Σταυρός και σβάστικα: Σχέσεις εξουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα και του ναζισμού
του Δημήτρη Αρκάδα*
1. Υποθέσεις εργασίας
Η εκλογική ανάδυση της οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» και η ανάδειξή της σε τρίτη πολιτική δύναμη στο κοινοβούλιο κατά τις εκλογές του 2012, αντιμετωπίστηκε μάλλον με έκπληξη από το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας. Μεγαλύτερη έκπληξη, εντούτοις, προκάλεσε μια ιδιότυπη σχέση που άρχισε να αναπτύσσεται ανάμεσα στην οργάνωση και σε εκκλησιαστικούς παράγοντες, σχέση η οποία συζητήθηκε και καταδικάστηκε εν πολλοίς. Η παρούσα μελέτη αποπειράται να αναδείξει ότι η σχέση της «Χρυσής Αυγής» με τον εκκλησιαστικό οργανισμό χρειάζεται να προσδιορισθεί στον κοινό πυρήνα τους, ο οποίος κατά τη γνώμη του γράφοντος δεν είναι παρά ακροδεξιά σχήματα αντίληψης, σκέψης και πράξης που συνιστούν την πολιτική ταυτότητα τόσο της «Χρυσής Αυγής», όσο και μέρους της εκκλησιαστικής διοίκησης.
Κεντρική υπόθεση εργασίας είναι η θέση ότι οι σχέσεις της «Χρυσής Αυγής» και τμημάτων του εκκλησιαστικού οργανισμού είναι μάλλον δύσκολο – αν όχι αδύνατο – να προσδιορισθούν, αν προηγουμένως δεν κατανοήσουμε σε βάθος την πολύπλοκη σχέση που ανέπτυξε η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία με τον ναζισμό, όπως αυτός εμφανίστηκε στην ιστορία μεσοπολεμικά και κατά την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αναδιφώντας εκκλησιαστικές πηγές, 1 όπως είναι το επίσημο περιοδικό της Ιεράς Συνόδου, Εκκλησία, το οποίο μας παρέχει πολυάριθμα αλλά διαφωτιστικά σχόλια για να κατανοήσουμε το βαθμό πρόσληψης του ναζισμού από τη διοικούσα εκκλησία, αποτιμώντας ταυτόχρονα την πολιτική πράξη της, καθώς η τελευταία είχε αναγορευθεί σε «προνομιακό συνομιλητή» ή «διαμεσολαβητή» σύμφωνα με την έκφραση του Γιώργου Μαργαρίτη, με τις αρχές Κατοχής, 2 θεωρούμε ότι αναπτύχθηκαν δομικές σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στην εκκλησιαστική διοίκηση, τις Θεολογικές Σχολές Αθηνών και Θεσσαλονίκης, αλλά και τον θεσμό του μοναχισμού και μάλιστα στην αγιορείτικη εκδοχή του από τη μια, και τον ναζισμό από την άλλη. Οι δομικές αυτές σχέσεις εξουσίας εκδηλώθηκαν σε μια πολλαπλότητα επιπέδων: εκφράσθηκαν ως ιδεολογική εξουσία, εφαρμόστηκαν ως κρατική εξουσία, υλοποιήθηκαν ως παρακρατική εξουσία, ακόμα και νομιμοποιήθηκαν ως συμβολική εξουσία.
Όσο κι αν οι σχέσεις της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας με τον ναζισμό συνιστούν μια μάλλον δυσάρεστη κληρονομιά από μέρους της πρώτης, με αποτέλεσμα να την αποσιωπά παντελώς, εντούτοις, στο βαθμό που ο εκκλησιαστικός οργανισμός αποτελεί έναν κυρίαρχο ιδεολογικό μηχανισμό του «βαθέως» κράτους στην ελληνική κοινωνία και ταυτοποιείται διαχρονικά ως τέτοιος σε μια σειρά ιστορικών περιόδων (κατοχή, μετεμφυλιακή περίοδος, δικτατορία της 21ης Απριλίου, μεταπολίτευση), μπορούμε να ισχυριστούμε ότι λειτουργεί χρησιμοποιώντας ναζιστικά σχήματα αντίληψης, σκέψης και πράξης και παράγοντας αποτελέσματα σε όλα τα επίπεδα της κρατικο-θρησκευτικής ιδεολογίας: στηρίζει τα Τάγματα Ασφαλείας στην κατοχή, συμμετέχει στη συγκρότηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων μετεμφυλιακά, ενσωματώνει τον αντικομμουνιστικό αγώνα της 21ης Απριλίου και επιχειρεί να νομιμοποιήσει τον νεοναζιστικό πολιτικό φορέα της μεταπολίτευσης, τη «Χρυσή Αυγή».
2. Οι «Γερμανοί Χριστιανοί» στα εκκλησιαστικά σχήματα σκέψης
Με τον όρο Γερμανοί Χριστιανοί, προσδιορίζουμε εκείνες τις σχέσεις εξουσίας που είχαν αναπτυχθεί εντός του γερμανικού προτεσταντισμού με τους ναζί στα χρόνια της δικτατορίας του Χίτλερ.3 Στην πλήρη ανάπτυξή του, τo κίνημά τους είχε ενσωματώσει έναν αριθμό τυπικών φασιστικών γνωρισμάτων, όπως είναι, για παράδειγμα, ο στερεοτυπικός διαχωρισμός των φύλων, αντιδιεθνιστικές τάσεις, μείγματα παραδοσιακών συμβόλων και μυθικών αφηγήσεων με μοντέρνα ιδεολογήματα, ισχυρή έμφαση στην εθνική ταυτότητα και τον σεπαρατισμό.4
Σύμφωνα με σχετικό άρθρο του Στυλιανού Παπαδόπουλου στη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, οι Γερμανοί Χριστιανοί είχαν συγκροτήσει από το 1932, παραμονή της ανάληψης της πολιτικής εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ, μια πολιτική κίνηση εντός του προτεσταντισμού, η οποία προπαγάνδιζε τις περί θρησκείας θέσεις του, αποσκοπώντας στη δημιουργία μιας «λαϊκής εκκλησίας» εθνικοσοσιαλιστικού προσανατολισμού.5 Όπως μας πληροφορεί το περιοδικό της θρησκευτικής αδελφότητας θεολόγων Ζωή, ο ηγέτης των Γερμανοχριστιανών, Αρχιεπίσκοπος Μίλλερ, ήταν παλαιός στρατιωτικός ιερέας και προσωπικός φίλος του Χίτλερ, οι χριστιανικές αντιλήψεις τους είχαν προσαρμοσθεί στις εθνικοσοσιαλιστικές θεωρίες της «ράτσας» και του «αίματος», ενώ, όσον αφορά στη Βίβλο, απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη λόγω των έντονων εβραϊκών στοιχείων της, απαλείφοντας, ταυτόχρονα, και οποιαδήποτε αναφορά στο εβραϊκό στοιχείο της Καινής Διαθήκης.6 Το κεντρικό πρόσωπο της Καινής Διαθήκης, ο Ιησούς Χριστός, για τους Γερμανούς Χριστιανούς δεν είναι πια ένας ιουδαίος, αλλά ένας σκανδιναβός μάρτυρας, ένας πολεμιστής του οποίου ο θάνατος έσωσε τον κόσμο από την ιουδαϊκή επιρροή.7 Έχοντας αντικαταστήσει τους χριστιανικούς σταυρούς με τη σβάστικα, τον ναζιστικό αγκυλωτό σταυρό, οι χριστιανικές θρησκευτικές πεποιθήσεις τους είχαν μπολιαστεί με έντονα γερμανικά παγανιστικά στοιχεία, κατασκευάζοντας μια συγκρητιστική «“θρησκεία της φυλής”».8
Όπως προκύπτει από δημοσιεύματα του θρησκευτικού περιοδικού τύπου της εποχής, όπως η Εκκλησία, το επίσημο δημοσιογραφικό δελτίο της Ιεράς Συνόδου και η Ανάπλασις, όργανο του ομώνυμου συλλόγου, οι Έλληνες ορθόδοξοι είχαν μια μάλλον σαφή εικόνα για τους Γερμανούς Χριστιανούς, τις αντιλήψεις και πρακτικές τους, αλλά και για την ευρύτερη εκκλησιαστική πολιτική του ναζιστικού καθεστώτος. Από πολύ νωρίς, ήδη από το 1934, έχοντας ο Χίτλερ αναλάβει την εξουσία στη Γερμανία, σχόλιο της Εκκλησίας αναφέρεται στο βιβλίο του Alfred Rosenberg, Ο μύθος του εικοστού αιώνα, όπου χαρακτηρίζει ως «παράδοξη» την αντίληψη των Γερμανών Χριστιανών ότι τον δυναμισμό του ο Χριστιανισμός τον οφείλει στον «γερμανικόν χαρακτήρα», ενώ το αιώνιο στοιχείο του πρώτου δεν είναι παρά «αι γερμανικής προελεύσεως ιδιότητες».9
Διάχυτη είναι η αντίληψη στους Έλληνες ορθόδοξους για τις μορφές του ναζιστικού μεσσιανισμού, ο οποίος είναι έκδηλος στους Γερμανούς Χριστιανούς.10 Ο Γεράσιμος Κονιδάρης, σπουδαστής εκείνα τα χρόνια στη ναζιστική Γερμανία και μετέπειτα καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, υπογραμμίζει ότι η πολιτική θεολογία των Γερμανών Χριστιανών, εντός του πλαισίου της προσωπολατρίας που εφάρμοσε στον Αδόλφο Χίτλερ, τον ταυτοποίησε ως απεσταλμένο του Θεού, ως ένα μεσσιανικό πρόσωπο, ο λόγος του οποίου καθίσταται αποκαλυπτικός, με θεϊκές διαστάσεις, ενώ πλέον το έτος 1933 αντιμετωπίζεται ως η απαρχή της νέας, σωτηριώδους εποχής για το γερμανικό έθνος.11 Οι Γερμανοί Χριστιανοί πιστεύουν ότι στο πρόσωπο του Χίτλερ ήρθε το «πλήρωμα του χρόνου» για τον γερμανικό λαό, κι ακόμα περισσότερο, ότι είναι «“η οδός του Πνεύματος και η θεία βούλησις δια την χριστιανικήν εκκλησίαν και το γερμανικόν έθνος”».12 Το έδαφος της Γερμανίας αναγνωρίζεται ως «“μοναδική Αγία Γη”».13 Οι δογματικές αντιλήψεις τους στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια εφαρμογή των φυλετικών πεποιθήσεων του εθνικοσοσιαλισμού στο πεδίο της χριστιανικής θρησκευτικότητας, καθώς αναγνωρίζουν ότι «ο Θεός είναι Θεός των Γερμανών, όχι των Εβραίων», δέχονται ως αποκάλυψη ότι «Είπε ο Θεός: “Γενηθήτωσαν φυλές” και εγενήθησαν οι φυλές», θεωρούν ως αλήθεια ότι «ο νόμος του Θεού απορρίπτει την μίξη των φυλών», πιστεύουν ότι «το να σκεπτόμαστε με όρους ράτσας και αίματος είναι θεϊκές επιταγές», ενώ υποστηρίζουν πως «οι διαφορές των φυλών είναι σύμφωνες με τη θέληση του Θεού».14
Δεν είναι, όμως, μόνο οι πεποιθήσεις των Γερμανών Χριστιανών που γίνονται γνωστές στο ελληνικό ορθόδοξο κοινό. Δημοσιότητα παίρνουν και αρκετές πτυχές της εκκλησιαστικής πολιτικής του ναζιστικού καθεστώτος. Το 1934, για παράδειγμα, η απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να εφαρμόσει προγράμματα που προέβλεπαν πρακτικές αναγκαστικής στείρωσης μειονοτικών πληθυσμών καταδικάζονται από το περιοδικό Εκκλησία, χαρακτηρίζοντάς τα ως «“φυλετική παραφροσύνη”», ενώ εξαίρεται η σφοδρή εναντίωση της καθολικής και της προτεσταντικής εκκλησίας και εκφράζονται προσδοκίες ούτως ώστε η χριστιανική αντίδραση «να σώση την Γερμανίαν από μίαν μεγάλην και χυδαίαν τυραννίαν».15 Την επόμενη χρονιά, το έτος 1935, το ελληνικό ορθόδοξο ποίμνιο μαθαίνει πως στο εξής, με διαταγή του Υπουργείου Εσωτερικών της Γερμανίας, στα επίσημα χαρτιά ο όρος «μικτοί γάμοι» δεν θα σημαίνει τους γάμους μεταξύ ατόμων διαφορετικής θρησκευτικής ομολογίας, αλλά μεταξύ ατόμων «ανηκόντων εις αρίους και μη αρίους».16 Πληροφορείται για πολλά νέα βιβλία με έντονο προπαγανδιστικό περιεχόμενο εναντίον του καθολικού κλήρου και χαρακτηριστικούς τίτλους, όπως, για παράδειγμα, «Οι κληρικοί καταπιεσταί», «Η χριστιανική σκληρότης και αι γυναίκες της Γερμανίας», «Δύο έτη όπισθεν μοναστηριακού τείχους», «Η Θυγάτηρ του Ιησουίτου», «Το κολλεκτιβιστικόν κράτος αντικείμενον της Ρώμης και του Ιούδα».17 Γνωρίζει, επίσης, ότι από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της χώρας αναμεταδίδονται πια και μη χριστιανικές λειτουργίες, στις οποίες δεν γίνεται χρήση της Αγίας Γραφής, ενώ παρασιωπάται εντελώς το όνομα του Ιησού Χριστού.18
Όλα τα παραπάνω συνιστούν σχήματα σκέψης και πράξης ενός θρησκευτικού πολιτισμού, τα κεντρικά στοιχεία του οποίου είναι γνωστά στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, αλλά σύμφωνα με την γνώμη του Γεράσιμου Κονιδάρη απρόσληπτα από τον ορθόδοξο πολιτισμό, καθώς, όπως τονίζει σε σχετική μελέτη του, «ουδέν έχομεν να ωφεληθώμεν εκ της σημερινής εκκλησιαστ. καταστάσεως της Εθνικής (εννοεί εθνικιστικής) Γερμανίας».19
3. Σχέσεις ιδεολογικής εξουσίας
Αν και η στάση της ελληνικής εκκλησιαστικής διοίκησης απέναντι στους Γερμανούς Χριστιανούς κυμαίνεται από επιφυλακτική έως αρνητική, ωστόσο, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι το ίδιο συμβαίνει και με την ευρύτερη πολιτική πραγματικότητα του ναζιστικού καθεστώτος. Σε αρκετές περιπτώσεις το πρόσωπο του Αδόλφου Χίτλερ αντιμετωπίζεται από τους εκκλησιαστικούς παράγοντες ως πρότυπο ηγέτη για τους Έλληνες πολιτικούς και υπογραμμίζεται η αποφασιστικότητά του να συγκρουσθεί με τη Σοβιετική Ένωση που τότε υποστασίαζε την παγκόσμια κομμουνιστική απειλή, μια απειλή εξίσου υπαρκτή και για τα συμφέροντα του ελληνικού αστικού κράτους του μεσοπολέμου.
Το περιοδικό της Ιεράς Συνόδου Εκκλησία τονίζει ιδιαίτερα συγκεκριμένες αναφορές του προγράμματος του Αδόλφου Χίτλερ, παραπέμποντας στον ίδιο τον προγραμματικό λόγο του, ότι «θα αποκαταστήσωμεν την καθαριότητα (εννοεί καθαρότητα) εις την οικογενειακήν και την δημοσίαν ζωήν», «θα επαναδώσωμεν εις τον γερμανικόν λαόν την πίστιν προς τον Θεόν, την πατρίδα και την οικογένειαν», «θα στηρίξωμεν πάλιν επί υγιών βάσεων την εκπαίδευσιν των παιδιών μας», γι’ αυτό και προτρέπει τους Έλληνες πολιτικούς να παραδειγματισθούν από τον «γερμανό αρχηγό».20 Οι ναζιστικές ιδεολογικές αντιλήψεις περί πατρίδας, θρησκείας και οικογένειας, μαζί με μια αίσθηση πολιτισμικού εξαγνισμού και κοινωνικής αποκάθαρσης δείχνουν ότι εμπνέουν με εξαιρετική ένταση την ορθόδοξη εκκλησιαστική εξουσία, μια ένταση που φθάνει ενδεχομένως σε σχέση ταύτισης. Ίσως η μετέπειτα ριζική προσχώρηση της εκκλησιαστικής διοίκησης σε δικτατορικά καθεστώτα ομόλογα (δικτατορία της 4ης Αυγούστου) ή παράγωγα (δικτατορία της 21ης Απριλίου) να εξηγείται σε κάποιο βαθμό, εκτός των άλλων, και μέσα από τούτες τις πρώιμες ιδεολογικές ταυτίσεις της πρώτης με τον χώρο του ολοκληρωτισμού.
Επίσης ο αντικομμουνιστικός προσανατολισμός του ναζιστικού καθεστώτος της Γερμανίας μοιάζει να καλωσορίζεται ως φορέας παγκόσμιας ελπίδας από τάσεις εντός της διοικούσας εκκλησίας. Ο Αδόλφος Χίτλερ παρουσιάζεται για μια ακόμα φορά ως πρότυπο πολιτικού, ο οποίος με τον λόγο του εναντίον του «μπολσεβισμού» στη γερμανική βουλή, για πρώτη φορά «είπεν απεριφράστως τι είνε ο Μπολσεβισμός», αλλά επιπλέον «οπόσον είνε αντίθετος ου μόνον προς την Γερμανίαν, αλλά και προς τον κόσμον ολόκληρον».21 Νομιμοποιούμαστε, ενδεχομένως, να υποθέσουμε, ότι για την Εκκλησία της Ελλάδος το ναζιστικό καθεστώς θεωρείται ως σημαντικός βραχίονας αντίστασης ενάντια στην σοβιετική εξουσία. Μια αντίληψη η οποία ενισχύθηκε από τη συγκρότηση του Άξονα, εν έτει 1937, μιας και η συγκρότηση εκείνης της συμμαχίας ανάμεσα στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της ναζιστικής Γερμανίας, της φασιστικής Ιταλίας και της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, καλωσορίζεται με ενθουσιασμό, καθώς μόνον οι εν λόγω χώρες και όχι άλλες κατάλαβαν «τον κίνδυνον του πολιτισμού εκ του απειλητικώς εξαπλουμένου κομμουνισμού και ύψωσαν ισχυρόν το κατ’ αυτού αμυντικόν τείχος δια του αντικομμουνιστικού των τριγώνου».22
Η αντικομμουστική δικαίωση του ναζιστικού καθεστώτος ενισχύθηκε στα χρόνια της κατοχής στην Ελλάδα, με κάποιους ιεράρχες να εξακολουθούν να θεωρούν τη Γερμανία ως τη μόνη ελπίδα για τον πόλεμο ενάντια στον κομμουνισμό. Τις απόψεις τους δεν διστάζουν να τις δημοσιοποιήσουν και στη ναζιστική εφημερίδα της εποχής Νέα Ευρώπη.23 Όπως έχει αναδείξει ο Γρηγόρης Ψαλλίδας μέσα από την έρευνά του στο αρχειακό υλικό, ο μητροπολίτης Φλωρίνης Βασίλειος εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του «εις τον μεγάλον Αρχηγόν του Τρίτου Ράιχ και τον γενναίον γερμανικόν λαόν» για τον αγώνα τους ενάντια στον κομμουνισμό, ο Εδέσσης Παντελεήμων εξέφραζε την ευχή ότι ο ελληνικός λαός τασσόμενος στο πλευρό του Άξονα θα πετύχει «εν ελεύθερον και ευτυχές μέλλον εν τω πλαισίω της Νέας Ευρώπης», ο Αιτωλίας και Ακαρνανίας Ιερόθεος θα ευλογήσει τον Οκτώβριο του 1943 τον αγώνα των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής, ενώ ο μητροπολίτης Χαλκίδος Ειρηναίος καταδικάζει τον μπολσεβικισμό και την «μασονική πλουτοκρατία», και παράλληλα εξαίρει τη συγκίνηση που του προκάλεσε «ο μεγάλος αρχηγός του Γερμανικού Κράτους» όταν κήρυττε τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης.24
4. Σχέσεις κρατικής εξουσίας
Η κατοχική δράση του Νικόλαου Λούβαρι, καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, θα μπορούσε, ίσως, να χαρακτηριστεί ως ένα ενδεικτικό παράδειγμα κρατικών σχέσεων εξουσίας που διακρίνει την φιλοναζιστική πτέρυγα της ορθόδοξης εκκλησία στην Ελλάδα. Η πολιτική του διαδρομή είχε αρχίσει πολλά χρόνια νωρίτερα, καθώς είχε ήδη διατελέσει Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας τα έτη 1926-1928 και 1935-1936, ενώ από την 14η Μαρτίου 1936 έως την 4η Αυγούστου 1936 είχε αναλάβει τη θέση του Υπουργού Παιδείας.25 Αν και συμφωνεί να συμμετάσχει το 1941 στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου ως υπουργός Παιδείας, όντας Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, εντούτοις την τελευταία στιγμή υπαναχωρεί και δεν βρίσκεται στο κυβερνητικό σχήμα που ορκίζεται στις 30 Απριλίου 1941, επικαλούμενος, σύμφωνα με τον Χάγκεν Φλάισερ, την επικείμενη είσοδο των Ιταλών στην Αθήνα.26
Όπως μας αποκαλύπτει ο Γρηγόρης Ψαλλίδας, όταν στα τέλη της ίδιας χρονιάς ο E. Gerstenmaier, απεσταλμένος του τμήματος Πολιτιστικής Πολιτικής του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών περιοδεύει στις κατεχόμενες και συμμαχικές προς τον Άξονα χώρες της Βαλκανικής, προκειμένου να αποκαταστήσει επικοινωνία με τις κατά τόπους εκκλησιαστικές ηγεσίες, χαρακτηρίζει στην έκθεσή του τον Νικόλαο Λούβαρι ως «φίλο της Γερμανίας», με άλλα λόγια πρόσωπο που εγγυάτο για την τήρηση αν όχι φιλικής, τουλάχιστον μη εχθρικής στάσης της ελληνικής εκκλησίας προς τις δυνάμεις κατοχής.27 Ένα επεισόδιο που συνέβη την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή, στην πρώτη επέτειο του πολέμου του 1940, στις 28 Οκτωβρίου 1941, με πρωταγωνιστή τον Λούβαρι και τους φοιτητές του, μας διασώζει ο τότε φοιτητής Λουκάς Πάτρας και αξίζει να το παραθέσουμε αυτούσιο καθώς μας φανερώνει με αμεσότητα πτυχές της πολιτικής ταυτότητάς του:
«Γεμάτο ήταν και το αμφιθέατρο του τελευταίου ορόφου της οδού Σόλωνος στο οποίο δίδασκε στους φοιτητές νομικής κάθε Τρίτη το δίωρο μάθημα εισαγωγής στη φιλοσοφία ο καθηγητής Νικόλαος Λούβαρης. Ανέβηκε στο βήμα, ενώ τον υποδεχόταν ιαχές: “Λόγο, Λόγο…Λόγο για την επέτειο…”. Ο Λούβαρης δεν συμφώνησε και δοκίμασε να αρχίσει το μάθημά του. Οι φοιτητές, στους οποίους είχαν προστεθεί και από άλλες σχολές, επέμειναν στην αξίωσή τους. Ο Λούβαρης τότε όρθωσε το κεφάλι, που ήταν στεφανωμένο από γκρίζα πλούσια μαλλιά και με καθαρή φωνή είπε: “Παρακαλώ να μου επιτρέψετε να κάμω εκείνο, για το οποίο ήλθαμε εδώ”. Οι φοιτητές επέμεναν “Ζήτω η 28η Οκτωβρίου”…“Λόγο”. Και ο Λούβαρης: “Παρακαλώ να μου επιτρέψετε να προχωρήσω στο μάθημα”. Και συνέχισε…“Από τινων μηνών με μερικούς Έλληνας πατριώτας προσπαθούμε, παρά τις γνωστές σε όλους σας δυσχέρειες, να εκπληρώσομε το καθήκον μας προς την πατρίδα”. Οι κραυγές συνεχίζονταν, ενώ υπήρχαν φοιτητές που θαύμαζαν τον Λούβαρη και έμεναν σιωπηλοί και ελάχιστοι που διαμαρτύρονταν κιόλας για την αντίθεση προς τον καθηγητή. Και ο Λούβαρης: “Εάν επιμείνετε, θα αναγκασθώ να αποχωρήσω με το κεφάλι υψηλά, δια το ότι εκτελώ κατά συνείδησιν το καθήκον μου”. Και πράγματι ύψωσε το κεφάλι και ήμερος, αλλά μελαγχολικός, κοιτάζοντας μπροστά, πέρασε με σταθερό βήμα ανάμεσα στους φοιτητές και βγήκε από την αίθουσα».28
Τελικά ο Νικόλαος Λούβαρις ορκίζεται ως υπουργός Παιδείας και Πρόνοιας στην κυβέρνηση Ιωάννου Ράλλη, στις 7 Απριλίου 1943, θέση στην οποία θα παραμείνει μέχρι την ημέρα της αποχώρησης των γερμανικών κατοχικών στρατευμάτων από την Αθήνα, στις 12 Οκτωβρίου 1944. Ο οικείος του Ευάγγελος Δανόπουλος βεβαιώνει πως ακόμα και την παραμονή της ορκωμοσίας του ως υπουργού, ο Λούβαρις κρατούσε σκεπτικιστική στάση, διαβεβαίωνε ότι δεν θα συμμετάσχει ούτε αυτή τη φορά.29 Ως πρόσωπο καθοριστικό της ύστατης επιλογής του μαρτυρείται ότι ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, κάτω από τις πιέσεις του οποίου συγκατένευσε.30 Μάλιστα σώζεται ένα ανώνυμο δημοσίευμα της εφημερίδας Ελληνικόν Αίμα της 4ης Φεβρουαρίου 1945, όπου περιγράφεται η απόφαση του Λούβαρι να μη δεχθεί και εκείνη τη φορά το υπουργικό χαρτοφυλάκιο και η μεταστροφή του, κάτω από την σθεναρή πίεση του Αρχιεπισκόπου.31
Τη συμμετοχή του στην κατοχική κυβέρνηση Ράλλη η κυρίαρχη θεολογική ιδεολογία επιχειρεί – ακόμα και σήμερα – να περιγράψει με λόγια συμπάθειας, απαλύνοντας τη σοβαρότητα και το κολάσιμο του εγχειρήματος. Ο βιογράφος του, για παράδειγμα, καθηγητής στη Θεολογική Σχολή Αθηνών Μάρκος Σιώτης, σημειώνει ότι ο Λούβαρις αντιμετώπιζε τη συμμετοχή του στη δωσιλογική κυβέρνηση ως «αναγκαίαν», ως ένα είδος κυματοθραύστη ανάμεσα στις δυνάμεις του κατακτητή και τον λαό.32 Στον επικήδειο λόγο, δε, που εκφωνεί για τον Λούβαρι, παρουσιάζει την υπουργική θητεία του ως μεσσιανικό πρότυπο θυσίας, καθώς την θεωρεί ως ανάβαση «εις τον εθνικόν εκείνον Γολγοθάν».33 Την ίδια άποψη μοιράζεται και ο καθηγητής της ίδιας Σχολής Ευάγγελος Θεοδώρου, όταν αναφέρει σαφώς ότι «ο Ν. Λούβαρις ως Υπουργός κυριολεκτικά θυσίασε τον εαυτό του και σήκωσε σταυρό μαρτυρίου».34 Στο ίδιο μήκος κύματος ο μαθητής του και μετέπειτα καθηγητής Γεώργιος Ρηγόπουλος, αντιμετωπίζει την κυβερνητική θητεία του Λούβαρι ως «πειρασμό» στον οποίο ο τελευταίος υπέκυψε, έστω κι αν γλίτωσε πολλούς από το εκτελεστικό απόσπασμα, ή αποφυλάκισε άλλους.35
Αυτό που αποκρύπτεται από την κυρίαρχη θεολογική ιδεολογία είναι οι ευθύνες του Νικόλαου Λούβαρι, που προκύπτουν από τη συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση εθνικής μειοδοσίας.36 Ο Λούβαρις ανήκε σε εκείνη την κυβέρνηση που αποφάσισε και ίδρυσε τα Τάγματα Ασφαλείας, ομάδες ακροδεξιού και αντικομμουνιστικού προσανατολισμού, οι οποίες σε συνεργασία με τα ναζιστικά στρατεύματα αστυνόμευαν τη χώρα.37 Ντυμένοι με χακί στολές ευζώνων («γερμανοτσολιάδες» για συντομία), με επικεφαλής μόνιμους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού και ιταλικό οπλισμό, είχαν ταυτίσει τον εαυτό τους με τα έκτροπα της γερμανικής καταστολής.38
Τα παραπάνω είχαν ως συνέπεια την παραπομπή του Νικόλαου Λούβαρι στο Ειδικό Δικαστήριο που συστάθηκε μετά την απελευθέρωση της χώρας, για να δικάσει τους δωσίλογους που συνεργάστηκαν με τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής. Στις 21 Φεβρουαρίου 1945 άρχισε η δίκη των δωσιλόγων, με την ακροαματική διαδικασία να διαρκεί εκατό ημέρες και το δικαστήριο μετά από σύσκεψη δέκα ημερών να εκδίδει την απόφασή του.39 Ο Νικόλαος Λούβαρις παραπέμφθηκε μαζί με τον Ιωάννη Ράλλη και τους υπόλοιπους υπουργούς του (Κ. Πουρνάρας, Α. Ταβουλάρης, Ε. Τσιρονίκος, Α. Γέροντας, Ι. Γρηγοράκης, Γ. Παμπούκας, Β. Καραπάνος, Δ. Διαλέτης, Ν. Καλύβας, Ε. Κανακουσάκης, Α. Τσιριγώτης, Γ. Πυρουνάκης, Ι. Παπαδάκης, Β. Συμεωνίδης), κατηγορούμενοι ότι για όσο διάστημα κατείχαν την πολιτική εξουσία συνέπραξαν με το στρατό κατοχής εις βάρος Ελλήνων πολιτών και συμμάχων, συγκροτώντας τη στρατιωτική δύναμη των Ταγμάτων Ασφαλείας, από τη δράση των οποίων επήλθαν θάνατοι, διεγείροντας με αυτόν τον τρόπο εμφύλιο πόλεμο.40
Στην απολογία του ο Λούβαρις εξέθεσε ότι συμμετείχε στην κυβέρνηση Ράλλη κατόπιν πιέσεων του Αρχιεπισκόπου (και εκείνη τη στιγμή Αντιβασιλέα) Δαμασκηνού, ενώ ισχυρίσθηκε ότι επί υπουργίας του καταδίωξε όλους όσοι συνεργάσθηκαν με τον κατακτητή.41 Ο Δημήτρης Κουσουρής στη μελέτη του για τις δίκες των δωσιλόγων, χαρακτηρίζει τον Νικόλαο Λούβαρι ως «την πιο εμβληματική περίπτωση πλήρους επανένταξης των “συνεργασθέντων μετά του εχθρού”», καθώς το δικαστήριο τον καταδίκασε σε πενταετή φυλάκιση και εξέτισε την ποινή του στο μέγαρο Ζελιώτη, ενώ μετά την αποφυλάκισή του το έτος 1949, όχι μόνον αποκαταστάθηκε στην πανεπιστημιακή του έδρα μέχρι τη συνταξιοδότησή του, αλλά, επιπλέον, το 1960 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.42 Η Ακαδημία Αθηνών στις βιογραφήσεις που εκπόνησε για τα εκλιπόντα μέλη της, δικαιώνει τον Νικόλαο Λούβαρι, τονίζοντας ότι την καταδίκη του υπαγόρευσε «στυγνή πολιτική σκοπιμότης», 43 ενώ ο ίδιος ο Λούβαρις, σε αυτοβιογραφικό του κείμενο, δηλώνει την επαμφοτερίζουσα πολιτική στοχοποίησή του, βαλλόμενος «και από τους αριστερούς ως φωτοσβέστης και από τους δεξιούς ως επικίνδυνος νεωτεριστής».44
5. Σχέσεις παρακρατικής εξουσίας
Η φιλοναζιστική τάση εντός της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας, μέσα από το πρόσωπο ενός άλλου πανεπιστημιακού θεολόγου, του Βασίλειου Έξαρχου, καθηγητή στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, ανασυνέθεσε μορφές παρακρατικής εξουσίας με τον ναζισμό, έχοντας ως βάση την οργάνωση «Εθνική Ένωσις Ελλάς» ή για συντομία «ΕΕΕ».
Η συγκεκριμένη οργάνωση είχε ιδρυθεί στις 20 Ιανουαρίου 1927[........................]
*.:BiblioNet : Αρκάδας, Δημήτρης
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Δημήτρης Αρκάδας: Σταυρός και σβάστικα: Σχέσεις εξουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, και του ναζισμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου