«Η φιλοσοφία στο σχολείο»
Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού*
Μπορούμε να μιλάμε για φιλοσοφία στο σχολείο; Και με ποια έννοια; Είναι δυνατόν η φιλοσοφία, η πιο συνθετική –και «δύστροπη»– διεργασία της ανθρώπινης νόησης και ο κατεξοχήν αφαιρετικός χώρος εννοιών και προβλημάτων στην πιο σύνθετη διαπλοκή τους, να γίνουν αντικείμενο διδασκαλίας σε παιδιά; Κι από την άλλη, μπορούμε να αποκόψουμε τη φιλοσοφία από τα παιδιά, τις ηλικίες δηλαδή όπου ο άνθρωπος διαμορφώνει τον χάρτη του ηθικού, αξιακού και κοινωνικού του προσανατολισμού στον κόσμο; Την περίοδο των σχολικών χρόνων, όπου διαμορφώνονται ο χαρακτήρας, η προσωπικότητα του κάθε παιδιού, οι στάσεις του απέναντι στη ζωή και στους άλλους ανθρώπους, η σχέση με τον εαυτό και η βίωση των αξιών που θα γίνουν οδοδείκτης στη ζωή του ως ενήλικα. Αναφερόμαστε σε μια φιλοσοφική αγωγή βέβαια και όχι σε ελεύθερο, άναρχο παιχνίδι με τη σκέψη, όπως εύστοχα ο Jean Toussaint αναφερόμενος στη φιλοσοφία τη χαρακτήριζε «μεθοδικά α-μεθοδική».
Είναι γεγονός ότι οι φιλόσοφοι, στην κάθε ιστορική εποχή, με εξαίρεση τα φιλοσοφικά «φροντιστήρια» του Πλωτίνου, δεν απευθύνονται σε παιδιά, δεν συνδιαλέγονται με ηλικίες αδιαμόρφωτες και «αθώες» απέναντι στη ζωή. Η φιλοσοφία είναι διανοητική άσκηση της ωριμότητας, όταν ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με ουσιώδεις και καίριους προβληματισμούς για τη συνολική θεώρηση της ζωής –την οποία και καλείται να αντιμετωπίσει–, την ένταξή του στον κόσμο, την οντολογία και τη μεταφυσική της ύπαρξής του. Υπήρξε δε ανέκαθεν η φιλοσοφία χώρος αναβαθμισμένων νοητικών εμπειριών, σκοτεινός στη σύλληψη και την κατανόησή του, αποστασιοποιημένος από τους πολλούς ανθρώπους, στους οποίους καταλήγουν, ως προσδιοριστικοί ηθικοί και αξιακοί οδοδείκτες, απλουστευτικές φιλοσοφικές απόψεις και αξιακά περιβάλλοντα ιδεών. Εξαίρεση θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί η αρχαία Αθήνα με τη φιλοσοφική της δραστηριότητα, που παιδαγωγεί τον απαιτητικό πολίτη της δημοκρατίας και η πραξιολογική περίοδος των Ελληνιστικών χρόνων, όπου η φιλοσοφία «κατεβαίνει» και συνομιλεί με την καθημερινότητα και τα υπαρξιακά προβλήματα του κοινού ανθρώπου.
Εντούτοις, καμιά εποχή δεν καλλιεργεί τον συστηματικό φιλοσοφικό στοχασμό στην παιδική ηλικία και καμιά φιλοσοφική δραστηριότητα δεν έχει ως φυσικό βιότοπό της το παιδί και τα χρόνια της θεσμικής του εκπαίδευσης. Η σχέση των μαθητικών ακροατηρίων με το αντικείμενο της φιλοσοφίας διαχρονικά ήταν η άντληση πραγματολογικού χαρακτήρα γνώσης, η επικοινωνία τους με αποσπασματικά στοιχεία από την εξελικτική πορεία των φιλοσοφικών ιδεών με έμφαση –όπως και είναι φυσικό– στην ιστορία της φιλοσοφίας, προπάντων της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας.
Έτσι, από την άκριτη συσσώρευση και απομνημόνευση της γνώσης, οι μαθητές περνούν στη διαδικασία παραγωγής της.Παρά τη στοχοθεσία των αναλυτικών προγραμμάτων και κάποιες υψηλότερες προσδοκίες απ’ αυτές που τα αξιολογικά αποτελέσματα διδασκαλίας του μαθήματος πρόσφεραν, σε καμιά περίπτωση δεν έδωσε η διδακτική του αντικειμένου αυτή την αυθεντική σχέση που όριζε η αρχαία ελληνική αντίληψη για την επικοινωνία της φιλοσοφίας με τον άνθρωπο: αγάπη για τη σοφία, ως προσδιοριστικό παράγοντα της ανθρώπινης πράξης. Απάντηση δηλαδή στο πρωταρχικό ερώτημα: Πώς πρέπει να ζει ο άνθρωπος ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους, κατακτώντας την ατομική του ευδαιμονία και υπηρετώντας την εναρμόνιση του εαυτού με την κοινωνία. Αναφερόμαστε ωστόσο σε μακρινότερες χρονικά περιόδους της ιστορίας, όταν οι διαδικασίες της κοινωνικής ζωής και της προσαρμογής σ’ αυτήν ήταν απλούστερες και το άτομο εισερχόταν στην ενηλικίωση μέσα από προδιαγεγραμμένους δρόμους και αξίες, κληρονομημένες από τη μια στην άλλη γενιά, σε καταστάσεις και εμπειρίες περίπου ακίνητες ή μιας αργής μεταβατικότητας.
Η φιλοσοφία εξακολούθησε –και εξακολουθεί– να είναι ο προνομιακός χώρος διανοητικής άσκησης των ενηλίκων. Από τη δεκαετία του 1970 ωστόσο, εκδηλώνεται στις ΗΠΑ αρχικά –στη συνέχεια στη Γαλλία και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο–, ένα κίνημα για την ανάπτυξη μιας φιλοσοφίας που θα απευθύνεται στα παιδιά (Philosophy for Young People or Philosophy for Kids). Πρώτος ο Μatthew Lipman (1922-2010), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia, διαπίστωσε ότι οι νέοι και τα παιδιά, από μικρή ηλικία, έχουν την ικανότητα, αντίθετα από την καρτεσιανή φιλοσοφική παράδοση, να επικοινωνούν με αφηρημένες έννοιες και ότι με τις κατάλληλες μεθόδους θα μπορούσαν να ασκήσουν την κριτική τους σκέψη και να ενδυναμώσουν τις λογικές τους λειτουργίες. O Lipman θεωρητικοποιεί την «κοινότητα έρευνας», η οποία στηριζόμενη στη συνεργασία, στην αλληλεπίδραση (interaction) και στη συμμετοχή όλων των μαθητών, των πιο διστακτικών και των πιο δειλών ιδιαίτερα, προάγει μέσ’ από διαλογικές διαδικασίες τον προβληματισμό, την κριτική-αναλυτική σκέψη, την επίλυση προβλημάτων. Οι μαθητές αφορμώνται από μια βάση αμφισβήτησης και αναζήτησης των αιτίων που υπάρχουν πίσω από κάθε κατάσταση. Έτσι, από την άκριτη συσσώρευση και απομνημόνευση της γνώσης, οι μαθητές περνούν στη διαδικασία παραγωγής της. Στο βιβλίο του Philosophy in the Classroom, ο Lipman, συγκεντρώνει όλη την εμπειρία του από την εφαρμογή των μεθόδων διδασκαλίας μιας «Φιλοσοφίας για παιδιά» και το curriculum (αναλυτικό πρόγραμμα), με βάση το οποίο υλοποιείται η φιλοσοφική του πρόταση.
Αναμφισβήτητα, η κίνηση αυτή, που συνδυάζει τη φιλοσοφική με την παιδαγωγική και την κοινωνική διάσταση, προσφέρει μια νέα δυνατότητα τόσο στη συνολική εκπαίδευση των μαθητών, όσο και στην κατάκτηση μιας ταυτότητας δημοκρατικού πολίτη: με την έννοια του σκεπτόμενου ατόμου, του δυναμένου να συνεργαστεί, να ακούσει, να προτείνει, να αμφισβητήσει όχι δογματικά αλλά αντιτάσσοντας την επιχειρηματολογία του και αναλαμβάνοντας την ευθύνη των λόγων και των πράξεών του. Ενισχύει και προωθεί ενεργητικές και δημοκρατικές μεθόδους μάθησης και επικοινωνίας με τον κοινωνικό χώρο. Πρόκειται όμως για μια πραγματιστική προσέγγιση, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει σε βάθος τους προβληματισμούς και τις αμφιβολίες, τους πραγματικούς φόβους, τις αντινομίες και τις συγκρούσεις, την επικινδυνότητα των συνθηκών ζωής του σημερινού μαθητή.
Αλλά τι βιώνει ο σημερινός μαθητής και για ποια «σχολική φιλοσοφία» μπορεί να γίνεται λόγος; Καταρχήν, η αναστάτωση που προκαλεί στη ζωή του η μετάβαση σε μια νέα εποχή: πληροφοριακή τεχνολογία, μεταβολή της επικοινωνίας και της κοινωνικότητάς του, μετάλλαξη της παιδικότητας, εθισμός (αλκοόλ, ηλεκτρονικά παιχνίδια, διαδίκτυο, ναρκωτικές ουσίες κ.λπ.), διευρυμένες ανισότητες, ρατσισμός, οικονομική κρίση, κρίση αξιών –με πρώτες τις οικογενειακές αξίες–, πολυπολιτισμικότητα, αιφνίδιες μεταπτώσεις, οικολογικές αρρυθμίες, εγκληματικότητα, αβεβαιότητες, κρίση νοήματος. Ένας νέος αυταρχισμός αιχμαλωτίζει βίαια τα παιδιά, που απορρέει –εκτός των άλλων– από τη βία του χρόνου και των συνθηκών. Και φυσικά, η νοσηρότητα της υποτιθέμενης χαράς και ευδαιμονίας των παιδιών παράγεται μέσα από μιαν υποκατάσταση της αυθεντικής πραγματικότητας: ηλεκτρονικά παιχνίδια και διαδίκτυο αντί παιχνίδι με φίλους, tablet αντί βιβλίο, άγνωστοι φίλοι αντί των γνωστών συμμαθητών, internet-café αντί για τη φύση. Αμφισβήτηση, καχυποψία απέναντι στο «σωστό» των ενηλίκων, συγκρούσεις εσωτερικές και εξωτερικές, παραμορφώσεις της πραγματικότητας, υπερβολή. Και απώλεια νηφαλιότητας, ήρεμης και κριτικής σκέψης, διαλόγου.
Κανένας από τους παραδοσιακούς θεσμούς –οικογένεια, συμβατικά μαθήματα στο σχολείο, εκκλησία κ.λπ.– δεν είναι σε θέση να αρθρώσει πειστικό λόγο στους εφήβους, ώστε να ασκήσει αποτελεσματική επήρεια «για την προσαρμογή τους στο φυσικό, κοινωνικό τους περιβάλλον, για την ορθή και ταιριαστή ολοκλήρωση των αναπτυσσόμενων δυνάμεων της ψυχής: την αρετή» (John P. Anton, Έρως πολιτικός, Μίλητος, σ. 311) και την επιλογή της ορθής πράξης. Σ’ αυτή την ορθή πράξη επενδύεται η κριτική διεργασία των εννοιών και των προβλημάτων, που οδηγεί στη μορφοποίηση του τελικού ήθους.
Ένας νέος αυταρχισμός αιχμαλωτίζει βίαια τα παιδιά, που απορρέει –εκτός των άλλων– από τη βία του χρόνου και των συνθηκών.Η φιλοσοφία θα μπορούσε; Αλλά ποια φιλοσοφία; Πώς θα μπορούσε να συμφιλιωθεί ο αφαιρετικός χαρακτήρας αυτού του σύνθετου λογισμού με την άπειρη παιδική και εφηβική φύση; Με τις ηλικίες που έχουν ωστόσο απορίες, που θέτουν προβλήματα και εκθέτουν προβληματισμούς – και συνιστά αυτό μια θετική προδιάθεση προς το ειδέναι και προς το φιλοσοφείν. Τα παιδιά όμως δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν την πυκνή, αφαιρετική ανέλιξη του φιλοσοφικού στοχασμού. Μια «απλή» φιλοσοφία· μια πρακτική φιλοσοφία, ίσως. Όχι ιστορία της φιλοσοφίας και των φιλοσοφικών συστημάτων – η ταξινομημένη στον χρόνο πορεία της φιλοσοφικής σκέψης. Που δεν αφορμάται από το πρόβλημα, δεν έπεται ως απάντηση στη διατυπωμένη απορία: τι και γιατί.
Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει μια κίνηση εισαγωγής της φιλοσοφίας στην καθημερινή ζωή, μια διείσδυσή της στα αιτήματα και στις ανάγκες του καθημερινού ανθρώπου, μια συνομιλία της φιλοσοφίας με επιτακτικά του προβλήματα που υφαίνουν τις αγωνίες, τα αδιέξοδα και τη σύγχυσή του. «Τι είναι μια ανθρώπινη φιλοσοφία;» θα αναρωτηθεί ο John Cottingham, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Reading, προσδοκώντας να δει μια φιλοσοφία που θ’ αγκαλιάζει τον άνθρωπο και θα του υποδεικνύει το πώς να ζει. Μήπως ξυπνάει μέσα μας ο «νόστος» του σωκρατικού αρχέτυπου; Του φιλόσοφου που εγκαταλείπει τους «ειδικευμένους» μαθητές και κατεβαίνει στον δρόμο, στο τυχαίο συναπάντημα στην παλαίστρα, στα δικαστήρια, στα μαγαζιά, και θέτει στον τυχόντα παραπλανητικές ερωτήσεις, προσποιούμενος ο ίδιος τον παντελώς αμήχανο, έως ότου μέσα από τη βάσανο της ανωφερούς σκέψης να τον οδηγήσει στην αλήθεια; «Μετά από τους δασκάλους που απεκάλυπταν την αλήθεια σε επίλεκτους μαθητές, είναι ο δάσκαλος που βοηθά τον καθένα να την αναζητήσει επίμονα», θα γράψει η Jacqueline de Romilly (Γιατί η Ελλάδα;, Άστυ, 1993, σ. 254).
Στο πλαίσιο της παραπάνω θεώρησης, έχει διαμορφωθεί σήμερα ένα πεδίο που τείνει να αποκτήσει και ακαδημαϊκό χαρακτήρα και περιεχόμενο: της Δημόσιας Κατανόησης της Φιλοσοφίας στον κόσμο (Public Understanding of Philosophy), αντικείμενο για το οποίο δημιουργήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Sheffield (Μεγάλη Βρετανία) για πρώτη φορά πανεπιστημιακή έδρα. (Από την ακαδημαϊκή κοινότητα του ίδιου Πανεπιστημίου ξεκινάει το 2012 και το πρωτοποριακό «Φεστιβάλ Σκέψης» –Festival of the Mind–, μια ανοιχτή διαδραστική διαδικασία στην οποία μπορεί να συμμετέχει ο καθένας σ’ ένα συνεχές μουσικής, τέχνης, αυτοσχεδιασμού, διαλέξεων, τοπικής ιστορίας και διεθνών ιστοριών, περφόρμανς και χορού). Η Δημόσια Κατανόηση της Φιλοσοφίας ακολούθησε ως φυσική συνέχεια της Δημόσιας Κατανόησης της Επιστήμης (Public Understanding of Science), η οποία άρχισε να κυοφορείται ως αναγκαιότητα από τη δεκαετία του 1960, με στόχο τη δημιουργία ενός απλουστευμένου επιστημονικού και τεχνολογικού εγγραμματισμού, ώστε οι ασύνορες και ισχυρές δυνάμεις της εντεινόμενης ολοένα, με θεαματικούς ρυθμούς, επιστήμης και τεχνολογίας, να μπορούν να λειτουργήσουν μέσα σε ευφυή και ηθικά δημοκρατικά περιβάλλοντα.
Ως συνέχεια των παραπάνω, αξίζει να αναφερθεί ότι η καθηγήτρια της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Sheffield Angie Hobbs, ειδικευμένη στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ηθική και στη Δημόσια Κατανόηση της Φιλοσοφίας, στην οποία και προσφέρθηκε η αντίστοιχη έδρα, είναι ιδιαίτερα πειστική για την εφαρμογή μιας παιδαγωγικής μεθόδου φιλοσοφικής παιδείας από το δημοτικό σχολείο ακόμα. Συνδυάζοντας τη φαντασία των παιδιών με την έντονη τάση τους προς το απορείν, έχει διδάξει Πλάτωνα και Ηράκλειτο σε τάξεις εφτάχρονων μαθητών, των οποίων η ανταπόκριση είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική σε ερωτήματα όπως: Τι είναι αυτό που κάνει εμένα (ταυτότητα), τι είναι ο χρόνος, υπάρχει το τίποτα; Τα παιδιά αγαπούν επίσης το παράδοξο του Ζήνωνα: Το κινούμενο βέλος είναι ακίνητο, ή το παράδοξο του ψεύτη Κρητικού: Εγώ λέω πάντα ψέματα –τους λέω–, τώρα ψεύδομαι; Θεωρεί ότι η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών, η σύνθετη κοινωνική προσαρμογή σ’ αυτές μαζί με τη συγχυτική πολυφωνία σε διαχρονικά αλλά και σύγχρονα ζητήματα, εντείνει το αίτημα της φιλοσοφικής αγωγής –και μάλιστα στη βάση της αρχαίας ελληνικής σκέψης– από μικρές ηλικίες. Το πρόβλημα των ανοιχτών κοινωνιών, της πολυπολιτισμικότητας, της θρησκευτικής ετερότητας, του ρατσισμού, του πολέμου, της βίας, της τρομοκρατίας είναι θέματα που μπορεί να αντιμετωπίσει η αναστροφή με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
«Μελετώντας τη φιλοσοφία, μπορεί τα παιδιά να καταλάβουν ότι υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι σκέψης, ύπαρξης, ζωής και προσέγγισης του κόσμου», υποστηρίζει η Angie Hobbs. Κι ακόμα ότι «μπορεί να αναπτυχθούν και σημαντικά θεραπευτικά ωφελήματα στους μαθητές» (Η σκέψη είναι θεραπεία, υποστήριζαν οι Στωικοί). Εξετάζοντας π.χ. τις θεωρίες των αρχαίων Ελλήνων Στωικών, σχετικά με την αποδοχή της απώλειας του ελέγχου και της αλλαγής, μπορεί τα μικρά παιδιά να αποκτήσουν «μία ανθεκτικότητα» και μια αίσθηση ότι είναι φυσιολογικό να μην είναι ευτυχισμένα συνεχώς.
Η αφετηρία της φιλοσοφίας για παιδιά, προκειμένου να μην καταστεί μια αφόρητη, ανοίκεια διαδικασία χωρίς νόημα, οφείλει να αφορμάται από το συγκεκριμένο πρόβλημα, διατυπωμένο με τη μορφή ερωτήματος ή ενσωματωμένο σε σύντομο σενάριο / μικρή ιστορία (πλασματική ή βιωμένη) και να προχωρεί στη διαλεκτική αντιμετώπισή του, με βάση τόσο την εμπειρική-βιωματική ανίχνευσή του, όσο και τη σπουδή του μέσα στη φιλοσοφία. Με τη μορφή της θεματικής κατάταξης του «υλικού» και την επιλογή φιλοσοφικών θεωριών που προσφέρουν κάθε φορά απαντήσεις σε ερωτήματα –που μπορεί να είναι και– των παιδιών και των εφήβων, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τον παιδαγωγικό χαρακτήρα του διδακτικού αντικειμένου. Αυτής της μορφής η (σχολική) φιλοσοφία δεν μπορεί να ακολουθεί την παραδοσιακή αντιμετώπιση: διδακτικών μεθόδων, συγκεκριμένης και αυστηρά καθορισμένης ύλης, παραδοσιακής αξιολόγησης κ.λπ. Και φυσικά προϋποθέτει τη μύηση του ίδιου του εκπαιδευτικού και την πρόσκτηση γνώσης, επικοινωνιακών δεξιοτήτων και δεξιοτήτων διαλόγου, ώστε να φτάσει στην κατάκτηση της φιλοσοφικής σπουδής, της απάντησης δηλαδή –ή των απαντήσεων– στο ερώτημα, μέσα από συνεπείς διαδικασίες διαλόγου (του μοντέλου της σωκρατικής μαιευτικής π.χ.). Που είναι η φιλοσοφία τού να ζεις και να ζεις τη χαρά και το μέτρο της ζωής. Που είναι η ίδια η αρετή – όπως την εννοούσε η ελληνική σκέψη προσδιορισμένη και με το πολιτικό της περιεχόμενο: δηλαδή την έννοια του ευ συν-υπάρχειν, την έννοια της συμφιλίωσης του εαυτού με την κοινωνία. Η αναζήτηση του νοήματος – το νόημα της χαράς, της εγκράτειας, της στέρησης, το νόημα της πειθαρχίας, της ελευθερίας, το νόημα της πολιτειότητας (του να είσαι και να φέρεσαι ως πολίτης), το νόημα της τεχνολογίας, το νόημα του διαφορετικού, το νόημα της εξουσίας, το νόημα της δημοκρατίας, το νόημα της ζωής εντέλει.
«Και τα παιδιά μέσα σε όλα αυτά;» θα αναρωτηθεί ο Nicolas Go, διδάκτωρ της Φιλοσοφίας, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Rennes: «Δεν είναι και πολύ μακριά. Ας τους προσφέρουμε ξεκινήματα να περιπλανηθούν στα σύνορα, να βαδίσουν στο μονοπάτι της ερώτησης για το νόημα, να βρουν τρόπους προσέγγισης στη φιλοσοφία. Να εισπνεύσουν, να προαισθανθούν, να συναντήσουν, να αντιμετωπίσουν, να επιχειρηματολογήσουν, για να μάθουν να στοχάζονται πάνω σε αυτό που είναι να είσαι άνθρωπος».
Για να μάθουν να επιβιώνουν, προπάντων.
Μπορείτε να διαβάσετε και το άρθρο «Φιλοσοφία και παγκοσμιοποίηση» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου