Ο ΦΑΣΙΣΤΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ
ΚΑΙ Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ ΦΥΛΕΤΙΚΟΥ ΜΙΣΟΥΣ
ΓΙΑ ΤΟΥΣ... ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΣΟΥ
Το παραληρηματικό κείμενο , με την ξεκάθαρα αριστοκρατική- φασιστική ιδεολογία του, στηρίζεται σε μια υπεραπλουστευτική επιχειρηματολογία και δείχνει το μίσος που συνέχει τον Δημητριάδη για το λαό συλλήβδην, επειδή τόλμησε προφανώς να ψηφίσει αντίθετα με τις δικές του Ποταμίσιες προτιμήσεις .
Κρίνοντάς το ψύχραιμα και χωρίς προκατάληψη για τον άνθρωπο και το συγγραφέα, διαπιστώνουμε ότι το κείμενο εκφράζει απόψεις που ξεπερνούν τα όρια της κοινωνιολογικής και πολιτικής ερμηνείας και εντάσσονται στη σφαίρα της ψυχοπαθολογίας.
Ο Δημητριάδης δεν αναλύει ψύχραιμα και νηφάλια τα αίτια της νεοελληνικής παθογένειας (όπως έκανε λ.χ. κάποτε ο Ραφαηλίδης) , αλλά αρέσκεται να καταγγέλλει με φρασεολογία πρωτοφανούς αηδίας το λαό για τα λάθη του , να τον μέμφεται για τους ηγέτες του και να εύχεται την καταστροφή του αντί της ανάτασής του και της σωτηρίας του μέσα από μια πορεία ατομικού αναστοχασμού και συλλογικής ανάδρασης .
Το χειρότερο απ΄όλα είναι η απροκάλυπτα ρατσιστική θεωρία για το χαλασμένο προγονικό DNA αυτού του λαού, γεγονός που κατ΄αυτόν τον "καθαρό", τον "υγιή" και "αμόλυντο" αριστοκράτη του πνεύματος και υποδειγματικό πολίτη πρέπει να τον οδηγήσει στην εξαφάνισή του.
Ο συγγραφέας και οι "φωτισμένοι" σύντροφοί του ιδαλγοί του καλού αποδεικνύονται άξιοι επίγονοι των ναζιστών, που μιλούσαν για τους εκφυλισμένους λαούς (τους Εβραίους κλπ) που έπρεπε να εξαφανιστούν από προσώπου γης για την ευημερία της ανώτερης φυλής των Αρίων.
Ο συγγραφέας που γράφει επειδή δεν μπορεί να...αγαπηθεί δείχνει ότι είναι ανίκανος να αγαπήσει κάποιες πλευρές του καλού εαυτού του λαού μας.
Κι αυτές δεν είναι μεμονωμένες, αλλά είναι διάσπαρτες σ΄όλο το κορμί του , σχηματίζει νησίδες απέραντης ανθρωπιάς, διαπρεπούς επιστημοσύνης, υγιούς επιχειρηματικότητας και υψηλής καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ο κομπλεξικός διανοούμενος που ξερνοβολάει με περίσσια ευκολία τόση χολή απέναντι στο λαό του προσφέρει τις χειρότερες υπηρεσίες σ΄αυτόν.
Ταυτίζεται με τον Μιχαλολιάκο , που δηλώνει ότι ο λαός είναι χαλασμένος από τη διεφθαρμένη δημοκρατία. Η μόνη λύση που υπάρχει βρίσκεται στην επιβολή του πολιτεύματος των "αρίστων" , των "εκλεκτών της φυλής" , που θα τον δέσουν στην χειρουργική κλίνη και θα του κάνουν την επιβαλλόμενη λοβοτομή.Για το καλό του, φυσικά...
Gerontakos, 3.10.2015
*****************************
1. Το βδέλυγμα.
Ένα κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη για τη LIFO
Ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης γράφει για έναν λαό που δεν μαθαίνει, δεν μπορεί να μάθει από τα λάθη του και από τα λάθη των άλλων. Έναν λαό που δεν αξίζει κανέναν οίκτο.
Ο λαός αυτός πρέπει να τιμωρηθεί γι' αυτό που είναι και για όσα διαπράττει. Η τιμωρία του πρέπει να είναι ισοδύναμη με τη βδελυρότητά του: συντριπτική...Ανήκω σε έναν λαό τον οποίο βδελύσσομαι. Το βδέλυγμα είναι αυτός ο λαός. Ο ελληνικός λαός. Ο ελληνικός λαός είναι ένα βδέλυγμα. Ο λαός αυτός είναι πλέον ικανός και πανέτοιμος για το χειρότερο. Για το χείριστο. Δεν είναι ικανός και πανέτοιμος παρά μόνο γι' αυτό. Επειδή ο ίδιος ανήκει στο χειρότερο. Στο χείριστο. Ο ελληνικός λαός ανήκει οριστικά στο μη περαιτέρω τού χείριστου. Βρίσκεται σε πλήρη διαθεσιμότητα για να γεννάει μόνο τέρατα. Η γονιμότητά του, η μοναδική την οποία διαθέτει, είναι πλέον προγραμματισμένη γενετικώς και καθηλωμένη αποκλειστικώς στην τερατογένεση. Ο ελληνικός λαός είναι ένα τέρας προορισμένο να γεννάει μόνο τέρατα. Ο ελληνικός λαός είναι ένας λαός εσωτερικώς κατεστραμμένος, που όλη του η άλλοτε, χαμένη σ' ένα χαμένο παρελθόν δημιουργικότητα επιδίδεται πλέον αποκλειστικά και μόνο σε καταστροφές. Είναι ένας λαός καταστροφικός, ένας λαός καταστροφέας που, ως τέτοιος, αντιστρέφει διαστροφικά τον λόγο υπάρξεως κάθε λαού: την κατοχύρωση τής συνέχειάς του. Πρόκειται για γενίκευση η οποία, όπως κάθε γενίκευση, θα αδικήσει κατάφωρα κάποιους που πάντα εξαιρούνται ως ελάχιστη μειονότητα, την οποία όμως επιβάλλει η ιστορική στιγμή, η ιστορική κατάσταση, η ιστορική συγκυρία: και οι τρεις αυτές συνισταμένες έχουν υποδειγματικό και καταληκτικό χαρακτήρα. Η αποδεικτική τους δύναμη είναι πανίσχυρη, διαθέτει όλα τα αδιάσειστα πειστήρια μιας απόφανσης όπως η παραπάνω, η οποία δεν παραχωρεί κανένα ελαφρυντικό ώστε να μη θεωρηθεί αυταπόδεικτη.Αυτός ο λαός όχι μόνο δεν κατοχυρώνει τη συνέχειά του αλλά προκαλεί ο ίδιος, με την αδίστακτη βαρβαρότητά του και την αυτάρεσκη ανεπάρκειά του, τη μη συνέχειά του, την οριστική διακοπή τής συνέχειάς του, την ιστορική παύση του, τον ολοκληρωτικό τερματισμό του μέσα σε ένα τοπίο από ανθρώπινα ερείπια. Έχει βγάλει ο ίδιος με τα ίδια του τα χέρια τα μάτια του. Ένας λαός αόμματος που αναπαράγει αόμματους. Λαός τυφλών όπου η τύφλωση δεν έχει αφήσει απρόσβλητη καμία γενιά, κανένα φύλο, καμία τάξη, καμιά ηλικία – διεφθαρμένη ελληνική νεολαία, απερίσκεπτη, κούφια, επιπόλαιη, το χείριστο τού χείριστου, ανακυκλώνει μόνο τα ζοφερά κουσούρια των σπορέων του, αναδεικνύει μόνο την εφιαλτική ψυχική στενότητα εκείνων, ανανεώνει με τον πιο πρωτόγονο, τον πιο κτηνώδη τρόπο –τον τρόπο μη-ανθρώπων των σπηλαίων– τα ενδημικά τους χάλια, την επιδεικτική χυδαιότητα και την πρώιμη διαφθορά τους: με το ένα χέρι κάνουν τον σταυρό τους και με το άλλο, την ίδια στιγμή, σε κλέβουν ή σε δέρνουν. Είναι καιρός, προ πολλού είναι καιρός, να εξοβελιστούν όλες οι εύφημες διακρίσεις που ανέκαθεν τού αποδίδονται: αυτός ο λαός –μόνον λαϊκιστές, λαοπλάνοι, δημαγωγοί, κολπαδόροι και πολιτικά ψώνια - τον εκτιμούν γλείφοντάς τον στα δημόσια ουρητήρια– είναι ένας λαός αγενής –απρεπής και από κακό σόι–, επιδεκτικός μόνο για την ανάδειξη και την επιβράβευση τού κάκιστου, τού αίσχιστου, τού αποκρουστικού: πώς τα καταφέρνει και καταθέτει ο ίδιος τα αδιάψευστα πειστήρια τής αγένειάς του αναδεικνύοντας και επιβραβεύοντας το αποδεδειγμένα, εξόφθαλμα, κραυγαλέα κάκιστο, το ευτελέστερο δείγμα του ανθρώπινου είδους, όταν καλείται να εκλέξει τους ηγέτες του; Πρόκειται για πρωτοφανές επίτευγμα: να επικροτεί, να υποστηρίζει, ένας λαός το τερατώδες, να χαρίζει τον στέφανο της νίκης με τα λάφυρα τής εξουσίας σ' εκείνους που, με τον δικό τους φενακιστικό αγοραίο τρόπο, τού απέδειξαν ότι, εκλέγοντάς τους, είναι όντως αγενής, όντως χυδαίος, «ένα ντουβάρι». Εδώ, επιβεβαιώνεται η τερατογένεση: οι αναδεικνυόμενοι και επιβραβευμένοι είναι τέρατα εκ τεράτων, βδελυροί ηγέτες βγαλμένοι μέσα από τα βδελυρά έγκατα των βδελυρών οπαδών τους. Η απόλυτη σύμπνοια των βδελυγμάτων, τα αλληλοκαθρεφτιζόμενα εμέσματα. Ο λαός αυτός πρέπει να τιμωρηθεί γι' αυτό που είναι και για όσα διαπράττει. Η τιμωρία του πρέπει να είναι ισοδύναμη με τη βδελυρότητά του: συντριπτική. Δεν αξίζει κανέναν οίκτο, κανένα έλεος, καμία επιείκεια, καμία κατανόηση, ένας τέτοιος λαός· τού αξίζει το ακριβές αντίτιμο των επιπτώσεων που έχουν οι συνεχώς κλιμακούμενες προς την απόλυτη αηδία επιλογές τής εκτροχιασμένης και συσκοτισμένης νοοτροπίας του, και που η πιο εύγλωττη εικόνα της είναι το παρόν εφιαλτικό σύμπλεγμα ηγεσίας και λαού, σε συμπαγή ταύτιση, δύο πρόσωπα σε ένα, ο Λαοκόων σε σφικτό και φρικτό εναγκαλισμό με το Φίδι. Πρέπει να επιβληθεί αναφανδόν αυτή η τιμωρία. Θα είναι πράξη αισχύλειας δικαιοσύνης γιατί ο λαός αυτός δεν μαθαίνει, δεν μπορεί να μάθει, από τα λάθη του και από τα λάθη των άλλων. Είναι ήδη γενεσιουργός αιτία μόνο συμφορών, διαφθοράς και ύβρεως, επείγει συνεπώς η αδήριτη ανάγκη να το πληρώσει αυτό, όχι ως χρέος σε δάνεια αλλά ως οφειλή στην ανθρωπότητα. Η σημερινή τραγωδία διαφέρει από την αρχαία ως προς το ότι τα τραγικά πρόσωπα σ' αυτήν, αντίθετα απ' ό,τι σ' εκείνην, δεν είναι οι πρωταγωνιστές αλλά ο χορός, δηλαδή ο δήμος: αυτός είναι σήμερα το υποκείμενο και συγχρόνως το αντικείμενο τού ολέθρου – από δήμος έγινε δήμιος τού εαυτού του και άλλων. Οι ηγέτες του έχουν δευτερεύουσα σημασία, πρώτον διότι προέρχονται από αυτόν και δεν υφίστανται χωρίς αυτόν, δεύτερον διότι αυτός ο ίδιος, κυρίως όταν τον εξαπατούν και τον εμπαίζουν με τα σκουπίδια των υποσχέσεών τους, εκχωρεί σ' αυτούς την εξουσία με την οποία εν συνεχεία τον χειραγωγούν, δείχνοντάς του αυτό που αισθάνονται γι' αυτόν: περιφρόνηση, προκειμένου να τον κρατούν παντοιοτρόπως αιχμάλωτο τής δικής τους αρχομανίας. Ο ένοχος, πλέον πασιφανέστατα, δεν είναι άλλος από τον λαό, αυτόν τον πολυκέφαλο δράστη τού οποίου τα ολέθρια λάθη –έτσι θριάμβευσε ο Χίτλερ– είναι ιστορική επιταγή να κριθούν και να καταδικαστούν, χωρίς καμία επιείκεια, με μοναδικό κριτήριο την ωμή αλήθεια – αφού ο ίδιος ο λαός μόνος του βρίσκεται σε παντελή ανικανότητα να το κάνει, τα καταφέρνει τέλεια μόνο στις κομπίνες και στη λαμογιά. Μία δημόσια Νυρεμβέργη με τις αλαλάζουσες μάζες των πλατειών στριμωγμένες τώρα στα εδώλια των σεσημασμένων. Θα καούν, βέβαια, μαζί με τα ξερά, που είναι τα περισσότερα, και τα χλωρά, που είναι ασυγκρίτως λιγότερα, θα πάρουν τα σκάγια αδιακρίτως όλους, θα συμβεί το «μετά δικαίων και αδίκων», αλλά αυτό είναι το αναπόδραστο τίμημα που θα εξαναγκαστούν να πληρώσουν και όποιοι, εκόντες άκοντες, ανήκουν σ' αυτόν τον τόσο αφειδώς αλλά και τόσο λανθασμένα, τόσο παραπλανητικά, παινεμένο λαό. Τώρα, αυτός ο λαός, απογυμνωμένος συλλήβδην από όλα τα χιλιόχρονα μαλάματα και τάματα με τα οποία τον έχουν φορτώσει και συγκαλύψει, ακάλυπτος από όλα τα ειδυλλιακά τερτίπια και τις ιδεοληπτικές μπαρούφες, από τα παραδοσιακά ψεύδη που υπήρξαν μέχρι τώρα η δήθεν αλήθεια του, αποκαλύπτει στα μάτια και εκείνων που τον γνώριζαν απ' την καλή και εκείνων που τώρα τον ανακαλύπτουν απ' την ανάποδη, το γνήσιον της ανορθόγραφης υπογραφής του.
Πηγή: www.lifo.gr, 1.10.2015 |
**************************
2. Πεθαίνω σαν βδέλυγμα
Γράφει ο συγγραφέας Δημήτρης
Δημητριάδης σε πρόσφατο κείμενό του στη Lifo με τίτλο «Το βδέλυγμα»
ανάμεσα στα άλλα: «Ανήκω σε έναν λαό τον οποίο βδελύσσομαι. Το βδέλυγμα
είναι αυτός ο λαός. Ο ελληνικός λαός. Ο ελληνικός λαός είναι ένα
βδέλυγμα. Ο λαός αυτός είναι πλέον ικανός και πανέτοιμος για το
χειρότερο».
Και μετά: «Ο λαός αυτός πρέπει να τιμωρηθεί γι' αυτό που είναι και για όσα διαπράττει. Η τιμωρία του πρέπει να είναι ισοδύναμη με τη βδελυρότητά του: συντριπτική. Δεν αξίζει κανέναν οίκτο, κανένα έλεος, καμία επιείκεια, καμία κατανόηση, ένας τέτοιος λαός»· και μετά: «Μία δημόσια Νυρεμβέργη με τις αλαλάζουσες μάζες των πλατειών στριμωγμένες τώρα στα εδώλια των σεσημασμένων».
Δεν είμαι σίγουρος για το πώς αντιμετωπίζει κανείς ένα κείμενο τέτοιου είδους. Και όταν λέω τέτοιου είδους εννοώ ένα παραληρηματικό κείμενο, το οποίο ξεπερνάει κατά πολύ τον «φασισμό» ως μεταφορικό σχήμα. Γιατί το κείμενο αυτό είναι φασιστικό στην κυριολεξία του. Και δεν υπερβάλλουμε.
Διαβαίνοντας τις γραμμές του κειμένου κάποιος θα συναντήσει την ευγονική ως αισθητική πρόταση: «Η γονιμότητά του, η μοναδική την οποία διαθέτει, είναι πλέον προγραμματισμένη γενετικώς και καθηλωμένη αποκλειστικώς στην τερατογένεση. Ο ελληνικός λαός είναι ένα τέρας προορισμένο να γεννάει μόνο τέρατα».
Το κοινωνικό σχόλιο υπάρχει εδώ χωρίς ίχνος κοινωνικής ή πολιτικής αναφοράς, αλλά ως αισθητική ανάπτυξη μιας υπόθεσης εργασίας, ως μια ανερυθρίαστη αισθητικοποίηση της πολιτικής, ως μια αφήγηση που αδιαφορεί για το περιεχόμενό της και χτενίζει το ύφος της με μια επιδεικτική απουσία κοινωνικών όρων.
Η χρήση του προβληματικού όρου «λαός» (προβληματικός γιατί χωρίς σημείο αναφοράς καταλήγει να μη σημαίνει τίποτα) εδώ μεταφράζεται ταυτόχρονα ως μάζα, πλέμπα, πλήθος αγενών και απολίτιστων, ένα σύνολο «μη ανθρώπων των σπηλαίων».
Ο λαός παίρνει ταυτότητα από τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του, ο χαρακτήρας ταυτίζεται με την επιμέρους συμπεριφορά και γίνεται χαρακτήρας ενός ομοιογενούς πλήθους.
Και ενώ απ’ όσο φαίνεται το πρόβλημα του συγγραφέα είναι ο ελληνικός λαός (λόγω των επιλογών του στις τελευταίες εκλογές), σε κάποια σημεία η διατύπωση ανοίγει στη γενίκευση. Ετσι, ο λαός είναι π.χ. αυτός που εξέλεξε τον Χίτλερ (ο λαός χωρίς χρόνο ή χώρο αλλά μάλλον ως αφηρημένη έννοια).
Στο σημείο αυτό το κείμενο μεταμορφώνεται στο σύνολό του και μοιάζει με μια αφορμή για να έρθει η διατύπωση της τιμωρίας του λαού γενικώς. Βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε έναν καλβινισμό χωρίς μεταφυσική δικαιολογία, σε μια νέμεση που ακολουθεί ένα αμφίβολο έγκλημα που δεν περιγράφεται, σε μια σκηνή αποκάλυψης χωρίς ένα παραβιασμένο δόγμα.
Το κείμενο δεν επιχειρηματολογεί, δεν περιγράφει, δεν αναλύει. Απλώς καταφεύγει σε παραλλαγές πάνω στην αρχική του θέση: ο λαός είναι ένα βδέλυγμα, του αξίζει η τιμωρία. Η ανάλυση αδιαφορεί για το συμπέρασμα (όπως και ο ίδιος ο Δημήτρης Δημητριάδης αδιαφορεί για την πλειονότητα των «καλών» που θα χαθούν στην τιμωρία μαζί με τους κακούς). Ταυτιζόμενα τα δύο, αναπαράγονται σε παραλλαγές από την αρχή μέχρι το τέλος.
Αλλωστε, ο εστέτ (ο αριστοκράτης όπως προκύπτει από το ύφος και το περιεχόμενο του κειμένου) δεν χρειάζεται να αποδείξει, ούτε καν να επιχειρηματολογήσει, απλώς να εκφράσει το μέγεθος της αριστοκρατικής του απαξίωσης. Είναι ο ίδιος απόδειξη του επιχειρήματος, της γνώμης, ο ίδιος απόδειξη του ίδιου του του εαυτού.
Το παράδοξο βέβαια είναι πως στη συγκεκριμένη περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά στην κοινοτοπία ως εκκεντρική πόζα. Η εποχή μας έχει χορτάσει από χαιρεκακία και μισανθρωπία. Το επιχείρημα του ένοχου λαού που ευθύνεται για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και πρέπει να πληρώσει χρησιμοποιήθηκε από τις πρώτες μνημονιακές κυβερνήσεις, από ποταμίσια σάιτ και free press, από ραμφίσματα διανοουμένων. Εχω την αίσθηση πως η συγκεκριμένη ρητορική γέρασε και πάλιωσε.
Το συγκεκριμένο κείμενο δεν αποτελεί τίποτα άλλο από κορύφωση αυτής της αντίληψης. Στο σημείο όμως της κορύφωσης μπορεί η τροχιά να αλλάξει και να βρεθούμε σε ένα τελείως νέο επίπεδο: μισανθρωπισμού, βιαιότητας και χαιρεκακίας. Και το κείμενο αυτό τα κατάφερε στην εντέλεια.
http://tsalapatis.blogspot.gr
Και μετά: «Ο λαός αυτός πρέπει να τιμωρηθεί γι' αυτό που είναι και για όσα διαπράττει. Η τιμωρία του πρέπει να είναι ισοδύναμη με τη βδελυρότητά του: συντριπτική. Δεν αξίζει κανέναν οίκτο, κανένα έλεος, καμία επιείκεια, καμία κατανόηση, ένας τέτοιος λαός»· και μετά: «Μία δημόσια Νυρεμβέργη με τις αλαλάζουσες μάζες των πλατειών στριμωγμένες τώρα στα εδώλια των σεσημασμένων».
Δεν είμαι σίγουρος για το πώς αντιμετωπίζει κανείς ένα κείμενο τέτοιου είδους. Και όταν λέω τέτοιου είδους εννοώ ένα παραληρηματικό κείμενο, το οποίο ξεπερνάει κατά πολύ τον «φασισμό» ως μεταφορικό σχήμα. Γιατί το κείμενο αυτό είναι φασιστικό στην κυριολεξία του. Και δεν υπερβάλλουμε.
Διαβαίνοντας τις γραμμές του κειμένου κάποιος θα συναντήσει την ευγονική ως αισθητική πρόταση: «Η γονιμότητά του, η μοναδική την οποία διαθέτει, είναι πλέον προγραμματισμένη γενετικώς και καθηλωμένη αποκλειστικώς στην τερατογένεση. Ο ελληνικός λαός είναι ένα τέρας προορισμένο να γεννάει μόνο τέρατα».
Το κοινωνικό σχόλιο υπάρχει εδώ χωρίς ίχνος κοινωνικής ή πολιτικής αναφοράς, αλλά ως αισθητική ανάπτυξη μιας υπόθεσης εργασίας, ως μια ανερυθρίαστη αισθητικοποίηση της πολιτικής, ως μια αφήγηση που αδιαφορεί για το περιεχόμενό της και χτενίζει το ύφος της με μια επιδεικτική απουσία κοινωνικών όρων.
Η χρήση του προβληματικού όρου «λαός» (προβληματικός γιατί χωρίς σημείο αναφοράς καταλήγει να μη σημαίνει τίποτα) εδώ μεταφράζεται ταυτόχρονα ως μάζα, πλέμπα, πλήθος αγενών και απολίτιστων, ένα σύνολο «μη ανθρώπων των σπηλαίων».
Ο λαός παίρνει ταυτότητα από τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του, ο χαρακτήρας ταυτίζεται με την επιμέρους συμπεριφορά και γίνεται χαρακτήρας ενός ομοιογενούς πλήθους.
Και ενώ απ’ όσο φαίνεται το πρόβλημα του συγγραφέα είναι ο ελληνικός λαός (λόγω των επιλογών του στις τελευταίες εκλογές), σε κάποια σημεία η διατύπωση ανοίγει στη γενίκευση. Ετσι, ο λαός είναι π.χ. αυτός που εξέλεξε τον Χίτλερ (ο λαός χωρίς χρόνο ή χώρο αλλά μάλλον ως αφηρημένη έννοια).
Στο σημείο αυτό το κείμενο μεταμορφώνεται στο σύνολό του και μοιάζει με μια αφορμή για να έρθει η διατύπωση της τιμωρίας του λαού γενικώς. Βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε έναν καλβινισμό χωρίς μεταφυσική δικαιολογία, σε μια νέμεση που ακολουθεί ένα αμφίβολο έγκλημα που δεν περιγράφεται, σε μια σκηνή αποκάλυψης χωρίς ένα παραβιασμένο δόγμα.
Το κείμενο δεν επιχειρηματολογεί, δεν περιγράφει, δεν αναλύει. Απλώς καταφεύγει σε παραλλαγές πάνω στην αρχική του θέση: ο λαός είναι ένα βδέλυγμα, του αξίζει η τιμωρία. Η ανάλυση αδιαφορεί για το συμπέρασμα (όπως και ο ίδιος ο Δημήτρης Δημητριάδης αδιαφορεί για την πλειονότητα των «καλών» που θα χαθούν στην τιμωρία μαζί με τους κακούς). Ταυτιζόμενα τα δύο, αναπαράγονται σε παραλλαγές από την αρχή μέχρι το τέλος.
Αλλωστε, ο εστέτ (ο αριστοκράτης όπως προκύπτει από το ύφος και το περιεχόμενο του κειμένου) δεν χρειάζεται να αποδείξει, ούτε καν να επιχειρηματολογήσει, απλώς να εκφράσει το μέγεθος της αριστοκρατικής του απαξίωσης. Είναι ο ίδιος απόδειξη του επιχειρήματος, της γνώμης, ο ίδιος απόδειξη του ίδιου του του εαυτού.
Το παράδοξο βέβαια είναι πως στη συγκεκριμένη περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά στην κοινοτοπία ως εκκεντρική πόζα. Η εποχή μας έχει χορτάσει από χαιρεκακία και μισανθρωπία. Το επιχείρημα του ένοχου λαού που ευθύνεται για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και πρέπει να πληρώσει χρησιμοποιήθηκε από τις πρώτες μνημονιακές κυβερνήσεις, από ποταμίσια σάιτ και free press, από ραμφίσματα διανοουμένων. Εχω την αίσθηση πως η συγκεκριμένη ρητορική γέρασε και πάλιωσε.
Το συγκεκριμένο κείμενο δεν αποτελεί τίποτα άλλο από κορύφωση αυτής της αντίληψης. Στο σημείο όμως της κορύφωσης μπορεί η τροχιά να αλλάξει και να βρεθούμε σε ένα τελείως νέο επίπεδο: μισανθρωπισμού, βιαιότητας και χαιρεκακίας. Και το κείμενο αυτό τα κατάφερε στην εντέλεια.
http://tsalapatis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου