1.Επτάνησος Πολιτεία - Βικιπαίδεια
****************************
2.Το πρώτο ελληνικό κράτος στην αγκαλιά της Ρωσίας
Κωνσταντίνα Ζάνου*
Ομιλία στην Ημερίδα «Πέραν του έθνους: Εξετάζοντας τον Καποδίστρια
εντός διεθνικών και αυτοκρατορικών πλαισίων»
εντός διεθνικών και αυτοκρατορικών πλαισίων»
Πριν από δύο περίπου χρόνια ένα πλοίο του ρωσικού ναυτικού στόλου εμφανίστηκε στα νερά του Ιονίου. Εγώ δεν το είδα, αλλά διάβασα για την παρουσία αυτού του πλοίου στα δημοσιεύματα που ανακοίνωναν τότε το πρόγραμμα της ενδέκατης «Ρωσικής εβδομάδας στα Ιόνια Νησιά». Μπορεί να μην είδα το μεγάλο πλοίο, αλλά είδα (στις φωτογραφίες τουλάχιστον) ένα μικρότερο, αυτό εδώ:
Ιερείς περιφέρουν την εικόνα του Ρώσου ναυάρχου Ουσακώφ, οδεύοντας υποθέτω προς το ναό του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο, όπου και έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου προς τιμή του αγίου-ναυάρχου.
Ο Fyodor (Θεόδωρος) Ουσακώφ ανακηρύχθηκε πράγματι Άγιος από τη ρωσική εκκλησία το 2001 με καθήκον συγκεκριμένα την προστασία του ρωσικού ναυτικού, ενώ το 2005 ο Πατριάρχης Αλέξιος Β΄ τον ονόμασε και προστάτη Άγιο των ρωσικών πυρηνικών βομβών.(1) Την ίδια περίοδο περίπου, το 2002, τοποθετείται και η πρώτη διοργάνωση της «Ρωσικής Εβδομάδας στα Ιόνια Νησιά», η οποία έγινε με πρωτοβουλία ενός ιδρύματος ρωσικών συμφερόντων, επονομαζόμενο «Ρώσος Επιχειρηματίας», και σε συνεργασία με το Πατριαρχείο της Μόσχας. Ταυτόχρονα, την ίδια εποχή, ομάδα Ρώσων και Ελλήνων επιχειρηματιών θέλησε να συστήσει ένα ίδρυμα στην Ελλάδα που θα είχε ως αποστολή τη διαιώνιση της μνήμης του Αγίου Ουσακώφ και την ίδρυση και συντήρηση ναών προς τιμή του. Δεν είμαι σίγουρη τελικά τι απέγινε εκείνη η πρωτοβουλία.Πάντως είμαι σίγουρη για τους συνειρμούς που μου γέννησε αυτή η ιστορία. Πιο συγκεκριμένα, σκεφτόμουν ότι ρωσικά πλοία και εκκλησιαστικά εικονίσματα είχαν εμφανιστεί κι άλλοτε στα νερά του Ιονίου, πριν από 218 χρόνια ακριβώς.
Το 1798 ο Ουσακώφ, αντιναύαρχος τότε του ρωσικού στόλου, περνάει τα στενά του Βοσπόρου και οδεύει προς το Ιόνιο παρέα με τα οθωμανικά πλοία του Κατήρμπεη. Είχε προηγηθεί η σύμπραξη της Ρωσίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία για να διώξουν τους Γάλλους επαναστάτες από τα Επτάνησα και να περιορίσουν τη δυναμική πορεία του Ναπολέοντα προς τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Και αυτό το πέτυχαν καταλαμβάνοντας ένα προς ένα τα Ιόνια Νησιά. Η πολιορκία και κατάληψη της Κέρκυρας, τον Φλεβάρη του 1799, ήταν το επιστέγασμα αυτής της επιχείρησης και το μεγαλύτερο ανδραγάθημα του Ουσακώφ – αυτό που του χάρισε εντέλει και τον τίτλο του ναυάρχου και μεταθανάτια αυτόν του Αγίου. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ήταν που γεννήθηκε το 1800 η «Επτάνησος Πολιτεία», το πρώτο ελληνικό κράτος στην αγκαλιά της Ρωσίας. Ήταν στα χαρτιά ένα αυτόνομο κράτος, με το δικό του πολίτευμα (ένα είδος «συνταγματικής αριστοκρατίας»), που ένωνε, αρχικά σε ομοσπονδία, αργότερα σε ενιαία πολιτική μονάδα, τα επτά νησιά του Ιονίου και τα έβαζε υπό την προστασία της Υψηλής Πύλης και υπό τη στενή πολιτική και στρατιωτική επίβλεψη της Ρωσίας.
Έλεγα όμως πως εμφανίστηκαν τότε στο Ιόνιο όχι μόνο ρωσικά πλοία αλλά και εκκλησιαστικά εικονίσματα. Το δυνατότερο χαρτί των Ρώσων στη διεκπεραίωση των μεγαλοϊδεατικών τους σχεδίων στη Μεσόγειο ήταν πράγματι η θρησκεία. Ο Ουσακώφ έφτασε στην Κέρκυρα κρατώντας στα χέρια του μια εγκύκλιο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος συνιστούσε στους Χριστιανούς των Ιονίων Νήσων να υποταχθούν φρόνιμα-φρόνιμα στα ρωσο-οθωμανικά στρατεύματα, για να αποτινάξουν μια και καλή «τον ζυγό της ασέβειας και της αθεΐας» που οι Γάλλοι απειλούσαν να επιβάλουν στην περιοχή αν έμεναν επί μακρόν. Το πρώτο πράγμα που έκανε επιπλέον ο Ουσακώφ με το που ολοκλήρωσε την κατάληψη της Κέρκυρας, ήταν η επαναφορά στον μητροπολιτικό θρόνο του νησιού ενός Ορθοδόξου –εν αντιθέσει με τη μακραίωνη πρακτική της Βενετίας που ευνοούσε τους Καθολικούς–, ενώ η πρώτη απόφαση του Μεγάλου Συμβουλίου της Κέρκυρας που συστήθηκε υπό τους Ρώσους όρισε να γίνει λιτανεία των ιερών λειψάνων του Αγίου Σπυρίδωνα. Όπως όμως μας είπε τελευταία σε ένα εκπληκτικό του άρθρο ο Θεοδόσης Νικολαΐδης, ο Άγιος θα μιλούσε τώρα μόνο στις καρδιές των Ορθοδόξων. Η Ρωσική παρουσία στην Αδριατική, με την όλη θρησκευτική της βιομηχανία, επέφερε πράγματι μια τομή στην μακραίωνη συγκριτική θρησκευτική παράδοση των νησιών, αναγείροντας ένα τείχος ανάμεσα στα δύο δόγματα. Αυτή η ιδιαίτερη «τοπική θρησκευτική ταυτότητα», η οποία επί αιώνες είχε δημιουργήσει ένα πεδίο αλληλοδιείσδυσης ανάμεσα στις δύο χριστιανικές παραδόσεις των Ιονίων, έφτανε τώρα στο τέλος της. Η Επτάνησος, «που ήταν το antemulare della Christianità, το ανατολικότερο όριο της Χριστιανικής Δύσης», γινόταν τώρα, σύμφωνα πάντα με τα λόγια του Νικολαΐδη, «το δυτικό άκρο της Ορθόδοξης Ανατολής».(2) Η «ορθοδοξοποίηση» λοιπόν της θρησκείας, αλλά και η ανακήρυξη (στα χαρτιά τουλάχιστον) της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους, οδήγησαν πολλούς σύγχρονους σχολιαστές να χαρακτηρίσουν την Επτάνησο Πολιτεία ως (παραθέτω) «την πρώτη ελεύθερη ελληνική κυβέρνηση μετά από αιώνες» και να τη δουν ως το πρελούδιο του ελληνικού κράτους. Στην πραγματικότητα βέβαια, η Επτάνησος Πολιτεία ήταν περισσότερο ένα ρωσικό προτεκτοράτο, παρά μια ανεξάρτητη πολιτεία. Το τι σήμαινε βέβαια «ανεξαρτησία» για τους ανθρώπους της εποχής και πώς ακόμα και φιλελεύθεροι διανοούμενοι αντιλαμβάνονταν τα όρια της ελευθερίας είναι μια άλλη υπόθεση, την οποία αν θέλετε συζητάμε αργότερα.
Όπως και να ’χει πάντως, το ρωσικό προτεκτοράτο των Ιονίων Νήσων δεν θα βάσταζε για πολύ. Το 1806, λόγω ασυμφωνιών στο θέμα της Βλαχίας, θα ναυαγούσε η έτσι κι αλλιώς επισφαλής ρωσο-οθωμανική συμμαχία και ο νέος τσάρος, ο Αλέξανδρος Α΄, θα υπέγραφε συνθήκη ειρήνης στο Τιλσίτ με τον Ναπολέοντα, παραχωρώντας του ως δώρο, το 1807, τα Ιόνια Νησιά. Οι αλλαγές όμως που νοοτροπιακά επήλθαν στη θρησκευτικότητα του Ιονίου ήταν αμετάκλητες. Ο δε συνδυασμός τους με τη νέα επιταγή των καιρών, δηλαδή το «ελληνικό έθνος» που τώρα αναδύονταν ως ιδέα, θα δημιουργούσε ένα μείγμα εκρηκτικό και ιστορικά ενδιαφέρον.
Τι έχω να σας πω όμως εγώ καινούργιο σε σχέση με τη ρωσική αυτή στιγμή του Ιονίου και με την κληρονομιά της σήμερα; Η απάντηση των ιστορικών στην κάπως παράδοξη, ισως κωμική, ακόμα κι επικίνδυνη αναβίωση της ιστορικής μνήμης του ρωσικού Ιονίου σήμερα είναι συνήθως η αντιδιαστολή των Ρώσων με τους Γάλλους: «Ξέρετε από ποιους “απελευθέρωσαν” τους Επτανήσιους οι Ρώσοι τότε;», λένε. «Από τους δημοκρατικούς Γάλλους.
Ο “άγιός” σας, ο Ουσακώφ, ο ναύαρχος της πιο σκληρής απολυταρχίας των χρόνων εκείνων, ο εκών άκων υπηρέτης του ανατολικού δεσποτισμού, από τους Γάλλους “απελευθέρωσε” τα νησιά, από τους Γάλλους, που αποτέλεσαν την ελπίδα του εκτελεσμένου Ρήγα, του φιλελεύθερου Κοραή, του φλογισμένου Μαρτελάου και τόσων άλλων». Αυτά είναι τα λόγια του Δημήτρη Αρβανιτάκη με τον οποίο συμφωνώ σχεδόν πάντα.(3) Σε αυτό εδώ όμως, έχω μια διαφορετική, ίσως και πιο αποστασιοποιημένη, βερσιόν να προτείνω. Πιστεύω ότι πρέπει να ξαναεπισκεφτούμε την Επτάνησο Πολιτεία και να ξανασκεφτούμε την κληρονομιά της, μακριά από τα συνηθισμένα μας δίπολα ανάμεσα σε Γαλλία-Ρωσία, Δύση-Ανατολή, Διαφωτισμό-θρησκεία, έθνος-αυτοκρατορία, δημοκρατία-απολυταρχία. Όσο σύντομη και να ήταν, η ρωσική παρουσία στο Ιόνιο άφησε το στίγμα της στον τρόπο που μια μερίδα της τοπικής ελίτ διαμόρφωσε τη στάση της απέναντι στον κόσμο των ραγδαίων αλλαγών που διαδέχθηκε τον Ναπολέοντα. Και κυρίως άφησε το στίγμα της στον τρόπο που αυτή η ελίτ κατανόησε το αναδυόμενο λεξιλόγιο του έθνους. Η συνάντηση ανάμεσα στη μετα-βενετική πραγματικότητα των Ιονίων Νήσων και στη ρωσική αυτοκρατορία δημιούργησε ένα συγκεκριμένο διανοητικό και ιδεολογικό τοπίο, που λανθάνει ακόμα πιστεύω της προσοχής της ελληνικής διανοητικής ιστορίας και δεν μπορεί να εξηγηθεί με το «σχήμα του Διαφωτισμού» έτσι όπως το γνωρίζουμε από τον Δημαρά μέχρι και τον Κιτρομηλίδη.(4) Η ρωσική παρουσία στο Ιόνιο γέννησε πράγματι μια συγκεκριμένη τάση πρωτο-εθνικισμού και πρωτο-φιλελευθερισμού που έφερε τα δικά της διακριτικά γνωρίσματα. Αυτή ήταν μια εκδοχή του Ιόνιου πατριωτισμού, που μετασχηματίστηκε έπειτα σε ελληνικό εθνικισμό, η οποία γεννήθηκε στο μυαλό ανθρώπων που έζησαν διχασμένοι ανάμεσα σε παλιές και νέες αυτοκρατορίες –τη βενετική, την οθωμανική και τη ρωσική– και στο ελληνικό εθνοκράτος. Αυτοί είναι οι άνθρωποι για τους οποίους θα ήθελα τώρα να σας πω δυο λόγια.
Πρώτα απ’ όλα, σε ποιους αναφέρομαι, ποιοι ήταν αυτοί; Αφενός, αυτός ο κύκλος ανθρώπων αποτελούνταν από την πολιτική και διανοητική ελίτ της Επτανήσου Πολιτείας, από τους ηγέτες αυτού του βραχύβιου κρατιδίου, οι οποίοι βρέθηκαν στην κατάρρευσή του υποχρεωμένοι να αναζητήσουν την τύχη τους μέσα στους κόλπους της αυτοκρατορικής τους προστάτιδος. Αυτοί ήταν άνδρες όπως ο Ζακυνθινός αριστοκράτης Giorgio Mocenigo – ο παντοδύναμος Αυτοκρατορικός Πληρεξούσιος της Ρωσίας στα νησιά, το αφεντικό ουσιαστικά της Επτανήσου Πολιτείας.
Έπειτα, ήταν ο ίδιος ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά ως πολιτική προσωπικότητα σε αυτό εδώ το πλαίσιο, ως Γενικός Γραμματέας της Επτανήσου Πολιτείας.Ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο οποίος είχε κληθεί από την Ιταλία για να καλύψει τις πνευματικές ανάγκες του κράτους και να γίνει ο «επίσημος ιστοριογράφος της Επτανήσου Πολιτείας». Και ο Σπυρίδων Ναράντζης, ο οποίος προσέφερε τη νομική του πείρα στη σύνταξη των διαδοχικών Συνταγμάτων της Πολιτείας, αναλαμβάνοντας επίσης καθήκοντα οικονομικού διαχειριστή της. Σε αυτή την ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι ήταν όλοι επτανησιακής και αριστοκρατικής καταγωγής, με βενετικό πολιτισμικό υπόβαθρο και σπουδές στην Ιταλία, ιταλόγλωσσοι αλλά με σημαντικό προφίλ ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί, θα πρέπει επίσης να προστεθεί μια φιγούρα με εντελώς διαφορετικό background, ο οποίος βρέθηκε ωστόσο να συμμετέχει στο πολιτικό εγχείρημα της Επτανήσου Πολιτείας, αναπτύσσοντας στη συνέχεια ισχυρούς δεσμούς με την ομάδα αυτή των ανθρώπων και με τη ρωσική αυτοκρατορική διπλωματία. Αναφέρομαι στον μετέπειτα Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, έναν Αιγαιοπελαγίτη ταπεινής καταγωγής, άνθρωπο αυτοδημιούργητο με σπουδές στην Κωνσταντινούπολη και ένα πλούσιο ιστορικό στο πλευρό του Αλή Πασά, ο οποίος απέκτησε μεγάλη επιρροή και έγινε, τρόπον τινά, ο πνευματικός ηγέτης αυτής της ομάδας.
Όπως έλεγα, με την κατάρρευση της Επτανήσου Πολιτείας αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να αναζητήσουν την τύχη τους αλλού. Και η ασφαλέστερη οδός οδηγούσε είτε στη Ρωσία είτε στα ρωσικά προξενεία της Ιταλίας. Εκεί λοιπόν, στα παγωμένα δωμάτια της Αγίας Πετρούπολης και στο περιβάλλον του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, μια άλλη συνάντηση θα λάμβανε χώρα, μια συνάντηση η οποία θα αποδεικνύονταν αποφασιστικής σημασίας για την ανάπτυξη των ιδεών του περιβάλλοντος αυτού. Ήταν η συνάντηση με ένα κύκλο ανθρώπων που προέρχονταν από γνωστές οικογένειες Φαναριωτών και Βογιάρων, οι οποίες μετά τη λήξη του ρωσο-οθωμανικού πολέμου το 1792, αποφάσισαν να αφησουν την απειλητική ατμόσφαιρα των Οθωμανικών Ηγεμονιών και να αναζητήσουν ασφαλές καταφύγιο στη Ρωσία. Η πιο αξιοσημείωτη ανάμεσά τους ήταν η οικογένεια Stourdza, και ιδιαίτερα ο διπλωμάτης και λόγιος Alexandre Stourdza, ο οποίος έγινε γραμματέας του Καποδίστρια και καλύτερός του φίλος.
Αυτές λοιπόν οι πορείες των ανθρώπων που περιέγραψα, αυτές οι ζωές οι παγιδευμένες μεταξύ αυτοκρατορίας και έθνους και το μείγμα που συνεπέφεραν μεταξύ του επτανησιακού, του φαναριώτικου και του ρωσικού στοιχείου, οδήγησαν στη δημιουργία ενός ιδιόμορφου συστήματος ερμηνείας της Ελληνικής Επανάστασης και του έθνους εν γενει. Ας δούμε κλείνοντας ποια ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της κοσμοθεωρίας που αναπτύχθηκε με αφορμή τη ρωσική παρουσία στο Ιόνιο:
1. Πρώτα απ’ όλα, αυτοί οι άνθρωποι ήταν βέβαια ρωσόφιλοι. Πίστευαν στην «απελευθερωτική» και «εκπολιτιστική» αποστολή της ρωσικής αυτοκρατορίας στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Υπενθυμίζω ότι τα 1810 ήταν η εποχή που όλοι οι Ευρωπαίοι φιλελεύθεροι κοιτούσαν τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄ με μεγάλες προσδοκίες, ειδικά μετά την παραχώρηση συνταγμάτων στην Πολωνία και στα Επτάνησα. Ωστόσο, από το 1820 και μετά, και καθώς τα επαναστατικά κινήματα ξεσπούσαν στην Ευρώπη το ένα μετά το άλλο, ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε πλέον να παίξει το παιχνίδι του «Ρώσου Δεσπότη που μιλά αόριστα περί δικαιωμάτων των ανθρώπων και των εθνών». Όλο και περισσότερο έβλεπε ότι οι δικές του «σχετικά φιλελεύθερες» λύσεις θα έπρεπε να θυσιαστούν μπρος στο βωμό της διατήρησης του συστήματος της Ιεράς Συμμαχίας σύμφωνα με τις γραμμές του Μέτερνιχ. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, οι περισσότεροι από τους ήρωες της ιστορίας μας, ρητά ή όχι, άρχισαν να επαναπροσδιορίζουν τα πολιτικά τους πιστέυω. Για παράδειγμα, ο μητροπολίτης Ιγνάτιος ανεπτυξε σταδιακά την πεποίθηση ότι η «αναγέννηση» της Ελλάδας θα μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερα μέσα σε ένα πλαίσιο βρετανικό. Ακόμη και οι σκληροπυρηνικοί ρωσόφιλοι, Καποδίστριας και Στούρτζας, χωρίς ποτέ να χάσουν την πίστη τους στη Ρωσία, πήραν τις αποστάσεις τους από τη ρωσική διπλωματία και αποσύρθηκαν στην ιδιωτική δράση.
2. Η στιγμή που η αρμονία αυτών των ανθρώπων με τον Τσάρο έφτασε στο απόγειό της –και εδώ περνάω στο δεύτερο χαρακτηριστικό της κοσμοθεωρίας αυτού του κύκλου– ήταν το Συνέδριο της Βιέννης, το 1814. Η πιο τρανταχτή διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους αυτούς και στους άλλους συντηρητικούς φιλελεύθερους της Ευρώπης ήταν ίσως το γεγονός ότι οι άνθρωποί μας δεν αμφισβήτησαν ποτέ την Ιερά Συμμαχία. Αντιθέτως, γι αυτούς, η Ιερά Συμμαχία σήμανε μια ουτοπική σχεδόν στιγμή, μια στιγμή κατά την οποία το πανχριστιανικό ή πανορθόδοξο οικουμενικό τους όραμα έμοιαζε να πραγματοποιείται. Οι περισσότεροι από αυτούς πίστευαν πράγματι ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ελευθερωθεί, προκειμένου να ενταχθεί στο σύστημα της Ιεράς Συμμαχίας, να μπει στην οικογένεια της Ευρώπης της Παλινόρθωσης. Αυτό μπορεί να ακούγεται περίεργο στα αυτιά μας σήμερα, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ο συνδυασμός θρησκευτικής οικουμενικότητας και εθνικισμού ήταν ο κανόνας στην Ευρώπη του 19ου αιώνα.
3. Το τρίτο χαρακτηριστικό της κοσμοθεωρίας αυτού του κύκλου –και σε αυτό μοιάζουν με τους περισσότερους Ευρωπαίους μετριοπαθείς φιλελεύθερους της γενιάς τους– είναι ότι πίστευαν πως η ελευθερία έρχεται μόνο σταδιακά και μέσα από αργές διαδικασίες. Έβλεπαν δηλαδή την ελευθερία με τρόπο αναπτυξιακό, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει κανείς να είναι πρώτα έτοιμος για να μπορεί να την απολαύσει. Από αυτό πηγάζει και η βαθιά τους πίστη στην παιδεία και η συνεχής ανησυχία τους για το θέμα αυτό. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι ένα από τα σημαντικότερα εθνικά-εκπαιδευτικά προγράμματα που αναπτύσσονται πριν από την ίδρυση της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους ήταν η «Φιλόμουσος Εταιρεία», που ξεπήδησε ακριβώς από το περιβάλλον αυτών των ανθρώπων.
4. Οι θέσεις αυτής της ομάδας δείχνουν, από την άλλη –και αυτό είναι το τέταρτό μου σημείο– ότι ο φιλελληνισμός δεν ήταν ένα μονολιθικό κίνημα. Αν η στήριξη για την Ελλάδα συνδέθηκε γενικά με το ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό και την επανάσταση, η δραστηριότητα και τα γραπτά αυτών των ανθρώπων δείχνουν ότι συνδέθηκε επίσης και με ένα νήμα σκέψης που ήταν συντηρητικό και αντεπαναστατικό. Ήταν το φαινόμενο που η Stella Ghervas έχει εύγλωττα χαρακτηρίσει ως «συντηρητικό φιλελληνισμό».(5)
5. Το πέμπτο μου σημείο είναι ότι στη σκέψη αυτών των ανθρώπων Διαφωτισμός και θρησκεία δεν ήταν αλληλοαποκλειόμενες έννοιες. Αντίθετα, ήταν συμπληρωματικές. «Λίγα Φώτα» (και δανείζομαι εδώ τα λόγια του Καποδίστρια) «θα πρέπει να οδηγήσουν σε μια πιο ορθολογική αντίληψη της θρησκείας». Ο Διαφωτισμός γι’ αυτούς τους διανοούμενους ήταν απαραίτητος, αλλά θα πρέπει να σταματά εκεί όπου η πίστη αρχίζει. Με άλλα λόγια, ο δικός τους ήταν ένας «Θρησκευτικός Διαφωτισμός». Σε αυτή την κοσμοθεωρία, η εγκόσμια ιστορία συγχέεται συχνά με την εσχατολογία και θεωρείται ως μέρος του ευρύτερου σχεδίου της Θείας Πρόνοιας. Ο Στούρτζας, για παράδειγμα, συνέκρινε την Ελληνική Επανάσταση με τις προφητείες για την επανεμφάνιση του λαού του Ισραήλ. Η επιβίωση των Ελλήνων και η «αναγέννησή» τους θεωρείται δηλαδή στη σκέψη του ως ένα θαύμα, ως το μόνο ιστορικό γεγονός με μεσσιανικές διαστάσεις μετά την εβραϊκή έξοδο.(6)
6. Συνολικά –και αυτό είναι το τελευταίο μου σημείο– αυτό που γέννησε η ρωσική παρουσία στο Ιόνιο ήταν άνθρωποι που, ευαίσθητοι στην ιστορική αλλαγή και ανοικτοί στο «πνεύμα των καιρών», ήθελαν ωστόσο να διατηρήσουν τα καλύτερα στοιχεία από τον παλιό κόσμο μέσα στην αναταραχή του καινούργιου. Ήθελαν να συνδυάσουν τις έννοιες της προόδου, του έθνους και του Διαφωτισμού, με τη θρησκεία και τα παραδοσιακά προνόμια της αριστοκρατίας, να συνταιριάσουν δηλαδή το ανοίκειο με το οικείο και να καταλάβουν το ένα μέσα από το άλλο. Όπως έγραψε ο Στούρτζας στον απόηχο του θανάτου του φίλου του: «Παρά το ότι ήταν ένας ειλικρινής χριστιανός, εραστής της ειρήνης και της δικαιοσύνης, ο Καποδίστριας δεν ήταν καθόλου ένας άνθρωπος του παρελθόντος». Και πράγματι, δεν ήταν. Ήταν μόνο το ότι δεν ήθελε να βουτήξει πολύ βαθιά και στο μέλλον.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ειρήνη Κασάπη, «Ο ναύαρχος Ουσακώφ και η αναγνώρισή του ως Αγίου από το Πατριαρχείο Μόσχας», στο Φιόρα τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β’ Συνετό, 2009.
2. Θεοδόσης Νικολαΐδης, «Η λατρεία του Αγίου Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα, 16ος-18ος αιώνας», Τα Ιστορικά 29/57 (Δεκέμβρης 2012), σ. 341.
3. http://ermisnews.gr/dimitris-arbanitakis-diabazo-ekdiloseis-rosikis-ebdomadas-zakyntho-thelo-pistexo-matia/?utm_source=feedburner&utm_medium=feed&utm_campaign=Feed%3A+ermisnews+(ermisnews.gr
4. Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα, Ερμής, 1977. Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Enlightenment and Revolution. The Making of Modern Greece, Cambridge, Massachusetts-London, Harvard University Press, 2013.
5. Stella Ghervas, «Le philhellénisme d’inspiration conservatrice en Europe et en Russie», στο Peuples, Etats et nations dans le Sud-Est de l’Europe, Βουκουρέστι, 2004, σ. 98-110.
6. Konstantina Zanou, «Imperial Nationalism and Orthodox Enlightenment: A diasporic story between the Ionian Islands, Russia and Greece, ca. 1800-1830», στο Maurizio Isabella and Konstantina Zanou (επιμ.), Mediterranean Diasporas: Politics and Ideas in the long nineteenth century, Bloomsbury, 2015, σ. 117-134.
ΧΡΟΝΟΣ 35 (3.2016) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου