- 7. Τ. S. Eliot, "Γερόντιον", Μεγάλες στιγμές της ποιήσεως, Μετάφραση 'Αρης
Δικταίος, Αθήνα, εκδ. Δωδώνη, 1967, σσ. 167-169
Σχόλιο
Το ποίημα με τον τίτλο "Γερόντιον", από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα του Έλιοτ, εκφράζει ένα έντονο κλίμα γενικής διάλυσης και εκφυλισμού των ιδεών, διαφθοράς των ηθών και νοθείας των ιδανικών. Παράλληλα θίγεται το θέμα του δειλού συμβιβασμού και της καταναγκαστικής συμφιλίωσης με μια τέτοια ολέθρια κατάσταση, θέμα που θίγεται επίσης στο ποίημα με τον τίτλο "Δυσκολίες πολιτευομένου", όπου περιγράφεται η εικόνα ενός ξεπεσμένου πολιτικού, ανεύθυνου και βαριεστημένου από τις φροντίδες της διακυβέρνησης, που "λαχταρά μιαν επιστροφή στην αμεριμνησία της παιδικής ηλικίας" (βλ. και σχετικό σχόλιο του σχολικού εγχειριδίου). Και στα δύο ποιήματα απεικονίζονται όψεις της κρίσης του σύγχρονου πολιτισμού μας: στο πρώτο με την εικόνα ενός γέρου που συμβιβάστηκε με μια κατάσταση αηδιαστική και αναζητά μάταια την αλλαγή και στο δεύτερο με τον ψυχικό διχασμό ενός ακατάλληλου ηγέτη.Κείμενο
ΓΕΡΟΝΤΙΟΝΔεν έχεις ούτε νεότητα μήτε ηλικία
πλην σα να τα νειρευόσουν και τα δυο σ' έναν ύπνο ύστερα από δείπνο.
Εδώ 'μαι, γέρος άνθρωπος σε διψασμένο μήνα, γροικώντας
ένα αγόρι που μου διαβάζει, τη βροχή καρτερώντας.
Ποτέ δεν έφτασα ως τις πύρινες πύλες
ούτε πολέμησα μες στη ζεστή βροχή
μήτε και βούλιαξα ως τα γόνατα στους αρμυρούς βάλτους
κρατώντας ψηλά τ' όπλο, από τις μυίγες τσιμπημένος, χτυπημένος.
Το σπίτι μου είναι ερειπωμένο σπίτι,
κι ο οβριός στρογγυλοκάθεται πάνω στο πεζούλι
του παραθυριού, ο νοικοκύρης, γέννημα και θρέμμα
κάποιου καταγώγιου της Αμβέρσας, στις Βρυξέλλες
που 'βγαλε φούστουλες κ' ύστερα στη Λόντρα
μπαλώθηκε και ξελεπιάστηκε. Στο αποπάνω χωράφι
βήχει ο τράγος. Βράχια, μούσκλα, αγριάδες,
σιδερικά, σκατά. Η γυναίκα παιδεύεται μες στην κουζίνα,
φτιάχνει το τσάι, φταρνίζεται το βράδι, ξεσκαλίζει
το νεροχύτη τον δύστροπο.
Εγώ, γέρος άνθρωπος,
ένα κεφάλι αδειανό ανάμεσα σ' ανεμικούς χώρους.
Σημεία, για θάματα τα παίρνουνε. "Να δούμε σημάδι!"
Η λέξη μες σε λέξη, ανίκανη ν' αρθρώσει λέξη,
φασκιωμένη με ζόφο. Στην εφηβεία του αιώνα
ήρθε ο Χριστός ο τίγρης.
Τον διεφθαρμένο Μάη, καστανιά, ακρανιά, φηγοβοτάνια
της Ιουδαίας, για φάγωμα, για μοίρασμα, για να πιοθούνε
μέσα σε ψιθυρίσματα· από τον Σιλβέρο
με τα χαϊδευτικά χέρια, που στη Λιμόζ
ολονυχτής στο διπλανό δωμάτιο περπατούσε·
από τον Χακαγκάβα που υποκλινόταν ανάμεσα στους Τιτσιάνους·
απ' τη Μαντάμ Τορνκίστ, που μετακινούσε
τα κεριά στο σκοτεινό δωμάτιο· από τη Φροϋλάιν φον Κουλπ
που στράφηκε πίσω της, με το χέρι στην πόρτα. 'Αδειες σαΐτες
τον άνεμο υφαίνουνε. Δεν έχω φαντάσματα εγώ,
ένας γέρος άνθρωπος σε σπίτι ρεύματα γεμάτο,
κάτω από μια τρύπα που όλο μπάζει αέρα.
Μετά από τέτοια γνώση, ποια συγγνώμη; Σκέψου τώρα,
πως η ιστορία έχει πολλά πανούργα περάσματα, επινοημένους
διαδρόμους κ' εξόδους, παραπλανά με φιλοδοξίες ψιθυρισμένες,
μας οδηγεί σε ματαιοδοξίες. Σκέψου τώρα
πως η Ιστορία δίνει όταν η προσοχή μας έχει αποσπαστεί,
κι ό,τι δίνει, το δίνει μέσα σε τόσες ευλύγιστες συγχύσεις,
που κάνει πιο πειναλέο τον πειναλέο. Κ' είτε δίνει
πάρα πολύ αργά ό,τι δεν είναι πια πιστευτό, ή αν είναι ακόμη
πιστευτό, μόνο στη μνήμη είναι, ένα αναμασημένο πάθος. Είτε δίνει
πάρα πολύ γρήγορα σ' αδύναμα χέρια, ό,τι είναι σκέψη, πράγμα
που θα μπορούσε και να 'λειπε, πλην έρχεται ώρα
που η άρνηση γεννά τον φόβο. Σκέψου πως ούτε ο φόβος
ούτε το θάρρος μας σώζουν. Παρά φύσιν βίτσια
υιοθετούνται από τον ηρωισμό μας. Αρετές
βιάζονται πάνω μας από τα επονείδιστα εγκλήματά μας.
Τα δάκρυα αυτά από το δέντρο της οργής τινάχτηκαν.
Ο τίγρης πηδά στον νέο αιώνα. ΜΑΣ καταβροχθίζει. Σκέψου, τέλος,
πως σε συμπέρασμα δε φτάσαμε, ενώ εγώ ξυλιάζω
το νοικιασμένο σπίτι. Σκέψου, τέλος,
πως δεν παρουσίασα άσκοπα όλο το θέαμα τούτο
και πως μήτε σ' οποιοδήποτε ξορκισμό των δαιμόνων
των οπισθόβουλων οφείλεται. Θα 'θελα, σ' αυτό απάνω,
να 'μια τίμιος μαζί σου. Εγώ που τόσο κοντά ήμουν στην καρδιά σου,
διώχτηκα απ' αυτήν, την ομορφιά χάνοντας μες στον τρόμο,
τον τρόμο μέσα στην εξέταση. Έχω χάσει
το πάθος μου: και προς τι να το διατηρήσω, μια και ό,τι
διατηρείται κατ' ανάγκην νοθεύεται; Έχω χάσει
την όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση κι αφή μου:
Πως θα τα μεταχειριζόμουν, για να ρθω πιότερο κοντά σου;
Αυτές με χίλιες δυο άλλες μικροσκέψεις
προεκτείνουν το κέρδος του παγερού παραληρήματός τους,
τη μεμβράνη ερεθίζουν, όταν έχει η αίσθηση παγώσει,
με τα πικάντικα αρτύματά τους, πολλαπλασιάζουν
την ποικιλία τους μέσα σε μια ερημιάν από καθρέφτες.
Και, λοιπόν, τι θα πρέπει η αράχνη
να κάμει; Ν' αναστείλει τη δουλειά της; Ν' αδρανήσει
η σταρόψειρα; Ο ντε Μπαιλάς, ο Φρέσκα, η Κυρία Κάμμελ,
στροβιλίστηκαν πέραν της τροχιάς της ριγούσης Άρκτου
σε θρύμματα ατόμων. Γλάρος στον άνεμο ενάντια, στ' ανεμώδη
στενά της Μπελ Ιλ, ή που τρέχει ίσια
προς το Ακρωτήριο Χορν, λευκά στο χιόνι
πούπουλα, απαιτεί ο Κόλπος,
κ' ένας γέρος άνθρωπος σαρωμένος από τα Μελτέμια
σε νυσταλέα γωνιά.
Κάτοικοι του σπιτιού,
Σκέψεις στεγνού μυαλού, σ' εποχή διψασμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου