«Στην εποχή μας έχει χαθεί η αυταπάρνηση»
Ερση Δάνου
ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ
O
Αγγλος σκηνοθέτης άρχισε πολύ νέος στο αγγλικό θέατρο, μόλις στα 25 του
εργαζόταν στο Royal Shakespeare Company, ενώ ανέτειλε στο στερέωμα του
κινηματογράφου με τη δυναμική και τότε εικονοκλαστική ταινία «American
Beauty» το 1999.
Η ταινία τού χάρισε το
Οσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας, και στάθηκε αφετηρία όχι μόνο για τη δική
του καριέρα αλλά και για μια νέα γενικότερη διάθεση αυτοκριτικής στο
Χόλιγουντ. Ωστόσο, ο ίδιος συνέχισε με έργα που πιο εύκολα θα
χαρακτηρίζονταν κλασικά, όπως «Ο δρόμος της απώλειας» (2002) και «Ο
δρόμος της Επανάστασης» (2008), εξάλλου τα τελευταία χρόνια σκηνοθέτησε
δύο ταινίες Τζέιμς Μποντ – «Skyfall» (2012), «Spectre» (2015).
Με την τελευταία του παραγωγή, το «1917», ο Σαμ Μέντες
γυρίζει πίσω στις… ριζοσπαστικές του τάσεις. Το στοιχείο που ξεχωρίζει
το «1917» είναι ο τρόπος κινηματογράφησης που το κάνει να μοιάζει με
μονοπλάνο, αδιάκοπη δράση από την αρχή ώς το τέλος.
Το
αποτέλεσμα είναι λίγο-πολύ το ίδιο με αυτό που αισθάνονται όσοι παίζουν
παιχνίδια βίντεο: μαζί με τον πρωταγωνιστή, έναν στρατιώτη του Α΄
Παγκόσμιου Πολέμου, ο θεατής δεν παρατηρεί μόνο αλλά και βιώνει ένα
ταξίδι επιβίωσης και αυταπάρνησης ταυτόχρονα.
Στην
παρακάτω συνέντευξη ο Μέντες μιλάει για τη σύλληψη και τις
ιδιαιτερότητες της ταινίας καθώς και την προσωπική του σχέση με την
ιστορία της.
• Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος διήρκεσε από το 1914 ώς το 1918. Γιατί διαλέξατε το 1917;
Γιατί
τότε οι Γερμανοί οπισθοχώρησαν προς το μέτωπο του Χίντενμπουργκ,
αφήνοντας τους Βρετανούς ξαφνικά μόνους έπειτα από τρία χρόνια έντονης
μάχης, χωρίς να είναι σίγουροι αν οι Γερμανοί είχαν οπισθοχωρήσει ή
παραδοθεί. Υπήρξε τότε μια περίοδος 72 ωρών έως μιας εβδομάδας όπου οι
Βρετανοί παράπαιαν στο τοπίο αυτό της καταστροφής για το οποίο πολέμησαν
σκληρά.
Πολλοί έχασαν τη ζωή τους σε αυτά τα
150 μέτρα γης μεταξύ της γερμανικής και της βρετανικής γραμμής, και
ξαφνικά δεν είχε απομείνει κανείς πια στα χαρακώματα, ενώ οι Γερμανοί
φεύγοντας είχαν καταστρέψει οτιδήποτε είχε αξία. Είχαν κόψει τα δέντρα,
καταστρέψει τα χωράφια, σκοτώσει τα κοπάδια, κι όλα αυτά συνέβησαν σε
μια συγκεκριμένη στιγμή του 1917.
Ηθελα να πω
την ιστορία δύο στρατιωτών που προσπαθούν να μεταφέρουν ένα μήνυμα
περνώντας μέσα από τη γη του πολέμου, παρατηρώντας έτσι σαν μέσα από μια
μικρή κλειδαρότρυπα το απέραντο θέαμα της καταστροφής. Ήθελα να δείξω
τον μακρόκοσμο μέσα από τον μικρόκοσμο αυτών των χαμηλόβαθμων
στρατιωτών. Φυσικά δεν είχα άγνοια της συγκυρίας με τη Ρώσικη
Επανάσταση, όπως και με σημαντικές ανταρσίες στην Ιρλανδία.
• Πώς αποφασίσατε η ταινία να δίνει την εντύπωση ότι εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο;
Ήθελα οι θεατές να νιώσουν πως περπατούν δίπλα στους πρωταγωνιστές, πως
αναπνέουν την κάθε τους πνοή και βαδίζουν στο κάθε τους βήμα. Ήταν μια
συναισθηματική επιλογή κατά βάθος.
Είχα την
ανάγκη να αισθανθώ την παρουσία τους, γεγονός που ακολούθησε η επιλογή
μας η ταινία να μοιάζει σαν μια αδιάκοπη διάρκεια. Στις περισσότερες
περιπτώσεις, σε κάθε αλλαγή του πλάνου με το μοντάζ δημιουργείται μια
ανεπαίσθητη απόσταση μεταξύ του θεατή και των προσώπων της ταινίας.
Στόχος μου ήταν να ελαχιστοποιήσω την απόσταση αυτή.
Το
επόμενό μας μέλημα ήταν πώς θα μείνουμε κοντά στους χαρακτήρες και στο
τοπίο ταυτόχρονα, δίνοντας έτσι μια άμεση εντύπωση της ασημαντότητάς
τους μέσα στην καταστροφή, χωρίς να καταφεύγουμε στο μοντάζ.
Συζητήσαμε,
ο Ρότζερ Ντίκινς (διευθυντής φωτογραφίας) κι εγώ, πώς θα αφήναμε την
ταινία πότε να «εισπνέει» και πότε να «εκπνέει», δημιουργώντας ένα είδος
«χορού» μεταξύ κάμερας και ηθοποιών. Μετά βέβαια είχαμε να
αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της εκτέλεσης που ήταν πάρα πολύ δύσκολη.
•
Εχετε πει πως η πηγή έμπνευσης για την ταινία ήταν ιστορίες που
διηγούνταν ο παππούς σας όταν ήσασταν μικρός. Μιλήστε μας γι’ αυτό.
Ο
παππούς μου, Μέντες, πορτογαλέζικης καταγωγής από το Τρίνινταντ, πήγε
σχολείο στην Αγγλία όταν ήταν 11 χρόνων γύρω στο 1910. Αποφάσισε να
στρατευτεί ακολουθώντας τους φίλους του από το σχολείο. Ηταν
χαρισματικός άνθρωπος και έγινε τελικά μυθιστοριογράφος. Για κάποιο
λόγο, όμως, δεν είπε τις ιστορίες του από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στους
γιους του παρά μόνο στα εγγόνια του.
Θα πρέπει
να ήταν τότε κοντά στα 80, όταν τον επισκεπτόμασταν στο Τρίνινταντ και
καθόμασταν γύρω του στην αυλή, όπου έπινε ρούμι και άρχιζε να αφηγείται
τις ιστορίες του πολέμου. Μια από αυτές ήταν για μια αποστολή όπου
έπρεπε να παραδώσει ένα μήνυμα. Ήταν πολύ κοντός και γρήγορος κι επειδή η
ομίχλη στα χαρακώματα έφτανε τα δύο μέτρα το χειμώνα, τον έστελναν
συχνά σε τέτοιες αποστολές γιατί ήταν αόρατος (γέλια) και μάλιστα πήρε
μετάλλιο γι’ αυτό. Σε κάποια αποστολή αιχμαλώτισε μόνος του 10 Γερμανούς
στρατιώτες των οποίων τα όπλα είδε γιατί εξείχαν πάνω από την ομίχλη. Όμως δεν διηγούνταν τις ιστορίες ως ήρωας αλλά ως τυχερός που γλίτωσε
τον θάνατο κι επιβίωσε...
Τελικά, αυτό που μου
έδωσε ήταν εικόνες. Ήταν υπέροχος άνθρωπος και τον αγαπούσα πολύ.
Θυμάμαι πως μια φορά παρατήρησα ότι έπλενε τα χέρια του ασταμάτητα κι
όταν ρώτησα τον πατέρα μου γι’ αυτό, μου είπε πως θυμάται τη λάσπη και
τη βρόμα στα χαρακώματα και πως δεν μπορούσε να έχει καθαρά χέρια τότε…
Νομίζω
ότι αυτό εισχώρησε πολύ βαθιά στην ψυχή μου, σαν κάτι που ξεπερνά τα
λόγια. Ο Σαρτρ το είπε ωραία, πως «η δουλειά του ανθρώπου δεν είναι
τίποτα άλλο από το αργό μονοπάτι της ανίχνευσης, μέσα από τους δρόμους
της τέχνης, αυτών των δύο ή τριών εικόνων, σπουδαίων και απλών, στην
παρουσία των οποίων άνοιξε η καρδιά του για πρώτη φορά».
Νομίζω
πως η δική μου η καρδιά άνοιξε με τις ιστορίες του παππού μου, όχι όμως
με κάτι συγκεκριμένο. Η υπόθεση της ταινίας χτίστηκε από κομμάτια
αληθινών γεγονότων που βρήκαμε στο Imperial War Museum και αλλού. […]
Πρόκειται για μυθοπλασία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα. […] Η ταινία δεν
μιλάει για συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά προσπαθεί να δώσει την αίσθηση
όλων αυτών των άγνωστων στρατιωτών που κείτονται στη γη, που εχουν
εξαφανιστεί από τη συλλογική μας μνήμη – οι ίδιοι, οι εμπειρίες και τα
κατορθώματά τους.
• Αν όμως μεγαλώσατε με τέτοιες ιστορίες, γιατί διαλέξατε αυτή τη στιγμή για να τις φέρετε στη μεγάλη οθόνη;
Καλή
ερώτηση. Γιατί τώρα; Νομίζω ότι βιώνουμε μια εποχή όπου έχουμε χάσει
–μιλάω από δική μου εμπειρία– τη σημασία της αυταπάρνησης. Καλλιεργούμε
μια κουλτούρα που την απασχολεί πολύ το «εγώ». Αντίθετα, τότε υπήρξε μια
γενιά ανδρών και γυναικών που θυσίασαν τα πάντα για κάτι πολύ
μεγαλύτερο από τον εαυτό τους.
Θυσιάστηκαν
για μια ελεύθερη και ενωμένη Ευρώπη, που καλά θα κάνουμε να θυμηθούμε
τώρα, με το Βrexit, για μια ιδέα μεγάλη που θα χάριζε στα παιδιά και τα
εγγόνια τους έναν κόσμο ελεύθερο. Και το ξέρω πως μάλλον σας φαίνομαι
ιδεαλιστής, αλλά αν ένας αφηγητής δεν είναι ιδεαλιστής, τότε τι θα ’ναι;
Στο
ερώτημα γιατί έχουμε την επιθυμία να κάνουμε και να δούμε πολεμικές
ταινίες, απαντώ πως ο πόλεμος σπρώχνει τον άνθρωπο ώς το απόλυτο όριο,
στο σημείο όπου αναγνωρίζει τη σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης. Νιώθω ότι
στην ιστορία αυτή η γραμμή που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο είναι πάρα
πολύ ισχνή. Βλέπουμε στην ταινία τον ήρωα εξουθενωμένο στην όχθη του
ποταμιού, έχοντας μόλις συρθεί πάνω σε πτώματα, να αναρωτιέται γιατί να
είναι αυτός ζωντανός και εκείνοι όχι και να συνειδητοποιεί τη λεπτή
διαχωριστική γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου, όντας έτοιμος να αφήσει το
ποτάμι να τον καταπιεί…
Υποθέτω ότι ήθελα
κατά βάθος να πω μια ιστορία για αυτά τα διαχρονικά θέματα της αγάπης,
της φιλίας, της παλιννόστησης, του τι σημαίνει να παλεύεις για τη χώρα
σου ή και για κάτι μεγαλύτερο ακόμα. Αυτό που δεν ήθελα να κάνω ήταν μια
στεγνή, ιστορική ανασκόπηση.
Ήθελα ακόμα κι
αυτοί που δεν γνωρίζουν τίποτα για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να δουν το
«1917» και να καταλάβουν τα πάντα. Η πληροφορία που δίνεται στην αρχή
είναι μια ημερομηνία –6 Απριλίου 1917– κι αυτό είναι όλο που χρειάζεται
να ξέρει ο θεατής. Ολα τα άλλα εξηγούνται κατά τη διάρκεια της δράσης.
Ηταν σημαντικό για μένα να δείξω έναν πολέμο που κινδυνεύει να χαθεί
στην ομίχλη του χρόνου, παρά τις βαρυσήμαντες συνέπειες που είχε.
• Χρησιμοποιήσατε αναφορές από άλλες πολεμικές ταινίες;
Πολύ
λιγότερο από κάθε άλλη φορά, γιατί αυτή η ταινία ήταν πολύ ιδιαίτερη.
Οι βασικές μας αναφορές, για τον διευθυντή φωτογραφίας και για μένα,
ήταν φωτογραφίες από τα χαρακώματα. […] Η ταινία δεν συγκρίνεται με
οποιαδήποτε άλλη είχαμε κάνει στο παρελθόν, πράγμα που ήταν υπέροχο αλλά
και τρομακτικό.
Καμιά φορά νιώθαμε πως
προχωρούσαμε στα σκοτεινά, ειδικά όταν είχαμε να κάνουμε με 9λεπτα πλάνα
– γιατί μπορεί να έχεις ένα πλάνο 8 λεπτών και 45 δευτερολέπτων με
τέλειες ερμηνείες αλλά αν κάτι πάει στραβά τα τελευταία 15 δευτερόλεπτα,
πρέπει να το ξανακάνεις όλο από την αρχή. Και χρειάστηκε να κάνουμε τα
πλάνα ξανά και ξανά μέχρι να γίνουν σωστά, κάτι πολύ κοπιαστικό.
• Έχετε δουλέψει πολύ στο θέατρο. Με αυτή την ταινία, αισθάνεστε ότι φέρνετε πιο κοντά το θέατρο με τον κινηματογράφο;
Στο
θέατρο μπορείς να δεις τους ηθοποιούς να παίζουν για δυόμισι ώρες χωρίς
να φωνάζει «στοπ» κανείς, και νομίζω ότι αυτή την κατεύθυνση έχει πάρει
και ο κινηματογράφος τα τελευταία δέκα χρόνια, περιλαμβάνοντας ζωντανές
κινηματογραφήσεις παραστάσεων. Πρόκειται νομίζω για μια υπέροχη
εξέλιξη, αν και δεν μιλούν πολλοί γι’ αυτά τα έργα ως ένα είδος
κινηματογράφου – γεμίζουν ωστόσο τις αίθουσες. Το έχω εξασκήσει κι εγώ
σε μερικά από τα έργα μου, κι όλη μου την εμπειρία αυτή τη διοχέτευσα
στην ταινία.
Το χρέος μου ως σκηνοθέτη του
θεάτρου είναι να δώσω στους ηθοποιούς το κουράγιο και την αυτοπεποίθηση
που χρειάζονται για να σηκώσουν αυτό το «Jumbo» στον αέρα και να τους
βοηθήσω να αισθανθούν ότι η παράσταση είναι δική τους, όχι δική μου. Ίδια ήταν και η περίπτωση στο «1917» με τον Τζορτζ Μακέι και τον
Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν. Tους είπα «Πάρτε το, δικό σας είναι», κι ενώ είχα
τη δυνατότητα στο γύρισμα να τους σπρώχνω και να τους υπενθυμίζω μερικά
πρακτικά πράγματα, στην ουσία η δουλειά μου ήταν να τους παροτρύνω να το
ζήσουν, όχι να υποκριθούν.
Πρόκειται για
εργαλεία που χειρίζομαι στο θέατρο, ώστε να δημιουργείται μια αίσθηση
ρυθμού χωρίς διακοπές, όπου το κοινό έχει τη δυνατότητα να εισπνέει και
να εκπνέει, χωρίς όμως να του επιβάλλεται ένα ασταμάτητο και μονότονο
βήμα προς την κατάληξη της δράσης. Ταυτόχρονα η ταινία προσφέρει μια
κινηματογραφική εμπειρία που δεν θα μπορούσες να αντιγράψεις στο θέατρο,
καθώς κινείσαι σε ένα απέραντο τοπίο που αλλάζει συνεχώς.
•
Οι ηθοποιοί σας θα πρέπει να έκαναν προπόνηση σαν αθλητές για τους
ρόλους τους, για τόσο τρέξιμο, άλμα, κολύμπι. Όταν ο πρωταγωνιστής
πέφτει στο ποτάμι, δεν φαντάζομαι ότι είχατε έλεγχο των κινήσεών του. Σίγουρα κάποιες από τις κινήσεις τους έγιναν αυθόρμητα.
Ναι,
ελπίζω ότι πετύχαμε έναν τέλειο συνδυασμό μεταξύ σχεδιασμού και τύχης.
Στόχος μας ήταν να φτιάξουμε το σχεδιάγραμμα της δράσης, έτσι ώστε να
αφήσουμε χώρο για τυχαίες συγκυρίες και απρόβλεπτα πράγματα. Εννοώ ότι
πολλή από τη δράση του Τζορτζ Μακέι στο ποτάμι δεν ήταν σχεδιασμένη –
προσπαθούσε απλά να μείνει στην επιφάνεια του πολύ κρύου νερού.
Ήταν πραγματικά ηρωικός. Το μόνο που δεν έκανε ήταν να πέσει προς τα πίσω
από μια σκάλα και να χτυπήσει το κεφάλι του, αλλά, αν του το είχα
ζητήσει, θα είχε πει «ναι» (γέλια). Του είπα «Όχι, δεν θα το κάνεις».
Μάλιστα, όταν έπεσε στο τελευταίο τρέξιμο μέσα στη λάσπη, νόμιζα ότι θα
καλούσαμε το ασθενοφόρο, αλλά ήταν τόσο συγκεντρωμένος και αποφασισμένος
να ολοκληρώσει τη σκηνή, που σηκώθηκε μόνος του και μας συγκίνησε
απίστευτα…
Πιστεύω ότι όταν κάνεις μια ταινία
για έναν πόλεμο που εξόντωσε μια ολόκληρη γενιά, που ανάγκασε άλλους να
περάσουν 3-4 χρόνια της ζωής τους μεσα στη λάσπη και άλλους τους
τραυμάτισε ακόμα κι αν επιβίωσαν, μια ταινία για το πάθος του γυρισμού
και για την αγάπη προς τον σύντροφό σου, τότε είναι δύσκολο να
παραπονεθείς για οτιδήποτε!
Κυκλοφορεί από τις 9 Ιανουαρίου από την Odeon. Παίζουν οι: Τζορτζ Μακέι,
Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν, Μαρκ Στρονγκ, Αντριου Σκοτ, Ρίτσαρντ Μάντεν, Κλερ
Ντιμπούρκ, Κόλιν Φερθ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου