσης και η Λήδα και με δεχτήκανε. Είπα στον Θανάση τότε «εγώ θέλω να ζω απ’ το θέατρο, τι άλλο μπορώ να κάνω;». Μου λέει «θες να αλλάζεις το σκηνικό στην παράσταση που παίζουμε το βράδυ;» ‒ παίζανε το Άντε γεια. Του λέω «ναι». «Ωραία», μου λέει, «αυτό θα είναι συν τόσα χρήματα». Ρωτάω «κάτι άλλο;». «Θες να κόβεις και τα εισιτήρια;» Του λέω «ναι». Οπότε έκανα όλη την εκτός σκηνής δουλειά.
• Μετά έπαιξα στην παιδική σκηνή και έπειτα μπήκα σε μια σειρά από δουλειές μέσα στη Στοά, με έργα του Μποστ, π.χ. τη Μήδεια ‒ έμεινα εκεί πέντε χρόνια. Μάλιστα, τη χρονιά που ήταν να φύγω μού λέει ο Θανάσης «τι σκέφτεσαι να κάνεις;». Του απαντάω «σκέφτομαι να κάνω μια ομάδα και να τη σκηνοθετήσω». Μου προτείνει «γιατί δεν έρχεσαι τότε να κάνεις σκηνοθεσία;». Για μένα αυτό ήταν μεγάλη έκπληξη γιατί ο Θανάσης Παπαγεωργίου δεν το έκανε αυτό εύκολα. Έτσι, ανέβασα τα δύο μονόπρακτα του Φραντς Ξάβερ Κρετς με γενικό τίτλο Όλα θα πάνε καλά, το Άνω Αυστρία και το Κατ’ οίκον εργασία. Και την άλλη χρονιά έκανα μια θεατρική ομάδα μαζί με φίλους, τη Στιγμή.
[......................................]
Γιάννης Αναστασάκης: «Οι πόλεις, οι χώρες, οι ζωές που έχουν τραύματα είναι πιο ενδιαφέρουσες...
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ατάκες και τραγούδια (του μιούζικαλ Σπιρτόκουτο) που προσεχώς θα τραγουδά όλη η Αθήνα
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ "ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ"
Μια μέρα, εν μέσω καύσωνα, στο σπίτι ενός μικρομεσαίου 50άρη οικογενειάρχη, όλοι ξεσπούν ο ένας στον άλλο με απίστευτη λεκτική βία για πάθη, ζήλιες και επαγγελματικές διαφωνίες. Μέχρι που μια απρόοπτη εξομολόγηση τινάζει τα πάντα στον αέρα.
Το «Σπιρτόκουτο» (Βραβείο της Πανελληνίας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, 2003) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Οικονομίδη (σκηνοθεσία-σενάριο). Το σενάριο διαμορφώθηκε στις πρόβες - που κράτησαν πάνω από επτά μήνες- με την καθοριστική συμβολή στη συγγραφή του των ίδιων των ηθοποιών: Ερρίκος Λίτσης, Ελένη Κοκκίδου, Κώστας Ξυκομηνός, Γιάννης Βουλγαράκης, Ιωάννα Ιβανούδη, Σταύρος Γιαγκούλης, Αγγελική Παπούλια και Σεραφίτα Γρηγοριάδου.
• Η ταινία βγήκε πριν 20 χρόνια στους κινηματογράφους και μίλησε για όλα τα κακώς κείμενα της ελληνικής οικογένειας με τρόπο που δεν είχε μιλήσει κανείς Έλληνας κινηματογραφιστής μέχρι τότε. Από τότε μέχρι σήμερα πολλές ατάκες έγιναν συνθήματα στους τοίχους, ποπ αναφορές, τσιτάτα. Ο Οικονομίδης προοικονόμησε τότε μια συνθήκη για την ελληνική οικογένεια, δεν είναι σπάνια πια η χρήση της φράσης «Σπιρτόκουτο γίναμε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου