Ήδη από τη δεκαετία του ’80 υιοθέτησα τους όρους «κοινωνιο-κεντρικές» πολιτικές δυνάμεις, χαρακτηρίζοντας εκείνες που μάχονται υπέρ των κοινωνικών προταγμάτων και,αντιστοίχως, «αγορο-κεντρικές» όσες ευθυγραμμίζονται με ή όσες υπηρετούν τις επιδιώξεις της ολιγαρχικής διεθνικής ελίτ, η οποία, ιδίως μετά την απομυθοποίηση του μονεταριστικού Κάμελοτ, το 2008, έσπειρε ανθρωπιστικές κρίσεις σε Λατινική Αμερική και Ευρώπη και ολοκλήρωσε τον «εκδημοκρατισμό» των πετρελαιοφόρων αποικιών τής Βορείου Αφρικής και Μέσης Ανατολής, στο όνομα μιας ασύδοτης και άλογης κερδοσκοπίας και εις βάρος της ασφάλειας της Ευρώπης.
Για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους χρησιμοποιώ τον όρο «αριστερά», καθώς είναι και λίγο δυσπρόφερτος ο νεολογισμός «κοινωνιοκεντρικές δυνάμεις».
Πάντως βέβαιον είναι πως με τον όρο «αριστερά» δεν εννοώ κάποιο συγκεκριμένο κόμμα.
Σίγουρα δεν εννοώ την σταλινική «αριστερά» που, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, πολέμησα και συνεχίζω να πολεμώ με κάθε ικμάδα τής σκέψης μου.
Εννοώ κάτι καινούργιο. Ότι δηλαδή στο μέτωπο εναντίον αυτής τής παγκόσμιας επιχειρηματικής ελίτ, σιγά σιγά, δειλά δειλά, συγκλίνουν οι πολίτες τού κόσμου,πέρα και πάνω από τις όποιες διαφορές τους.
Το 1920, ο Αμερικανός Walter Lippmann,από τους πλέον έγκριτους φιλελεύθερους διανοητές, απέδιδε το αμερικάνικο μοντέλο με τη σχέση «λαός-θεατές 90% και ελίτ – εξουσία 10%». Μετά τον Α’ ΠΠ κυρίως δε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η διεθνοποίηση τού μοντέλου των νικητών επέτεινε την αντίθεση, αυξομειώνοντας τα ποσοστά, διαμορφώνοντας μια σχέση πολύ κοντά στο «πολίτες του κόσμου-θεατές 99% και διεθνική ελίτ- εξουσία 1%».
Πάνω σε τούτη την πλανητική διάκριση – αντίθεση, θαρρώ, θα στοιχηθούν οι δυνάμεις ενός νέου Ανθρωπισμού, και πάντως πέρα και πάνω από δογματικές αγκυλώσεις περί εσωτερικών ταξικών αντιθέσεων. Ακαδημαϊκές ομάδες και σοβαρά κινήματα (χαρακτηρίζω σοβαρά όσα μπορούν να υπερβούν τις ψυχωτικές εξάψεις μιας Αριστεράς σε κλιμακτήριο) αναζητούν διέξοδο προς μια νέα κοινωνική οργάνωση που θα προτάσσει την κοινωνική συνοχή, την αειφόρο ανάπτυξη, την ελευθερία της αυτοδιάθεσης, της εργασίας, της επιχειρηματικότητας, της έκφρασης και την ενσωμάτωση των ετεροτήτων, στο πλαίσιο μιας ανοιχτής κοινωνίας και μιας ελεύθερης μα όχι ασύδοτης αγοράς.
Τα μεγέθη και ο χαρακτήρας των πλανητικών προβλημάτων υπερβαίνουν κατά πολύ τα κλειστά και ολοκληρωμένα συστήματα ιδεών και οδηγούν στην αναζήτηση μιας αποδομητικής συναίνεσης, μεταξύ όλων των δυνάμεων της Κοινωνίας–της πολιτικής, των κοινωνικών κινημάτων,του πνεύματος και της τέχνης, της εργασίας και των επιχειρήσεων. Και μάλιστα σε δια-κοινωνική βάση (βλ.Ευρωπαϊκό Νότο).
Η συστηματοποίηση συναινέσεων πλέον, δεν εισάγεται (ως ιδεολογία) από έξω σε κάποια τάξη ή σε κάποιο μέτωπο τάξεων, αλλά παράγεται από την κοινωνία ως βιωματική εμπειρία, ως κατάκτηση δηλαδή κοινωνικής επαλήθευσης.
Η αυτονομία των κινημάτων, σε ένα περιβάλλον αυτο-οργάνωσης και αυτο-διαχείρισης, αποτελεί τη μαγιά της μετα-αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Όλη εκείνη η φιλολογία της «κατασκευασμένης συναίνεσης» ως παράγοντα κοινωνικής ισορροπίας και γαλήνης που συναντούμε στους κοινωνιολόγους των αρχών του 20ου αιώνα (Bendix, Lipset, Dahrendorf) δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την αποδομητική συναίνεση η οποία διαμορφώνεται από την κοινωνική βάση των αμέτοχων θεατών ως βιωματική συναίνεση, ως εμπειρική συναίνεση και, καθώς στοχεύει στην ανατροπή της ελίτ, ως αποδομητική συναίνεση.
Η κοινωνιο-κεντρική συμμαχία είναι ένας στόχος. Όχι και τόσο μακρινός, καθώς ήδη εμπνέει και συνδέει κινήματα και διανοητές σε δεκάδες χώρες.
Εδώ, χάριν οικονομίας ας παίξουμε για λίγο με τον όρο «αριστερά», πάντοτε υπονοώντας τις κοινωνιο-κεντρικές πολιτικές δυνάμεις. Να εξετάσουμε, όσο συνοπτικά επιτρέπει ο φιλόξενος χώρος δημοσίευσης, την εντός και εκτός εισαγωγικών Αριστερά σε τέσσερα πεδία:-
Πολιτισμός,
Παιδεία,
Συντεχνιασμός,
Οικονομία
Αρχίζω με τον Πολιτισμό. Τι κάνει η αριστερά απέναντι σ’ένα ολοκληρωτικό και απολύτως χειραγωγούμενο πολιτισμικό μοντέλο, το γνωστό αγοραίο«πολιτισμικό» μόρφωμα, όπου, τα πάντα, η παραγωγή πολιτισμικών αγαθών, η αισθητική των χρηστικών αγαθών, η ψυχαγωγία, η μουσική, τα εικαστικά πρότυπα σερβίρονται ως καταναλωτικές συνήθειες με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης;
Προφανώς ακολουθεί την αντίθετη κατεύθυνση.
Οι κοινωνιο-κεντρικές δυνάμεις διαφυλάσσουν, καλλιεργούν και αναδεικνύουν τις περιφερειακές, τις εθνικές πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, όχι για να ταμπουρωθούν πίσω απ’αυτές, αλλά για να συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας νέας πολυσύνθετης πολιτισμικής οικουμενικότητας, ριζωμένης βαθειά μέσα στις βιωματικές αλήθειες, τις πολύτιμες παραδόσεις και ετερότητες τών περιφερειακών κοινωνιών, αποτέλεσμα σύνθεσης ή απλώς δημιουργικής συνύπαρξης ή και τα δύο.
Αντιθέτως, η εντός εισαγωγικών «αριστερά» θεωρεί κάθε προσπάθεια ανάδειξης εθνικών πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων ως έκφραση επιθετικού εθνικισμού. Στο όνομα ενός θολού διεθνισμού παίζει κατ΄ουσίαν το παιχνίδι τής ελίτ των ολιγαρχών. Ταυτίζεται με τις επιδιώξεις της.
Υπό αυτό το πρίσμα, η αριστερά ή είναι Πατριωτική ή δεν είναι αριστερά.
Συνεχίζω με την Παιδεία. Τι κάνει η αριστερά στους χώρους τής Γνώσης;
Όσο ανεπαρκής αποδεικνύεται η γνωσιολογική διαδικασία χωρίς ταυτόχρονη πειθαρχία και αξιολόγηση,άλλο τόσο αδιανόητη θα έπρεπε να θεωρείται η κατάληψη πανεπιστημιακών εδρών από εκκωφαντικές μετριότητες, με μόνο εφόδιο την κομματική ιδιότητα. Σε ένα περιβάλλον κυριαρχίας των μετριοτήτων, των χυδαίων συναλλαγών και της συνενοχής κυοφορούνται αντίστοιχης ποιότητας γενιές «επιστημόνων».
Σε αντίθεση με την εντός εισαγωγικών «αριστερά» που θεωρεί την Αξιολόγηση και την Πειθαρχία ως καταδυνάστευση της ακαδημαϊκής κοινότητας, στην λογική μιας βολικής «εσωτερικής δημοκρατίας», η αριστερά ή μάχεται για την εμπέδωση τής Αξιοκρατίας στους χώρους τής Γνώσης ή δεν είναι αριστερά.
Τώρα με τον όρο Συντεχνιασμό εννοώ την καθεστωτική στρέβλωση του δημοκρατικού Συνδικαλισμού που σέβεται τα κοινωνικά του όρια.
Πρώτιστος στόχος των κοινωνιο-κεντρικών δυνάμεων είναι το πέρασμα σε μιαν αυτόνομη κοινωνία. Η κατίσχυση τής Κοινότητας απέναντι στην ατομοκρατική οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων. Τι κάνει λοιπόν η αριστερά απέναντι στο φαινόμενο τού Συντεχνιασμού, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά οργανωμένες ατομοκρατικές επιδιώξεις;
Αντιλαμβάνεται ότι συμμαχώντας με τις καθεστωτικές συντεχνίες, στο βωμό μιας πρόσκαιρης, ψηφοθηρικής συμμαχίας, θυσιάζει την ποιοτική της προοπτική;
Αντιλαμβάνεται ότι οι συντεχνιακές«νίκες», δηλαδή, η προσωρινή κατοχύρωση «κεκτημένων», και μάλιστα εις βάρος όλων των άλλων κοινωνικών ομάδων και μετά από στυγνούς εκβιασμούς (διακοπή ηλεκτροδότησης, κατάληψη εθνικών οδών, αποκλεισμός λιμένων, αυτοχρηματοδότηση ηγετικών στελεχών από το ταμείο της αντίστοιχης ΔΕΚΟ κ.ο.κ.) αποτελούν αποσβεστήρες των κοινωνικών κραδασμών και εντάσεων, αποτελούν το ευχερέστερο για το Σύστημα θεσμικό εργαλείο αποπροσανατολισμού των κοινωνικών δυνάμεων από τον πρώτιστο στόχο της ποιοτικής αλλαγής τής Κοινωνίας;
Σε αντίθεση με την εντός εισαγωγικών «αριστερά» που αξιοποιεί τις προνομιούχες συντεχνίες ως μηχανισμό αναπαραγωγής στην εξουσία, η αριστερά ή αντιμάχεται το Συντεχνιασμό ή δεν είναι αριστερά.
Τελειώνω με την Οικονομία.
Ο διεθνής όρος growth σημαίνει τον ρυθμό ανάπτυξης τής παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών σε μιαν Οικονομία.ωΩς δείκτης αυτής της ανάπτυξης ορίζεται ο μακροχρόνιος μέσος ποσοστιαίος ρυθμός αύξησης τού πραγματικού ΑΕΠ.
Για τις κοινωνιοκεντρικές δυνάμεις ανάπτυξη σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Δεν αρκούν οι διακυμάνσεις των δεικτών ή του όγκου της οικονομίας. Ενδιαφέρει ο βαθμός και ο ρυθμός διάχυσης της θετικής οικονομικής απόδοσης μέσα στο κοινωνικό σώμα. Και όχι ως αναδιανομή πλούτου (τα παίρνω από εκείνους και τα δίνω στους άλλους) αλλά ως λειτουργική ενσωμάτωση των οικονομικών δράσεων στην κοινωνική πλέον ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Και,ασφαλώς, για την εκτός εισαγωγικών αριστερά (όπως για κάθε εχέφρονα) θεωρείται ιστορικώς δεδομένη η κατάρρευση του μοντέλου τής «οικονομίας του κεντρικού σχεδιασμού». Η σοβιετική οικονομική εμπειρία αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν. Όπως και η οικονομία τής ασυδοσίας των ολιγαρχών. Πρόκειται για διμερή κατάρρευση.
Ακόμα και αν η Ευρώπη προχωρήσει στην Πολιτική Ενοποίηση, τούτο δεν θα έχει κανένα ουσιαστικό νόημα εάν δεν ταυτιστεί με την Πολιτική Αυτονομία απέναντι στην επιδιωκόμενη ηγεμονία του υπερεθνικού επιχειρηματικού ολοκληρωτισμού, ο οποίος χειραγωγεί κυβερνήσεις και οδηγεί τις στρατιές των νεόπτωχων στους κάδους απορριμμάτων των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, των πάλαι ποτέ κέντρων τών βιομηχανικών επαναστάσεων.
Και αναφέρομαι στην Ευρώπη γιατί πιστεύω πως, αν μη τι άλλο, για λόγους πολιτικού πολιτισμού, η Ευρώπη θα είναι το πεδίο των μεγάλων ανατροπών του 21ου αιώνα.
Με την διάχυση που προανέφερα, με την διασπορά των ευκαιριών η ανάπτυξη αποκτά σταθερές και διαρκείς κοινωνικές αναφορές και διασφαλίζει θεαματική απόδοση νέων θέσεων απασχόλησης και τους αναγκαίους πόρους, έτσι ώστε η κοινωνική πολιτική να μην ευτελίζεται σε μέτρα περιστασιακής κρατικής ελεημοσύνης αλλά να παρέχει στους πολίτες πεδία διαδραστικής αλληλεγγύης και διαρκούς ενεργού συμμετοχής στο οικονομικό έργο.
Άραγε διαθέτουμε σήμερα μια τέτοια αριστερά;
Διαθέτουμε κοινωνιο-κεντρικές πολιτικές δυνάμεις;
Σίγουρα όχι.
Πιστεύω πως βρισκόμαστε σε στάδιο ώσμωσης ιδεών που συγκλίνουν στην αποδοχή της νέας πλανητικής διάκρισης- αντίθεσης, μεταξύ των κοινωνιών και της διεθνικής ελίτ, και στην αναγκαιότητα υπέρβασης αυτής της αντίθεσης.
Σε μιαν ανάλογη προοπτική, οι Ελλαδικές εκδοχές υπαρκτής «αριστεράς», μαζί με την επικαιροποίηση των ιδεολογικών εργαλείων που απαιτεί σίγουρα εσωτερικές ανατροπές, ας επιδιώξουν και την τοποθέτηση «φίλτρων» στην υποδοχή στελεχών άλλων χώρων, ώστε να μην είναι εύκολο για την πολιτική αλητεία να αναρριχάται σε κορυφαία κομματικά – συμμαχικά όργανα.
Ξεπερνώντας τις αριστεροδέξιες και κεντροδεξιοαριστερές εμμονές, μπορούμε πλέον να δεχτούμε πως απέναντι στη βαρβαρότητα είμαστε όλοι για μια κοινωνία ελεύθερη, δημοκρατική, συνεκτική, ειρηνική, αλληλέγγυα. Οι χωροταξικές διακρίσεις τής Γαλλικής μετεπαναστατικής Εθνοσυνέλευσης σε αριστερούς και δεξιούς, ανάλογα με τον προσανατολισμό των εδράνων που κατέλαβαν οι αντιπρόσωποι καθώς και οι αντίστοιχες κομματικές διακρίσεις σε αριστερά, δεξιά, κέντρο δεν έχουν πλέον σημασία και στερούνται πια ιστορικής νομιμοποίησης.
Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για νέες κοινωνικές και πολιτικές πρωτοβουλίες.
*Ο Νίκος Δόικος είναι αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και πολυβραβευμένος συγγραφέας (μεταξύ άλλων, πανελλήνιο βραβείο δοκιμίου πολιτικού και κοινωνικού στοχασμό «Π.Φωτέας» 2012 για το βιβλίο του «Μετά τη βαρβαρότητα», των εκδόσεων Καστανιώτη,από επιτροπή Ακαδημαϊκών).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου