Ο… Χατζηγιάννης άνοιξε το δρόμο για την φορολογηση εμβασμάτων εξωτερικού
Το πράσινο φως για την αναδρομική
φορολόγηση των χρημάτων που «ταξίδεψαν», με τη μορφή εμβασμάτων, στο
εξωτερικό ανοίγει με απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η απόφαση αυτή, εκτιμάται ότι θα προστεθεί στο νομικό «οπλοστάσιο» της κυβέρνησης στη μάχη για τις λίστες φοροδιαφυγής.
Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη απόφαση που κρίνει συνταγματικές της νομοθετικές ρυθμίσεις του 2010 που επιτρέπουν στις φορολογικές αρχές όχι μόνο να κάνουν «φύλλο και φτερό» τις κινήσεις των λογαριασμών σε βάθος χρόνου αλλά και να επιβληθεί αναδρομική φορολόγηση στα ποσά που θεωρούνται ως «αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη».
Έτσι, οι λίστες φοροδιαφυγής που βρίσκονται στα χέρια των αρχών θα μπορέσουν να εισφέρουν στα δημόσια ταμεία έσοδα εκατομμυρίων ευρώ.
Αφορμή για την απόφαση «σταθμό» του ΣτΕ, ήταν η υπόθεση του γνωστού τραγουδιστή Μιχάλη Χατζηγιάννη ο οποίος «έπεσε» προ διετίας στην… τσιμπίδα της Εφορίας, όταν, ύστερα από ελέγχους καταθετικών λογαριασμών και των κινήσεών τους προς το εξωτερικό, εντοπίστηκε ότι έχει «βγάλει» τη διετία 2010-11 στο εξωτερικό (στην Κύπρο) ποσό 5,3 εκατ. ευρώ. Οι φορολογικές αρχές, εφαρμόζοντας όσα ακριβώς προέβλεπε ο ν. 3888/2010, γνωστός ως νόμος Παπακωνσταντίνου επέβαλαν στο Μ. Χατζηγιάννη να καταβάλει για τα οικονομικά έτη 2011 και 2012 συνολικούς φόρους (μαζί με προσαυξήσεις, εισφορές κ.λπ.) ύψους 3,7 εκατ. ευρώ!
Ο γνωστός καλλιτέχνης προσέφυγε στο Διοικητικά Δικαστήρια. Ύστερα από σειρά αποφάσεων που δίχασαν τα διοικητικά δικαστήρια γύρω από τη συνταγματικότητα των ρυθμίσεων και τα όρια του αναδρομικού ελέγχου, η υπόθεση του Μ. Χατζηγιάννη οδηγήθηκε σε «πιλοτική δίκη» ενώπιον της 7μελούς αυξημένης σύνθεσης του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας με την υπ’ αρ. 884/2016 απόφασή τους έκριναν πως είναι συνταγματική και σύμφωνη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου η φορολόγηση εισοδημάτων και εμβασμάτων εξωτερικού που εστάλησαν στο εξωτερικό πριν την 30.9.2010 ημέρα εφαρμογής του νόμου 3888/2010. Είχε προηγηθεί προδικαστικό ερώτημα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών για τα εμβάσματα που είχε στείλει στην Κύπρο ο γνωστός τραγουδιστής την διετία 2010-2011 και για τα οποία του επιβλήθηκε κύριος και πρόσθετος φόρος λόγω ανακριβών δηλώσεων. Το ΣτΕ απάντησε στα ερωτήματα αυτά, αλλά την οριστική απόφαση για την υπόθεση του Μ. Χατζηγιάννη θα λάβει εκ νέου το Διοικητικό Εφετείο.
Η απόφαση αυτή εκτιμάται ότι ξεπερνά την προσωπική δικαστική-φορολογική υπόθεση του Κύπριου τραγουδιστή καθώς ενδιαφέρει όσους φέρρονται να εμπλέκονται στις λίστες φοροδιαφυγής αντιμετωπίζοντας αξιώσεις εκατομμυρίων ευρώ από το δημόσιο. Καθοριστικό πάντως, σύμφωνα με το ΣτΕ είναι το γεγονός να μην έχει «παρέλθει ο προβλεπόμενος στην κείμενη νομοθεσία χρόνος παραγραφής της εξουσίας του Δημοσίου για καταλογισμό του φόρου».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας τονίζουν στην απόφασή τους πως «η καταστολή της φοροδιαφυγής (και, ιδίως, της μεγάλης από απόψεως ποσού), μέσω της διαπίστωσης των οικείων παραβάσεων και της επιβολής από τη διοίκηση των αντίστοιχων διαφυγόντων φόρων, καθώς και των προβλεπόμενων στο νόμο διοικητικών κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 5 και άρθρο 106 παρ. 1 και 2 ), επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος».
Επίσης, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν, ότι «το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε ορισμένο πρόσωπο φορολογική παράβαση, η οποία επισύρει την επιβολή σε βάρος του των διαφυγόντων φόρων και συναφών κυρώσεων, φέρει, κατ’ αρχήν, το κράτος» (φορολογική αρχή).
Ακόμη, στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι «τούτο δεν έχει την έννοια ότι η φορολογική αρχή υποχρεούται να τεκμηριώσει την παράβαση με αδιάσειστα στοιχεία, που αποδεικνύουν άμεσα και με πλήρη βεβαιότητα την τέλεσή της. Πράγματι, μια τέτοια απαίτηση θα επέβαλε στη Διοίκηση ένα υπέρμετρο και συχνά αδύνατο να επωμισθεί βάρος, ασύμβατο με την ανάγκη ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των προαναφερόμενων θεμελιωδών αρχών (και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αντλούν από αυτές οι φορολογούμενοι) και, αφετέρου, του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος της πάταξης της φοροδιαφυγής, που από τη φύση της είναι συνήθως δυσχερώς εντοπίσιμη». Επίσης, σημειώνεται ότι :
«Τούτων έπεται ότι η τέλεση φορολογικής παράβασης, όπως η επίδικη (σ.σ.: του κ. Χατζηγιάννη), που συνίσταται στην παράλειψη δήλωσης φορολογητέου εισοδήματος, και, περαιτέρω, η ύπαρξη αντίστοιχης φορολογητέας ύλης μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας φορολογικής αρχής, όχι μόνο με βάση άμεσες αποδείξεις, αλλά και από έμμεσες αποδείξεις (άλλως, “τεκμήρια”), ήτοι από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης».
Και καταλήγει: «Τούτο δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά κανόνα που αφορά στη φύση και στον τρόπο εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων».
Σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης αναφέρεται ότι «η μεταφορά (με έμβασμα) χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου, στον οποίο δεν υπάρχει συνδικαιούχος, σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του ίδιου προσώπου δεν ενέχει προσαύξηση της περιουσίας του».
Η απόφαση αυτή, εκτιμάται ότι θα προστεθεί στο νομικό «οπλοστάσιο» της κυβέρνησης στη μάχη για τις λίστες φοροδιαφυγής.
Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη απόφαση που κρίνει συνταγματικές της νομοθετικές ρυθμίσεις του 2010 που επιτρέπουν στις φορολογικές αρχές όχι μόνο να κάνουν «φύλλο και φτερό» τις κινήσεις των λογαριασμών σε βάθος χρόνου αλλά και να επιβληθεί αναδρομική φορολόγηση στα ποσά που θεωρούνται ως «αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη».
Έτσι, οι λίστες φοροδιαφυγής που βρίσκονται στα χέρια των αρχών θα μπορέσουν να εισφέρουν στα δημόσια ταμεία έσοδα εκατομμυρίων ευρώ.
Αφορμή για την απόφαση «σταθμό» του ΣτΕ, ήταν η υπόθεση του γνωστού τραγουδιστή Μιχάλη Χατζηγιάννη ο οποίος «έπεσε» προ διετίας στην… τσιμπίδα της Εφορίας, όταν, ύστερα από ελέγχους καταθετικών λογαριασμών και των κινήσεών τους προς το εξωτερικό, εντοπίστηκε ότι έχει «βγάλει» τη διετία 2010-11 στο εξωτερικό (στην Κύπρο) ποσό 5,3 εκατ. ευρώ. Οι φορολογικές αρχές, εφαρμόζοντας όσα ακριβώς προέβλεπε ο ν. 3888/2010, γνωστός ως νόμος Παπακωνσταντίνου επέβαλαν στο Μ. Χατζηγιάννη να καταβάλει για τα οικονομικά έτη 2011 και 2012 συνολικούς φόρους (μαζί με προσαυξήσεις, εισφορές κ.λπ.) ύψους 3,7 εκατ. ευρώ!
Ο γνωστός καλλιτέχνης προσέφυγε στο Διοικητικά Δικαστήρια. Ύστερα από σειρά αποφάσεων που δίχασαν τα διοικητικά δικαστήρια γύρω από τη συνταγματικότητα των ρυθμίσεων και τα όρια του αναδρομικού ελέγχου, η υπόθεση του Μ. Χατζηγιάννη οδηγήθηκε σε «πιλοτική δίκη» ενώπιον της 7μελούς αυξημένης σύνθεσης του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας με την υπ’ αρ. 884/2016 απόφασή τους έκριναν πως είναι συνταγματική και σύμφωνη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου η φορολόγηση εισοδημάτων και εμβασμάτων εξωτερικού που εστάλησαν στο εξωτερικό πριν την 30.9.2010 ημέρα εφαρμογής του νόμου 3888/2010. Είχε προηγηθεί προδικαστικό ερώτημα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών για τα εμβάσματα που είχε στείλει στην Κύπρο ο γνωστός τραγουδιστής την διετία 2010-2011 και για τα οποία του επιβλήθηκε κύριος και πρόσθετος φόρος λόγω ανακριβών δηλώσεων. Το ΣτΕ απάντησε στα ερωτήματα αυτά, αλλά την οριστική απόφαση για την υπόθεση του Μ. Χατζηγιάννη θα λάβει εκ νέου το Διοικητικό Εφετείο.
Η απόφαση αυτή εκτιμάται ότι ξεπερνά την προσωπική δικαστική-φορολογική υπόθεση του Κύπριου τραγουδιστή καθώς ενδιαφέρει όσους φέρρονται να εμπλέκονται στις λίστες φοροδιαφυγής αντιμετωπίζοντας αξιώσεις εκατομμυρίων ευρώ από το δημόσιο. Καθοριστικό πάντως, σύμφωνα με το ΣτΕ είναι το γεγονός να μην έχει «παρέλθει ο προβλεπόμενος στην κείμενη νομοθεσία χρόνος παραγραφής της εξουσίας του Δημοσίου για καταλογισμό του φόρου».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας τονίζουν στην απόφασή τους πως «η καταστολή της φοροδιαφυγής (και, ιδίως, της μεγάλης από απόψεως ποσού), μέσω της διαπίστωσης των οικείων παραβάσεων και της επιβολής από τη διοίκηση των αντίστοιχων διαφυγόντων φόρων, καθώς και των προβλεπόμενων στο νόμο διοικητικών κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 5 και άρθρο 106 παρ. 1 και 2 ), επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος».
Επίσης, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν, ότι «το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε ορισμένο πρόσωπο φορολογική παράβαση, η οποία επισύρει την επιβολή σε βάρος του των διαφυγόντων φόρων και συναφών κυρώσεων, φέρει, κατ’ αρχήν, το κράτος» (φορολογική αρχή).
Ακόμη, στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι «τούτο δεν έχει την έννοια ότι η φορολογική αρχή υποχρεούται να τεκμηριώσει την παράβαση με αδιάσειστα στοιχεία, που αποδεικνύουν άμεσα και με πλήρη βεβαιότητα την τέλεσή της. Πράγματι, μια τέτοια απαίτηση θα επέβαλε στη Διοίκηση ένα υπέρμετρο και συχνά αδύνατο να επωμισθεί βάρος, ασύμβατο με την ανάγκη ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των προαναφερόμενων θεμελιωδών αρχών (και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αντλούν από αυτές οι φορολογούμενοι) και, αφετέρου, του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος της πάταξης της φοροδιαφυγής, που από τη φύση της είναι συνήθως δυσχερώς εντοπίσιμη». Επίσης, σημειώνεται ότι :
«Τούτων έπεται ότι η τέλεση φορολογικής παράβασης, όπως η επίδικη (σ.σ.: του κ. Χατζηγιάννη), που συνίσταται στην παράλειψη δήλωσης φορολογητέου εισοδήματος, και, περαιτέρω, η ύπαρξη αντίστοιχης φορολογητέας ύλης μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας φορολογικής αρχής, όχι μόνο με βάση άμεσες αποδείξεις, αλλά και από έμμεσες αποδείξεις (άλλως, “τεκμήρια”), ήτοι από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης».
Και καταλήγει: «Τούτο δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά κανόνα που αφορά στη φύση και στον τρόπο εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων».
Σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης αναφέρεται ότι «η μεταφορά (με έμβασμα) χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου, στον οποίο δεν υπάρχει συνδικαιούχος, σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του ίδιου προσώπου δεν ενέχει προσαύξηση της περιουσίας του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου