ΡΟΥΦΙΝΟΣ*
ἡδύ γε͵ κἂν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος·
ψαύει δ΄ οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν͵ ἀλλ΄ ἐρίσασα
τὸ στόμα τὴν ψυχὴν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει.
Σκέτη γλύκα είναι της Ευρώπης το φιλί, κι ας είναι στο ακρόχειλο,
ακόμη κι αν σου αγγίξει απαλά το στόμα •
όμως αυτή δεν μένει στην άκρη των χειλιών,
αλλά, κολλώντας σα βεντούζα πάνω τους,
ρουφά την ψυχή σου εκ βαθέων.
Πηγή: Κ. Κεφαλά, Επιγράμματα Ερωτικά Διαφόρων Ποιητών
W. R. Paton: The Greek Amthology, p. 135
Μετάφραση:Gerontakos
G. Apollinaire
Ἦταν γυναῖκα ἦταν ὄνειρο ἤτανε καὶ τὰ δυὸ
Ὁ ὕπνος μ᾿ ἐμπόδιζε νὰ τὴ δῶ στὰ μάτια
Ἀλλὰ τῆς φιλοῦσα τὸ στόμα τὴν κράταγα
Σὰν νὰ ἦταν ἄνεμος καὶ νὰ ἦταν σάρκα
Μοῦ ῾λεγε πὼς μ᾿ ἀγαποῦσε ἀλλὰ δὲν τὸ ἄκουγα καθαρὰ
Μοῦ ῾λεγε πὼς πονοῦσε νὰ μὴ ζεῖ μαζί μου
Ἦταν ὠχρὴ καὶ κάποτε ἔτρεμα γιὰ τὸ χρῶμα της
Κάποτε ἀποροῦσα νιώθοντας τὴν ὑγεία της σὰν δική μου ὑγεία.
Ὅταν χωρίζαμε ἤτανε πάντοτε νύχτα
Τ᾿ ἀηδόνια σκέπαζαν τὸ περπάτημά της
ἔφευγε καὶ ξεχνοῦσα πάντοτε τὸν τρόπο τῆς φυγῆς της
Ἡ καινούρια μέρα ἄναβε μέσα μου προτοῦ ξημερώσει
Ἦταν ἥλιος ἦταν πρωὶ ὅταν τραγουδοῦσα
Ὅταν μόνος μου ἔσκαβα ἕνα δικό μου χῶμα
Καὶ δὲν τὴ σκεφτόμουνα πιὰ ἐκείνη.
Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)
[*Ρουφίνος (ποιητής) - Βικιπαίδεια]
Εὐρώπης τὸ φίλημα͵ καὶ ἢν ἄχρι χείλεος ἔλθῃ͵
ἡδύ γε͵ κἂν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος·
ψαύει δ΄ οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν͵ ἀλλ΄ ἐρίσασα
τὸ στόμα τὴν ψυχὴν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει.
Σκέτη γλύκα είναι της Ευρώπης το φιλί, κι ας είναι στο ακρόχειλο,
ακόμη κι αν σου αγγίξει απαλά το στόμα •
όμως αυτή δεν μένει στην άκρη των χειλιών,
αλλά, κολλώντας σα βεντούζα πάνω τους,
ρουφά την ψυχή σου εκ βαθέων.
Πηγή: Κ. Κεφαλά, Επιγράμματα Ερωτικά Διαφόρων Ποιητών
W. R. Paton: The Greek Amthology, p. 135
Μετάφραση:Gerontakos
Ἦταν γυναίκα, ἦταν όνειρο...
«J'i cueilli ce brin de bruyère»G. Apollinaire
Ἦταν γυναῖκα ἦταν ὄνειρο ἤτανε καὶ τὰ δυὸ
Ὁ ὕπνος μ᾿ ἐμπόδιζε νὰ τὴ δῶ στὰ μάτια
Ἀλλὰ τῆς φιλοῦσα τὸ στόμα τὴν κράταγα
Σὰν νὰ ἦταν ἄνεμος καὶ νὰ ἦταν σάρκα
Μοῦ ῾λεγε πὼς μ᾿ ἀγαποῦσε ἀλλὰ δὲν τὸ ἄκουγα καθαρὰ
Μοῦ ῾λεγε πὼς πονοῦσε νὰ μὴ ζεῖ μαζί μου
Ἦταν ὠχρὴ καὶ κάποτε ἔτρεμα γιὰ τὸ χρῶμα της
Κάποτε ἀποροῦσα νιώθοντας τὴν ὑγεία της σὰν δική μου ὑγεία.
Ὅταν χωρίζαμε ἤτανε πάντοτε νύχτα
Τ᾿ ἀηδόνια σκέπαζαν τὸ περπάτημά της
ἔφευγε καὶ ξεχνοῦσα πάντοτε τὸν τρόπο τῆς φυγῆς της
Ἡ καινούρια μέρα ἄναβε μέσα μου προτοῦ ξημερώσει
Ἦταν ἥλιος ἦταν πρωὶ ὅταν τραγουδοῦσα
Ὅταν μόνος μου ἔσκαβα ἕνα δικό μου χῶμα
Καὶ δὲν τὴ σκεφτόμουνα πιὰ ἐκείνη.
Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου