Μια ζωή αντάρτικο
Άδικα παραπονιούνται πολλοί πως δεν
ξέρουμε την ιστορία μας και δεν παραδειγματιζόμαστε από το παρελθόν. Το
θερινό αντάρτικο κατά των εφοριακών, στη στεριανή και τη νησιώτικη
Ελλάδα, από τα πανηγύρια έως τα ποικίλα μαγαζιά και τα
ομπρελοξαπλωστράδικα, που μειώνουν όλο και πιο ασφυκτικά κάθε χρόνο τον
δημόσιο χώρο, ένα πιστοποιούν: ότι το πνεύμα της άρνησης, παμπάλαιη
κληρονομιά, ζει και βασιλεύει. Και όχι της άρνησης γενικώς και αορίστως
και απολιτίκ. Αλλά της άρνησής μας να παραδοθούμε. Να παραδώσουμε δηλαδή
στο άθλιο και στυγνό και φορομπηχτικό κράτος μας (από το οποίο κατά τα
λοιπά περιμένουμε ανέκαθεν τα πάντα, ακόμα και να μαζεύει τα ξερόχορτα
του κήπου μας) έστω και ένα ευρώ απ’ όσα κερδίσαμε με τον ιδρώτα μας –
ιδίως δε αν αυτός ο ιδρώτας δεν είναι ακριβώς τίμιος ή δεν είναι καν
δικός μας, αλλά των υπηρετών μας.
Οι πυροβολισμοί στον αέρα, για να τρομάξουν οι κυνηγοί της εφορίας· οι αρμονικές σπαθοχαντζαριές πάνω στον πάγκο με την ταμειακή, για να δοθεί και μουσικά το μήνυμα· οι ύπουλες ψιλές και τα καντήλια που κατεβάζει από το εικονοστάσιο η χριστιανορθόδοξη ευλάβειά μας για να τα εξαπολύσει στους κυνηγούς, όλα αυτά συμπυκνώνουν και εκσυγχρονίζουν, με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, παρερμηνείες και «μα... μου...», το πνεύμα του «ΟΧΙ». Ξαναλένε, όσο πιο κοφτά γίνεται, το «Μολών λαβέ» και ταυτόχρονα το μεσολογγίτικο των πολιορκημένων: «Τα κλειδιά μας είναι στις μπούκες των κανονιών μας. Ελάτε να τα πάρετε».
Τα επιχειρήματα και οι δικαιολογίες δεν μας έχουν λείψει ποτέ, και η σοφιστική άλλωστε σε τούτα τα μέρη έχει την κοιτίδα της: «Θα πληρώσω εγώ για να μισθοδοτεί το κράτος τους κηφήνες του; -Τόσα μού έχουν πάρει, πού είναι τα έργα, τα νοσοκομεία, τα σχολεία; -Δεν βγαίνω ρε αδερφέ, από ανάγκη παρανομώ» κ.ο.κ. Από ανάγκη, ας πούμε, έκαναν την κομπινούλα τους τα αποκαλυφθέντα μεγαλοξενοδοχεία. Από ανάγκη επίσης γιατροί και δικηγόροι δεν θέλουν τα POS και μας ταπώνουν με τον δικολαβίστικο ισχυρισμό ότι αντιστέκονται στην κατάλυση του απορρήτου των πελατών τους. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως όσο πιο παθιασμένα υπερασπίζει κανείς το «δικαίωμα του λαού στη φοροαποφυγή», εξαπολύοντας αντικρατικά ή αντιεξουσιαστικά κλισεδάκια, τόσο λιγότερα έχει πληρώσει μέχρι τώρα, πολύ πολύ λιγότερα από όσα αντιστοιχούσαν στα πραγματικά του έσοδα. ΄Η τόσο περισσότερα έχει στείλει στο εξωτερικό, αν είναι της κατηγορίας των πατριωτών με ονοματεπώνυμο.
***************************Οι πυροβολισμοί στον αέρα, για να τρομάξουν οι κυνηγοί της εφορίας· οι αρμονικές σπαθοχαντζαριές πάνω στον πάγκο με την ταμειακή, για να δοθεί και μουσικά το μήνυμα· οι ύπουλες ψιλές και τα καντήλια που κατεβάζει από το εικονοστάσιο η χριστιανορθόδοξη ευλάβειά μας για να τα εξαπολύσει στους κυνηγούς, όλα αυτά συμπυκνώνουν και εκσυγχρονίζουν, με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, παρερμηνείες και «μα... μου...», το πνεύμα του «ΟΧΙ». Ξαναλένε, όσο πιο κοφτά γίνεται, το «Μολών λαβέ» και ταυτόχρονα το μεσολογγίτικο των πολιορκημένων: «Τα κλειδιά μας είναι στις μπούκες των κανονιών μας. Ελάτε να τα πάρετε».
Τα επιχειρήματα και οι δικαιολογίες δεν μας έχουν λείψει ποτέ, και η σοφιστική άλλωστε σε τούτα τα μέρη έχει την κοιτίδα της: «Θα πληρώσω εγώ για να μισθοδοτεί το κράτος τους κηφήνες του; -Τόσα μού έχουν πάρει, πού είναι τα έργα, τα νοσοκομεία, τα σχολεία; -Δεν βγαίνω ρε αδερφέ, από ανάγκη παρανομώ» κ.ο.κ. Από ανάγκη, ας πούμε, έκαναν την κομπινούλα τους τα αποκαλυφθέντα μεγαλοξενοδοχεία. Από ανάγκη επίσης γιατροί και δικηγόροι δεν θέλουν τα POS και μας ταπώνουν με τον δικολαβίστικο ισχυρισμό ότι αντιστέκονται στην κατάλυση του απορρήτου των πελατών τους. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως όσο πιο παθιασμένα υπερασπίζει κανείς το «δικαίωμα του λαού στη φοροαποφυγή», εξαπολύοντας αντικρατικά ή αντιεξουσιαστικά κλισεδάκια, τόσο λιγότερα έχει πληρώσει μέχρι τώρα, πολύ πολύ λιγότερα από όσα αντιστοιχούσαν στα πραγματικά του έσοδα. ΄Η τόσο περισσότερα έχει στείλει στο εξωτερικό, αν είναι της κατηγορίας των πατριωτών με ονοματεπώνυμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου