Dumbing down (και Tumbling down)
Mία από τις εκδηλώσεις του λαϊκισμού είναι το φαινόμενο «dumbing down», η έκπτωση του διανοητικού επιπέδου και η επίθεση εναντίον της «διανόησης». Το φτωχικό και διεστραμμένο περιεχόμενο της παιδείας, καθώς και τα αποτελέσματά του –πενιχρή σκέψη και έρευνα, χονδροειδής διάλογος, αποθέωση της μετριότητας και της άγνοιας– έχουν διαβρώσει το πολιτιστικό μας κεφάλαιο. Από την πλευρά του ο κυρίαρχος λαϊκιστικός λόγος –επίσημος και ανεπίσημος– απαξιώνει την ατομική προσπάθεια, προπαγανδίζει την εύκολη γνώση «για όλους» και επιβραβεύει την αμάθεια του επιλεγόμενου μικρού ανθρώπου, τον οποίον τοποθετεί, ιδεωδώς, στην πρώτη γραμμή της λήψης των αποφάσεων.
O δημόσιος λόγος υπεραπλουστεύεται υπονομεύοντας τη γλώσσα, υποβαθμίζοντας τα κριτήρια της ποιότητας και αναδεικνύοντας τα προϊόντα της λαϊκής κουλτούρας (εθνικοπατριωτικά, pastiche, εισαγόμενα χαμηλής στάθμης κτλ). Υπερπατριώτες πολιτικοί, που μέχρι χθες ήταν κοινωνικά μηδενικά, μαζί με αμετροεπείς δημοσιογράφους από εκείνους που δεν κατάφεραν να πάρουν ούτε ένα ταπεινό πτυχίο («τον/την κέρδισε η δημοσιογραφία!») διαμορφώνουν γνώμες και γούστα. Παραλλήλως, ενθαρρύνουν την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν γνώμη για όλα και έχουν το δικαίωμα να την προβάλλουν όπως μπορούν: με ουρλιαχτά, με κοινωνικό μίσος, με συκοφαντίες – όλα τα μέσα επιτρέπονται στον μικρό άνθρωπο. Ο μικρός άνθρωπος στήριξε τον ναζισμό και τον σταλινισμό· ο «λαός» ήταν ανέκαθεν το κοινό στις δημόσιες εκτελέσεις.
Τα ελληνικά πανεπιστήμια παράγουν, κατά κανόνα, ψευτοπτυχιούχους: δεν πρόκειται καν για πτυχία «Μίκυ Μάους» που στερούνται ερευνητικής βάσης και προορίζονται στην εξεύρεση εργασίας στην αγορά – πρόκειται για πτυχία που χαρίζονται μετά από ήσσονα ακαδημαϊκή προσπάθεια, φιλίες με κομματικές οργανώσεις και με καθηγητές που τροφοδοτούν τις κομματικές οργανώσεις. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν διδάσκει πώς να σκέφτεσαι σαν ανεξάρτητος επιστήμονας και πολίτης αλλά πώς να εθίζεσαι σε κληρονομημένες ιδέες: το «κράτος» σου οφείλει τα πάντα και, την ίδια στιγμή, είσαι έρμαιο και θύμα μιας φαντασματικής άρχουσας τάξης. Το σχολείο γίνεται μια ποινή δώδεκα ή και είκοσι χρόνων –λιγοστοί είναι οι σπουδαστές που αποφοιτούν μετά από τετραετία ή πενταετία– κατά την οποίαν, όπως συμβαίνει συνήθως στις μακροχρόνιες ποινές, οι άνθρωποι καλλιεργούν κακές συνήθειες και απέχθεια (φθόνο, μνησικακία) προς την κοινωνία.
Στην Ελλάδα (αλλά όχι μόνον στην Ελλάδα) ο λαϊκισμός έχει αφαιρέσει την πολυπλοκότητα από την ανάλυση των καταστάσεων με αποτέλεσμα ανακρίβεια, παραλογισμό και dumbing down – αποβλάκωση. Και μάλιστα αποβλάκωση εκείνου του είδους που εκλαμβάνεται ως εξυπνάδα και θάρρος. Η ηλιθιοκρατία μοιάζει αποτέλεσμα κάποιου τύπου δυσγονικής, πλην όμως είναι η συνέπεια πολυετούς εχθρότητας εναντίον οποιασδήποτε μορφής στοχασμού, πνευματικής και κοινωνικής φιλοδοξίας. Πρόκειται για τη διάχυση στην ευρύτερη κοινωνία της παραδοσιακής στάσης του όχλου έναντι των ελίτ οι οποίες υποτίθεται ότι κυριαρχούν χωρίς να συνδέονται οργανικά με την κοινωνία (βλέπε το μύθο περί φιλντισένιου πύργου).
Καμιά ελίτ δεν κυριαρχεί. Αντιθέτως, ο πολιτικός λόγος και η ανώτερη εκπαίδευση αποτελούν πεδία του λαϊκισμού που απορρίπτει βιαίως τις αυθεντίες και γελοιοποιεί όσους δεν ακολουθούν το Zeitgeist. Αυτή η στάση είναι κοινή όψη των ολοκληρωτικών καθεστώτων τα οποία ευνοούν ρητορική εναντίον των διανοουμένων «με τα λευκά χέρια» και το «χάρτινο» φρόνημα. Στη δεκαετία του 1970, στην Καμπότζη, οι Κόκκινοι Χμερ εκτελούσαν όποιον φορούσε γυαλιά, ως ένδειξη «διανοουμενισμού» – όσο για τις ΗΠΑ, όπου εκτρέφεται ευρύ φάσμα πολιτικών στάσεων, ο όρος «egghead» της δεκαετίας του 1950 εξελίχθηκε στα λιγότερο απορριπτικά geek και nerd τα οποία εκφράζονται με γερές δόσεις φθόνου για τις διανοητικές δυνατότητες των geeks και των nerds.
Οι ελληνικές προκαταλήψεις ξεπερνούν κατά πολύ τις αμερικανικές. Το αντιθεσμικό μένος των Ελλήνων παρασύρει περγαμηνές και πνευματικό έργο ισοπεδώνοντας ανθρώπους και μεγέθη: στην πραγματικότητα, οι Έλληνες εμφορούνται, ανεπίγνωστα, από τη μαοϊκή ιδεολογία που κατέληξε στην Πολιτιστική Επανάσταση, η οποία ήταν ακριβώς το αντίθετο – η επέλαση των βαρβάρων.
Μια από τις συνιστώσες του σημερινού ριζοσπαστισμού –δεξιού και αριστερού– είναι η παλαβή ιδέα ότι «όλα είναι πολιτική» κι ότι η γνώση έχει ταξικό χαρακτήρα. Έτσι, οι ριζοσπάστες αναγνωρίζουν και σέβονται μόνον την κοινωνικά ωφέλιμη γνώση, εκείνη που μπορεί να συμβάλει στους πολιτικούς τους στόχους. Και, κατ’ επέκταση, αναγνωρίζουν και σέβονται μόνον τους «διανοουμένους» που προωθούν τους ίδιους στόχους, απορρίπτοντας τους υπολοίπους ως «κοινωνικά παράσιτα».
Η αντίθεση «λαού»-«ελίτ» αντικαθιστά την αντίθεση προλεταριάτου-μπουρζουαζίας και δίνει εύκολες απαντήσεις σε σύνθετα ερωτήματα. Η δημαγωγία και η πολιτική catch-all –που έχει στόχο να προσελκύσει άτομα με αποκλίνουσες κοσμοθεωρίες– τείνουν να απωθούν τους σκεπτόμενους ανθρώπους διότι, απλούστατα, οι σκεπτόμενοι άνθρωποι κινδυνεύουν να αποκαλύψουν το κενό που κρύβεται πίσω από τη θορυβώδη ρητορεία. Τα λαϊκιστικά κόμματα χρησιμοποιούν λογικές πλάνες –όπως την πλάνη της συναίνεσης (διακηρύττουν ότι η πλειοψηφία συμφωνεί μαζί τους), καθώς και μια σειρά παραλλαγές του argumentun ad populum σύμφωνα με το οποίο «ό,τι πιστεύουν οι πολλοί είναι σωστό»– και κατασκευάζουν αποδιοπομπαίους τράγους οι οποίοι ευθύνονται για τα δεινά της κοινότητας.
Το dumbing down είναι μια μορφή κατάρρευσης και επισύρει μια σειρά από αταβιστικές εκδηλώσεις μαγικού χαρακτήρα. Οι λαϊκιστές που μας κυβερνούσαν όλα αυτά τα χρόνια, καθώς και εκείνοι που προσδοκούν ότι θα μας κυβερνήσουν, αποδίδουν τα κακά σε ένα είδος μόλυνσης –αστική συμπεριφορά, ευρωπαϊκή υποδούλωση, φιλοαμερικανισμό, ελιτισμό– η οποία θα απομακρυνθεί όταν αφανιστούν τα μιάσματα. Στην ουσία, οι λαϊκιστές και όλος ο μηχανισμός του dumbing down είναι ο αντικατοπτρισμός ενός συλλλογικού συμπλέγματος κατωτερότητας, της ανημπόριας για διάδραση επί ίσοις όροις.
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
ATHENS VOICE, 12/2/14
Mία από τις εκδηλώσεις του λαϊκισμού είναι το φαινόμενο «dumbing down», η έκπτωση του διανοητικού επιπέδου και η επίθεση εναντίον της «διανόησης». Το φτωχικό και διεστραμμένο περιεχόμενο της παιδείας, καθώς και τα αποτελέσματά του –πενιχρή σκέψη και έρευνα, χονδροειδής διάλογος, αποθέωση της μετριότητας και της άγνοιας– έχουν διαβρώσει το πολιτιστικό μας κεφάλαιο. Από την πλευρά του ο κυρίαρχος λαϊκιστικός λόγος –επίσημος και ανεπίσημος– απαξιώνει την ατομική προσπάθεια, προπαγανδίζει την εύκολη γνώση «για όλους» και επιβραβεύει την αμάθεια του επιλεγόμενου μικρού ανθρώπου, τον οποίον τοποθετεί, ιδεωδώς, στην πρώτη γραμμή της λήψης των αποφάσεων.
O δημόσιος λόγος υπεραπλουστεύεται υπονομεύοντας τη γλώσσα, υποβαθμίζοντας τα κριτήρια της ποιότητας και αναδεικνύοντας τα προϊόντα της λαϊκής κουλτούρας (εθνικοπατριωτικά, pastiche, εισαγόμενα χαμηλής στάθμης κτλ). Υπερπατριώτες πολιτικοί, που μέχρι χθες ήταν κοινωνικά μηδενικά, μαζί με αμετροεπείς δημοσιογράφους από εκείνους που δεν κατάφεραν να πάρουν ούτε ένα ταπεινό πτυχίο («τον/την κέρδισε η δημοσιογραφία!») διαμορφώνουν γνώμες και γούστα. Παραλλήλως, ενθαρρύνουν την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν γνώμη για όλα και έχουν το δικαίωμα να την προβάλλουν όπως μπορούν: με ουρλιαχτά, με κοινωνικό μίσος, με συκοφαντίες – όλα τα μέσα επιτρέπονται στον μικρό άνθρωπο. Ο μικρός άνθρωπος στήριξε τον ναζισμό και τον σταλινισμό· ο «λαός» ήταν ανέκαθεν το κοινό στις δημόσιες εκτελέσεις.
Τα ελληνικά πανεπιστήμια παράγουν, κατά κανόνα, ψευτοπτυχιούχους: δεν πρόκειται καν για πτυχία «Μίκυ Μάους» που στερούνται ερευνητικής βάσης και προορίζονται στην εξεύρεση εργασίας στην αγορά – πρόκειται για πτυχία που χαρίζονται μετά από ήσσονα ακαδημαϊκή προσπάθεια, φιλίες με κομματικές οργανώσεις και με καθηγητές που τροφοδοτούν τις κομματικές οργανώσεις. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν διδάσκει πώς να σκέφτεσαι σαν ανεξάρτητος επιστήμονας και πολίτης αλλά πώς να εθίζεσαι σε κληρονομημένες ιδέες: το «κράτος» σου οφείλει τα πάντα και, την ίδια στιγμή, είσαι έρμαιο και θύμα μιας φαντασματικής άρχουσας τάξης. Το σχολείο γίνεται μια ποινή δώδεκα ή και είκοσι χρόνων –λιγοστοί είναι οι σπουδαστές που αποφοιτούν μετά από τετραετία ή πενταετία– κατά την οποίαν, όπως συμβαίνει συνήθως στις μακροχρόνιες ποινές, οι άνθρωποι καλλιεργούν κακές συνήθειες και απέχθεια (φθόνο, μνησικακία) προς την κοινωνία.
Στην Ελλάδα (αλλά όχι μόνον στην Ελλάδα) ο λαϊκισμός έχει αφαιρέσει την πολυπλοκότητα από την ανάλυση των καταστάσεων με αποτέλεσμα ανακρίβεια, παραλογισμό και dumbing down – αποβλάκωση. Και μάλιστα αποβλάκωση εκείνου του είδους που εκλαμβάνεται ως εξυπνάδα και θάρρος. Η ηλιθιοκρατία μοιάζει αποτέλεσμα κάποιου τύπου δυσγονικής, πλην όμως είναι η συνέπεια πολυετούς εχθρότητας εναντίον οποιασδήποτε μορφής στοχασμού, πνευματικής και κοινωνικής φιλοδοξίας. Πρόκειται για τη διάχυση στην ευρύτερη κοινωνία της παραδοσιακής στάσης του όχλου έναντι των ελίτ οι οποίες υποτίθεται ότι κυριαρχούν χωρίς να συνδέονται οργανικά με την κοινωνία (βλέπε το μύθο περί φιλντισένιου πύργου).
Καμιά ελίτ δεν κυριαρχεί. Αντιθέτως, ο πολιτικός λόγος και η ανώτερη εκπαίδευση αποτελούν πεδία του λαϊκισμού που απορρίπτει βιαίως τις αυθεντίες και γελοιοποιεί όσους δεν ακολουθούν το Zeitgeist. Αυτή η στάση είναι κοινή όψη των ολοκληρωτικών καθεστώτων τα οποία ευνοούν ρητορική εναντίον των διανοουμένων «με τα λευκά χέρια» και το «χάρτινο» φρόνημα. Στη δεκαετία του 1970, στην Καμπότζη, οι Κόκκινοι Χμερ εκτελούσαν όποιον φορούσε γυαλιά, ως ένδειξη «διανοουμενισμού» – όσο για τις ΗΠΑ, όπου εκτρέφεται ευρύ φάσμα πολιτικών στάσεων, ο όρος «egghead» της δεκαετίας του 1950 εξελίχθηκε στα λιγότερο απορριπτικά geek και nerd τα οποία εκφράζονται με γερές δόσεις φθόνου για τις διανοητικές δυνατότητες των geeks και των nerds.
Οι ελληνικές προκαταλήψεις ξεπερνούν κατά πολύ τις αμερικανικές. Το αντιθεσμικό μένος των Ελλήνων παρασύρει περγαμηνές και πνευματικό έργο ισοπεδώνοντας ανθρώπους και μεγέθη: στην πραγματικότητα, οι Έλληνες εμφορούνται, ανεπίγνωστα, από τη μαοϊκή ιδεολογία που κατέληξε στην Πολιτιστική Επανάσταση, η οποία ήταν ακριβώς το αντίθετο – η επέλαση των βαρβάρων.
Μια από τις συνιστώσες του σημερινού ριζοσπαστισμού –δεξιού και αριστερού– είναι η παλαβή ιδέα ότι «όλα είναι πολιτική» κι ότι η γνώση έχει ταξικό χαρακτήρα. Έτσι, οι ριζοσπάστες αναγνωρίζουν και σέβονται μόνον την κοινωνικά ωφέλιμη γνώση, εκείνη που μπορεί να συμβάλει στους πολιτικούς τους στόχους. Και, κατ’ επέκταση, αναγνωρίζουν και σέβονται μόνον τους «διανοουμένους» που προωθούν τους ίδιους στόχους, απορρίπτοντας τους υπολοίπους ως «κοινωνικά παράσιτα».
Η αντίθεση «λαού»-«ελίτ» αντικαθιστά την αντίθεση προλεταριάτου-μπουρζουαζίας και δίνει εύκολες απαντήσεις σε σύνθετα ερωτήματα. Η δημαγωγία και η πολιτική catch-all –που έχει στόχο να προσελκύσει άτομα με αποκλίνουσες κοσμοθεωρίες– τείνουν να απωθούν τους σκεπτόμενους ανθρώπους διότι, απλούστατα, οι σκεπτόμενοι άνθρωποι κινδυνεύουν να αποκαλύψουν το κενό που κρύβεται πίσω από τη θορυβώδη ρητορεία. Τα λαϊκιστικά κόμματα χρησιμοποιούν λογικές πλάνες –όπως την πλάνη της συναίνεσης (διακηρύττουν ότι η πλειοψηφία συμφωνεί μαζί τους), καθώς και μια σειρά παραλλαγές του argumentun ad populum σύμφωνα με το οποίο «ό,τι πιστεύουν οι πολλοί είναι σωστό»– και κατασκευάζουν αποδιοπομπαίους τράγους οι οποίοι ευθύνονται για τα δεινά της κοινότητας.
Το dumbing down είναι μια μορφή κατάρρευσης και επισύρει μια σειρά από αταβιστικές εκδηλώσεις μαγικού χαρακτήρα. Οι λαϊκιστές που μας κυβερνούσαν όλα αυτά τα χρόνια, καθώς και εκείνοι που προσδοκούν ότι θα μας κυβερνήσουν, αποδίδουν τα κακά σε ένα είδος μόλυνσης –αστική συμπεριφορά, ευρωπαϊκή υποδούλωση, φιλοαμερικανισμό, ελιτισμό– η οποία θα απομακρυνθεί όταν αφανιστούν τα μιάσματα. Στην ουσία, οι λαϊκιστές και όλος ο μηχανισμός του dumbing down είναι ο αντικατοπτρισμός ενός συλλλογικού συμπλέγματος κατωτερότητας, της ανημπόριας για διάδραση επί ίσοις όροις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου