Πέμπτη, Οκτωβρίου 05, 2017

ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΩΡΓΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟ

Κένταυρος Ευρυτίωνας και νύφη Δηιδάμεια, Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας - Archaeological Museum of OlympiaΚένταυρος Ευρυτίωνας και νύφη Δηιδάμεια, Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας 
 Από τα συμπλέγματα των μορφών στο δυτικό αέτωμα του ναού του Δία, που χαρακτηρίζονται από έντονες, όλο δυναμισμό κινήσεις, ιδιαίτερη θέση κατέχει εκείνο του βασιλιά των Κενταύρων Ευρυτίωνα και της νύφης Δηιδάμειας. Ο Ευρυτίων, έχει αρπάξει την Δηιδάμεια, ενώ εκείνη γέρνει το σώμα της προς τα πίσω και με τον αριστερό της αγκώνα απωθεί το πρόσωπό του, σε μία προσπάθεια να απελευθερωθεί από το βίαιο αγκάλιασμα. Προς βοήθειά της τρέχει ο σύζυγός της Πειρίθους. Το μοναδικής ομορφιάς πρόσωπο της Δηιδάμειας έρχεται σε αντίθεση με τα άγρια, κτηνώδη χαρακτηριστικά του Ευρυτίωνα.
 Louis Jean Francois Lagrenee , "Η αρπαγή της Δηιδάμειας"
************************

Σχετική εικόναΓιώργης Παυλόπουλος
 
 «Το άγαλμα και ο τεχνίτης»
Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.
 
 
_______________________________________________

.:BiblioNet : Παυλόπουλος, Γιώργης, 1924-2008

________________
 http://diastixo.gr/images/psvlopoulos-poihmata.jpg



Γιώργης Παυλόπουλος: «Ποιήματα 1943-2008»






Πόσο απλός, λιτός, παραστατικός, συναισθηματικός, ζεστός, αποδεκτός και κατά συνέπεια αγαπητός μπορεί να είναι ένας ποιητής, ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε από τα ΚΤΕΛ Ηλείας, που θεωρούσε τον εαυτό του ελάσσονα ποιητή, που ξεκίνησε ως πεζογράφος και στην συνέχεια βρήκε το στίγμα του στην ποίηση, που υπήρξε συνομιλητής του Σεφέρη, και φίλος του Σινόπουλου, του Καχτίτση και του Παπαδημητρακόπουλου, που έγραψε ελάχιστα σε σχέση με την ηλικία που έφυγε; Πόσο ο Γιώργης Παυλόπουλος, που σημάδεψε τα νεανικά μας χρόνια, μπορεί σήμερα να ευαισθητοποιήσει νέους αναγνώστες, νέους χρήστες της ποίησης σε τόσο πεζές εποχές; Έχω την γνώμη πολλούς. Γιατί ο Παυλόπουλος αφενός είναι μια αυταπόδεικτη μονάδα, η οποία λειτουργούσε με γνώμονα την αφηγηματική ποίηση, τους ποιητικούς διαλόγους, την εικονοπλασία, το χύμα των συναισθημάτων, την πλήρη ανθρώπινη διάσταση, αφετέρου γιατί παρά την υψηλότατη ποιότητα της δουλειάς του είναι απόλυτα αφομοιώσιμος, λαμβάνουμε τα πάντα, και τις εμπνεύσεις και τα μηνύματα, αφουγκραζόμαστε τον εσωτερικό του κόσμο (για να μην πω σύμπαν), συμπάσχουμε με τα δεινά του και χαιρόμαστε με τις χαρές του, καθώς λείπουν μεμψιμοιρίες και λόγια απόγνωσης, πράγμα που σημαίνει πως ο ίδιος δεν μετάνιωσε για την ζωή που του έλαχε, δεν λιποτάκτησε ποτέ από τα δύσκολα και τα ακανθώδη. Ο Παυλόπουλος είναι ένας ποιητής πάνω στον οποίον μπορείς να εναποθέσεις ό,τι σε προβληματίζει, ό,τι σε υποκαθιστά, ό,τι σε κολάζει, αφού και καθημερινότητα αλλά και ιδεολογία στον εν λόγω ποιητή έχουν την ίδια ακριβώς διάρκεια, είναι τόσο μάλιστα ισορροπημένες που επιζητούν και την λύση αλλά και την απόδραση, και την κρούση αλλά και την ποιοτική αντίδραση.
Ας δούμε όμως αναλυτικά ολόκληρο το έργο του ποιητή το οποίο μας προσφέρει ολοκληρωμένα και συγκεντρωτικά σε μια θαυμάσια έκδοσή της η Κίχλη. Στην πρώτη συλλογή, «Το κατώγι», ο ποιητής αναμετράται με τον θάνατο και την ένοπλη μάχη. Πράγματι, με εκπληκτική ωριμότητα αντιμετωπίζει, παιδί μόλις δεκαεννιά χρονών, τόσο την οδύνη απ’ τον χαμό των μαχητών και της φιλοσοφίας που κουβαλούσαν, όσο και τον απλό, τον πεζό, τον προκαλούντα οίκτο, τον πλήρη κοινωνικό δρόμο προς το αγωνιστικό συναπάντημα συνανθρώπων μας. Στην συγκεκριμένη συλλογή, που ως πρώτη δεν μας προξενεί έκπληξη η θεματολογία της, ο Παυλόπουλος αποδεικνύει το μάταιο της ύπαρξης αλλά και των αγώνων της ζωής αλλά και της πάλης, της βίωσης αλλά και του κοινωνικού αυτοματισμού, τέλος της διαδικασίας ύπαρξης αλλά και των μεγάλων οραμάτων για προοδευτική αλλαγή.
«Τραγούδι»
Αίμα του βράχου κόκκινο πουλί
κατέβα στη θάλασσα μια νύχτα
να βρεις τα μάτια μου να πιεις
τα χείλια μου να κελαηδήσεις.
Εδώ με σκότωσαν στην ερημιά
σε τούτο τ’ ακρογιάλι.
Τρόμαξε τ’ άλογο, σηκώθηκε
με πήρε σέρνοντας απ’ τα μαλλιά
και τριποδίζει πικραμένο στον κατήφορο
ακόμη, πουλί μου, ακόμη.
(σελ. 23)
Στην δεύτερη ποιητική του συλλογή ο Παυλόπουλος συνεχίζει να εξιστορεί γεγονότα που σχετίζονται με τον Εμφύλιο πόλεμο, για τους άδικους θανάτους των ανταρτών, για την σκύλευση των νεκρών, για καμιά απολύτως τιμή στον σκοτωμένο (κάτι που οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν ως αρχή), για το τεράστιο μίσος ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, για εκτελέσεις, αποκεφαλισμούς, τοποθετήσεις των κρανίων πάνω σε στειλιάρια και περιοδείες μπρος στα έντρομα και φοβισμένα μάτια των αγροτών και των χωρικών. Είναι αλήθεια πως ο νεότατος ποιητής επηρεάζεται συστηματικά από τα συγκεκριμένα επεισόδια, παίρνει το μέρος των ηττημένων και γράφει για να αφήσει την δική τους σφραγίδα σε αυτό που πρώτα η Ιστορία και στην συνέχεια η Τέχνη κατέγραψαν. Ο Παυλόπουλος λειτουργεί ως ο άνθρωπος ο οποίος και λυπάται για την εν λόγω σφαγή αθώων, που δίνουν και την ζωή τους για μια δίκαιη κοινωνία, με ισότητα, αδελφοσύνη και αλληλεγγύη, απ’ την άλλη όμως δεν στρέφει τα πάθη του στους αντιπάλους, δεν δείχνει να τους μισεί (τουλάχιστον στον ποιητικό του οίστρο).

«Οι πέτρες θα μαρτυρήσουν»
Η μια μέρα δαγκώνει την άλλη
οι νύχτες πίσσα και τρόμος
καθένας περιμένει τη σειρά του.
Τους βάζουνε κι ανοίγουν λάκκους
μετά τους σπρώχνουν εκεί μέσα.
Προφταίνουνε να ιδούνε λίγον ουρανό
χώμα στο γαλάζιο
κι απάνω πέτρες πέτρες πέτρες
αυτές που κάποτε
θα μαρτυρήσουν.
(σελ.71)
Στην επόμενη ποιητική του συλλογή, «Τα αντικλείδια», ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος διευρύνει τον θεματολογικό ιστό βάζοντας στο κάδρο τον έρωτα, την Ποίηση, την κοινωνική συνοχή, και κρατά σε δυο τρία ποιήματα τη συλλογιστική των προηγούμενων βιβλίων γύρω από τον Εμφύλιο. Ο έρωτας απαντάται απτός, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς μεγάλους θυμούς, χωρίς μεγάλα τραύματα, μια παράθεση, δηλαδή, εντελώς βγαλμένη από έναν ψυχισμό ισορροπημένο και όχι τραυματικό, νηφάλιο και όχι παρανοϊκό. Η Ποίηση (που στην συνέχεια γίνεται έμμονη ιδέα καθώς θα συνομιλήσει μαζί της σε όλα τα επίπεδα) έρχεται ως βάλσαμο για να επουλώσει πληγές, για να μιλήσει για τον ίδιο τον ποιητή, για να μιλήσει εκ μέρους του, είναι η καταφυγή και η πράξη που τον γεμίζει, είναι τελικά η αποδοχή της. Η κοινωνική συνοχή φαντάζει στα μάτια του ποιητή ως κάτι ζητούμενο, ως κάτι που πρέπει να παλέψουμε πολύ σκληρά για να το κατακτήσουμε, αφορά τις δυνάμεις μας, τους φίλους μας, τους συνοδοιπόρους μας, είναι οι σχέσεις που έχουν χαλάσει και οι καινούριες που θα γεννηθούν. Όλα αυτά κάτω από στίχους άκρως ποιητικούς και ποιοτικούς, με δρομολογημένη την ειλικρίνεια, την αλήθεια, την συγκομιδή ενστάσεων, τελικά το βάθος του ποιητικού γίγνεσθαι και είναι.
«Το κόκαλο»
Όταν σκοτώθηκε ο αετός
ένα παιδί πήρε το κόκαλο
από το πόδι του πουλιού
και το ’κανε φλογέρα.
Καθόταν έπαιζε στην ερημιά.
Βγαίνανε τότε πίσω απ’ τα βουνά
τρεις αρματωμένοι κι άκουγαν.
Άκουγαν αμίλητοι και κάθε τόσο
γέμιζαν και ρίχνανε μια ντουφεκιά
στον άδειο ουρανό.
(σελ. 132)

Παρακάμπτουμε τα θαυμάσια χαϊκού με την έντονη ποιητική ευωδιά και ερχόμαστε στην αμέσως επόμενη ποιητική συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου, «Λίγος άμμος». Εδώ η αγάπη, εμφανής όσο ποτέ στο έργο του ποιητή, γίνεται η δύναμη για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της ζωής. Η λέξη «γυμνή» (γυναίκα εννοείται) έρχεται και ξανάρχεται σχεδόν ως μότο σε ολόκληρο το έργο. Ο ποιητής ερωτεύεται τις γυναίκες με όλες τους τις αδυναμίες, τις αγωνίες, τις σκέψεις τους, τα σώματά τους, το σύμπαν τους. Είναι αλήθεια ότι πετυχαίνει τον στόχο του για μια ήρεμη προσέγγιση του άλλου φύλου, για μια ερωτική επαφή με όλο το πάθος της Ποίησης. Αλλά και στα δύο τελευταία του έργα ο έρωτας και η Ποίηση συνεχίζουν να συναντώνται σε μια εικόνα η οποία και περικλείει όλο το βάθος των δύο αυτών συναισθημάτων. Στην συλλογή «Πού είναι τα πουλιά;» και μόνο το ομώνυμο ποίημα αξίζει της ανάγνωσής μας. Ενώ παίζοντας ο ποιητής με τις λέξεις δημιουργεί ποιήματα τα οποία εμπεριέχουν ένα σκωπτικό αφήγημα, σκοτεινό, λες και απευθύνεται σε ομοτέχνους και όχι σε εν δυνάμει δέκτες. Τέλος, μια που μπορούμε να φανταστούμε τον ποιητή να χαμογελά μετά την ολοκλήρωση κάποιων ποιημάτων και όχι να σκίζει εκνευρισμένος, η ουσία είναι πως η ποίηση του Παυλόπουλου είναι αδύνατον να τεθεί εν αμφιβόλω, το αντίθετο, μάλιστα.
«Οι τρεις»
Αυτός που γράφει το ποίημα
κι εκείνος που θα το διαβάσει
μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο
με κάποιον άλλο που το ονειρεύτηκε.
Μέσα στο ποίημα βέβαια
έχουν χαθεί κι οι τρεις.
(σελ. 247)
Απ’ αυτόν εδώ τον φιλόξενο χώρο και με αυτό το σημείωμα πρέπει να τονιστεί η τεράστια τιμή που οφείλουμε στον μεγάλο μας ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο για ό,τι μας κληροδότησε και τις εκδόσεις Κίχλη για την παραγωγή. Είθε το βιβλίο να έχει την πορεία που του αξίζει, είθε νέοι άνθρωποι να γνωρίσουν έναν ακόμη μεγάλο δημιουργό, είθε η ποίηση να συνεχίσει και μετά το συγκεκριμένο έργο, για το οποίο πρέπει όλοι να αισθανόμαστε υπερήφανοι.

Ποιήματα 1943-2008
Γιώργης Παυλόπουλος
Κίχλη
296 σελ.
ISBN 978-618-5004-57-6
Τιμή: €16,70

Δεν υπάρχουν σχόλια: