δικό της σκυλί
Τομπάιας Γουλφ
μετάφραση: Γιάννης Παλαβός
Πηγή: www.chronosmag
Τον πρώτο καιρό που η Γκρέης πήρε τον Βίκτορ, τις
περισσότερες Κυριακές τον έβγαζε βόλτα στην παραλία μαζί με τον Τζον.
Έπειτα ένα Τσόου-Τσόου δάγκωσε ένα παιδί και η Διεύθυνση Πρασίνου
απαγόρευσε τα σκυλιά σ’ όλο το πάρκο, εκτός απ’ το έλος πίσω απ’ τους
αμμόλοφους. Η Γκρέης πήγαινε εκεί τον Βίκτορ για χρόνια. Ο Τζον, όταν
μετά το θάνατό της ανέλαβε το σκυλί, κράτησε αυτή τη συνήθεια, παρόλο
που απεχθανόταν την περιοχή. Δεν υπέφερε το λασπερό μονοπάτι που το
οριοθετούσαν δηλητηριώδεις βελανιδιές1∙ τις καυτές εκτάσεις
από ξερή λάσπη, διάσπαρτες με εστίες από χαμόκλαδα∙ τους αμμόλοφους που
έπνιγαν τη θαλασσινή αύρα κι έκαναν βαρύ και δύσοσμο τον αέρα, ο οποίος
κόχλαζε γεμάτος έντομα.
Όμως εδώ ο Βίκτορ, παρά την κατάστασή του, ζωντάνευε
ενστικτωδώς. Στο σπίτι κοιμόταν και πενθούσε, αλλά το πένθος του δεν
μπορούσε να νεκρώσει τη μυρωδιά των πλατονιών2 και των
σκαντζόχοιρων, των κουνελιών, των ποντικιών και των μικρών γκρίζων
αλεπούδων που τα έτρωγαν. Κανονικά, για την προστασία της άγριας ζωής,
τα σκυλιά δεν έπρεπε να κυκλοφορούν ελεύθερα, αλλά η Γκρέης άφηνε πάντα
τον Βίκτορ ν’ ακολουθεί την όσφρησή του, και του Τζον δεν του πήγαινε
πια η καρδιά να του φορέσει λουρί. Έτσι κι αλλιώς, ο Βίκτορ κόντευε να
καταρρεύσει και τα μάτια του ήταν πολύ θολωμένα για να κυνηγήσει το
παραμικρό· αν τύχαινε ν’ αντιληφθεί κάποια κίνηση στους θάμνους, έγερνε
μπροστά και μπορεί, απλώς και μόνο για λόγους αξιοπρέπειας, να σήκωνε
μια πατούσα –Ε; Έτσι μπράβο, γιά τρέξε λοιπόν!– και μετά
συνέχιζε όπως πριν να μυρίζει από δω κι από κει. Ο Τζον δεν τον πίεζε να
προχωρήσει. Περίμενε διώχνοντας με τα χέρια του τα σμήνη από κουνούπια
και μύγες που μαζεύονταν γύρω απ’ το κεφάλι του, ώσπου η υποψία κάποιας
νέας μυρωδιάς έσερνε τον Βίκτορ παρακάτω στο μονοπάτι.
Τον Βίκτορ τον τραβούσαν οι προφανείς απολαύσεις –τα
σάπια κουφάρια, τα αναμασήματα που ξερνούν γεράκια και κουκουβάγιες–,
αλλά μπορούσε με την ίδια ευκολία να πέσει με τα μούτρα σε μια συστάδα
θάμνων που δεν είχε καμιά διαφορά απ’ τη διπλανή της. Κάποιο υγρό πρωινό
είχε τη μύτη βαθιά χωμένη στα χόρτα του βάλτου, όταν ο Τζον είδε ένα
σκυλί να εμφανίζεται μέσα απ’ τη χαμηλή ομίχλη, λίγο πιο πάνω στο
μονοπάτι. Ήταν ένα ευρύστερνο σκυλί με κοντό διάστικτο τρίχωμα και
πλακουτσωτή ροζ μουσούδα, διπλάσιο σε μέγεθος από τον Βίκτορ, μεγαλόσωμο
σαν Λαμπραντόρ, αν και ο Τζον δεν αναγνώριζε τη ράτσα. Όταν το σκυλί
αντιλήφθηκε τον Βίκτορ, σταμάτησε για μια στιγμή, ύστερα προχώρησε με τα
πόδια αλύγιστα.
«Στρίβε!» είπε ο Τζον και χτύπησε τα χέρια του.
Ο Βίκτορ σήκωσε το βλέμμα του μέσ’ απ’ τα χόρτα. Καθώς
το σκυλί πλησίαζε, ο Βίκτορ έκανε ένα βήμα προς το μέρος του με το
κεφάλι προτεταμένο, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια σαν τυφλοπόντικας. Τι; Πώς; Ποιος είναι; Ήρθε κανείς;
Ο Τζον τον έπιασε απ’ το κολάρο. «Εξαφανίσου!» είπε. «Δρόμο!»
Το σκυλί συνέχισε να πλησιάζει.
«Δρόμο!» φώναξε πάλι ο Τζον. Αλλά το σκυλί ερχόταν
ακάθεκτο, αργά τώρα, κοφτά, σχεδόν αυτάρεσκα, με ψυχρή αποφασιστικότητα.
Αδιαφορούσε τελείως για τον Τζον, τα κίτρινα μάτια του είχαν εστιάσει
στον Βίκτορ. Ο Τζον μπήκε μ’ ένα βήμα μπροστά απ’ τον Βίκτορ, για να
κόψει το οπτικό πεδίο του σκυλιού και να στρέψει την προσοχή του στον
ίδιο, αλλά αντί γι’ αυτό το σκυλί βγήκε απ’ το μονοπάτι κι άρχισε να τον
γυροφέρνει, με το βλέμμα ακόμα καρφωμένο στον Βίκτορ. Ο Τζον άλλαζε
συνεχώς θέση, ώστε να βρίσκεται ανάμεσά τους. Άπλωσε το ελεύθερο χέρι
του προς το σκυλί. Ο Βίκτορ γρύλισε και τεντώθηκε προς τα μπρος – το
κολάρο έσφιξε το λαιμό του. Το σκυλί πλησίασε. Ήταν πολύ κοντά κι
έδειχνε πολύ αποφασισμένο, έλεγες ότι συγκέντρωνε τις δυνάμεις του για
επίθεση. Ο Τζον έσκυψε, μάζεψε στην αγκαλιά του τον Βίκτορ και γύρισε
την πλάτη στο σκυλί. Σπανίως είχε την ευκαιρία να τον σηκώνει και πάντα
τον ξάφνιαζε το πόσο ελαφρύς ήταν. Ο Βίκτορ έμεινε ακίνητος για μια
στιγμή, ύστερα άρχιζε να παλεύει και να κουλουριάζεται καθώς το σκυλί
πήγαινε γύρω γύρω για να τους βλέπει καταπρόσωπο. «Φύγε, πανάθεμά σε!»
είπε ο Τζον.
«Όπα, Μπέλα!» Μια ανδρική φωνή: τσιριχτή, ένρινη. Ο
Τζον κοίταξε πιο πάνω στο μονοπάτι κι είδε κάποιον να ’ρχεται –
ξυρισμένο κεφάλι, γυαλιά ηλίου-μάσκα, γυμνά μπράτσα που εξείχαν από
δερμάτινο γιλέκο. Περπατούσε με το πάσο του. Το σκυλί όλο κι έφερνε
κύκλους γύρω απ’ τον Τζον. Ο Βίκτορ γρύλιζε και στριφογύριζε ανυπόμονα. Άσε με κάτω, άσε με κάτω.
«Πάρ’ το σκυλί σου από δω», είπε ο Τζον.
«Ο Μπέλα; Δεν θα σας πειράξει».
«Έτσι κι ακουμπήσει το σκυλί μου, θα τον σκοτώσω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου