Τίτος Πατρίκιος: από την πολιτική και την ιστορία στον έρωτα και την ποίηση
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
oanagnostis.gr
Ο Λυσιμελής πόθος (σε ελεύθερη μετάφραση ο έρωτας που κόβει τα γόνατα) κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2007, αλλά στην επανέκδοση του 2014 ο Τίτος Πατρίκιος ενέταξε και κάποια ποιήματα που απουσίαζαν από την αρχική έκδοση, καλύπτοντας συνολικά ένα χρονικό φάσμα το οποίο ξεκινάει από το 1948 και φτάνει μέχρι το 2001. Πενήντα και πλέον χρόνια ποιητικής δραστηριότητας, μια αυτοανθολόγηση μισού αιώνα, η οποία περιέχει μόνο ερωτικούς στίχους, μένοντας μακριά από τα πάθη της πολιτικής και της Ιστορίας, που έχουν κατά τα άλλα προσδιορίσει ένα μεγάλο μέρος του έργου του Πατρίκιου. Βεβαίως, η πολιτική και η Ιστορία δεν θα απουσιάσουν ούτε και τώρα από τον λόγο του ποιητή: θα μετακινηθούν, εντούτοις, στο βάθος της σκηνής, αναλαμβάνοντας πιο πολύ έναν ρόλο μουσικής υπόκρουσης. Ενταγμένος από την πρώτη του νιότη στην Αριστερά (με την ηγεσία της οποίας θα διαφωνήσει αργότερα ποικιλοτρόπως), ο Πατρίκιος θα γράψει τα ερωτικά του ποιήματα πρώτα από τα στρατόπεδα της εξορίας, στα οποία θα βρεθεί λίγο μετά τον τερματισμό του Εμφυλίου, και κατόπιν από το Παρίσι της δεκαετίας του 1960, όπου θα πάει για να συνεχίσει τις σπουδές του. Ερωτικά ποιήματα, ωστόσο, ο Πατρίκιος δεν θα πάψει να γράφει και όλες τις επόμενες δεκαετίες, αλλάζοντας, φυσικά, με την παρέλευση των χρόνων, το ύφος και την εκφραστική του. Έτσι, από τους ρεμβαστικούς τόνους οι οποίοι θα επικρατήσουν κατά τη διάρκεια της νεανικής του ηλικίας, με ένα ανάμεικτο αίσθημα απογοήτευσης και πλησμονής να κρύβεται πίσω από την κάθε του σχεδόν λέξη, ο Πατρίκιος θα περάσει, ωριμάζοντας, σ’ ένα ρεαλιστικό και ταυτοχρόνως στοχαστικό τοπίο, πλημμυρισμένο, όμως, από μυρωδιές και χρώματα: μυρωδιές και χρώματα που θα εξακολουθήσουν να δίνουν στον έρωτα μια μοναδική δύναμη αναζωογόνησης και ανάτασης.
Αλλά γιατί ο έρωτας είναι λυσιμελής; Γιατί μας αφήνει να χάνουμε τον ύπνο μας και να λυνόμαστε από αγωνία στη σκέψη και μόνο του προσώπου το οποίο έχει κάνει κατάληψη στον νου και την καρδιά μας; Μα, επειδή ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι για το οποίο δεν παρέχεται η παραμικρή εγγύηση. Και ως προς αυτό, ας μην ξεχνάμε πως συχνά η τύχη του δεν εξαρτάται μόνον από τον άλλο και την πιθανή μεταστροφή του, αλλά και από τον εαυτό μας, που δεν αποκλείεται να αποδειχθεί εξίσου περιστασιακός και άστατος. Η μοναξιά κατοικεί κάποτε στον σκληρό πυρήνα της ψυχής, επηρεάζοντας και τη σωματική μας ανταπόκριση:
Τρομερή και θαυμάσια
αυτοτέλεια του σώματος.
Όσο βαθιά κι αν διεισδύσει
ποτέ με το άλλο σώμα δεν συγχέεται
ποτέ δεν γίνεται σάρκα μία.
Από την άλλη πλευρά, ο έρωτας παραμένει το αναντικατάστατο όνειρο του βίου μας. Ένα καράβι με το οποίο θα διαπλεύσουμε τους ωκεανούς της υδρογείου, τα φτερά με τα οποία θα πετάξουμε πάνω από τη γη, βλέποντας τα αισθήματά μας να κατακλύζονται από ένα πνεύμα υψηλής ευεργεσίας:
Στα μάτια σου κατεβαίνουν κοπάδια τ’ άστρα να ξεδιψάσουν
στα μαλλιά σου επουλώνεται ο άνεμος
ο λαιμός σου είναι από μέταλλο φεγγαριού
τα στήθια σου δυο μαχαίρια που καρφώνουν τη σιωπή
το στόμα σου ανυπόταχτη τροχιά του ήλιου
τα δόντια σου μέρες μικρού καλοκαιριού
ύστερα από τα πρωτοβρόχια.
Και ιδού που ο έρωτας είναι ικανός να μας κόψει την ανάσα όχι μόνο με τις διαψεύσεις και τις πικρίες του, αλλά και με τις χαρές ή τις λατρείες του. Όσο για την ποίηση, δεν μπορεί παρά να πλέξει ξανά και ξανά το εγκώμιο του θριάμβου του ή να θρηνήσει ακούραστα την απώλειά του, ξέροντας πως η ίδια δεν είναι σε θέση ούτε να διαιωνίσει τον θρίαμβο ούτε να σώσει από την απώλεια.
Περνώντας, ωστόσο, από την πολιτική και την Ιστορία στον έρωτα, μιλάμε ήδη (το κάναμε κιόλας) για την ποίηση, που αποτελεί το αποκλειστικό θέμα της συλλογής Σε βρίσκει η ποίηση, η οποία θα κυκλοφορήσει το 2012, στήνοντας μια γέφυρα ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη έκδοση του Λυσιμελούς πόθου με μια καινούργια σειρά ποιημάτων αυτή τη φορά. Πώς ξεκινάει ο ποιητής να γράψει; Ποιο είναι το έδαφος στο οποίο θα ριζώσει ο λόγος του; Κάτω από ποιες συνθήκες συλλαμβάνει το θέμα του και πώς σχηματίζονται οι προϋποθέσεις που θα του επιτρέψουν να το διαπλάσει αργότερα μέσα στον στίχο του; Κι ακόμα, τι είναι η ποίηση σε ένα τέτοιο πλαίσιο; Μια αφηρημένη ενέργεια που έχει ως εφαλτήριο την ανάγκη γενικώς για αισθητική έκφραση ή μια ζωντανή διαδικασία οργανικά συνδεδεμένη με ό,τι αποκομίζει ο ποιητής από τα μύχια του εαυτού του αλλά και από τον εξωτερικό περίγυρο;
Τα ερωτήματα προκύπτουν με το που θα ξεφυλλίσει κανείς το βιβλίο, το οποίο κινείται μεταξύ ποιητικής αυτοβιογραφίας και έρρυθμου γνωμικού στοχασμού και είναι μοιρασμένο σε εννέα ίσης περίπου έκτασης ποιήματα (κανένα τους δεν ξεπερνά τη μιάμιση σελίδα). Μια μορφή που μοιάζει αρκετά διαφορετική από μορφές τις οποίες χρησιμοποίησε παλαιότερα ο Πατρίκιος αφού πρόκειται κατ’ ουσίαν για ένα, μοναδικό και ενιαίο ποίημα. Έθεσα το ζήτημα της μορφής σε μια συνομιλία που είχα μαζί του όταν δημοσιεύτηκε το Σε βρίσκει η ποίηση και θέλω να παραθέσω την απάντησή του προτού συνεχίσω με τα περαιτέρω (η συνέντευξη αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα πολιτισμού του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων): «Μορφολογικά έχω περάσει από πολλές φάσεις. Ξεκίνησα από το μέτρο και την ομοιοκαταληξία. Μετά επηρεάστηκα από τη στιχουργική ελευθερία του ρωσικού φορμαλισμού και τις ανατροπές των υπερρεαλιστών. Την εποχή που έγραφα με πολιτική σκοπιμότητα (η τέχνη στην υπηρεσία της επανάστασης) επινοούσα, όπως με έμαθε ο Ρίτσος, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη νιότη μου, μεγάλες συνθέσεις. Ύστερα ο Άρης Αλεξάνδρου με μύησε στις πρώτες ποιητικές συλλογές του Έζρα Πάουντ κι εκεί ανακάλυψα τη σημασία της μικρής φόρμας. Ο Ρίτσος έσπευσε να με αποθαρρύνει: η επανάσταση είναι συμφωνική σύνθεση, όχι μουσική δωματίου. Λίγο αργότερα, ήταν ακόμη η δεκαετία του 1950, ο Ρίτσος μάς έφερε να δημοσιεύσουμε στην Επιθεώρηση Τέχνης (ένα αριστερό περιοδικό που προσπαθούσε να απαλλαγεί από τον κομματικό δογματισμό) μια σειρά από μικρά ποιήματα. Αναγκάστηκα να κλείσω για χρόνια τα δικά μου μικρά στο συρτάρι για να μην πουν ότι ο Ρίτσος με επηρεάζει ό,τι κι αν διαλέγει να είναι κάθε φορά: επαναστατημένος ποιητής ή πρωτοποριακός καλλιτέχνης. Τα τελευταία χρόνια έχω επανέλθει στις μεγάλες συνθέσεις αλλά με όρους εντελώς διαφορετικούς από εκείνους του Ρίτσου. Όπως κι αν έχει, το περιεχόμενο είναι εκείνο που καθορίζει τη μορφή. Η μορφή υποτάσσεται στην ανάγκη έκφρασης των πραγμάτων που θέλω κάθε φορά να πω».
Ας εστιάσουμε, λοιπόν, συνεχίζοντας, στο περιεχόμενο. Ακολουθώντας μια μακρά και πολυδαίδαλη διαδρομή, που παραπέμπει, όπως και ο Λυσιμελής πόθος, σε ποικίλες φάσεις της ποίησης του Πατρίκιου, τα εννέα ποιήματα του Σε βρίσκει η ποίηση καταλήγουν πάντοτε στο ίδιο σημείο: το σημείο βρασμού ή τήξης της ποιητικής ιδέας. Το ζήτημα εδώ δεν είναι το σε ποιο όνομα ακούει κάθε φορά η ποιητική ιδέα ή η τεχνολογία με την οποία θα πάρει σάρκα και οστά, αλλά η στιγμή κατά την οποία θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη συγκινησιακή της ρευστοποίηση. Διότι χωρίς ένα εδραίο συγκινησιακό υπόβαθρο η ιδέα θα ξεπέσει στην ιδεοκρατία και η ποίηση θα ταξιδέψει αμέσως πολύ μακριά.
Τι σημαίνει, παρόλα αυτά, συγκινησιακή ρευστοποίηση της ποιητικής ιδέας; Κοιτάζοντας προσεκτικότερα το Σε βρίσκει η ποίηση, θα δούμε πως ποιητική ιδέα μπορεί να είναι τα πάντα: οι ευθύνες που θα κληθούμε να αναλάβουμε, οι κάλπικες αξίες που θα αρνηθούμε, οι μονοκόμματες αλήθειες που θα απορρίψουμε, ο φθόνος που θα απαλείψουμε, η περιφρόνηση και ο φόβος που θα περιστείλουμε, η αγάπη στην οποία θα αφεθούμε, τα βάσανα τα οποία θα δεχθούμε να υπομείνουμε, οι συνέργειες και οι συμπορεύσεις που θα επινοήσουμε, αλλά και οι κοκεταρίες στις οποίες θα εγκλωβιστούμε ή οι πολύμορφες ήττες που θα υποστούμε.
Πού θα καταλήξουν όλες αυτές οι ποιητικές ιδέες; Πώς και πότε θα πάψουν απλώς να περιτριγυρίζουν την ποίηση, φτάνοντας μόνο ως τις υπώρειές της, για να γίνουν εκ των ων ουκ άνευ μέλος της και εδραίο κομμάτι της; Μα, όταν θα περιέλθει ο ποιητής σε μια κατάσταση όπου η ιδέα θα έχει εκπέσει από τη νοητική σφαίρα της και θα έχει σωματοποιηθεί, συνιστώντας όχι προϊόν του πνευματικού εξοπλισμού ή της αισθητικής του, αλλά απαύγασμα της καθημερινής του τριβής και της προσωπικής του εμπειρίας. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον Πατρίκιο. Οι ιδέες που τον ερεθίζουν και τον προετοιμάζουν, κάνοντας ουρά στο προαύλιο του εργαστηρίου του, θα αποβάλουν το όποιο ηθικό, πολιτικό, ιδεολογικό ή βιογραφικό φορτίο τους (το ίδιο, άλλωστε, δεν συμβαίνει και με τα ανθολογημένα ποιήματα του Λυσιμελούς πόθου;), και θα μετατραπούν σε ποιητικό λόγο ο οποίος θα πυροδοτήσει τη συγκίνησή μας επειδή ο στίχος του θα καταφέρει να δείξει την υπαρξιακή τους κρισιμότητα.
Είναι πλέον φανερό γιατί ο Πατρίκιος αποφασίζει να προχωρήσει στην ποιητική του αυτοβιογράφηση: επειδή ολόκληρη η ποίησή του, σε όποιον σταθμό της διαδρομής της κι αν τη συναντήσουμε (ακόμα και στη νεανική της περίοδο, όταν δεν έχει απαγκιστρωθεί από την τυραννία της κομματικής ένταξης και της επαναστατικής ορθοδοξίας), είναι μια μάχη για να ζυμώσει η τέχνη τις ιδέες που τη βασανίζουν σε συλλογικό ή ατομικό επίπεδο με τη ζέουσα πραγματικότητα της ύπαρξης. Γι’ αυτό και το Σε βρίσκει η ποίηση είναι ένα βιβλίο για την ποίηση αλλά δεν είναι ένα βιβλίο ποιητικής. Δεν μιλάει για το πώς κάνει κάτι η ποίηση αλλά για το τι θέλει και για το τι επιζητεί. Δεν πρόκειται για τα καλλιτεχνικά υλικά του ποιητή αλλά για τη σχέση του με τη ζωή και τον κόσμο. Σχολιάζει ο Πατρίκιος στη συνέντευξη που προανέφερα: «Η ποίηση μπορεί να είναι φίλτρο ζωής, φόβος θανάτου, άσκηση εξουσίας, πηγή ματαιοδοξίας, κοινωνική στράτευση, καθαρή τέχνη, αντίδοτο για τη μοναξιά, τρόπος απομόνωσης από την κοινότητα. Γράφω όντως όχι για τα μέσα που χρησιμοποιεί η ποίηση αλλά για το πώς κινείται – για το τι είναι σε θέση να μας προσφέρει με τη λειτουργία της. Για να υπάρξει πάντως η ποίηση θα πρέπει να χειραφετηθεί κανείς από την κυριαρχία της. Κι ας πω συμπληρωματικά πως δεν μπορώ να καταλήξω σε καμιά βεβαιότητα και σε κανένα οριστικό συμπέρασμα. Κι ύστερα είναι το θέμα της απόστασης. Όταν γενικότερα ξαναβλέπουμε τα πράγματα, όταν συνειδητοποιούμε καταστάσεις και μεταβολές που οι μέριμνες της καθημερινότητας δεν μας αφήνουν να καταγράψουμε και να εξηγήσουμε. Χρειάζεται να απομακρυνθεί κανείς από την άμεση εμπειρία για να καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί τόσο στον ίδιο όσο και στους άλλους. Έλεγα από παλιά ότι η περίφημη μέθοδος της αποστασιοποίησης που εισηγήθηκε ο Μπρεχτ δεν είναι η απομάκρυνση από αυτό που συμβαίνει αλλά ένας τρόπος για να ξαναζούμε τα πράγματα. Η απόσταση μας προσφέρει την προοπτική για να τα εννοήσουμε καλύτερα».
Στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου, όπου ο Πατρίκιος θα βγάλει από τη σκηνή το ποιητικό του εγώ και θα υιοθετήσει το πρώτο πληθυντικό, η ποίηση θα υπερβεί τα όρια της τέχνης και θα εμφυσήσει την πνοή της σε κάθε προσδοκία, ελπίδα και ανησυχία μας, χλευάζοντας ταυτοχρόνως όποια αυταπάτη ή ματαιοδοξία μας: θα μεταμορφωθεί σε προάγγελο των θριάμβων που θέλουμε να καταγάγουμε χωρίς να μας χαριστεί για το ψήλωμα του νου ή για τη μιζέρια μας και θα λατρέψει όλες τις φιλοδοξίες μας χωρίς να συγχωρήσει τη σοβαροφάνειά μας. Ανοιχτές υποθήκες για όλους μας, παλαιότερους, νεώτερους και ερχόμενους, σε μια διαδρομή σταδιακής αποδέσμευσης από την πολιτική και την Ιστορία και στροφής προς το εσώτερο ποιητικό πεδίο του έρωτα και της ύπαρξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου