Ρίτσαρντ Χάρντινγκ Ντέιβις
(Richard Harding Davis)
(Richard Harding Davis)
Ο διαρρήκτης του Βαν Μπίμπερ
(Van Bibber's Burglar)
(Van Bibber's Burglar)
Διήγημα
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Δινόταν ένας χορός κάπου απόκεντρα αλλά επειδή ο Βαν Μπίμπερ δεν την βρήκε εκεί, αποδέχτηκε την πρόταση του νεαρού Τράβερς να τραβήξουν προς το
Τζέρσεϋ Σίτι για να δουν μια «αναμέτρηση» μεταξύ του ‘Ντάτσι’ Μακ και ενός
εγχρώμου που ήταν γνωστός με το επαγγελματικό όνομα ‘Μαύρο Διαμάντι’.
Κάλυψαν κάθε σημάδι της βραδινής τους αμφίεσης με τα επανωφόρια τους και γέμισαν τις τσέπες τους με πούρα, γιατί ο καπνός που περιβάλλει μια αναμέτρηση τσούζει τα ευαίσθητα ρουθούνια, καθώς επίσης έδεσαν καλά τα ρολόγια τους και στις δυο αλυσίδες. Ο Αλφ Άλπιν, που έκανε χρέη τελετάρχη, καταχάρηκε κολακευμένος από τον ερχομό τους και βροντοφωνάζοντας επέμενε να καθίσουν στην εξέδρα. Γρήγορα κυκλοφόρησε η είδηση ανάμεσα στους θεατές πως «δύο καθώς πρέπει κύριοι με ψηλά καπέλα» είχαν καταφτάσει με μια άμαξα. Τούτο και τα λουστρίνια τους παπούτσια τούς καθιστούσαν άτομα έντονου ενδιαφέροντος. Ψιθυρίστηκε ακόμη πως στοιχημάτισαν τα λεφτά τους υπέρ του ‘Μαύρου Διαμαντιού’ και ενάντια του ‘Χέστερ Στριτ Τζάκσον’. Και η πράξη τους αυτή τους περιέβαλε με μια αύρα σεβασμού. Του Βαν Μπίμπερ του ζητήθηκε να κρατήσει το ρολόι και να χρονομετρήσει, αλλά αυτός αρνήθηκε την τιμή, σοφά πράττοντας, πράγμα που ανέλαβε να κάνει ο Άντι Σπίλμαν, ο αθλητικογράφος της εφημερίδας Στίβος και Παλαίστρα, του οποίου η θήκη του ρολογιού ήταν καλυμμένη με διαμάντια, και ήταν ακριβώς το είδος του ρολογιού που ένας χρονομέτρης έπρεπε να κρατήσει.
Κάλυψαν κάθε σημάδι της βραδινής τους αμφίεσης με τα επανωφόρια τους και γέμισαν τις τσέπες τους με πούρα, γιατί ο καπνός που περιβάλλει μια αναμέτρηση τσούζει τα ευαίσθητα ρουθούνια, καθώς επίσης έδεσαν καλά τα ρολόγια τους και στις δυο αλυσίδες. Ο Αλφ Άλπιν, που έκανε χρέη τελετάρχη, καταχάρηκε κολακευμένος από τον ερχομό τους και βροντοφωνάζοντας επέμενε να καθίσουν στην εξέδρα. Γρήγορα κυκλοφόρησε η είδηση ανάμεσα στους θεατές πως «δύο καθώς πρέπει κύριοι με ψηλά καπέλα» είχαν καταφτάσει με μια άμαξα. Τούτο και τα λουστρίνια τους παπούτσια τούς καθιστούσαν άτομα έντονου ενδιαφέροντος. Ψιθυρίστηκε ακόμη πως στοιχημάτισαν τα λεφτά τους υπέρ του ‘Μαύρου Διαμαντιού’ και ενάντια του ‘Χέστερ Στριτ Τζάκσον’. Και η πράξη τους αυτή τους περιέβαλε με μια αύρα σεβασμού. Του Βαν Μπίμπερ του ζητήθηκε να κρατήσει το ρολόι και να χρονομετρήσει, αλλά αυτός αρνήθηκε την τιμή, σοφά πράττοντας, πράγμα που ανέλαβε να κάνει ο Άντι Σπίλμαν, ο αθλητικογράφος της εφημερίδας Στίβος και Παλαίστρα, του οποίου η θήκη του ρολογιού ήταν καλυμμένη με διαμάντια, και ήταν ακριβώς το είδος του ρολογιού που ένας χρονομέτρης έπρεπε να κρατήσει.
Ήταν δυο ή ώρα πριν ο υποστηρικτής του ‘Ντάτσι’ Μακ πετάξει το
σφουγγάρι στον αέρα, και τρεις πριν φτάσουν στην πόλη. Πήραν κι έναν άλλο
δημοσιογράφο στην άμαξα μαζί τους εκτός από τον κύριο που με γενναιότητα
κρατούσε το ρολόι σε πείσμα αρκετών προσφορών «για να κάνει τα στραβά μάτια».
Και καθώς ο Βαν Μπίμπερ πεινούσε σαν λύκος και αμφέβαλλε αν θα μπορούσε να βρει
κάτι να φάνε στη λέσχη, δέχτηκαν την πρόσκληση του Σπίλμαν και πήγαν για
ψαρονέφρι με κρεμμύδια στη Φωλιά της Κουκουβάγιας, στο διανυκτερεύον
εστιατόριο του Γκας Μακ Γκάουαν στην Τρίτη Λεωφόρο.
Ήταν ένα άθλιο, βρωμερό στέκι, αλλά ήταν ζεστό σαν το μηχανοστάσιο
ενός ατμόπλοιου και η μπριζόλα τέλεια ψημένη και τρυφερή. Ήταν πολύ αργά να
πέσουν για ύπνο, κι έτσι κάθονταν γύρω από το τραπέζι με τις καρέκλες γερμένες
προς τα πίσω και τα γόνατά τους στηριγμένα στην άκρη της επιφάνειάς του. Οι δυο
άνθρωποι της λέσχης είχαν βγάλει τα επανωφόρια τους και το μπροστινό φαρδύ
μέρος των πουκάμισών τους με τους μεταξένιους γιακάδες γυάλιζε με μεγαλοπρέπεια
στο μουντό φως από τους καπνούς των γκαζόλαμπων καθώς κι από την κόκκινη πυρά
της σχάρας στη γωνία. Μιλούσαν για τη ζωή που έκαναν οι δημοσιογράφοι, και οι
άσχετοι έκαναν ανόητες ερωτήσεις, τις οποίες οι κύριοι του τύπου απαντούσαν χωρίς
να δείχνουν πόσο ανόητες ήταν.
«Και υποθέτω πως έχετε κάθε λογής περίεργες περιπέτειες», είπε ο
Βαν Μπίμπερ διστακτικά.
«Εδώ που τα λέμε, όχι. Δε θα έλεγα περιπέτειες», είπε ένας από τους
δημοσιογράφους. «Ποτέ δεν έχω δει κάτι που θα μπορούσε να εξηγηθεί ή να
αποδοθεί άμεσα σε κάποια γνωστή αιτία, όπως εγκληματική πράξη ή φτώχεια ή ποτό.
Στην αρχή πιθανόν να νομίσεις πως σκόνταψες σε κάτι παράξενο και ρομαντικό,
αλλά στο τέλος αποδεικνύεται εντελώς ασήμαντο. Υποθέτεις πως σε μια μεγαλούπολη
σαν κι αυτή θα έπεφτες τυχαία πάνω σε κάτι που δε θα είχε κάποια μυστήρια
εξήγηση ή ασυνήθη, όπως η συλλογή διηγημάτων του Στίβενσον Η Λέσχη
Αυτοκτονιών. Αλλά δε βρήκα κάτι τέτοιο. Κάποτε ο Ντίκενς είπε στον Τζέιμς
Πέιν ότι το πιο περίεργο πράγμα που είχε δει ποτέ όταν σεργιάνιζε άσκοπα στους
δρόμους του Λονδίνου ήταν ένας κουρελιάρης που στεκόταν σκυμμένος κάτω από το
παράθυρο ενός αρχοντικού όπου ο οικοδεσπότης έκανε χορό. Ενώ ο άνθρωπος
κρυβόταν κάτω από ένα παράθυρο στο ισόγειο, μια γυναίκα υπέροχα ντυμένη και
πανέμορφη σήκωσε από μέσα το πάνω πλαίσιο του παραθύρου και έριξε απαλά το
μπουκέτο της στο χέρι του κουρελιάρη, ο οποίος ένευσε, το έχωσε κάτω από το
παλτό του και έφυγε τρέχοντας.
«Τώρα ένα τέτοιο συμβάν εγώ το ονομάζω πράγματι περίεργο. Όμως σ’
εμένα ποτέ δε συνέβη κάτι παρόμοιο, αν και έχω βρεθεί σε κάθε γωνιά αυτής της
μεγαλούπολης, και κάθε ώρα της νύχτας και του πρωινού, κι ούτε μου λείπει η
φαντασία, αλλά καμιά απαχθείσα κοπέλα δε μου ένευσε πίσω από καγκελόφραχτα
παράθυρα ούτε ‘κανένα άσπρο χεράκι δεν μου έκανε νόημα από μια άμαξα που
προσπερνούσε’. Ο Μπαλζάκ, ο Ντε Μυσέ και ο Στίβενσον υπαινίσσονται πως είχαν
περιπέτειες, εγώ όμως δεν είχα ούτε μία. Όλα είναι κοινότοπα και πρόστυχα και
πάντα καταλήγουν σ’ ένα αστυνομικό τμήμα ή με τον τίτλο ‘βρέθηκε πνιγμένος/η’
στον Βόρειο Ποταμό.
Ο Μακ Γκάουαν, που είχε πάρει έναν υπνάκο πίσω από το μπαρ,
τινάχτηκε ξαφνικά και τουρτουρίζοντας έτριψε ζωηρά τα μπράτσα του. Μια γυναίκα
χτύπησε τη διπλανή πόρτα ζητιανεύοντας ένα ποτό ‘για την αγάπη του Θεού’ και ο
άνθρωπος που φρόντιζε τη σχάρα τής είπε να του δίνει. Την άκουσαν να ψάχνει να
βρει το δρόμο της ψηλαφώντας τον τοίχο και να βρίζει καθώς έβγαινε τρεκλίζοντας
στο σοκάκι. Τρεις άντρες με έναν αμαξά μπήκαν στο στέκι και ήθελαν να κεράσουν
σ’ όλους ένα ποτηράκι. Όταν οι κύριοι αρνήθηκαν ευγενικά, αυτοί συμπεριφέρθηκαν
μα αυθάδεια και κατά συνέπεια τους πέταξε έξω έναν-έναν ο ίδιος ο Μακ Γκάουαν,
ο οποίος ξαναγύρισε αμέσως να κοιμηθεί με το κεφάλι του ν’ ακουμπάει ανάμεσα
στις κούτες με τα πούρα και στις πυραμίδες των ποτηριών στο πίσω μέρος του
μπαρ, και άρχισε να ροχαλίζει.
«Βλέπεις», είπε ο δημοσιογράφος, «όλα είναι ακριβώς έτσι. Η νύχτα
σε μια μεγάλη πόλη δεν είναι φαντασμαγορική κι ούτε θεατρική. Είναι τετριμμένη,
μερικές φορές κτηνώδης, αρκετά συναρπαστική μέχρι να τη συνηθίσεις, αλλά έχει
μια σταθερή ρουτίνα. Είναι τραγική, αλλά η πλοκή είναι παλιά και τα κίνητρα και
οι ήρωες είναι οι ίδιοι».
Ο υπόκωφος θόρυβος από βαριά φορτηγά κάρα και το κροτάλισμα
καροτσιών με μπουκάλια γάλα τους υπενθύμισε πως ήταν κιόλας πρωί και καθώς
άνοιξαν την πόρτα ο κρύος καθαρός αέρας μπήκε μέσα στο μαγαζί και τους ανάγκασε
να κλείσουν τους γιακάδες τους γύρω από τον λαιμό τους και να χτυπήσουν τα
πόδια τους στο πάτωμα για να αποκαταστήσουν την κυκλοφορία του αίματος.
Το πρωινό αεράκι φύσηξε προς την πάροδο από τον Ανατολικό Ποταμό και το φως από τις
λάμπες του δρόμου φάνταζε αχνό και κακόγουστο. Ο Τράβερς και ο δημοσιογράφος
κατευθύνθηκαν σ’ ένα χαμάμ και ο κύριος που κράτησε το ρολόι και που την
τελευταία ώρα το είχε ρίξει στον ύπνο, μπήκε σ’ ένα αμάξι που διανυκτέρευε και
είπε τον αμαξά να τον πάει σπίτι. Είχε τώρα φέξει για καλά και έκανε τσουχτερό
κρύο, κι έτσι ο Βαν Μπίμπερ πήρε την απόφαση να περπατήσει. Είχε το παράξενο
συναίσθημα που νιώθει κανείς που ξενυχτά μέχρι να βγει ο ήλιος ότι κάπου έχει
χαθεί μια μέρα, και ο χορός που είχε παρακολουθήσει λίγες ώρες πριν του
φαινόταν πως είχε γίνει πριν από μέρες, η δε πάλη στο Τζέρσεϋ Σίτι είχε συμβεί
πολύ πίσω στο παρελθόν.
Τα σπίτια στην πάροδο από την οποία περνούσε ήταν σιωπηλά όπως και
οι τόσοι ανέκφραστοι τοίχοι, και μόνο εδώ κι εκεί κουνιόταν κάποια δαντελένια
κουρτίνα από το ανοιχτό παράθυρο όπου κάποιος έντιμος πολίτης κοιμόταν. Ο
δρόμος ήταν εντελώς άδειος. Ούτε γάτα ή ένας αστυνομικός δε βρισκόταν και τα
βήματα του Βαν Μπίμπερ αντηχούσαν ζωηρά στο πεζοδρόμιο. Στη γωνία της Λεωφόρου
με την πάροδο όπου βάδιζε βρισκόταν ένα μεγαλοπρεπές σπίτι. Η πρόσοψη του
σπιτιού έβλεπε στη Λεωφόρο ενώ ένας πέτρινος τοίχος περιέβαλλε έναν πέτρινο
επίσης στάβλο που έβγαινε στην πάροδο. Υπήρχε μια πόρτα σ’ αυτόν τον τοίχο, και
καθώς ο Βαν Μπίμπερ την πλησίασε ενώ περπατούσε ολομόναχος, η πόρτα άνοιξε με
προφύλαξη και φάνηκε το κεφάλι ενός άντρα για λίγο για να εξαφανιστεί
αστραπιαία πάλι και η πόρτα να κλείσει βίαια. Ο Βαν Μπίμπερ στάθηκε, κοίταξε
την πόρτα και το σπίτι, καθώς επίσης μπροστά και πίσω του. Το σπίτι ήταν
ερμητικά κλειστό λες και κάποιος κειτόταν
μέσα νεκρός, και οι δρόμοι ήταν ακόμη έρημοι.
Ο Βαν Μπίμπερ δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί πως η εμφάνιση του
προσώπου στην πόρτα ήταν αρκετά τρομακτική για να φοβίσει έναν έντιμο άνθρωπο.
Γι’ αυτό έκρινε πως το άτομο πίσω από την πόρτα πρέπει να ανήκει σε ανέντιμο
άτομο. Φυσικά, είπε στον εαυτό του, δεν ήταν δική του δουλειά, αλλά το γεγονός
ήταν περίεργο, του άρεσε και η περιπέτεια, και θα ήθελε να αποδείξει στον φίλο
του, τον δημοσιογράφο, που δεν πίστευε σε περιπέτειες, ότι είχε άδικο. Έτσι,
πλησίασε στην πόρτα κλεφτά, πήδησε κι έπιασε την κορυφή του τοίχου, πατώντας με
το ένα του πόδι πάνω στο χερούλι της πόρτας και το άλλο πάνω στο ρόπτρο. Μετά
σύρθηκε προς τα πάνω και κοίταξε προσεχτικά προς την μέσα μεριά του τοίχου. Δεν
είχε κάνει κανέναν θόρυβο παρά μόνο το κροτάλισμα στο χερούλι της πόρτα όταν
πάτησε για να στηριχτεί. Ο άντρας από μέσα νόμισε πως κάποιος απ’ έξω πάσχιζε
ν’ ανοίξει την πόρτα, και αντιστάθηκε στο υποτιθέμενο άνοιγμα ρίχνοντας βαριά
τον ώμο του πάνω στην πόρτα. Ο Βαν Μπίμπερ, κουρνιασμένος στην κορυφή του
τοίχου, κοίταξε προς τα κάτω, ακριβώς πάνω από το κεφάλι και τους ώμους του
άλλου. Έβλεπε πως ο άντρας βρισκόταν μόνο μισό μέτρο από κάτω του και στο ένα
του χέρι κρατούσε ένα περίστροφο, ενώ στα πόδια του βρίσκονταν δύο σάκοι με
διάφορα είδη διαφορετικού μεγέθους να προεξέχουν.
Δεν χρειάζονταν περαιτέρω αποδείξεις να καταλάβει ο Βαν Μπίμπερ πως
ο άντρας από κάτω του είχε διαρρήξει το γωνιακό σπίτι, και εάν δεν τύχαινε να
περάσει την ώρα εκείνη από εκεί, ο διαρρήκτης θα το είχε σκάσει με τα λάφυρά
του. Η πρώτη του σκέψη ήταν πως δεν ήταν αστυνομικός και γι’ αυτό μια συμπλοκή
με έναν διαρρήκτη δεν ήταν στη ρουτίνα της ζωής του. Μετά ακολούθησε μια
δεύτερη σκέψη πως αν και ο κάτοχος των αντικειμένων που βρίσκονταν μέσα στους
σάκους δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα, όμως σαν ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας
είχε περισσότερο δικαίωμα εκτίμησης από τον άντρα με το περίστροφο.
Το γεγονός ότι τώρα, είτε του άρεσε είτε όχι, ήταν κουρνιασμένος
πάνω στον τοίχο σαν τον Χάμπτι Ντάμπτι, και ότι ο διαρρήκτης θα μπορούσε να τον
αντιληφθεί και να τον πυροβολήσει από τη μια στιγμή στην άλλη, επηρέασε άμεσα
την επόμενη κίνησή του. Έτσι, ισορροπώντας προσεκτικά και αθόρυβα, ρίχτηκε πάνω
στο κεφάλι και τους ώμους του άντρα ξαπλώνοντάς τον φαρδύ-πλατύ πάνω στο
πλακόστρωτο έχοντάς τον από κάτω του. Το περίστροφο εκπυρσοκρότησε κατά τη
συμπλοκή και πριν ο κακοποιός καταλάβει από πού δέχτηκε την επίθεση, ο Βαν
Μπίμπερ στεκόταν όρθιος από πάνω του με τη φτέρνα του να πιέζει δυνατά το χέρι
του διαρρήκτη και να κλωτσάει το περίστροφο από τα δάχτυλα του. Μετά με γρήγορα
βήματα πήγε και το μάζεψε απ’ όπου βρισκόταν, και στρέφοντάς το προς το μέρος
του διαρρήκτη, είπε: «Μη διανοηθείς να σηκωθείς γιατί σε πυροβολώ». Ένιωσε μια
εκτός χρόνου και τόπου ευτράπελη διάθεση να προσθέσει, «που μάλλον θα
αστοχήσω», αλλά την χαλιναγώγησε. Ο διαρρήκτης, προς μεγάλη κατάπληξη του Βαν
Μπίμπερ, δεν έκανε καμιά απόπειρα να σηκωθεί, μόνο που ανακάθισε με τα χέρια
περασμένα σφικτά γύρω από τα γόνατα και είπε: «Άντε, πυροβόλα. Πολύ θα το ήθελα
να το κάνεις».
Είχε σφίξει τα δόντια του και το πρόσωπό του έδειχνε απελπισμένο
και πικρόχολο, η δε έκφρασή του έφτασε στο άκρο άωτο της απόγνωσης που ο Βαν
Μπίμπερ δεν είχε ποτέ φανταστεί να φτάνει άνθρωπος.
«Άντε, λοιπόν, τι κάθεσαι;» επανέλαβε ο άντρας πεισματικά. «Δε θα
κουνηθώ. Ρίξε μου».
Η κατάσταση είχε γίνει πολύ δυσάρεστη. Ο Βαν Μπίμπερ ένιωσε το
πιστόλι να χαλαρώνει στο χέρι του και αισθάνθηκε μια σφοδρή επιθυμία να το
αφήσει κάτω και να βάλει τον διαρρήκτη να του αφηγηθεί όλο το περιστατικό.
«Δεν έχεις και πολύ θάρρος», είπε ο Βαν Μπίμπερ τελικά. «Πολύ
ανίκανος είσαι για διαρρήκτης, θα έλεγα».
«Τι ωφελεί;» είπε ο άντρας με σφοδρότητα. «Δεν πρόκειται να
ξαναγυρίσω – δεν πρόκειται να πάω πίσω εκεί ζωντανός. Έκανα το χρόνο μου για
πάντα μέσα σ’ εκείνη την τρύπα. Κι αν πρέπει να ξαναπάω εκεί – μα το Θεό – ούτε
για φύλακας, κι ας πεθάνω γι’ αυτό.
«Να ξαναγυρίσεις πού;» ρώτησε ο Βαν Μπίμπερ, με κάποια ηπιότητα,
και με μεγάλο ενδιαφέρον. «Μήπως στη φυλακή;»
«Μάλιστα, στη φυλακή!» αναφώνησε ο άντρας με βραχνή φωνή. «Σ’ έναν
τάφο. Να πού θα πάω. Κοίτα το πρόσωπό μου», πρόσθεσε, «κοίτα τα μαλλιά μου και
θα σου πουν πού ήμουν. Όλο το χρώμα έφυγε από το δέρμα μου κι όλη η δύναμη από
τα πόδια μου. Δε χρειάζεται να με φοβάσαι. Δε θα μπορούσα να σε βλάψω ακόμη κι
αν το ήθελα. Είμαι σκέτος σκελετός και σαν μωρό, εκεί έχω καταντήσει. Δε θα
μπορούσα να σκοτώσω ούτε γάτα. Και τώρα εσύ θα με στείλεις πάλι πίσω για μια
άλλη ολόκληρη ζωή. Τη φορά αυτή είκοσι χρόνια μέσα σ’ εκείνη την κρύα, πανάθλια
τρύπα, αφού έχω ήδη εκτίσει την ποινή μου και τόσο σκληρά δούλεψα». Ο Βαν
Μπίμπερ μετακίνησε το πιστόλι στο άλλο του χέρι και κοίταξε τον κρατούμενό του
με δυσπιστία.
«Πόσον καιρό είσαι έξω;» τον ρώτησε και κάθισε στα εξωτερικά σκαλιά
της κουζίνας κρατώντας το περίστροφο ανάμεσα στα γόνατα. Ο ήλιος διέλυε την
πρωινή αχλή, κι ο Βαν Μπίμπερ ξέχασε το κρύο.
«Βγήκα χθες», είπε ο άντρας.
Ο Βαν Μπίμπερ έριξε μια ματιά στους σάκους και σήκωσε το
περίστροφο. «Δεν έχασες, βλέπω, τον χρόνο σου», είπε.
«Όχι», απάντησε ο άντρας δύσθυμα, «όχι, δεν έχασα. Ήξερα το μέρος
και χρειαζόμουν λεφτά να πάω δυτικά, στους δικούς μου, και η κοινωνία είπε πως
έπρεπε να περιμένω μέχρι να το δικαιούμαι, κι εγώ δεν μπορούσα να περιμένω. Έχω
να δω τη γυναίκα μου και την κόρη μου εφτά χρόνια. Εφτά χρόνια, νεαρέ μου. Για
σκέψου το – εφτά χρόνια. Μπορείς να καταλάβεις πόσος καιρός είναι; Εφτά χρόνια
χωρίς να δεις τη γυναίκα σου και το παιδί σου! Και αυτοί να είναι νομοταγείς
άνθρωποι». Πρόσθεσε βιαστικά. «Η γυναίκα μου μετακόμισε στις Δυτικές Πολιτείες
μετά τη φυλάκισή μου και άλλαξε όνομα, κι η κόρη δεν ξέρει τίποτε για μένα.
Νομίζει πως ταξιδεύω ναυτικός στις θάλασσες. Επρόκειτο να πάω να τους βρω. Το
σχέδιό μου ήταν το εξής: Σκέφτηκα να ξαφρίσω κάτι από δω για να αγοράσω τα
ναύλα, και να τώρα», πρόσθεσε, σκεπαζοντας το πρόσωπό του με τα χέρια του.
«Πρέπει τώρα να πάω πίσω. Κι έλεγα να ζήσω τίμια αν πήγαινα δυτικά – μα το Θεό,
θα ζούσα τίμια! Έτσι κι αλλιώς, τώρα, τι σημασία έχει. Κι ούτε με νοιάζει αν με
πιστεύεις ή όχι», πρόσθεσε με αγανάκτηση.
«Δεν είπα αν σε πιστεύω ή όχι», απάντησε ο Βαν Μπίμπερ με σοβαρό
σκεπτικισμό.
Κοίταξε τον άντρα για λίγο χωρίς να πει τίποτε, και ο διαρρήκτης ανταπέδωσε
το βλέμμα του, αψηφώντας τον πεισματικά, χωρίς κανένα ίχνος ελπίδας ή υπόνοιας
παράκλησης για λύπηση στα μάτια του. Ίσως εξαιτίας της στάσης του άντρα ή ίσως
για τη γυναίκα και το παιδί του, ο Βαν Μπίμπερ συγκινήθηκε, αλλά ανεξάρτητα από
τα κίνητρα, ενήργησε αυθόρμητα. «Υποθέτω, όμως», είπε σαν να μιλούσε στον εαυτό
του, «πως πρέπει να σε παραδώσω».
«Ποτέ δε θα πάω πίσω ζωντανός», αποκρίθηκε ο διαρρήκτης ήσυχα.
«Τι να σου πω, κι εγώ λυπάμαι», είπε ο Βαν Μπίμπερ. «Φυσικά δεν
ξέρω αν λες αλήθεια ή ψέματα, και όσο για το ότι εννοείς να ζήσεις τίμια, πολύ
αμφιβάλλω. Όμως, θα σου βγάλω ένα εισιτήριο για εκεί που μένει η γυναίκα σου
και θα σε συνοδέψω να σε δω να μπαίνεις στο τρένο. Αλλά εσύ μπορεί να κατεβείς
στον επόμενο σταθμό και να ληστέψεις το δικό μου σπίτι αύριο βράδυ, αν σου
έρθει η όρεξη. Ρίξε τώρα αυτούς τους σάκους μέσα από εκείνη την πόρτα όπου θα
τους βρει η υπηρέτρια πριν τους δει ο γαλατάς, και περπάτα μπροστά μου με τα
χέρια στις τσέπες, και μη διανοηθείς να το σκάσεις. Θυμήσου πως κρατώ το
πιστόλι σου».
Ο άντρας έβαλε τους σάκους μέσα από την πόρτα της κουζίνας, και
κοιτώντας με αμφιβολία τον ‘δεσμοφύλακά’ του, βγήκε στο δρόμο και άρχισε να
βαδίζει, όπως του υποδείχθηκε, προς τον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό. Ο Βαν
Μπίμπερ ακολουθούσε ακριβώς πίσω του, αναμασώντας την ερώτηση στο νου του για
το τι όφειλε να κάνει. Ένιωσε ένοχος περνώντας δίπλα από έναν αστυφύλακα, αλλά
συνήλθε σκεφτόμενος τη γυναίκα και το παιδί του άντρα που ζούσαν τίμια κάπου
στις Δυτικές Πολιτείες.
«Για πού;» ρώτησε ο Βαν Μπίμπερ καθώς στεκόταν μπροστά στο γκισέ.
«Χέλενα, Μοντάνα», απάντησε ο άντρας ανασαίνοντας με ανακούφιση για πρώτη φορά.
Ο Βαν Μπίμπερ αγόρασε το εισιτήριο και το έδωσε στον διαρρήκτη. «Υποθέτω ότι
γνωρίζεις», είπε, «πως μπορείς να πουλήσεις το εισιτήριο κάπου στην πόλη
μισοτιμής». «Ναι, το γνωρίζω», απάντησε ο διαρρήκτης. Ήθελε μισή ώρα για την
αναχώρηση του τρένου και ο Βαν Μπίμπερ οδήγησε τον ‘προστατευόμενό’ του στο
εστιατόριο και τον παρακολουθούσε να τρώει ό, τι του έφερναν μπροστά του και να
ρίχνει συνέχεια ματιές δεξιά κι αριστερά. Κατόπιν του έδωσε μερικά χρήματα, του
είπε να του γράψει και του έδωσε το χέρι αποχαιρετώντας τον. Ο άντρας ένευσε με
προθυμία και έβγαλε το καπέλο του καθώς το τρένο έμπαινε στο σταθμό. Ο Βαν
Μπίμπερ κατέβηκε ξανά στην πόλη με τις πωλήτριες και τους υπαλλήλους,
προβληματιζόμενος ακόμη εάν είχε πράξει σωστά.
Πήγε στο διαμέρισμα που νοίκιαζε και άλλαξε, έκανε ένα κρύο μπάνιο
και μετά τράβηξε κατά το Ντολμένικο για να πάρει το πρωινό του. Ενώ ο
σερβιτόρος έστρωνε το τραπέζι, ο Βαν Μπίμπερ έριξε μια ματιά στους τίτλους μιας
εφημερίδας. Διάβασε επί τροχάδην με ευγενικό ενδιαφέρον για το χορό της
προηγούμενης βραδιάς και παρατήρησε το όνομά του ανάμεσα στους
παρευρισκόμενους. Με μεγαλύτερο ενδιαφέρον διάβασε για τον αγώνα μεταξύ του
‘Ντάτσι’ Μακ και του ‘Μαύρου Διαμαντιού’ και κατόπιν διάβασε προσεκτικά πώς ο
‘Έιμπ’ Χάμπαρντ ή ‘Τζίμι ο Κύριος’, σεσημασμένος διαρρήκτης, είχε δραπετεύσει
από τη φυλακή του Νιου Τζέρσεϋ και εντοπίστηκε στη Νέα Υόρκη. Υπήρχε και μια
περιγραφή του άντρα, και η ανάσα του Βαν Μπίμπερ έγινε πιο γρήγορη καθώς
διάβασε παρακάτω. «Οι αστυνομικοί έχουν στοιχεία για το πού βρίσκεται», έλεγε
το άρθρο. «Αν βρίσκεται ακόμη στην πόλη, είναι πεπεισμένοι πως θα τον
ξανασυλλάβουν. Φοβούνται όμως πως οι ίδιοι φίλοι που τον βοήθησαν να
δραπετεύσει από τη φυλακή, είναι πιθανόν να τον βοηθήσουν να φύγει από την πόλη
ή να πάει στις Δυτικές Πολιτείες.
Ρίτσαρντ Χάρντινγκ Ντέιβις (Richard Harding Davis)
Γεννήθηκε
|
18 Απριλίου 1864
στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνιας |
Απεβίωσε
|
11 Απριλίου 1916 ( 51
ετών)
στη Νέα Υόρκη |
Αμερικανός συγγραφέας, πολεμικός ανταποκριτής και δημοσιογράφος
Richard Harding Davis - Wikipedia, the free encyclopedia |
|
Van Bibber's Burglar
by Richard Harding Davis
It was two o'clock before "Dutchy" Mack's backer threw the sponge into the air, and three before they reached the city. They had another reporter in the cab with them besides the gentleman who had bravely held the watch in the face of several offers to "do for" him; and as Van Bibber was ravenously hungry, and as he doubted that he could get anything at that hour at the club, they accepted Spielman's invitation and went for a porterhouse steak and onions at the Owl's Nest, Gus McGowan's all-night restaurant on Third Avenue.
It was a very dingy, dirty place, but it was as warm as the engine- room of a steamboat, and the steak was perfectly done and tender. It was too late to go to bed, so they sat around the table, with their chairs tipped back and their knees against its edge. The two club men had thrown off their great-coats, and their wide shirt fronts and silk facings shone grandly in the smoky light of the oil lamps and the red glow from the grill in the corner. They talked about the life the reporters led, and the Philistines asked foolish questions, which the gentleman of the press answered without showing them how foolish they were.
"And I suppose you have all sorts of curious adventures," said Van Bibber, tentatively.
"Well, no, not what I would call adventures," said one of the reporters. "I have never seen anything that could not be explained or attributed directly to some known cause, such as crime or poverty or drink. You may think at first that you have stumbled on something strange and romantic, but it comes to nothing. You would suppose that in a great city like this one would come across something that could not be explained away something mysterious or out of the common, like Stevenson's Suicide Club. But I have not found it so. Dickens once told James Payn that the most curious thing he ever saw In his rambles around London was a ragged man who stood crouching under the window of a great house where the owner was giving a ball. While the man hid beneath a window on the ground floor, a woman wonderfully dressed and very beautiful raised the sash from the inside and dropped her bouquet down into the man's hand, and he nodded and stuck it under his coat and ran off with it.
"I call that, now, a really curious thing to see. But I have never come across anything like it, and I have been in every part of this big city, and at every hour of the night and morning, and I am not lacking in imagination either, but no captured maidens have ever beckoned to me from barred windows nor 'white hands waved from a passing hansom.' Balzac and De Musset and Stevenson suggest that they have had such adventures, but they never come to me. It is all commonplace and vulgar, and always ends in a police court or with a 'found drowned' in the North River."
McGowan, who had fallen into a doze behind the bar, woke suddenly and shivered and rubbed his shirt-sleeves briskly. A woman knocked at the side door and begged for a drink "for the love of heaven," and the man who tended the grill told her to be off. They could hear her feeling her way against the wall and cursing as she staggered out of the alley. Three men came in with a hack driver and wanted everybody to drink with them, and became insolent when the gentlemen declined, and were in consequence hustled out one at a time by McGowan, who went to sleep again immediately, with his head resting among the cigar boxes and pyramids of glasses at the back of the bar, and snored.
"You see," said the reporter, "it is all like this. Night in a great city is not picturesque and it is not theatrical. It is sodden, sometimes brutal, exciting enough until you get used to it, but it runs in a groove. It is dramatic, but the plot is old and the motives and characters always the same."
The rumble of heavy market wagons and the rattle of milk carts told them that it was morning, and as they opened the door the cold fresh air swept into the place and made them wrap their collars around their throats and stamp their feet. The morning wind swept down the cross- street from the East River and the lights of the street lamps and of the saloon looked old and tawdry. Travers and the reporter went off to a Turkish bath, and the gentleman who held the watch, and who had been asleep for the last hour, dropped into a nighthawk and told the man to drive home. It was almost clear now and very cold, and Van Bibber determined to walk. He had the strange feeling one gets when one stays up until the sun rises, of having lost a day somewhere, and the dance he had attended a few hours before seemed to have come off long ago, and the fight in Jersey City was far back in the past.
The houses along the cross-street through which he walked were as dead as so many blank walls, and only here and there a lace curtain waved out of the open window where some honest citizen was sleeping. The street was quite deserted; not even a cat or a policeman moved on it and Van Bibber's footsteps sounded brisk on the sidewalk. There was a great house at the corner of the avenue and the cross-street on which he was walking. The house faced the avenue and a stone wall ran back to the brown stone stable which opened on the side street. There was a door in this wall, and as Van Bibber approached it on his solitary walk it opened cautiously, and a man's head appeared in it for an instant and was withdrawn again like a flash, and the door snapped to. Van Bibber stopped and looked at the door and at the house and up and down the street. The house was tightly closed, as though some one was lying inside dead, and the streets were still empty.
Van Bibber could think of nothing in his appearance so dreadful as to frighten an honest man, so he decided the face he had had a glimpse of must belong to a dishonest one. It was none of his business, he assured himself, but it was curious, and he liked adventure, and he would have liked to prove his friend the reporter, who did not believe in adventure, in the wrong. So he approached the door silently, and jumped and caught at the top of the wall and stuck one foot on the handle of the door, and, with the other on the knocker, drew himself up and looked cautiously down on the other side. He had done this so lightly that the only noise he made was the rattle of the door-knob on which his foot had rested, and the man inside thought that the one outside was trying to open the door, and placed his shoulder to it and pressed against it heavily. Van Bibber, from his perch on the top of the wall, looked down directly on the other's head and shoulders. He could see the top of the man's head only two feet below, and he also saw that in one hand he held a revolver and that two bags filled with projecting articles of different sizes lay at his feet.
It did not need explanatory notes to tell Van Bibber that the man below had robbed the big house on the corner, and that if it had not been for his having passed when he did the burglar would have escaped with his treasure. His first thought was that he was not a policeman, and that a fight with a burglar was not in his line of life; and this was followed by the thought that though the gentleman who owned the property in the two bags was of no interest to him, he was, as a respectable member of society, more entitled to consideration than the man with the revolver.
The fact that he was now, whether he liked it or not, perched on the top of the wall like Humpty Dumpty, and that the burglar might see him and shoot him the next minute, had also an immediate influence on his movements. So he balanced himself cautiously and noiselessly and dropped upon the man's head and shoulders, bringing him down to the flagged walk with him and under him. The revolver went off once in the struggle, but before the burglar could know how or from where his assailant had come, Van Bibber was standing up over him and had driven his heel down on his hand and kicked the pistol out of his fingers. Then he stepped quickly to where it lay and picked it up and said, "Now, if you try to get up I'll shoot at you." He felt an unwarranted and ill-timedly humorous inclination to add, "and I'll probably miss you," but subdued it. The burglar, much to Van Bibber's astonishment, did not attempt to rise, but sat up with his hands locked across his knees and said: "Shoot ahead. I'd a damned sight rather you would."
His teeth were set and his face desperate and bitter, and hopeless to a degree of utter hopelessness that Van Bibber had never imagined.
"Go ahead," reiterated the man, doggedly, "I won't move. Shoot me."
It was a most unpleasant situation. Van Bibber felt the pistol loosening in his hand, and he was conscious of a strong inclination to lay it down and ask the burglar to tell him all about it.
"You haven't got much heart," said Van Bibber, finally. "You're a pretty poor sort of a burglar, I should say."
"What's the use?" said the man, fiercely. "I won't go back—I won't go back there alive. I've served my time forever in that hole. If I have to go back again—s'help me if I don't do for a keeper and die for it. But I won't serve there no more."
"Go back where?" asked Van Bibber, gently, and greatly interested; "to prison?"
"To prison, yes!" cried the man, hoarsely: "to a grave. That's where. Look at my face," he said, "and look at my hair. That ought to tell you where I've been. With all the color gone out of my skin, and all the life out of my legs. You needn't be afraid of me. I couldn't hurt you if I wanted to. I'm a skeleton and a baby, I am. I couldn't kill a cat. And now you're going to send me back again for another lifetime. For twenty years, this time, into that cold, forsaken hole, and after I done my time so well and worked so hard." Van Bibber shifted the pistol from one hand to the other and eyed his prisoner doubtfully.
"How long have you been out?" he asked, seating himself on the steps of the kitchen and holding the revolver between his knees. The sun was driving the morning mist away, and he had forgotten the cold.
"I got out yesterday," said the man.
Van Bibber glanced at the bags and lifted the revolver. "You didn't waste much time," he said.
"No," answered the man, sullenly, "no, I didn't. I knew this place and I wanted money to get West to my folks, and the Society said I'd have to wait until I earned it, and I couldn't wait. I haven't seen my wife for seven years, nor my daughter. Seven years, young man; think of that—seven years. Do you know how long that is? Seven years without seeing your wife or your child! And they're straight people, they are," he added, hastily. "My wife moved West after I was put away and took another name, and my girl never knew nothing about me. She thinks I'm away at sea. I was to join 'em. That was the plan. I was to join 'em, and I thought I could lift enough here to get the fare, and now," he added, dropping his face in his hands, "I've got to go back. And I had meant to live straight after I got West,—God help me, but I did! Not that it makes much difference now. An' I don't care whether you believe it or not neither," he added, fiercely.
"I didn't say whether I believed it or not," answered Van Bibber, with grave consideration.
He eyed the man for a brief space without speaking, and the burglar looked back at him, doggedly and defiantly, and with not the faintest suggestion of hope in his eyes, or of appeal for mercy. Perhaps it was because of this fact, or perhaps it was the wife and child that moved Van Bibber, but whatever his motives were, he acted on them promptly. "I suppose, though," he said, as though speaking to himself, "that I ought to give you up."
"I'll never go back alive," said the burglar, quietly.
"Well, that's bad, too," said Van Bibber. "Of course I don't know whether you're lying or not, and as to your meaning to live honestly, I very much doubt it; but I'll give you a ticket to wherever your wife is, and I'll see you on the train. And you can get off at the next station and rob my house to-morrow night, if you feel that way about it. Throw those bags inside that door where the servant will see them before the milkman does, and walk on out ahead of me, and keep your hands in your pockets, and don't try to run. I have your pistol, you know."
The man placed the bags inside the kitchen door; and, with a doubtful look at his custodian, stepped out into the street, and walked, as he was directed to do, toward the Grand Central station. Van Bibber kept just behind him, and kept turning the question over in his mind as to what he ought to do. He felt very guilty as he passed each policeman, but he recovered himself when he thought of the wife and child who lived in the West, and who were "straight."
"Where to?" asked Van Bibber, as he stood at the ticket-office window. "Helena, Montana," answered the man with, for the first time, a look of relief. Van Bibber bought the ticket and handed it to the burglar. "I suppose you know," he said, "that you can sell that at a place down town for half the money." "Yes, I know that," said the burglar. There was a half-hour before the train left, and Van Bibber took his charge into the restaurant and watched him eat everything placed before him, with his eyes glancing all the while to the right or left. Then Van Bibber gave him some money and told him to write to him, and shook hands with him. The man nodded eagerly and pulled off his hat as the car drew out of the station; and Van Bibber came down town again with the shop girls and clerks going to work, still wondering if he had done the right thing.
He went to his rooms and changed his clothes, took a cold bath, and crossed over to Delmonico's for his breakfast, and, while the waiter laid the cloth in the cafe, glanced at the headings in one of the papers. He scanned first with polite interest the account of the dance on the night previous and noticed his name among those present. With greater interest he read of the fight between "Dutchy" Mack and the "Black Diamond," and then he read carefully how "Abe" Hubbard, alias "Jimmie the Gent," a burglar, had broken jail in New Jersey, and had been traced to New York. There was a description of the man, and Van Bibber breathed quickly as he read it. "The detectives have a clew of his whereabouts," the account said; "if he is still in the city they are confident of recapturing him. But they fear that the same friends who helped him to break jail will probably assist him from the country or to get out West."
"They may do that," murmured Van Bibber to himself, with a smile of grim contentment; "they probably will."
Then he said to the waiter, "Oh, I don't know. Some bacon and eggs and green things and coffee."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου