Περί αυθεντίας
Θανάσης Καράβατος*
Πηγή: anagnostis.gr
Autorità, autorité, authority, autotität. Τέσσερις ευρωπαϊκές λέξεις για την αυθεντία που όλες τους έλκουν την καταγωγή από το λατινικό auctoritas – εκ του ρήματος augere [αυξάνω]. Ο Clément Bur καταφεύγει στις αρχαϊκότερες ερμηνείες που σκάλισε ο Émile Benveniste, όπου κάθε λόγος που προφέρεται με αυθεντία δημιουργεί εκείνη τη μυστηριώδη δύναμη «που κάνει να φυτρώνουν τα φυτά, που δίνει ύπαρξη σε έναν νόμο», με το τελευταίο να παραπέμπει στην κύρια ιδιότητα της ρωμαϊκής Γερουσίας.[1]
Αναζητώντας την απόδοση του όρου στα ελληνικά, ο Τίτος Πατρίκιος,[2] σημειώνει κι αυτός όσα επεσήμανε ο Benveniste στις αρχαιότερες χρήσεις του augere, όπου η αναφερόμενη αύξηση δεν αφορά ήδη υπάρχοντα πράγματα, αλλά μια «πρωταρχική πράξη δημιουργίας, προνόμιο των θεών ή των φυσικών δυνάμεων». Κι έπειτα επισημαίνει τη μετατόπιση της σημασίας αυτής προς το «ουσιαστικό ενεργείας actor», δηλαδή αυτόν που «πράττει ωφέλιμα, που ιδρύει, που εγγυάται και τέλος τον πρωτουργό, τον αυτουργό, […] ή την ιδιότητα εκείνων που μπορούν να ενεργούν μ’ αυτόν τον τρόπο (που είναι πια οι άρχοντες ή ορισμένοι άνθρωποι με ιδιαίτερο κύρος)». Γι’ αυτό και θεωρεί προβληματική την απόδοση του όρου στα ελληνικά, ήδη από τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ., όταν μεταφερόταν αυτούσιος ως αουκτώριτας κι αργότερα, λανθασμένα, ως εξουσία που αντιστοιχεί στο λατινικό potestas. Ο ελληνικός όρος αυθεντία θα πρωτοεμφανιστεί «όταν πια η ρωμαϊκή κυριαρχία έχει εμπεδωθεί στην Ελλάδα και την ελληνιστική Ανατολή», για να αποκτήσει στους επόμενους μεταχριστιανικούς αιώνες «τη σημασία που σχετίζεται με τους πολιτικούς θεσμούς […] και την κάνουν να αντιστοιχεί στο λατινικό auctoritas».
*
Κατά την Hannah Arendt[3] η λέξη αυθεντία έχει μεν ρωμαϊκή καταγωγή, αλλά οι ρίζες της βρίσκονται στον Πλάτωνα: στις αναζητήσεις του για μια «εναλλακτική λύση σε σχέση με το συνηθισμένο ελληνικό τρόπο διαχείρισης των εσωτερικών υποθέσεων, ο οποίος ήταν η πειθώ (πείθειν) καθώς και με το συνηθισμένο τρόπο διαχείρισης των εξωτερικών υποθέσεων, ο οποίος ήταν τα δυναμικά και βίαια μέσα (βία) – ελληνικά στο κείμενο οι εντός παρενθέσεως λέξεις», [π.χ. «δια το πείθειν τε άμα και απειλείν ή τω απειλείν μόνον», Νόμοι, 721e:].
Εξ’ αυτού και η βασική θέση της Arendt, που υποστήριζε από τη δεκαετία του ’50, πως πρέπει να δούμε, όχι μόνο το ερώτημα «τι είναι» αυθεντία, αλλά και δύο άλλα: «τι ήταν» και «τι δεν ήταν ποτέ», αυτός ο καλυπτόμενος «από νέφος αντιγνωμιών και συγχύσεων» όρος. Είναι λάθος, λέει, να θεωρείται η αυθεντία ως μία μορφή εξουσίας ή βίας, κι ο όποιος ορισμός της αυθεντίας πρέπει να γίνει σε αντιδιαστολή με τον εξαναγκασμό δια της ισχύος [όπου η αυθεντία αποτυγχάνει] και την πειθώ δια επιχειρημάτων [που προϋποθέτει ισότητα]: «Η αυταρχική σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν που διατάζει και σ’ εκείνον που υπακούει δεν στηρίζεται ούτε στη κοινή λογική ούτε στην εξουσία αυτού που διατάζει∙ ο κοινός τόπος που έχουν μεταξύ τους είναι η ιεραρχία, της οποίας και οι δύο αναγνωρίζουν την ορθότητα και τη νομιμότητα και στην οποία και οι δύο έχουν την προκαθορισμένη σταθερή θέση τους». Μια τέτοια ιεραρχία θα τη βρούμε στα δίπολα γονείς-παιδιά, δάσκαλοι-μαθητές, ασθενείς-γιατροί.
Έννοια «θεμελιακή για την πολιτική θεωρία», η αυθεντία διέρχεται «κρίση, προσθέτει η Arendt, που συνεχώς πλαταίνει και βαθαίνει», συνοδεύοντας την σύγχρονη ανάπτυξη του κόσμου, ακόμα και σε «προπολιτικές» περιοχές, όπως η «ανατροφή παιδιών και η εκπαίδευση».
*
Στη σύγχρονή μας εποχή, οι προβληματισμοί της Myriam Revault d’Allonnes[4] κινούνται στο ίδιο πλαίσιο: Την αυθεντία την έχει πλήξει από καιρό ο μοντερνισμός, η ρήξη δηλαδή με την παράδοση. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσα άλλαξαν σ’ αυτό που είναι η οικογένεια ή το σχολείο και πόσες ανατροπές επέφερε στις νοοτροπίες ο Μάης του ’68. Μα αν σήμερα «παίρνει παροξυντικές διαστάσεις», αυτό γίνεται «όχι μόνο επειδή το νήμα της παράδοσης διακόπηκε αλλά, εξ ίσου και κυρίως, επειδή έχει καταρρεύσει και η καθοριστική δύναμη του μέλλοντος».
Εντούτοις, δεν παύει να υπάρχει αυθεντία που προκύπτει μέσα από: (α) κανονιστικές ρυθμίσεις [δικαστής], (β) μια δομή [η θέση του γονιού στην οικογένεια] ή (γ) κάποιες ικανότητες [γνώσεις, όπως π.χ. στην επιστήμη]. Γι’ αυτό άλλωστε, κατά την Revault d’Allonnes, η αυθεντία δεν ταυτίζεται ούτε με μια εξουσία ούτε είναι ένα εργαλείο της, αν και μερικές φορές εξακολουθεί να σχετίζεται με την ισχύ, τη δύναμη. H αυθεντία απονέμεται, αποδίδεται, ή αναγνωρίζεται.
Η επιστημονική αυθεντία, για παράδειγμα, δεν υπάρχει χωρίς την αναγνώριση αυτών στους οποίους απευθύνεται, κάτι που ήταν αρχικά σχετικώς απλό, αν και σχεδόν πάντα προηγούνταν η αμφισβήτηση, π.χ. η περίπτωση του Παστέρ που δεν ήταν γιατρός και αμφισβητήθηκε αρχικά η ανακάλυψή του των παθογόνων μικροοργανισμών∙ από την άλλη, η επιστημονική αυθεντία δεν είναι οριστική αλλά συνδέεται με μια διαδικασία «in progress»[5] και, φυσικά, μέσα από τέτοιες διαδικασίες προκύπτουν και οι νέες αμφισβητήσεις που οδηγούν στις επιστημονικές (κατά Kuhn) επαναστάσεις.
*
Η αυθεντία δεν επιδιώκει την εξουσία, απαιτεί την αναγνώριση παρά την υπακοή. Αντίθετα δηλαδή προς ό,τι κατέγραψε, με το –διαβόητο για τους βιοηθικούς προβληματισμούς που έθετε– πείραμά του, ο καθηγητής κοινωνικής ψυχολογίας Stanley Milgram και εξέθεσε το 1974 στο βιβλίο του «Υποταγή στην αυθεντία» – σε μια απρόσωπη επιστημονική αυθεντία, επισημαίνει η ψυχαναλύτρια Marilia Aisenstein, αυτή που, όπως θα φανεί ευθύς αμέσως, μπορεί να μετατρέψει κανονικούς ανθρώπους, οι οποίοι «απλώς επιτελούν την εργασία τους», σε παράγοντες στυγνής βίας.[6]
Στο συμβατικό σκηνικό πειραμάτων για τη μνήμη, ο Milgram μελετούσε τη δράση της τιμωρίας στη μάθηση, ζητώντας από τους «επιτηρητές» να επιβάλλουν στα «υποκείμενα», που υποτίθεται μετείχαν σε μια δοκιμασία μνήμης, ηλεκτρικά σοκ αυξανόμενης έντασης, σε κάθε λάθος που θα έκαναν στην απομνημόνευση λίστας λέξεων συνδεδεμένων με επίθετα. Αγνοούσαν βέβαια πως η «τιμωρία» ήταν εικονική κι όχι της τάξεως 15-450 volts. Όπως εικονικές ήταν και οι αντιδράσεις των «υποκειμένων» που «έπαιζαν θεαματικά» το ρόλο του βασανιζόμενου, «υποφέροντας» ολοένα και πιο έντονα. Δεν ήταν λίγοι όσοι «επιτηρητές» είχαν κρατήσει το ρόλο τους μέχρι τέλους, αδιαφορώντας αν, όπως πίστευαν, είχαν φτάσει σε επικίνδυνα επίπεδα έντασης των [εικονικών] ηλεκτροσόκ που εφάρμοζαν. Αυτονόητα η σκέψη πάει στην «κοινοτοπία του κακού», στην οποία αναφέρθηκε η Hannah Arendt με το βιβλίο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Πάντως, το 1/3 των «επιτηρητών» του Milgram «αρνήθηκαν να βασανίσουν στο όνομα της επιστήμης». Κι ακόμα, ας προσθέσω πως στη τέχνη παρακολουθήσαμε και την αντιστροφή του «ισχυρού» πόλου στα δίπολα «αυθεντίας», που μας θυμίζει τη μετανεωτερική κατάργηση των ορίων ή τον σύγχρονο σχετικισμό, όπως π.χ. στον Υπηρέτη (1963). Το έργο βασίστηκε σε μυθιστόρημα του Robert Maugham που διασκεύασε για την οθόνη ο Harold Pinter και σκηνοθέτησε ο Joseph Losey: ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης προσλαμβάνει έναν πρόθυμο και υπάκουο υπηρέτη. Σιγά-σιγά όμως η σχέση εξάρτησης μαζί του επιφέρει την αντιστροφή των ρόλων κι ο κύριος βρίσκεται τελικά σκλάβος του υπηρέτη του.
*
Σήμερα «αναφερόμαστε στην αυθεντία ενός προσώπου, ενός θεσμού, ενός μηνύματος για να δηλώσουμε την εμπιστοσύνη μας, την αποδοχή της γνώμης και των υποδείξεών τους ή την εντολή τους, με σεβασμό, εύνοια ή τουλάχιστον χωρίς εχθρότητα ή αντίσταση, όντας διατεθειμένοι να παραπέμπουμε σε αυτές. Η αυθεντία δεν εκφράζεται παρά μόνο σε διαντίδραση».[7]
Θα το δούμε ιδιαίτερα εκεί που ξεδιπλώνεται η «ανάγκη του παιδιού για αυθεντία», όπως έγραφε ο Freud, δηλαδή στη σχέση του με τους γονείς, «εκεί όπου, κατά τον ψυχαναλυτή André Carel,[8] αναγνωρίζεται η αναγκαιότητά της για την ψυχική ανάπτυξη του παιδιού, ενώ ταυτόχρονα απειλεί τον ναρκισσισμό του, επιβάλλοντάς του να απαρνηθεί κάποιες ενορμήσεις του, στο όνομα της από κοινού ζωής, της συμμετοχής στην οικογενειακή ομάδα, στην κοινωνία, στο όνομα της διαγενεακής συνέχειας, στο όνομα των αξιών του πολιτισμού. Η αυθεντία αποτελεί το σύνολο εκείνων των ψυχικών διαδικασιών που προκύπτουν από ενδοϋποκειμενικές και διυποκειμενικές λειτουργίες, παράγοντας με τη σειρά τους άλλες που επικεντρώνονται γύρω από το Υπερεγώ [κρίνει, λογοκρίνει, παράγει ενοχή] και το Ιδεώδες του εγώ [ελέγχει τη συμπεριφορά μας και παράγει ντροπή].
Μια τέτοια αυθεντία, του πατρός κυρίως (για τον Freud), αλλά και κάθε γονεϊκή αυθεντία, μπορεί να παράγει και δυσλειτουργίες, είτε από υπερβολή είτε από ανεπάρκεια, υποστηρίζει ο Carel, επιχειρώντας να δώσει μια μεταψυχολογική προσέγγιση της αυθεντίας, στα βήματα της Arendt που παρουσίασε πολιτικές και φιλοσοφικές διαφορές μεταξύ δημοκρατικής, αυταρχικής, τυραννικής και ολοκληρωτικής διακυβέρνησης, όπως και τη διάκριση μεταξύ αυθεντίας, εξουσίας και βίας. Έτσι κι αυτός διακρίνει δύο μορφές δυσλειτουργικής αυθεντίας: μια που χρησιμοποιεί και καταχράται τη βία, και μία που αυτοαποδοκιμάζεται, χρησιμοποιώντας και καταχρώμενη τη γοητεία και την αποπλάνηση. Κατά βάση όμως η αυθεντία ακολουθεί δύο στόχους που διίστανται αλλά συνυπάρχουν: από τη μια, προ-γράφει (απαγορεύει), λέει «όχι», από το αποφασιστικό όχι ως το όχι, αλλά… κι από την άλλη, προδια-γράφει (παραγγέλλει) πράξεις, αξίες, στόχους κι έτσι λέει «ναι». Γι’ αυτό και στην ψυχική πραγματικότητα του παιδιού το όχι συσχετίζεται με το ναι. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, «αυθεντία, συγκρουσιακή κατάσταση και αναζήτηση συμβιβαστικών / συναινετικών λύσεων εγγυώνται την αποδοτικότητα της διαδικασίας, καθώς επανεξετάζονται διαρκώς οι αναπόφευκτες παρεκτροπές από υπερβολή, ανεπάρκεια ή παραδοξότητα».
O Henri Ey (1900-1977), εκ των τελευταίων μεγάλων ψυχοπαθολόγων, τόνιζε επιγραμματικά: «Ο κοινωνικο-πολιτισμικός ιστός είναι ταυτόχρονα οργανωτικός και αλλοτριωτικός, αναγκαίος στην ανάδυση του Εγώ».
(*) Ο Θανάσης Καράβατος είναι ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής ΑΠΘ
ΔΕΙΤΕ:BiblioNet : Καράβατος, Αθανάσιος
[1] Clément Bur. Normes et autorité. Une introduction, Hypothèses, 2012, 15, 165 à 177.
[2] Τίτος Πατρίκιος. Σημείωμα για την απόδοση των όρων. Δευκαλίων 1978, 22, 203-205.
[3] Arendt H. Τι είναι η αυθεντία [1954]. Δευκαλίων 1978, 22, 283-295, μτφ από το Between Past and Future. Meridian Books, N. York 1968.
[4] Myriam Revault d’Allonnes. L’autorité des modernes. Les Sciences de l’éducation – Pour l’Ère nouvelle, 2009, 42, 3, 13-31.
[5] Sicard D. Qu’est-ce que l’autorité scientifique? Mouvement Universel de la Responsabilité Scientifique (M.U.R.S) 2005, 44, 54-63.
[6] Marilia Aisenstein. De l’obeissance. Libres Cahiers pour la Psychanalyse 2001, 4, 93-97.
[7] R. Boudon et F. Bourricaud, Dictionnaire critique de la sociologie, Paris, 1994, p. 32 (1re éd., 1982).
[8] Carel A. Le processus d’autorité. Revue Française de Psychanalyse. 2002, 66, 21-40.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου