Ως συνήθως παραμονές Χριστουγέννων, Πάσχα και
καλοκαιριού, βροχή νέων εκδόσεων στους πάγκους και στα ράφια των
βιβλιοπωλείων. Πάντα είχα τις αμφιβολίες μου γι’ αυτή την πολιτική,
αλλά, βέβαια, οι εκδότες ίσως ξέρουν καλύτερα… Τουλάχιστον, όμως,
κυκλοφορούν πολλά ωραία βιβλία, πασχίζοντας να ξεχωρίσουν και να βρουν
τον δρόμο τους προς τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες…
Φραντς Κάφκα
«Γράμμα στον πατέρα»
(μτφ. Βασίλης Τσαλής, εκδ. Μεταίχμιο, 2019)
Κυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση η περίφημη επιστολή του Κάφκα στον πατέρα του – μια πολυσέλιδη επιστολή που για άγνωστους λόγους δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του παραλήπτη. Στο επίμετρό του, ο μεταφραστής μάς θυμίζει πως αυτή η επιστολή γράφτηκε το 1919, όταν ο Κάφκα ήταν 36 ετών, και εκδόθηκε στην πλήρη μορφή της το 1953.
Σε αυτό το γράμμα εναλλάσσονται διαρκώς οι σκληρές κατηγορίες του συγγραφέα προς τον πατέρα του με την αυτοκριτική, έως και την ενοχή («μια στάση επιθετική, η οποία την αμέσως επόμενη στιγμή μετατρέπεται σε αμυντική», διαβάζουμε στο επίμετρο). Ο Κάφκα, αντιμέτωπος με μια ασφυκτική και πανταχού παρούσα πατρική εξουσία, η οποία όμως συμπυκνώνει και έναν ψεύτικο κόσμο του παρελθόντος τον οποίο ο Κάφκα θέλει να διαγράψει από τη ζωή του, δείχνει από την πρώτη πρώτη γραμμή τη διάθεσή του να μιλήσει καθαρά: «Πολυαγαπημένε πατέρα, κάποια στιγμή, προσφάτως, με ρώτησες γιατί ισχυρίζομαι ότι σε φοβάμαι».
Απέναντι στις κατηγορίες του πατέρα του («για ψυχρότητα, αποξένωση και αγνωμοσύνη» – «και μάλιστα με τέτοιον τρόπο, σαν να ήταν όλο το φταίξιμο δικό μου»), ο Κάφκα, θέλοντας ίσως να βρει έναν τρόπο «να συνάψουμε ειρήνη κάποιας μορφής», αποτυπώνει τη δική του οπτική για όλα τα θέματα που έχουν αποτελέσει πεδίο σύγκρουσης με τον πατέρα του, χωρίς όμως να αποκρύψει ό,τι προσάπτει ο ίδιος στην καταπιεστική συμπεριφορά του πατέρα. Μιλάει για τα τραύματα, για τις απογοητεύσεις («εσύ ο ίδιος, ο άνθρωπος που αποτελούσε για μένα το μέτρο των πάντων, δεν ακολουθούσες τις αρχές που μου επέβαλλες»), την ασφυξία («όλες μου οι σκέψεις ήταν υποταγμένες στο δικό σου βαρύ αποτύπωμα»), τον φόβο («ήμουν ένα φοβητσιάρικο παιδί»), την ταπείνωση. «Ξέμαθα να μιλώ», λέει, «μου αφαίρεσες πολύ πρώιμα το δικαίωμα του λόγου». Μιλάει για την τσακισμένη του αυτοπεποίθηση και την ενοχή που αισθανόταν: «εγώ είχα χάσει την αυτοπεποίθησή μου απέναντί σου και την αντικατέστησα με ένα απέραντο αίσθημα ενοχής». Και βεβαίως δεν θα παραλείψει να αναφερθεί στην «αποστροφή» του πατέρα για τη συγγραφική δραστηριότητα του γιου: η συγγραφή, λέει ο Κάφκα στον πατέρα του, «ήταν ένας μακρύς αποχαιρετισμός από σένα».
Μια επιστολή που η ανάγνωσή της δικαιώνει την άποψη πολλών μελετητών του έργου του Κάφκα, που την θεωρούν πλέον κλειδί για την κατανόηση πολλών πλευρών του έργου του.
Τζάκλιν Γούντσον
«Ένα άλλο Μπρούκλιν»
(μτφ. Άννα Μαραγκάκη, εκδ. Πόλις, 2019)
Η Τζάκλιν Γούντσον είναι γνωστή (και βραβευμένη) ως συγγραφέας νεανικών βιβλίων. Ωστόσο, το Ένα άλλο Μπρούκλιν, το πρώτο της μυθιστόρημα για ενηλίκους, δημιούργησε αίσθηση και ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2016.
Στο εξαιρετικό αυτό βιβλίο, η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία τεσσάρων αχώριστων κοριτσιών που μεγαλώνουν στο Μπρούκλιν της δεκαετίας του 1970 – ένα Μπρούκλιν που αλλάζει («όπου και αν κοιτάζαμε, βλέπαμε ανθρώπους να ονειρεύονται τη στιγμή που θα φύγουν»), που σιγά σιγά εγκαταλείπεται από τους λευκούς, που γεμίζει με τα φαντάσματα της πρέζας…
Μιλάει για τις αναμνήσεις που ξεθωριάζουν, για τη δύσκολη ζωή που ζούσε εκείνα τα χρόνια («δεν είχαμε συνειδητοποιήσει σε τι φτώχεια ζούσαμε»), για τις φυλετικές διακρίσεις, για το ξύπνημα της σεξουαλικότητας και την ενηλικίωση των κοριτσιών «με σκουρόχρωμη επιδερμίδα» σε έναν περίγυρο που μπορούσε να γίνει άγριος, για την επαφή με το «Έθνος του Ισλάμ», για τα αθεράπευτα τραύματα που αφήνει στην κοινωνία το Βιετνάμ, για την ενοχή και την τραγική αυτοκτονία που θα αλλάξει τα πάντα.
Τρυφερό, λυρικό, το σύντομο αυτό μυθιστόρημα ιχνηλατεί μέσα από θραυσματικές αναμνήσεις μια μετάβαση προσωπική και κοινωνική, καθώς όλα σιγά σιγά χάνονται και επιζούν μόνο σε μια μνήμη που κι αυτή θα ξεθωριάσει. «Στο τέλος, οι συγγραφείς απομένουν μόνοι με τις ιστορίες τους. Τα βαθύτερα μηνύματα συχνά τους διαφεύγουν», μας λέει η Γούντσον, μια συγγραφέας που έχει πει πως «νιώθω πως έμαθα να γράφω από τον Μπόλντουιν».
Μάγια Αγγέλου
«Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί»
(μτφ. Ιωάννα Καρατζαφέρη, εκδ. Πατάκη, 2019)
Κυκλοφορεί ξανά (είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1993, από τις ίδιες εκδόσεις, οι οποίες είχαν εκδώσει και Τα δυνατά πουλιά της επαγγελίας, το 1995) ο πρώτος τόμος από τη σειρά των αυτοβιογραφικών βιβλίων που έχει γράψει η συγγραφέας (και άλλα πολλά) και πολιτική ακτιβίστρια του κινήματος για τα δικαιώματα των Μαύρων στις ΗΠΑ, Μάγια Αγγέλου. Η Αγγέλου γεννήθηκε στο Μισούρι, το 1928, και το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1969. Εδώ η συγγραφέας αφηγείται τα πρώτα χρόνια της ζωής της, από την παιδική της ηλικία μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν εκείνη ήταν 17 ετών, έπαιρνε το απολυτήριο του γυμνασίου και γεννούσε τον γιο της.
Η αφήγηση της Αγγέλου αποτυπώνει τον δύσκολο τρόπο με τον οποίο μεγάλωνε ένα Μαύρο κορίτσι στον Νότο των ΗΠΑ εκείνα τα χρόνια: τις φυλετικές διακρίσεις και τον φυλετικό διαχωρισμό («ήταν τόσο απόλυτος, που τα πιο πολλά Μαύρα παιδιά πραγματικά δεν ήξεραν καθόλου πώς ήταν στην όψη οι λευκοί»), τη φυσικοποιημένη βία, τον φόβο για τα «τσιμεντένια πρόσωπα και τα μάτια του μίσους» όταν ξεκινούσαν οι «βόλτες» της Κου Κλουξ Κλαν. Θυμάται τα γέλια που προκάλεσε η γκάφα ενός δικαστή που κατά λάθος αποκάλεσε «μια Νέγρα κυρία», μιλάει για τον Θεό που «ήταν επίσης λευκός», περιγράφει τον βιασμό της, σε ηλικία 8 ετών, και το πώς έπαψε να μιλάει, σχολιάζει το κήρυγμα του ιερέα που υποστηρίζει πως «αυτό που έπρεπε να κάνουν οι Νέγροι ήταν να υπομένουν την παρούσα ζωή του μόχθου και του πόνου, γιατί τους περίμενε κάπου μακριά ένα ευλογημένο σπίτι» στον Παράδεισο. Θυμάται όμως, και προσπαθεί να ερμηνεύσει τη σιωπή των Μαύρων μπροστά στον εκτοπισμό των κατοίκων ιαπωνικής καταγωγής, στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Έτσι, με το χαρακτηριστικό της ύφος, με έναν τόνο σχεδόν χαμηλόφωνο, χωρίς διακηρυκτισμό και μελοδραματισμό, πολλές φορές με χιούμορ, η συγγραφέας σκιαγραφεί μια ολόκληρη, δύσβατη, επιοχή, θυμίζοντάς μας πως «ήταν απαίσιο να είσαι Νέγρος και να μην έχεις τον έλεγχο της ζωής σου».
Ναταλία Γκίνζμπουργκ
«Οικογενειακό λεξικό»
(μτφ. Βασιλική Πέτσα, εκδ. Καστανιώτη, 2019)
Η Ναταλία Γκίνζμπουργκ υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές της ιταλικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Γεννημένη το 1916, μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου σύχναζαν αντιφασίστες αγωνιστές, λογοτέχνες, καλλιτέχνες. Το 1938 παντρεύτηκε τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Λεόνε Γκίνζμπουργκ, στέλεχος της αντιφασιστικής αντίστασης, που συνελήφθη από τους ναζί και πέθανε από τα βασανιστήρια το 1944. Η Γκίνζμπουργκ συμμετείχε για ένα διάστημα στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και εξελέγη βουλευτής ως ανεξάρτητη το 1983.
Το –βραβευμένο με τη σημαντικότερη ιταλική λογοτεχνική διάκριση, το βραβείο Στρέγκα– Οικογενειακό λεξικό της κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1963 και θεωρείται από πολλούς το σπουδιαότερο έργο της. Σε αυτό, η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της, μιλώντας ταυτόχρονα και για κρίσιμες στιγμές της ιταλικής ιστορίας, κυρίως μέσα από τα αποτυπώματα που αφήνει αυτή στον οικογενειακό και φιλικό της περίγυρο. «Το Οικογενειακό λεξικό είναι ένα βιβλίο με αναμνήσεις», στο οποίο «εγώ η ίδια είμαι ελάχιστα παρούσα», λέει η συγγραφέας και διαβάζουμε εμείς στο εξαιρετικά κατατοπιστικό επίμετρο, συμπληρώνοντας ότι «παρότι πρόκειται για βιβλίο που βασίζεται αποκλειστικά σε αληθινά στοιχεία, μου φαίνεται ότι διαμορφώνεται εξίσου και ως μυθιστόρημα: κι έτσι θα ήθελα να διαβαστεί». Στο ίδιο πολυσέλιδο επίμετρο θα βρούμε και μια πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα της υποδοχής που είχε το έργο της Γκίνζμπουργκ στην εποχή του, της ευρύτατης κριτικής συζήτησης για το ιδιαίτερο συγκρατημένο ύφος της και άλλα πολλά.
Η Γκίνζμπουργκ, έχοντας μεγαλώσει σε μια αντιφασιστική φιλοσοσιαλιστική αστική οικογένεια, στο βιβλίο της θυμάται τα «πρώτα χρόνια του φασισμού» και τις «άγριες συζητήσεις» περί πολιτικής που συντάραζαν το σπίτι τους και οι οποίες «κατέληγαν σε ξεσπάσματα οργής, πετσέτες φαγητού στον αέρα και τόσο βίαια κοπανήματα πόρτας που σειόταν ολόκληρο το σπίτι» – ένα σπίτι ωστόσο όπου «ήταν όλοι τους πολέμιοι του φασισμού». Αναπλάθει με αριστουργηματικό τρόπο τους χαρακτήρες που την περιβάλλουν, με προεξάρχουσα τη φιγούρα του πατέρα της. Περιγράφει την πρώτη επαφή του Λεόνε Γκίνζμπουργκ με την οικογένειά της και αναθυμάται τη σχέση με ανθρώπους όπως ο Τσέζαρε Παβέζε, που «αυτοκτόνησε ένα καλοκαίρι που δεν βρισκόταν στο Τορίνο κανείς μας». Αποτυπώνει τα σημάδια που αφήνουν σε όλον αυτό τον περίγυρο τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, αλλά και «τα χρόνια μετά τον πόλεμο, μια περίοδος όπου όλοι λογάριαζαν να γίνουν ποιητές και όλοι λογάριαζαν να γίνουν πολιτικοί», καθώς τα προηγούμενα μαύρα χρόνια «το λεξιλόγιο που τους επιτρεπόταν να χρησιμοποιούν ήταν εξαιρετικά περιορισμένο» αλλά «τώρα κυκλοφορούσαν και πάλι πολλές λέξεις», μέχρι που συνειδητοποίησαν πως «η ψευδαίσθηση ότι εκείνο το γυαλί είχε σπάσει αποδείχτηκε εφήμερη» και «πολλοί αποσύρθηκαν γρήγορα, απογοητευμένοι και αποκαρδιωμένοι, και ξαναβυθίστηκαν σε πικρή νηστεία και βαθιά σιωπή», αφού «η μεταπολεμική περίοδος υπήρξε θλιμμένη, γεμάτη απογοήτευση»…
Ερβέ Λε Κορ
«Στον ίσκιο της πυρκαγιάς»
(μτφ. Γιάννης Καυκιάς, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2019)
Το πέμπτο μυθιστόρημα του Ερβέ Λε Κορ που κυκλοφορεί στα ελληνικά στήνεται πάλι με άξονα μια «αστυνομική» πλοκή: νεαρές γυναίκες εξαφανίζονται στο Παρίσι και ο Αντουάν Ροκ θα αναλάβει να τις βρει και να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από όλο αυτό.
Ωστόσο, τα γεγονότα αυτά συμβαίνουν σε μια ιδιαίτερη εποχή: τις μέρες που δίνεται η τελική μάχη που θα οδηγήσει στην πτώση της Κομμούνας του Παρισιού και στην ανελέητη σφαγή που την ακολούθησε. Το βιβλίο κλείνει την Κυριακή 28 Μαΐου 1871, την τελευταία μέρα της Κομμούνας.
Ο Αντουάν Ροκ είναι βιβλιοδέτης και αγωνιστής της Κομμούνας. Καθώς όλα γύρω συντρίβονται σε μια μάχη δίχως αύριο, καθώς δεν έχει μείνει κανένας να αναλάβει τον ρόλο του αστυνομικού, ο Ροκ τοποθετείται σε αυτή τη θέση. Και ενώ η ανθρώπινη ζωή μοιάζει να χάνει διαρκώς την αξία της («ποιος νοιάζεται για τρεις νεκρούς τις τελευταίες εβδομάδες;»), ο Ροκ αποφασίζει να αναζητήσει τις χαμένες κοπέλες.
Ωστόσο, εκεί όπου ο συγγραφέας ρίχνει το μεγάλο βάρος είναι η αποτύπωση της κατάστασης στο Παρίσι, τις μέρες που οι δυνάμεις της Κομμούνας έχουν ριχτεί στην απελπισμένη τελική άμυνα απέναντι στα στρατεύματα του Μακ Μαόν και του Θιέρσου, που προετοιμάζονται για το δολοφονικό μακελειό. Στρατεύματα που «θα επιδιώξουν να θάψουν τον μισητό όχλο κάτω από τα χαλάσματα των φτωχόσπιτων», αφού «όταν πρόκειται να πολεμήσουν τον ίδιο τους τον λαό, δεν υπάρχει ανακωχή»: «χωρίς έλεος, είναι το μοναδικό πρόσταγμα. Χωρίς αιχμαλώτους». Απέναντί τους, αγωνιστές που ξέρουν πως οδεύουν προς τον θάνατο, αλλά είναι αποφασισμένοι να δώσουν τη μάχη: «είναι λοιπόν τόσο δυνατό το κοινό όνειρο των προλεταρίων της Ευρώπης ώστε να ενθουσιάζει γενναίες καρδιές πέρα από τα βουνά και τα ποτάμια και να τις κάνει ν’ αποχωρίζονται τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα; Είναι αυτό το όνειρο τόσο τρελό ώστε να είναι έτοιμες να πεθάνουν για να το πραγματώσουν άλλοι κάποια μέρα;».
Ο συγγραφέας εντάσσει ιδανικά την αστυνομική έρευνα μέσα στο χάος των τελευταίων ημερών και ωρών της Κομμούνας, ενώ ταυτόχρονα σκιαγραφεί πολύ πειστικά την κατάσταση που κυριαρχούσε στο Παρίσι εκείνες τις άγριες μέρες: την αγωνία, τον φόβο, την ελπίδα, τον θυμό, την απογοήτευση, την αποφασιστικότητα εκείνων που έμεναν να πολεμήσουν ξέροντας πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση νίκης. Καθώς το μυστήριο διαλευκαίνεται και ενώ η Κομμούνα πνίγεται στο αίμα χιλιάδων αγωνιστών, μένει η φωνή της Καρολίν να ηχεί και να στοιχειώνει το φλεγόμενο Παρίσι: «Θα ξανάρθουμε»…
Μέρι Μ. Τάλμποτ, Μπράιαν Τάλμποτ
«Η Κόκκινη Παρθένα και το όραμα της ουτοπίας»
(μτφ. Μπέλλα Σπυροπούλου, εκδ. angelus novus, 2019)
«Καθώς φαίνεται, η μεγάλη Λουίζ έχει μια καρδιά απέραντη», διαβάζουμε κάποια στιγμή στο βιβλίο του Ερβέ Λε Κορ για τη Λουίζ Μισέλ, την επαναστάτρια που υπήρξε από τους ανθρώπους που σημάδεψαν τις μέρες της Κομμούνας.
Στη ζωή της Λουίζ Μισέλ αναφέρεται και το graphic novel των Μέρι και Μπράιαν Τάλμποτ, αποτυπώνοντας ένα μεγάλο μέρος της ζωής της επαναστάτριας δασκάλας και ποιήτριας που από τα οδοφράγματα της Κομμούνας βρέθηκε εξόριστη στην αποικία καταδίκων της Νέας Καληδονίας, όπου κι εκεί στήριξε των αγώνα των ιθαγενών ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία.
Επιστρέφοντας στη Γαλλία με την αμνηστία, συνέχισε τον αγώνα της. Το βιβλίο κλείνει με την κηδεία της, τον Ιανουάριο του 1905, καθώς φτάνουν στο Παρίσι τα νέα από τη Ρωσία: «Έχουμε νέα από την Αγία Πετρούπολη! Ο λαός εξεγέρθηκε! Κάνουν πορεία προς τον τσάρο για να επιδώσουν τα αιτήματά τους! Ξεκίνησε!».
Ζορζ Σιμενόν
«Ο Μαιγκρέ στήνει παγίδα»
(μτφ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. Άγρα, 2019)
Και πάντα ένας Σιμενόν… Μία από τις πιο γνωστές ιστορίες του επιθεωρητή Μαιγκρέ έρχεται να εμπλουτίσει τη σειρά της Άγρας – μια ιστορία που έγινε και ταινία το 1958 με τον αξεπέραστο Ζαν Γκαμπέν.
Ένας σίριαλ κίλερ που κυκλοφορεί σε μια συγκεκριμένη γειτονιά της Μονμάρτρης δολοφονώντας νεαρές γυναίκες δίνει την ευκαιρία στον Μαιγκρέ για ένα λεπτό ψυχολογικό παιχνίδι, βέβαια με τα μάτια εκείνης της εποχής που γράφτηκε το βιβλίο, το 1955. Ένας κλασικός Σιμενόν, από την κινηματογραφική αρχή του μυθιστορήματος μέχρι την επιστροφή του Μαιγκρέ στη μικροαστική καθημερινότητά του, στο τέλος του βιβλίου.
Σε αυτό το βιβλίο, όμως, ο Μαιγκρέ θα κάνει και ένα ολέθριο λάθος…
Φραντς Κάφκα
«Γράμμα στον πατέρα»
(μτφ. Βασίλης Τσαλής, εκδ. Μεταίχμιο, 2019)
Κυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση η περίφημη επιστολή του Κάφκα στον πατέρα του – μια πολυσέλιδη επιστολή που για άγνωστους λόγους δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του παραλήπτη. Στο επίμετρό του, ο μεταφραστής μάς θυμίζει πως αυτή η επιστολή γράφτηκε το 1919, όταν ο Κάφκα ήταν 36 ετών, και εκδόθηκε στην πλήρη μορφή της το 1953.
Σε αυτό το γράμμα εναλλάσσονται διαρκώς οι σκληρές κατηγορίες του συγγραφέα προς τον πατέρα του με την αυτοκριτική, έως και την ενοχή («μια στάση επιθετική, η οποία την αμέσως επόμενη στιγμή μετατρέπεται σε αμυντική», διαβάζουμε στο επίμετρο). Ο Κάφκα, αντιμέτωπος με μια ασφυκτική και πανταχού παρούσα πατρική εξουσία, η οποία όμως συμπυκνώνει και έναν ψεύτικο κόσμο του παρελθόντος τον οποίο ο Κάφκα θέλει να διαγράψει από τη ζωή του, δείχνει από την πρώτη πρώτη γραμμή τη διάθεσή του να μιλήσει καθαρά: «Πολυαγαπημένε πατέρα, κάποια στιγμή, προσφάτως, με ρώτησες γιατί ισχυρίζομαι ότι σε φοβάμαι».
Απέναντι στις κατηγορίες του πατέρα του («για ψυχρότητα, αποξένωση και αγνωμοσύνη» – «και μάλιστα με τέτοιον τρόπο, σαν να ήταν όλο το φταίξιμο δικό μου»), ο Κάφκα, θέλοντας ίσως να βρει έναν τρόπο «να συνάψουμε ειρήνη κάποιας μορφής», αποτυπώνει τη δική του οπτική για όλα τα θέματα που έχουν αποτελέσει πεδίο σύγκρουσης με τον πατέρα του, χωρίς όμως να αποκρύψει ό,τι προσάπτει ο ίδιος στην καταπιεστική συμπεριφορά του πατέρα. Μιλάει για τα τραύματα, για τις απογοητεύσεις («εσύ ο ίδιος, ο άνθρωπος που αποτελούσε για μένα το μέτρο των πάντων, δεν ακολουθούσες τις αρχές που μου επέβαλλες»), την ασφυξία («όλες μου οι σκέψεις ήταν υποταγμένες στο δικό σου βαρύ αποτύπωμα»), τον φόβο («ήμουν ένα φοβητσιάρικο παιδί»), την ταπείνωση. «Ξέμαθα να μιλώ», λέει, «μου αφαίρεσες πολύ πρώιμα το δικαίωμα του λόγου». Μιλάει για την τσακισμένη του αυτοπεποίθηση και την ενοχή που αισθανόταν: «εγώ είχα χάσει την αυτοπεποίθησή μου απέναντί σου και την αντικατέστησα με ένα απέραντο αίσθημα ενοχής». Και βεβαίως δεν θα παραλείψει να αναφερθεί στην «αποστροφή» του πατέρα για τη συγγραφική δραστηριότητα του γιου: η συγγραφή, λέει ο Κάφκα στον πατέρα του, «ήταν ένας μακρύς αποχαιρετισμός από σένα».
Μια επιστολή που η ανάγνωσή της δικαιώνει την άποψη πολλών μελετητών του έργου του Κάφκα, που την θεωρούν πλέον κλειδί για την κατανόηση πολλών πλευρών του έργου του.
Τζάκλιν Γούντσον
«Ένα άλλο Μπρούκλιν»
(μτφ. Άννα Μαραγκάκη, εκδ. Πόλις, 2019)
Η Τζάκλιν Γούντσον είναι γνωστή (και βραβευμένη) ως συγγραφέας νεανικών βιβλίων. Ωστόσο, το Ένα άλλο Μπρούκλιν, το πρώτο της μυθιστόρημα για ενηλίκους, δημιούργησε αίσθηση και ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2016.
Στο εξαιρετικό αυτό βιβλίο, η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία τεσσάρων αχώριστων κοριτσιών που μεγαλώνουν στο Μπρούκλιν της δεκαετίας του 1970 – ένα Μπρούκλιν που αλλάζει («όπου και αν κοιτάζαμε, βλέπαμε ανθρώπους να ονειρεύονται τη στιγμή που θα φύγουν»), που σιγά σιγά εγκαταλείπεται από τους λευκούς, που γεμίζει με τα φαντάσματα της πρέζας…
Μιλάει για τις αναμνήσεις που ξεθωριάζουν, για τη δύσκολη ζωή που ζούσε εκείνα τα χρόνια («δεν είχαμε συνειδητοποιήσει σε τι φτώχεια ζούσαμε»), για τις φυλετικές διακρίσεις, για το ξύπνημα της σεξουαλικότητας και την ενηλικίωση των κοριτσιών «με σκουρόχρωμη επιδερμίδα» σε έναν περίγυρο που μπορούσε να γίνει άγριος, για την επαφή με το «Έθνος του Ισλάμ», για τα αθεράπευτα τραύματα που αφήνει στην κοινωνία το Βιετνάμ, για την ενοχή και την τραγική αυτοκτονία που θα αλλάξει τα πάντα.
Τρυφερό, λυρικό, το σύντομο αυτό μυθιστόρημα ιχνηλατεί μέσα από θραυσματικές αναμνήσεις μια μετάβαση προσωπική και κοινωνική, καθώς όλα σιγά σιγά χάνονται και επιζούν μόνο σε μια μνήμη που κι αυτή θα ξεθωριάσει. «Στο τέλος, οι συγγραφείς απομένουν μόνοι με τις ιστορίες τους. Τα βαθύτερα μηνύματα συχνά τους διαφεύγουν», μας λέει η Γούντσον, μια συγγραφέας που έχει πει πως «νιώθω πως έμαθα να γράφω από τον Μπόλντουιν».
Μάγια Αγγέλου
«Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί»
(μτφ. Ιωάννα Καρατζαφέρη, εκδ. Πατάκη, 2019)
Κυκλοφορεί ξανά (είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1993, από τις ίδιες εκδόσεις, οι οποίες είχαν εκδώσει και Τα δυνατά πουλιά της επαγγελίας, το 1995) ο πρώτος τόμος από τη σειρά των αυτοβιογραφικών βιβλίων που έχει γράψει η συγγραφέας (και άλλα πολλά) και πολιτική ακτιβίστρια του κινήματος για τα δικαιώματα των Μαύρων στις ΗΠΑ, Μάγια Αγγέλου. Η Αγγέλου γεννήθηκε στο Μισούρι, το 1928, και το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1969. Εδώ η συγγραφέας αφηγείται τα πρώτα χρόνια της ζωής της, από την παιδική της ηλικία μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν εκείνη ήταν 17 ετών, έπαιρνε το απολυτήριο του γυμνασίου και γεννούσε τον γιο της.
Η αφήγηση της Αγγέλου αποτυπώνει τον δύσκολο τρόπο με τον οποίο μεγάλωνε ένα Μαύρο κορίτσι στον Νότο των ΗΠΑ εκείνα τα χρόνια: τις φυλετικές διακρίσεις και τον φυλετικό διαχωρισμό («ήταν τόσο απόλυτος, που τα πιο πολλά Μαύρα παιδιά πραγματικά δεν ήξεραν καθόλου πώς ήταν στην όψη οι λευκοί»), τη φυσικοποιημένη βία, τον φόβο για τα «τσιμεντένια πρόσωπα και τα μάτια του μίσους» όταν ξεκινούσαν οι «βόλτες» της Κου Κλουξ Κλαν. Θυμάται τα γέλια που προκάλεσε η γκάφα ενός δικαστή που κατά λάθος αποκάλεσε «μια Νέγρα κυρία», μιλάει για τον Θεό που «ήταν επίσης λευκός», περιγράφει τον βιασμό της, σε ηλικία 8 ετών, και το πώς έπαψε να μιλάει, σχολιάζει το κήρυγμα του ιερέα που υποστηρίζει πως «αυτό που έπρεπε να κάνουν οι Νέγροι ήταν να υπομένουν την παρούσα ζωή του μόχθου και του πόνου, γιατί τους περίμενε κάπου μακριά ένα ευλογημένο σπίτι» στον Παράδεισο. Θυμάται όμως, και προσπαθεί να ερμηνεύσει τη σιωπή των Μαύρων μπροστά στον εκτοπισμό των κατοίκων ιαπωνικής καταγωγής, στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Έτσι, με το χαρακτηριστικό της ύφος, με έναν τόνο σχεδόν χαμηλόφωνο, χωρίς διακηρυκτισμό και μελοδραματισμό, πολλές φορές με χιούμορ, η συγγραφέας σκιαγραφεί μια ολόκληρη, δύσβατη, επιοχή, θυμίζοντάς μας πως «ήταν απαίσιο να είσαι Νέγρος και να μην έχεις τον έλεγχο της ζωής σου».
Ναταλία Γκίνζμπουργκ
«Οικογενειακό λεξικό»
(μτφ. Βασιλική Πέτσα, εκδ. Καστανιώτη, 2019)
Η Ναταλία Γκίνζμπουργκ υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές της ιταλικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Γεννημένη το 1916, μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου σύχναζαν αντιφασίστες αγωνιστές, λογοτέχνες, καλλιτέχνες. Το 1938 παντρεύτηκε τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Λεόνε Γκίνζμπουργκ, στέλεχος της αντιφασιστικής αντίστασης, που συνελήφθη από τους ναζί και πέθανε από τα βασανιστήρια το 1944. Η Γκίνζμπουργκ συμμετείχε για ένα διάστημα στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και εξελέγη βουλευτής ως ανεξάρτητη το 1983.
Το –βραβευμένο με τη σημαντικότερη ιταλική λογοτεχνική διάκριση, το βραβείο Στρέγκα– Οικογενειακό λεξικό της κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1963 και θεωρείται από πολλούς το σπουδιαότερο έργο της. Σε αυτό, η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της, μιλώντας ταυτόχρονα και για κρίσιμες στιγμές της ιταλικής ιστορίας, κυρίως μέσα από τα αποτυπώματα που αφήνει αυτή στον οικογενειακό και φιλικό της περίγυρο. «Το Οικογενειακό λεξικό είναι ένα βιβλίο με αναμνήσεις», στο οποίο «εγώ η ίδια είμαι ελάχιστα παρούσα», λέει η συγγραφέας και διαβάζουμε εμείς στο εξαιρετικά κατατοπιστικό επίμετρο, συμπληρώνοντας ότι «παρότι πρόκειται για βιβλίο που βασίζεται αποκλειστικά σε αληθινά στοιχεία, μου φαίνεται ότι διαμορφώνεται εξίσου και ως μυθιστόρημα: κι έτσι θα ήθελα να διαβαστεί». Στο ίδιο πολυσέλιδο επίμετρο θα βρούμε και μια πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα της υποδοχής που είχε το έργο της Γκίνζμπουργκ στην εποχή του, της ευρύτατης κριτικής συζήτησης για το ιδιαίτερο συγκρατημένο ύφος της και άλλα πολλά.
Η Γκίνζμπουργκ, έχοντας μεγαλώσει σε μια αντιφασιστική φιλοσοσιαλιστική αστική οικογένεια, στο βιβλίο της θυμάται τα «πρώτα χρόνια του φασισμού» και τις «άγριες συζητήσεις» περί πολιτικής που συντάραζαν το σπίτι τους και οι οποίες «κατέληγαν σε ξεσπάσματα οργής, πετσέτες φαγητού στον αέρα και τόσο βίαια κοπανήματα πόρτας που σειόταν ολόκληρο το σπίτι» – ένα σπίτι ωστόσο όπου «ήταν όλοι τους πολέμιοι του φασισμού». Αναπλάθει με αριστουργηματικό τρόπο τους χαρακτήρες που την περιβάλλουν, με προεξάρχουσα τη φιγούρα του πατέρα της. Περιγράφει την πρώτη επαφή του Λεόνε Γκίνζμπουργκ με την οικογένειά της και αναθυμάται τη σχέση με ανθρώπους όπως ο Τσέζαρε Παβέζε, που «αυτοκτόνησε ένα καλοκαίρι που δεν βρισκόταν στο Τορίνο κανείς μας». Αποτυπώνει τα σημάδια που αφήνουν σε όλον αυτό τον περίγυρο τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, αλλά και «τα χρόνια μετά τον πόλεμο, μια περίοδος όπου όλοι λογάριαζαν να γίνουν ποιητές και όλοι λογάριαζαν να γίνουν πολιτικοί», καθώς τα προηγούμενα μαύρα χρόνια «το λεξιλόγιο που τους επιτρεπόταν να χρησιμοποιούν ήταν εξαιρετικά περιορισμένο» αλλά «τώρα κυκλοφορούσαν και πάλι πολλές λέξεις», μέχρι που συνειδητοποίησαν πως «η ψευδαίσθηση ότι εκείνο το γυαλί είχε σπάσει αποδείχτηκε εφήμερη» και «πολλοί αποσύρθηκαν γρήγορα, απογοητευμένοι και αποκαρδιωμένοι, και ξαναβυθίστηκαν σε πικρή νηστεία και βαθιά σιωπή», αφού «η μεταπολεμική περίοδος υπήρξε θλιμμένη, γεμάτη απογοήτευση»…
Ερβέ Λε Κορ
«Στον ίσκιο της πυρκαγιάς»
(μτφ. Γιάννης Καυκιάς, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2019)
Το πέμπτο μυθιστόρημα του Ερβέ Λε Κορ που κυκλοφορεί στα ελληνικά στήνεται πάλι με άξονα μια «αστυνομική» πλοκή: νεαρές γυναίκες εξαφανίζονται στο Παρίσι και ο Αντουάν Ροκ θα αναλάβει να τις βρει και να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από όλο αυτό.
Ωστόσο, τα γεγονότα αυτά συμβαίνουν σε μια ιδιαίτερη εποχή: τις μέρες που δίνεται η τελική μάχη που θα οδηγήσει στην πτώση της Κομμούνας του Παρισιού και στην ανελέητη σφαγή που την ακολούθησε. Το βιβλίο κλείνει την Κυριακή 28 Μαΐου 1871, την τελευταία μέρα της Κομμούνας.
Ο Αντουάν Ροκ είναι βιβλιοδέτης και αγωνιστής της Κομμούνας. Καθώς όλα γύρω συντρίβονται σε μια μάχη δίχως αύριο, καθώς δεν έχει μείνει κανένας να αναλάβει τον ρόλο του αστυνομικού, ο Ροκ τοποθετείται σε αυτή τη θέση. Και ενώ η ανθρώπινη ζωή μοιάζει να χάνει διαρκώς την αξία της («ποιος νοιάζεται για τρεις νεκρούς τις τελευταίες εβδομάδες;»), ο Ροκ αποφασίζει να αναζητήσει τις χαμένες κοπέλες.
Ωστόσο, εκεί όπου ο συγγραφέας ρίχνει το μεγάλο βάρος είναι η αποτύπωση της κατάστασης στο Παρίσι, τις μέρες που οι δυνάμεις της Κομμούνας έχουν ριχτεί στην απελπισμένη τελική άμυνα απέναντι στα στρατεύματα του Μακ Μαόν και του Θιέρσου, που προετοιμάζονται για το δολοφονικό μακελειό. Στρατεύματα που «θα επιδιώξουν να θάψουν τον μισητό όχλο κάτω από τα χαλάσματα των φτωχόσπιτων», αφού «όταν πρόκειται να πολεμήσουν τον ίδιο τους τον λαό, δεν υπάρχει ανακωχή»: «χωρίς έλεος, είναι το μοναδικό πρόσταγμα. Χωρίς αιχμαλώτους». Απέναντί τους, αγωνιστές που ξέρουν πως οδεύουν προς τον θάνατο, αλλά είναι αποφασισμένοι να δώσουν τη μάχη: «είναι λοιπόν τόσο δυνατό το κοινό όνειρο των προλεταρίων της Ευρώπης ώστε να ενθουσιάζει γενναίες καρδιές πέρα από τα βουνά και τα ποτάμια και να τις κάνει ν’ αποχωρίζονται τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα; Είναι αυτό το όνειρο τόσο τρελό ώστε να είναι έτοιμες να πεθάνουν για να το πραγματώσουν άλλοι κάποια μέρα;».
Ο συγγραφέας εντάσσει ιδανικά την αστυνομική έρευνα μέσα στο χάος των τελευταίων ημερών και ωρών της Κομμούνας, ενώ ταυτόχρονα σκιαγραφεί πολύ πειστικά την κατάσταση που κυριαρχούσε στο Παρίσι εκείνες τις άγριες μέρες: την αγωνία, τον φόβο, την ελπίδα, τον θυμό, την απογοήτευση, την αποφασιστικότητα εκείνων που έμεναν να πολεμήσουν ξέροντας πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση νίκης. Καθώς το μυστήριο διαλευκαίνεται και ενώ η Κομμούνα πνίγεται στο αίμα χιλιάδων αγωνιστών, μένει η φωνή της Καρολίν να ηχεί και να στοιχειώνει το φλεγόμενο Παρίσι: «Θα ξανάρθουμε»…
Μέρι Μ. Τάλμποτ, Μπράιαν Τάλμποτ
«Η Κόκκινη Παρθένα και το όραμα της ουτοπίας»
(μτφ. Μπέλλα Σπυροπούλου, εκδ. angelus novus, 2019)
«Καθώς φαίνεται, η μεγάλη Λουίζ έχει μια καρδιά απέραντη», διαβάζουμε κάποια στιγμή στο βιβλίο του Ερβέ Λε Κορ για τη Λουίζ Μισέλ, την επαναστάτρια που υπήρξε από τους ανθρώπους που σημάδεψαν τις μέρες της Κομμούνας.
Στη ζωή της Λουίζ Μισέλ αναφέρεται και το graphic novel των Μέρι και Μπράιαν Τάλμποτ, αποτυπώνοντας ένα μεγάλο μέρος της ζωής της επαναστάτριας δασκάλας και ποιήτριας που από τα οδοφράγματα της Κομμούνας βρέθηκε εξόριστη στην αποικία καταδίκων της Νέας Καληδονίας, όπου κι εκεί στήριξε των αγώνα των ιθαγενών ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία.
Επιστρέφοντας στη Γαλλία με την αμνηστία, συνέχισε τον αγώνα της. Το βιβλίο κλείνει με την κηδεία της, τον Ιανουάριο του 1905, καθώς φτάνουν στο Παρίσι τα νέα από τη Ρωσία: «Έχουμε νέα από την Αγία Πετρούπολη! Ο λαός εξεγέρθηκε! Κάνουν πορεία προς τον τσάρο για να επιδώσουν τα αιτήματά τους! Ξεκίνησε!».
Ζορζ Σιμενόν
«Ο Μαιγκρέ στήνει παγίδα»
(μτφ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. Άγρα, 2019)
Και πάντα ένας Σιμενόν… Μία από τις πιο γνωστές ιστορίες του επιθεωρητή Μαιγκρέ έρχεται να εμπλουτίσει τη σειρά της Άγρας – μια ιστορία που έγινε και ταινία το 1958 με τον αξεπέραστο Ζαν Γκαμπέν.
Ένας σίριαλ κίλερ που κυκλοφορεί σε μια συγκεκριμένη γειτονιά της Μονμάρτρης δολοφονώντας νεαρές γυναίκες δίνει την ευκαιρία στον Μαιγκρέ για ένα λεπτό ψυχολογικό παιχνίδι, βέβαια με τα μάτια εκείνης της εποχής που γράφτηκε το βιβλίο, το 1955. Ένας κλασικός Σιμενόν, από την κινηματογραφική αρχή του μυθιστορήματος μέχρι την επιστροφή του Μαιγκρέ στη μικροαστική καθημερινότητά του, στο τέλος του βιβλίου.
Σε αυτό το βιβλίο, όμως, ο Μαιγκρέ θα κάνει και ένα ολέθριο λάθος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου