Δευτέρα, Μαΐου 25, 2020

https://www.lifo.gr/uploads/image/1611779/N11.002.0.jpgΤο 1821 από την οθωμανική σκοπιά: Mια διαφωτιστική συζήτηση

ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Διακόσια σχεδόν χρόνια μετά τον ξεσηκωμό του '21 που οδήγησε στη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους και σήμανε την αρχή του τέλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η σχετική εγχώρια βιβλιογραφία είναι τεράστια έχοντας καλύψει εξαντλητικά το θέμα από διάφορες πλευρές κι από πολλές διαφορετικές σκοπιές. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και για ό,τι αφορά την οπτική της άλλης πλευράς, των Οθωμανών δηλαδή, η κάλυψη της οποίας σίγουρα βοηθά σε μια σφαιρικότερη αντίληψη των γεγονότων.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι οι Οθωμανοί αφενός άργησαν να αντιληφθούν τον ιδιαίτερο, εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης σε σχέση με άλλες εξεγέρσεις που σημειώνονταν κατά καιρούς εντός της αυτοκρατορίας –ήταν εξάλλου αρχικά πεπεισμένοι πως οι στασιαστές ήταν έξωθεν υποκινούμενοι–, αφετέρου δεν απέκτησε ποτέ για εκείνους τη σημασία που είχε για τους επαναστατημένους «ραγιάδες». Παρά ταύτα, και προσπάθειες ερμηνείας της υπήρξαν και αντίκτυπο είχε στην ίδια την αυτοσυνειδησία των Οθωμανών, ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης τόσο άλλων βαλκανικών λαών όσο και των Τούρκων καθαυτών. Το αυξημένο ενδιαφέρον που δείχνουν κάποιοι νεότεροι Έλληνες και Τούρκοι ιστορικοί και η μεγαλύτερη ευκολία πρόσβασης στα οθωμανικά αρχεία (παρά τη δυσκολίες που παρουσιάζει η γλώσσα) έχουν τα τελευταία χρόνια ρίξει περισσότερο φως σε αυτή την σκοπιά.

Στα πλαίσια αυτά και με αφορμή την πρόσφατη έκδοση της μελέτης «Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση» από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, ζητήσαμε από τους δύο συγγραφείς του, τη Σοφία Λαΐου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Οθωμανικής ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, και τον Μαρίνο Σαρηγιάννη, ερευνητή στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του ΙΤΕ να μας κατατοπίσουν σχετικά.
Για τη σύγχρονη τουρκική ιστοριογραφία, το '21 οπωσδήποτε δεν αποτελεί ερευνητική προτεραιότητα. Υπάρχει, όπως είναι φυσικό, ένας αριθμός μελετών που προσεγγίζουν τα γεγονότα με μια εθνικιστική προσέγγιση και από τη σκοπιά του οθωμανικού κράτους, συνήθως μιλώντας με όρους θρησκευτικού μίσους (των χριστιανών έναντι των μουσουλμάνων) και εστιάζοντας στις σφαγές που παρατηρήθηκαν. Υπάρχει, από την άλλη, ένας περιορισμένος αλλά σημαντικός πυρήνας σοβαρών ιστορικών που ασχολούνται με την Επανάσταση οι οποίοι εστιάζουν περισσότερο στην πρόσληψη των γεγονότων από την οθωμανική τάξη.
— Αν και η εγχώρια βιβλιογραφία για την ελληνική επανάσταση είναι αρκετά πλούσια, νομίζω ότι ελάχιστα πράγματα έχουν γραφτεί ως τώρα για το πώς εκτιμήθηκε από τους Οθωμανούς της εποχής. Υπήρχε έλλειψη ενδιαφέροντος ή πηγών;
Σ.Λ. Πράγματι, το ενδιαφέρον των Ελλήνων ιστορικών για την οθωμανική αντιμετώπιση της ελληνικής επανάστασης τόσο σε επίπεδο κράτους όσο και σε επίπεδο νοοτροπιών και συμπεριφορών ήταν μικρό. Πέρα από το έργο του Μοσχόπουλου, που παρουσίαζε την άλλη πλευρά βασισμένος στο έργο του Τζεβντέτ Πασά, δεν είχε γραφτεί κάτι. Η απουσία αυτή είχε επισημανθεί αρκετά νωρίς, ενταγμένη βέβαια στη γενικότερη έλλειψη ενδιαφέροντος των Ελλήνων ιστορικών για την ελληνική επανάσταση, ιδιαίτερα μετά το τέλος της δικτατορίας, ως αντίδραση στην ιδεολογική χρήση του '21.
Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε ότι από το τέλος της δεκαετίας του 2000 και εξής άρχισε να εντάσσεται στον ακαδημαϊκό διάλογο περί ελληνικής επανάστασης η οθωμανική οπτική μέσα σ' ένα ευρύτερο πλαίσιο ανάπτυξης των οθωμανικών σπουδών στην Ελλάδα και υποχώρησης της άποψης που επικρατούσε στον δημόσιο χώρο ότι δεν μας αφορά η ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δύο συνέδρια στις αρχές του αιώνα, το 2003 στο Ρέθυμνο και το 2007 στην Κέρκυρα, επανέφεραν τη συζήτηση για την ελληνική επανάσταση και μάλιστα ως μέρος της οθωμανικής αλλά και της ευρωπαϊκής ιστορίας, ενώ ανέδειξαν τη σημασία της αξιοποίησης των οθωμανικών πηγών για την καλύτερη κατανόησή της.


Μαρίνος Σαρήγιαννης
— Πόσο μας διαφωτίζουν τα οθωμανικά αρχεία και πόσο εύκολη είναι η πρόσβαση σε αυτά; Υπάρχει αντίστοιχη βιβλιογραφία στα τουρκικά; Μ.Σ. Η τουρκική ιστοριογραφία δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα. Κάποιες από τις ελάχιστες αφηγηματικές πηγές που ασχολούνται αποκλειστικά με την Επανάσταση εκδόθηκαν είτε σε μορφή βιβλίου είτε ως μεταπτυχιακές ή διδακτορικές εργασίες, ενώ μεμονωμένοι Τούρκοι ιστορικοί (όπως ο Χακάν Ερντέμ ή ο Σουκρού Ιλιτζάκ) συνεισέφεραν σημαντικά με τις μελέτες τους πάνω σε διάφορες πλευρές, οι οποίες αφορούν κυρίως την οθωμανική πρόσληψη του γεγονότος. Ας σημειωθεί ότι, ενώ η πρόσβαση στα πραγματικά πολυάριθμα οθωμανικά έγγραφα είναι αρκετά εύκολη, ο αριθμός των Ελλήνων ειδικών που μπορούν να τα διαβάσουν είναι σχετικά μικρός.
Τώρα, ο τεράστιος αυτός όγκος του υλικού δεν φαίνεται να περιέχει στοιχεία που θα αλλάξουν ριζικά την εικόνα μας για τα γεγονότα αυτά καθαυτά. Ωστόσο, εκτός από τις πολύτιμες επιπλέον πληροφορίες που μπορεί να μας δώσει το αρχειακό υλικό για ζητήματα στρατιωτικής ιστορίας, επιμελητείας κλπ., πολύ σημαντική είναι επίσης η ανίχνευση της πρόσληψης της επανάστασης από τους Οθωμανούς, τόσο στο επίπεδο της κεντρικής εξουσίας όσο και σε εκείνο των τοπικών ελίτ.

— Πώς είδαν την εξέγερση του '21 στο ξεκίνημά της οι Οθωμανοί;
Μ.Σ. Επειδή η έννοια της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης, ακόμα δε περισσότερο του εθνικού κράτους, δεν υπήρχε ή τουλάχιστον δεν είχε καθιερωθεί στην οθωμανική πολιτική σκέψη, οι αρχικές αντιδράσεις του οθωμανικού κράτους εστίασαν αφενός στον ρωσικό παράγοντα, ο οποίος θεωρήθηκε υπεύθυνος για άμεση υποκίνηση των στασιαστών, και αφετέρου σε αδυναμίες, σφάλματα και παραλείψεις του κρατικού μηχανισμού. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί ότι η πρώτη αντίδραση του σουλτάνου στην είδηση της επανάστασης στη Μολδοβλαχία ήταν να κατηγορήσει τους κυβερνητικούς υπαλλήλους για οκνηρία (θυμίζοντας πρόσφατες εποχές!).
Καθώς μάλιστα στον οθωμανικό πολιτικό στοχασμό της εποχής περίοπτη θέση είχαν οι ιδέες του μεγάλου Άραβα ιστορικού Ιμπν Χαλντούν, σύμφωνα με τις οποίες κάθε κράτος ξεκινά ως νομαδικό, με ομαδικό πνεύμα και μαχητικότητα, ενώ στην πορεία παρακμάζει όσο εξοικειώνεται με τις πόλεις και την εγκατεστημένη ζωή, τα πρώτα μέτρα που πήρε στην Κωνσταντινούπολη η κυβέρνηση στόχευαν στον επαναπροσανατολισμό των μουσουλμάνων στη νομαδική ζωή (εξοπλισμός, πάταξη πολυτέλειας κλπ.) ώστε ένα είδος γενικής επιστράτευσης να επαναφέρει την τάξη.
— Διαφοροποιήθηκαν οι εκτιμήσεις αυτές στην πορεία και πόσο; Ποιες οι αντιλήψεις των σύγχρονων Τούρκων ιστορικών;
Μ.Σ. Ήδη από τα πρώτα χρόνια, μεσούσης της επανάστασης, υπήρξαν ιστορικοί που προσπάθησαν να ενσωματώσουν τον παράγοντα της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας στις ερμηνείες τους, με χαρακτηριστική ρευστότητα σε σχέση με τις θρησκευτικές ταυτότητες (τις οποίες άλλοτε ταύτιζαν με τις εθνικές, άλλοτε όχι).
Έντονη ήταν και η σύνδεση με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς η ορολογία αυτή («εθνική ενότητα» ή «εθνικός ζήλος», και γενικότερα η ανανοηματοδότηση του πολύσημου όρου «μιλλέτ» ώστε να πλησιάζει τη νεωτερική έννοια του έθνους) είχε συνδεθεί με ερμηνείες της γαλλικής πολιτικής επί Ναπολέοντα. Τον 19ο αιώνα ο σημαντικότερος ιστορικός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Τζεβντέτ Πασάς, ενσωματώνει πια την αφήγηση του Σπυρίδωνος Τρικούπη για τον ρόλο της ευρωπαϊκής παιδείας και της ναυτιλίας στην εθνική αφύπνιση του ελληνικού στοιχείου.
Για τη σύγχρονη τουρκική ιστοριογραφία, το '21 οπωσδήποτε δεν αποτελεί ερευνητική προτεραιότητα. Υπάρχει, όπως είναι φυσικό, ένας αριθμός μελετών που προσεγγίζουν τα γεγονότα με μια εθνικιστική προσέγγιση και από τη σκοπιά του οθωμανικού κράτους, συνήθως μιλώντας με όρους θρησκευτικού μίσους (των χριστιανών έναντι των μουσουλμάνων) και εστιάζοντας στις σφαγές που παρατηρήθηκαν. Υπάρχει, από την άλλη, ένας περιορισμένος αλλά σημαντικός πυρήνας σοβαρών ιστορικών που ασχολούνται με την Επανάσταση οι οποίοι εστιάζουν περισσότερο στην πρόσληψη των γεγονότων από την οθωμανική τάξη. Για παράδειγμα, σημαντικές είναι οι μελέτες του Χακάν Ερντέμ, ο οποίος έδειξε πώς το οθωμανικό πολιτικό λεξιλόγιο επηρεάστηκε από τις μεταφράσεις κειμένων των επαναστατών (όπως για παράδειγμα η διακήρυξη του Υψηλάντη), ενώ έχει επίσης συνεισφέρει στην κατανόηση των περίπλοκων σχέσεων μεταξύ Ελλήνων, Αλβανών και Τούρκων στη διάρκεια της Επανάστασης. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για τη δουλειά του Σουκρού Ιλιτζάκ, ο οποίος επιπλέον ανέλυσε τις πρώτες αντιδράσεις της Πύλης στο πλαίσιο της οθωμανικής πολιτικής σκέψης.


Σοφία Λαΐου
— Ποιος ήταν ο Γιουσούφ Μπέης και ποια η αποστολή του στην Πελοπόννησο παραμονές του ξεσηκωμού; Πώς δείχνει να αντιλαμβάνεται ο ίδιος την κατάσταση και ποια σημεία των γραφόμενών του παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον; Σ.Λ. Ο Γιουσούφ Μπέης ήταν αξιωματούχος, μέλος του σώματος των ιππέων (silahşor-ı hassa) της Υψηλής Πύλης. Καταγόταν από το Ναύπλιο και ο πατέρας του είχε υπάρξει Οθωμανός διοικητής (βαλής) της Πελοποννήσου στο τέλος της δεκαετίας του 1780. Ο ίδιος ήξερε ελληνικά και το ενδιαφέρον είναι ότι μαρτυρείται σε άλλη πηγή –ελληνική αυτήν τη φορά– πως η μητέρα του ήταν χριστιανή, την οποία είχε αιχμαλωτίσει ο πατέρας του στα Ορλωφικά.

Βρέθηκε στην Πελοπόννησο το 1821 για να ρυθμίσει ζητήματα που αφορούσαν τις φοροενοικιάσεις, δηλαδή το δικαίωμα είσπραξης φόρων, το οποίο φαίνεται ότι είχε, άγνωστο όμως υπό ποιους όρους. Επισκέφθηκε, δε, το Ναύπλιο, για να συναντήσει τους συγγενείς του, και εγκλωβίστηκε στο κάστρο του Ναυπλίου, όταν άρχισε η πολιορκία του.

Διαβάζοντας το κείμενο-μαρτυρία του Γιουσούφ Μπέη, που σημειωτέον γράφτηκε αρκετά χρόνια μετά τη λήξη της αιχμαλωσίας του, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο ίδιος μετακινείται από την παραδοσιακή ερμηνεία, που είχε αποδεχθεί και η Υψηλή Πύλη, ότι η επανάσταση έγινε από τους εχθρούς του Ισλάμ, στην αναγνώριση ότι οι Ρωμιοί αποτελούσαν ένα ξεχωριστό «μιλλέτι»-έθνος, που, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, σαν όλα τα έθνη σε κατάσταση δουλείας αναζητούσε την ανεξαρτησία· με άλλα λόγια, για τον Γιουσούφ Μπέη υπήρχαν μιλλέτια-έθνη στην αυτοκρατορία, που αμφισβητούσαν την πολιτική κυριαρχία των μουσουλμάνων.[..........................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: