Κυριακή, Φεβρουαρίου 28, 2021

Για το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου «Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων. Ανιχνεύοντας το 1821 μέσα από τις λέξεις του»

https://www.epohi.gr/Uploads/articles/big/210117183819339.jpg

Το ’21 μέσα από τη γλώσσα του

Κώστας Αθανασίου

Νίκος Σαραντάκος «Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων. Ανιχνεύοντας το 1821 μέσα από τις λέξεις του», Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2020

Τι εννοούσαν και τι καταλάβαιναν άραγε οι Έλληνες το 1821 όταν έλεγαν ή άκουγαν τη λέξη «βυζαντινός»; Η απάντηση δεν είναι μάλλον η αναμενόμενη: «ο τουρκικός, ο οθωμανικός· ιδίως ο στόλος», μας λέει ο Νίκος Σαραντάκος, για να συνεχίσει: «Όσο κι αν αυτό μας ξενίζει σήμερα, στα κείμενα των αγωνιστών του Εικοσιένα ο όρος “βυζαντινός” χρησιμοποιείται κατά κόρον για να χαρακτηρίσει τον τουρκικό στόλο. Όχι επειδή οι εξεγερμένοι έβλεπαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία τη συνέχιση της Βυζαντινής, αλλά επειδή ερχόταν από την Κωνσταντινούπολη, το αρχαίο Βυζάντιο». Κλείνει δε το λήμμα ως εξής: «Σημειώνω ότι οι ίδιοι οι Βυζαντινοί δεν ήξεραν τον όρο “βυζαντινός” και αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι. Τον όρο έπλασε το 1557 ο Γερμανός ιστορικός Hieronymus Wolf στο έργο του Corpus Historiæ Byzantinæ».

Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, ο Σαραντάκος αποφάσισε να σκαλίσει τη «γλώσσα του Εικοσιένα», οργανώνοντας ένα «μικρό λεξικό, ένα λημματολόγιο του Εικοσιένα ώστε να ανιχνεύσουμε το Εικοσιένα μέσα από τις λέξεις του». Για να το κάνει αυτό, επιστρέφει στις πηγές: δημοτικά τραγούδια, απομνημονεύματα, αρχεία, εφημερίδες της εποχής κ.ά. Παρόλο που, όπως λέει και ο συγγραφέας, πολλά από τα κείμενα-πηγές είναι γραμμένα από «γραμματικούς» (καθώς πολλοί αγωνιστές γνώριζαν λίγα ή και καθόλου γράμματα) και «δεν αποτελούν δείγματα γνήσιου και πηγαίου λαϊκού λόγου», ωστόσο «οι λαϊκές λέξεις αποδεικνύονται επίμονες και αξιοθαύμαστα ανθεκτικές και καταφέρνουν να τρυπώνουν στα λόγια κείμενα, ακόμα και στα θεσμικά».

Από τα 300 λήμματα που υπάρχουν στο βιβλίο, περίπου το 30% μπορεί να βρεθεί στα σημερινά λεξικά, ενώ πολλές από αυτές τις λέξεις χρησιμοποιούνται και σήμερα, όμως «όχι πάντοτε με την ίδια σημασία»: πολλές φορές η σημασία τους αλλάζει, συχνά παίρνοντας ένα πιο αρνητικό πρόσημο, ενώ πολλές φορές αποκτούν και μια μεταφορική σημασία. Ο συγγραφέας, μέσα στις 150-200 λέξεις κάθε λήμματος, παρουσιάζει τις διαφορετικές σημασίες, την ιστορία της λέξης, την  ετυμολογία της, ενώ πολλές φορές υπάρχουν και αποσπάσματα από κείμενα της εποχής στα οποία η λέξη εμφανίζεται.

Διαβάζοντας και αυτό το βιβλίο του Σαραντάκου, ανακαλύπτει κανείς πολλές άγνωστες ή συγκαλυμμένες πτυχές της γλώσσας που μιλάμε. Καθώς οι περισσότερες από τις λέξεις που λημματογραφούνται έχουν τουρκική (ή περσική ή αραβική) ετυμολογία, ο συγγραφέας απαντάει εκ των προτέρων στους εθνικώς/γλωσσικώς ανησυχούντες, όπως άλλωστε έχει κάνει πολλές φορές και αλλού («Οι κεφτέδες είναι ελληνικοί;» αναρωτιόταν π.χ. στο προηγούμενο βιβλίο του, Μύθοι και πλάνες για την ελληνική γλώσσα, σχολιάζοντας τη «δημιουργική εθνωφελή “ετυμολογία”» και όλη τη γνωστή τάση για «ελληνοπρεπή ετυμολόγηση» όπου όλα, τελικά, είναι ελληνικά): «όσοι ανησυχούν ή ενοχλούνται για τη μεγάλη αναλογία τουρκικών δανείων», λέει ο συγγραφέας, «ας βεβαιωθούν ότι ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και οι άλλοι αγωνιστές μπορεί να χρησιμοποιούσαν τουρκικούς όρους στην ομιλία τους αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να ελευθερώσουν την Ελλάδα και –πολλοί από αυτούς– να πεθάνουν για την υπόθεση αυτή».

Το βιβλίο λοιπόν δεν απευθύνεται μόνο σε αυτούς που ασχολούνται ειδικά με τη γλώσσα. Το θέμα άλλωστε δεν είναι μόνο τι σήμαιναν τότε η «νίλα» ή η «πρέζα» ή το «τρατάρω». Αν ο «ζορμπάς» είχε αρνητικό ή θετικό πρόσημο. Ποια λέξη εκείνης της εποχής διασώζει ο Γκάτσος στους στίχους του και ποιες λέξεις έμειναν ζωντανές χάρη στις ιστορίες του Καραγκιόζη ή του Ναστραντίν Χότζα. Είναι κάτι παραπάνω, κάτι που με αφετηρία στοιχεία της γλώσσας οδηγεί σε γενικότερο αναστοχασμό, και αυτό το βιβλίο, που έτσι κι αλλιώς διαβάζεται πολύ ευχάριστα, το προσφέρει

 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Για το βιβλίο γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας:

 Ως τώρα παρέθεσα ένα μεγάλο μέρος από τον πρόλογο του βιβλίου, αλλά πρέπει να δώσω και δείγμα από το ψαχνό. Διαλέγω δύο λήμματα, ένα που δεν υπάρχει στα σημερινά λεξικά κι ένα που υπάρχει κι έχει αλλάξει σημασία.

Με το βιβλίο αυτό ενέδωσα κι εγώ στην εκδοτική πλημμύρα σχετικά με την επέτειο των 200 χρόνων από την επανάσταση του 2021. Στην αρχή είχα σκεφτεί να το αφήσω για την επόμενη στρογγυλή επέτειο, των 250 χρόνων το 2071, αλλά ύστερα σκέφτηκα να βγάλω τώρα μια πρώτη έκδοση και το 2071 βγάζω μια επαυξημένη.

Θα κυκλοφορήσουν πολλά βιβλία για τα 200 χρόνια της επανάστασης του 21 και δίκαια, αφού είναι το ιδρυτικό γεγονός του νεοελληνικού κράτους οπότε αξίζει να το μελετάμε.

Ο δικός μου σκοπός ήταν να καταρτίσω ένα μικρό λεξικό, ένα λημματολόγιο του Εικοσιένα ώστε να ανιχνεύσουμε το Εικοσιένα μέσα από τις λέξεις του. Οι πηγές που χρησιμοποίησα, είτε με συστηματική αποδελτίωση είτε με κορφολόγημα, ανήκουν στις εξής κατηγορίες κειμένων:

Δημοτικό τραγούδι

Απομνημονεύματα και ημερολόγια (Μακρυγιάννης, Κολοκοτρώνης, Κασομούλης, Φωτάκος, Καρώρης, Κριεζής, Σαχτούρης κτλ.)
Αλληλογραφία επίσημη και ιδιωτική (Αρχείο Μαυροκορδάτου, Φρουράς Μεσολογγίου, Γκούρα, κτλ.)
Συλλογές εγγράφων και ντοκουμέντων (Φυσεντζίδης, Ελληνικά Υπομνήματα, Σπετσιώτικα κτλ.) όπου και πολλές επιστολές.
Τα Αρχεία της Παλιγγενεσίας, που περιλαμβάνουν κυρίως επίσημα κείμενα αλλά και όχι λίγα δείγματα λαϊκού λόγου σε αναφορές πολιτών.
Εφημερίδες της εποχής (Ελληνικά Χρονικά, Φίλος του Νόμου, Γενική Εφημερίς κτλ.)
Μεταγενέστερη ιστοριογραφία (Βακαλόπουλος, Κόκκινος, Κορδάτος, Παπαγιώργης κτλ.)
Μεταγενέστερη λογοτεχνία.
Το τεράστιο αυτό υλικό θα μπορούσε (και ελπίζω κάποτε να μπορέσει) να δώσει μια εκτενή και μάλλον πολύτομη επισκόπηση του γλωσσικού τοπίου του Εικοσιένα· αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι έργο ενός ατόμου. Η δική μου προσπάθεια δεν φτάνει τόσο ψηλά. Εγώ φιλοδόξησα, με την αποδελτίωση και το κορφολόγημα των πηγών, να καταρτίσω και να παρουσιάσω ένα περιορισμένο αλλά αντιπροσωπευτικό λημματολόγιο του 1821.

Όπως είπα πιο πάνω, και όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει διαβάζοντας το βιβλίο, τα περισσότερα κείμενα-πηγές δεν αποτελούν δείγματα γνήσιου και πηγαίου λαϊκού λόγου. Πολλοί αγωνιστές ήταν αγράμματοι ή ολιγογράμματοι και για τις ανάγκες της γραπτής επικοινωνίας τους χρησιμοποιούσαν γραμματικούς· ο Κολοκοτρώνης το 1827 είχε «έξ γραμματικούς και έγραφαν ημέρα νύκτα και δεν επρόφθαναν». Το ίδιο ισχύει και με τις αναφορές των πολιτών προς τη Διοίκηση. Πάντως, σε πολλές επιστολές και αναφορές οπλαρχηγών ή απλών πολιτών ο λόγος είναι αμεσότερος, λαϊκότερος, λιγότερο ευπρεπισμένος. Αυτά τα κείμενα αξίζουν περαιτέρω μελέτη.

Ως προς τα απομνημονεύματα, ο Μακρυγιάννης έμαθε να γράφει για να γράψει ο ίδιος τα Απομνημονεύματά του ενώ ο Κολοκοτρώνης χρησιμοποίησε τον Τερτσέτη, που σίγουρα χτένισε τη γλώσσα της «Διήγησης», ευπρεπίζοντάς την ελαφρώς (στο παραπάνω απόσπασμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Γέρος θα είπε «μέρα νύχτα» και όχι «ημέρα νύκτα»).

Απομνημονεύματα και ημερολόγια έγραψαν και πολλοί που είχαν καλή μόρφωση για τα δεδομένα της εποχής. Κάποιοι επέλεξαν τη βαριά καθαρεύουσα όπως ο Περραιβός. Άλλοι γράφουν σε απλούστερη γλώσσα, όπως ο Ν. Καρώρης ή ο Ν. Κασομούλης, αλλά και πάλι στο κείμενό τους φαίνεται καθαρά η προσπάθεια να ευπρεπίσουν τον λόγο τους αποφεύγοντας (ο Κασομούλης κάποιες φορές σε υπερβολικό, σχεδόν κωμικό βαθμό) τις λαϊκές λέξεις.

Όμως, αντίβαρο στον ευπρεπισμό έρχεται η ανάγκη κατανόησης από τον αναγνώστη κι έτσι πολλές φορές στα κείμενα της εποχής ο απομνηνευματογράφος αναγκάζεται να επεξηγήσει τη λόγια λέξη που χρησιμοποιεί δίνοντας σε παρένθεση τη λαϊκή που είναι γνωστή σε όλους ή ακριβέστερη· έτσι ο Μίχος γράφει για τις σχεδίες στο Μεσολόγγι και εξηγεί σε παρένθεση «(σάλια)», ο Καρώρης σημειώνει ότι έφτιαχναν οχυρώματα αλλά σε παρένθεση διευκρινίζει «(ταμπούρια)» ή ο Κασομούλης αναφέρει για υπαξιωματικούς και επεξηγεί «μαγκατζήδες».

Ωστόσο, η καθαρεύουσα ή η λόγια γλώσσα της εποχής, στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις πολύ απέχει από την βαριά, αρχαΐζουσα γλώσσα που επικράτησε ασφυκτικά στο νεοελληνικό κράτος, στην εκπαίδευση και στον δημόσιο λόγο, επί πολλές δεκαετίες μετά την ίδρυσή του. Αυτό φαίνεται καταρχάς στη δομή του λόγου, που ενώ έχει λόγιο ή μιξολόγιο τυπικό ακολουθεί στη δομή του την αναλυτική τάση της νέας ελληνικής, χωρίς κανένα από τα στολίδια (ή κουσούρια) της αρχαΐζουσας. Ο χαρακτηρισμός του Σπ. Ασδραχά (Μακρ. 3.169) για το ημερολόγιο του Κριεζή, που το βρίσκει «επιφανειακά καθαρολόγο» (η έμφαση στην πρώτη λέξη) ισχύει για πολλά έργα της εποχής.

Και πέρα από τη δομή του λόγου, στα κείμενα του Εικοσιένα το λεξιλόγιο δεν έχει την καταθλιπτική ομοιογένεια των κειμένων μετά τη συγκρότηση του κράτους. Οι λαϊκές λέξεις αποδεικνύονται επίμονες και αξιοθαύμαστα ανθεκτικές και καταφέρνουν να τρυπώνουν στα λόγια κείμενα, ακόμα και στα θεσμικά. Ο Υπουργός Οικονομίας βγάζει αποφάσεις για τα ενοίκια των εθνικών κτημάτων, και για να γίνει κατανοητός προσθέτει σε παρένθεση: «ιλτιζάμια». Ο γραμματικός του Κολοκοτρώνη συντάσσει την επιστολή προς Κουντουριώτη (ουσιαστικά πρόκειται για δήλωση υποταγής) σε περίτεχνη καθαρεύουσα αλλά δεν αποφεύγει το ζαϊφλίκι: «ήλθον ενταύθα, όπου εξ ατυχίας μου δεν Σας εύρον, διό και ελυπήθην καιρίως, ακούσας μάλιστα ότι ανεχωρήσατε διά ζαϊφλίκι». Ο λογιότατος Ήβος Ρήγας φροντίζει «διά την εξοικονόμησιν μουνιτζιόνης» και όχι πυρομαχικών ή πολεμοφοδίων.

Για να είμαστε δίκαιοι, σε αρκετές περιπτώσεις αυτή η προτίμηση σε λαϊκές λέξεις ή/και τουρκικά δάνεια εξηγείται όχι μόνο από την ανάγκη κατανόησης από τον αναγνώστη αλλά και από την απουσία επεξεργασμένης και εδραιωμένης θεσμικής ορολογίας. Όταν στήθηκαν οι θεσμοί, ήδη από τα χρόνια της Επανάστασης και πολύ περισσότερο στη συνέχεια, με επιτυχία ο υπουργός αντικατάστησε τον μινίστρο και ο οφικιάλος έδωσε βελούδινα τη θέση της στον αξιωματικό, όπως και ο σπετσέρης στον φαρμακοποιό ή η ντογάνα και το κουμέρκι στο τελωνείο. Βέβαια, στην ορολογία της καθημερινής ζωής, εκεί όπου η ιδιοκτησία του όρου δεν ανήκει στο κράτος αλλά στον πολύ λαό οι αντίστοιχες προσπάθειες στάθηκαν άκαρπες, κάποτε και κωμικές, αλλά αυτό ξεφεύγει από τα όρια του βιβλίου μας. Πάντως, στα περισσότερα κείμενα της εποχής του Εικοσιένα απουσιάζει η τάση προς καθαρισμό, που έφτασε σε παροξυσμό στα χρόνια της καθαρευουσιάνικης κυριαρχίας και παρήγαγε και ένα σωρό κωμικούς «ελληνοπρεπείς» όρους.

Γράφοντας σε απλή καθαρεύουσα ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ίσως ο πιο μορφωμένος και πολύγλωσσος Έλληνας του Εικοσιένα, δεν αποφεύγει τις λαϊκές και δάνειες λέξεις: «Με κακοφαίνεται πολύ που το ζαϊφλίκι σου σ’ εμποδίζει από το ν’ ανταμωθώμεν», γράφει στον Καραϊσκάκη, ενώ αλλού ζητάει υποζύγια «διά την μετακόμισιν του ιστιρά» ή ειδοποιεί ότι έφτασε ένας οπλαρχηγός «με έναν καλόν ταϊφά από 40 άνδρας». Ζαϊφλίκι και όχι αρρώστια, του ιστιρά και όχι των προμηθειών, με έναν ταϊφά και όχι με ένα σώμα. Απουσιάζει ή έστω είναι υπό έλεγχο η τάση καθαρισμού.

Όπως είπα, το λημματολόγιο του βιβλίου αριθμεί 300 λήμματα· ο αριθμός είναι εσκεμμένα στρογγυλός, βέβαια, αλλά νομίζω ότι το δείγμα μου είναι αντιπροσωπευτικό του λεξιλογίου των κειμένων, χωρίς να λείπουν βασικοί όροι ή να έχουν προστεθεί σπάνιοι.

Πολλά από τα 300 λήμματα ανακαλούν αμέσως στη μνήμη είτε τον ξεσηκωμό του Εικοσιένα είτε την Τουρκοκρατία: τέτοιοι είναι λογουχάρη οι όροι που αφορούν οθωμανικούς θεσμούς (εγιαλέτι, βιλαέτι, σαντζάκι, καζάς, μεχκεμές, ιλτιζάμι) ή νομίσματα (ρουμπιές, μαχμουτιές) ή αξιώματα (αγάς, πασάς, μπέης, σούμπασης, μπίμπασης, κοτζάμπασης, αρματολός) ή όπλα (καριοφίλι, γιαταγάνι, πάλα) κτλ. Με χοντρικούς υπολογισμούς, οι όροι αυτοί είναι περίπου οι μισοί του λημματολογίου. Οι άλλοι μισοί είναι όροι που απαντούν σε κείμενα της εποχής αλλά δεν συνδέονται ειδικά με το Εικοσιένα.

Για να καταρτίσω το λημματολόγιο, σκέφτηκα τον αναγνώστη που διαβάζει κείμενα του Εικοσιένα, σκοντάφτει σε μια λέξη που του είναι άγνωστη (π.χ. τζεπχανές, μπίμπασης) αλλά δεν τη βρίσκει στα σημερινά λεξικά. Μια αποδελτίωση του Μακρυγιάννη, της Διήγησης, του Κασομούλη και άλλων βασικών κειμένων έδωσε ένα πρώτο λημματολόγιο. Και ενώ η αρχική μου σκέψη ήταν να περιοριστώ στις λέξεις που απουσιάζουν από τα σημερινά λεξικά, μια αρχή που είχα εφαρμόσει στο βιβλίο μου Λέξεις που χάνονται, τελικά έκρινα ότι το εγχείρημα θα ήταν κουτσό αν έλειπαν λέξεις του βασικού λεξιλογίου του Εικοσιένα που εξακολουθούν να βρίσκονται στα σημερινά λεξικά (π.χ. αγάς, πασάς, γρόσια, γιαταγάνι, ταμπούρι). Κι έτσι, συμπλήρωσα το λημματολόγιο και με τέτοιες λέξεις.

Από τα 300 λήμματα περίπου το 1/3 βρίσκονται στα σημερινά λεξικά· για την ακρίβεια, τα 97 λημματογραφούνται στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Πολλές από αυτές τις λέξεις που διατηρούνται στα σημερινά λεξικά αναφέρονται σε θεσμούς, πρόσωπα και πράγματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως το βιλαέτι ή τα γρόσια, οπότε σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως για αναφορά στον καιρό εκείνο· άλλες πάλι χρησιμοποιούνται, συχνά με μεταφορική ή μετατοπισμένη σημασία, και για σημερινές καταστάσεις, όπως το μετερίζι.

Οπότε στο λημματολόγιο συμπεριέλαβα: αφενός, λέξεις που ανήκουν στο βασικό λεξιλόγιο του Εικοσιένα, είτε υπάρχουν στα σημερινά λεξικά είτε όχι· αφετέρου, λέξεις που συναντά συχνά ο αναγνώστης στα κείμενα των αγωνιστών και της εποχής αλλά δεν ανήκουν στο ειδικό λεξιλόγιο του Εικοσιένα (π.χ. βενέτικο, γεμιτζής, γκιουλές, πλίκος, ρίζιμο, σκαμπαβία), εφόσον όμως δεν μπορούν να βρεθούν στα σημερινά λεξικά. Για να φέρω ένα παράδειγμα με λέξεις από τον Μακρυγιάννη, το μπαϊράκι και το ρεχέμι είναι λέξεις του βασικού ειδικού λεξιλογίου του Εικοσιένα, η πρώτη από τις οποίες διατηρείται και στα σημερινά λεξικά, ενώ η δεύτερη όχι. Η χάψη [φυλακή] ή το ρήμα γκιζεράω [περιφέρομαι] δεν είναι λέξεις του ειδικού λεξιλογίου, αλλά δεν υπάρχουν στα σημερινά λεξικά κι έτσι τις συμπεριέλαβα κι αυτές στο λημματολόγιό μου, όπως και κάποιες λέξεις που υπάρχουν αλλά η σημασία τους έχει μετατοπιστεί (λουφές, κονάκι κτλ.). Αντίθετα, απέρριψα τον όρο «κιοτής», παρόλο που τον χρησιμοποιούν αρκετά ο Μακρυγιάννης και άλλα κείμενα της εποχής, διότι δεν έχει αλλάξει σημασία, σημαίνει πάντοτε τον δειλό, και συμπεριλαμβάνεται στα σημερινά λεξικά, όπου μπορεί να ανατρέξει όποιος δεν είναι βέβαιος για τη σημασία του.

[...................................]

τζεπχανές

Τζεπχανές και τζεμπχανές και τζεμπιχανές και άλλες παραλλαγές είναι καταρχάς η πυριτιδαποθήκη, αλλά συνήθως τα πυρομαχικά, τα πολεμοφόδια. Από τουρκ. cephane.

Τις περισσότερες φορές η λέξη χρησιμοποιείται με τη σημασία των πυρομαχικών, των πολεμοφοδίων, και αυτονόητα είναι πολύ συχνή στα κείμενα του Εικοσιένα. «Κι ο περίφημος γενναίος Διάκος, αφού τελείωσε τον τζεμπιχανέ, καταπληγωμένον και μισοσκοτωμένον τον έλαβαν ζωντανόν οι Τούρκοι και τον παλούκωσαν» (Μακρ. 1.87). Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγιού θεωρούσαν αδιανόητο να παραδώσουν «ένα Κάστρον με τζεμπιχανέδες, με ζαϊρέν, με νερό» (Μίχος 51).

Συχνές στην αλληλογραφία οι εκκλήσεις. «Προφθάσετέ μας τροφές και τζεπεχανέδες» γράφει ο Γενναίος στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη (Ελλ.Υπομν. 137), «Το ογληγορότερον να με προβλέψετε με τρία φορτώματα τζιμπχανέ και τριακόσια στουρνάρια» παρακαλεί ο Δημοτσέλιος (Φρ.Μεσ. 52), ενώ ο Μαυροκορδάτος παραδέχεται: «ο χιλίαρχος Μπουκουβάλας ζητεί τζεπχανέ και έχει δίκαιον … αλλ’ εγώ δεν ηξεύρω πόθεν να οικονομήσω αυτάς τας χρείας με την τρέχουσαν αταξίαν» (Φυσ. 176).

Και μια φορά που η λέξη χρησιμοποιείται με την αρχική της σημασία, της πυριτιδαποθήκης, σε έκθεση των οπλαρχηγών του Μεσολογγιού μετά την Έξοδο: «Οι λαβωμένοι και άρρωστοι οπού είχομεν μέσα, άλλοι μεν εμβήκαν εις τον τζεπχανέν και βάνοντες φωτιάν εκάηκαν με πολλούς εχθρούς…» (Φρ.Μεσ. 353).

μετερίζι

Προφυλαγμένη θέση μάχης, ιδίως ατομική. Από το τουρκ. meteris, περσικής αρχής. Η διαφορά με το ταμπούρι είναι ότι το μετερίζι συχνά είναι φυσικό οχύρωμα, π.χ. ένας βράχος, και ότι αφορά ένα ή έστω λίγα άτομα -σε αντιδιαστολή με τα ταμπούρια που επανδρώνονταν ακόμα και από εκατό πολεμιστές.

Στο δημοτικό «Του Διάκου», ο ήρωας καλεί να πάνε στην Αλαμάνα, «που ’ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια» (Πολίτης 11*), ενώ σε άλλο δημοτικό για την άλωση της Τριπολιτσάς, «Κολοκοτρώνης φώναξεν από το μετερίζι: Προσκύνησε Κιαμίλ-μπεη στους Κολοκοτρωναίους» (Φ. 1.231)· η φράση «φώναξε από το μετερίζι» είναι κοινός τόπος στα δημοτικά.

Στα αρχεία βρίσκω αναφορά του αγωνιστή Αναγνώστη Μπάρτζη: «Κατά δυστυχίαν, καθήμενος εις το μετερίζι με τους συντρόφους μου, με εκτύπησε μια μπάλα από τα εχθρικά πλοία και μου έκοψε το χέρι» (Παλιγγ. 11.118).

Η λέξη είναι ολοζώντανη στη σημερινή γλώσσα, όπου έχει προσλάβει τη σημασία της θέσης από την οποία κάποιος αγωνίζεται για μια υπόθεση. Πολύ συνηθισμένες σε νεκρολογίες και άλλους απολογισμούς είναι διατυπώσεις όπως: «ως δημοσιογράφος (ή συγγραφέας, ή συνδικαλιστής κτλ.) συνέχισε να αγωνίζεται για τη δημοκρατία από το δικό του μετερίζι». Η φράση «από το δικό μου μετερίζι» έχει πλέον γίνει κλισέ.

Το βιβλίο αυτό γράφτηκε μέσα σε πρωτόγνωρες συνθήκες, καθώς η περίοδος συγγραφής του συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με την πανδημία του κορονοϊού και τα συνακόλουθα μέτρα περιορισμού που αναστάτωσαν εκ βάθρων τη ζωή μας· το γράψιμό του ήταν ψυχολογική στήριξη για μένα. Ελπίζω να τέρψει και να ωφελήσει όσους το διαβάσουν.

Περισσότερα για το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...