Ο «Φον Δημητράκης» του Δημήτρη Ψαθά (Δημήτρης Ψαθάς - Βικιπαίδεια)
είναι μια σπαρταριστή κωμωδία χαρακτήρων με σαφείς πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις.Γράφτηκε μέσα στην περίοδο της Κατοχής και ανέβηκε στην περίοδο του Εμφυλίου, από τον Αιμίλιο Βεάκη και τον θίασο του, τους «Ενωμένους Καλλιτέχνες» το 1946.
Το πάντα επίκαιρο θέμα της «πλανεύτρας» εξουσίας, η επικινδυνότητα της αρρωστημένης φιλοδοξίας και το δίλημμα μεταξύ συνείδησης και συμφέροντος, όλα τίθενται και διακωμωδούνται μέσα από το κείμενο του Ψαθά.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σ' ένα αστικό σπίτι της Αθήνας της Κατοχής του 1942. Ο Δημήτρης Χαρίτος είναι ένας αποτυχημένος και δειλός πολιτευτής, ο οποίος μέσα σ΄αυτήν την περίοδο, βρίσκει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο: να γίνει υπουργός, συνεργαζόμενος, όμως, με τους Γερμανούς. Μέσα στο σπίτι του και πίσω από την πλάτη του επικρατούν αντίθετες τάσεις. Η οικογένειά του αποτελείται από πατριώτες: ο γιος του είναι αντάρτης στα βουνά, η κόρη του λαμβάνει ενεργό μέρος στην αντίσταση, ενώ ο αδερφός του ο Λεωνίδας, δάσκαλος στο επάγγελμα και αγωνιστής, ανοίγει μέσα στην Κατοχή μπακάλικο, απ' όπου διακινεί στα κρυφά πολεμοφόδια στους αντάρτες του βουνού. Την ίδια στιγμή, ο Δημητράκης καμαρώνει για την υπουργική του καρέκλα.
«Τύποι προδοτών υπάρχουν πολλών λογιών», γράφει ο Δημήτρης Ψαθάς για τον ήρωά του. «Ο Φον Δημητράκης δεν είναι ο στυγνός προδότης που τραβά τον δρόμο του με πλήρη συνείδηση του έργου του. Είναι ο κωμικοτραγικός Ρωμιός πολιτικάντης που τους ειρηνικούς καιρούς απέτυχε και γελοιοποιήθηκε οικτρά ζητώντας την ψήφο του λαού, κι όμως τον καίει πάντα ο καημός ν' ανέβει. Έναν τέτοιο τύπο είχα υπ' όψιν μου πάντα ν' ανεβάσω στη σκηνή. Τοποθετώντας τον μέσα στην Κατοχή, είχα την ευκαιρία να τον αναπτύξω και να τον φωτίσω, γιατί τους ανθρώπους αυτούς, που τον καιρό της ελεύθερης ζωής αποδοκίμασε και γελοιοποίησε ο λαός, ήρθε ν' αποζημιώσει η ‘μεγάλη ευκαιρία' που παρουσιάστηκε. Τα υπουργεία, τις νομαρχίες και τους δήμους τα καβαλούσε ο καθένας, αρκεί να ήταν πρόθυμος να πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο. Την πουλήσανε πολλοί που τους έκαιγε ο καημός της εξουσίας. Πρόσωπα απίθανα και γελοία χίμηξαν στ' αξιώματα, την ώρα που ο Ελληνικός λαός αγωνιζότανε τον υπέρτατο αγώνα για τη λευτεριά του…».
Πηγή: Η Καθημερινή
**************************************
Το 1979, ο αείμνηστος Θύμιος Καρακατσάνης ανέβασε το έργο του Δημήτρη Ψαθά «Φον Δημητράκης» στο θέατρο Αλάμπρα.Είκοσι χρόνια αργότερα ο ηθοποιός το παρουσίασε και πάλι, στο γειτονικό θέατρο Βεάκη. Πόσο διαφορετική όμως μπορεί να είναι μια παράσταση του ίδιου έργου από τον ίδιο σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή; «Η ματιά μου στο έργο , είπε στο νεότερο ανέβασμα, έχει αλλάξει εξαιτίας της απόστασης των γεγονότων. Εμείς μεγαλώσαμε με μια φόρτιση ανάλογα με την ιδεολογική τοποθέτηση της οικογενείας μας. Με την απόσταση όμως του χρόνου μπορείς και βλέπεις τα πράγματα καλύτερα. Αυτό που είναι αναλλοίωτο είναι ο καρεκλοκενταυρισμός. Οι άνθρωποι έχουν μια ατέρμονη και επικίνδυνη φιλοδοξία, την αγάπη για την εξουσία. Ο Φον Δημητράκης λέει φράσεις που είναι σαφέστατες. Οταν έλεγα αυτές τις φράσεις τότε, δεν έβλεπα το μέγεθός τους, το υπόβαθρό τους. Τώρα βλέπουμε το έργο με πιο καθαρή ματιά, μπορούμε να αποστάζουμε την πραγματικότητα. Και σ' αυτό μας βολεύει η ίδια η εποχή μας. Εχουμε αντίκρισμα στο σήμερα»..
Ο καρεκλοκενταυρισμός δεν είναι όμως φαινόμενο που αφορά μόνο την πολιτική και ίσως το μήνυμα του Δ. Ψαθά αλλά και του «Φον Δημητράκη» να είναι καθολικότερο. Σε ό,τι αφορά τον χώρο του θεάτρου, ο Θ. Καρακατσάνης πίστευε ότι το «κυνήγι της εξουσίας» δεν απουσιάζει... «Υπάρχει καρεκλοκενταυρισμός και στο θέατρο. Και ίσως αυτός που σας ομιλεί να είναι ένας από τους καρεκλοκένταυρους. Αυτή είναι η κατάρα μας, γιατί προσπαθούμε να συναγωνιστούμε σε πράγματα που δεν έχουν σχέση με το θέατρο. Το να ψάχνεις απεγνωσμένα την προβολή σου γιατί μόνο έτσι υπάρχεις σημαίνει ότι είσαι στο παιχνίδι της αναζήτησης ενός πλαισίου. Πρέπει να είσαι φανερός, να σε ξέρει ο κόσμος. Αυτό θα μπορούσε να γίνεται από τα μέσα ενημέρωσης χωρίς να προσπαθούμε εμείς. Να όμως που, όπως λένε, όποιος φωνάζει πολύ γίνεται γνωστός. Και μέσα σ' αυτή τη λογική της προβολής μπορεί λίγο λίγο να γινόμαστε κι εμείς άνθρωποι χωρίς ουσία. Υπάρχει όμως και ο άλλος κίνδυνος: να πεις ότι "δεν μ' ενδιαφέρει". Εκεί μπερδεύονται κάπως τα πράγματα διότι υπάρχει και το οικονομικό .»
είναι μια σπαρταριστή κωμωδία χαρακτήρων με σαφείς πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις.Γράφτηκε μέσα στην περίοδο της Κατοχής και ανέβηκε στην περίοδο του Εμφυλίου, από τον Αιμίλιο Βεάκη και τον θίασο του, τους «Ενωμένους Καλλιτέχνες» το 1946.
Το πάντα επίκαιρο θέμα της «πλανεύτρας» εξουσίας, η επικινδυνότητα της αρρωστημένης φιλοδοξίας και το δίλημμα μεταξύ συνείδησης και συμφέροντος, όλα τίθενται και διακωμωδούνται μέσα από το κείμενο του Ψαθά.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σ' ένα αστικό σπίτι της Αθήνας της Κατοχής του 1942. Ο Δημήτρης Χαρίτος είναι ένας αποτυχημένος και δειλός πολιτευτής, ο οποίος μέσα σ΄αυτήν την περίοδο, βρίσκει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο: να γίνει υπουργός, συνεργαζόμενος, όμως, με τους Γερμανούς. Μέσα στο σπίτι του και πίσω από την πλάτη του επικρατούν αντίθετες τάσεις. Η οικογένειά του αποτελείται από πατριώτες: ο γιος του είναι αντάρτης στα βουνά, η κόρη του λαμβάνει ενεργό μέρος στην αντίσταση, ενώ ο αδερφός του ο Λεωνίδας, δάσκαλος στο επάγγελμα και αγωνιστής, ανοίγει μέσα στην Κατοχή μπακάλικο, απ' όπου διακινεί στα κρυφά πολεμοφόδια στους αντάρτες του βουνού. Την ίδια στιγμή, ο Δημητράκης καμαρώνει για την υπουργική του καρέκλα.
«Τύποι προδοτών υπάρχουν πολλών λογιών», γράφει ο Δημήτρης Ψαθάς για τον ήρωά του. «Ο Φον Δημητράκης δεν είναι ο στυγνός προδότης που τραβά τον δρόμο του με πλήρη συνείδηση του έργου του. Είναι ο κωμικοτραγικός Ρωμιός πολιτικάντης που τους ειρηνικούς καιρούς απέτυχε και γελοιοποιήθηκε οικτρά ζητώντας την ψήφο του λαού, κι όμως τον καίει πάντα ο καημός ν' ανέβει. Έναν τέτοιο τύπο είχα υπ' όψιν μου πάντα ν' ανεβάσω στη σκηνή. Τοποθετώντας τον μέσα στην Κατοχή, είχα την ευκαιρία να τον αναπτύξω και να τον φωτίσω, γιατί τους ανθρώπους αυτούς, που τον καιρό της ελεύθερης ζωής αποδοκίμασε και γελοιοποίησε ο λαός, ήρθε ν' αποζημιώσει η ‘μεγάλη ευκαιρία' που παρουσιάστηκε. Τα υπουργεία, τις νομαρχίες και τους δήμους τα καβαλούσε ο καθένας, αρκεί να ήταν πρόθυμος να πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο. Την πουλήσανε πολλοί που τους έκαιγε ο καημός της εξουσίας. Πρόσωπα απίθανα και γελοία χίμηξαν στ' αξιώματα, την ώρα που ο Ελληνικός λαός αγωνιζότανε τον υπέρτατο αγώνα για τη λευτεριά του…».
Πηγή: Η Καθημερινή
**************************************
Το 1979, ο αείμνηστος Θύμιος Καρακατσάνης ανέβασε το έργο του Δημήτρη Ψαθά «Φον Δημητράκης» στο θέατρο Αλάμπρα.Είκοσι χρόνια αργότερα ο ηθοποιός το παρουσίασε και πάλι, στο γειτονικό θέατρο Βεάκη. Πόσο διαφορετική όμως μπορεί να είναι μια παράσταση του ίδιου έργου από τον ίδιο σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή; «Η ματιά μου στο έργο , είπε στο νεότερο ανέβασμα, έχει αλλάξει εξαιτίας της απόστασης των γεγονότων. Εμείς μεγαλώσαμε με μια φόρτιση ανάλογα με την ιδεολογική τοποθέτηση της οικογενείας μας. Με την απόσταση όμως του χρόνου μπορείς και βλέπεις τα πράγματα καλύτερα. Αυτό που είναι αναλλοίωτο είναι ο καρεκλοκενταυρισμός. Οι άνθρωποι έχουν μια ατέρμονη και επικίνδυνη φιλοδοξία, την αγάπη για την εξουσία. Ο Φον Δημητράκης λέει φράσεις που είναι σαφέστατες. Οταν έλεγα αυτές τις φράσεις τότε, δεν έβλεπα το μέγεθός τους, το υπόβαθρό τους. Τώρα βλέπουμε το έργο με πιο καθαρή ματιά, μπορούμε να αποστάζουμε την πραγματικότητα. Και σ' αυτό μας βολεύει η ίδια η εποχή μας. Εχουμε αντίκρισμα στο σήμερα»..
Ο καρεκλοκενταυρισμός δεν είναι όμως φαινόμενο που αφορά μόνο την πολιτική και ίσως το μήνυμα του Δ. Ψαθά αλλά και του «Φον Δημητράκη» να είναι καθολικότερο. Σε ό,τι αφορά τον χώρο του θεάτρου, ο Θ. Καρακατσάνης πίστευε ότι το «κυνήγι της εξουσίας» δεν απουσιάζει... «Υπάρχει καρεκλοκενταυρισμός και στο θέατρο. Και ίσως αυτός που σας ομιλεί να είναι ένας από τους καρεκλοκένταυρους. Αυτή είναι η κατάρα μας, γιατί προσπαθούμε να συναγωνιστούμε σε πράγματα που δεν έχουν σχέση με το θέατρο. Το να ψάχνεις απεγνωσμένα την προβολή σου γιατί μόνο έτσι υπάρχεις σημαίνει ότι είσαι στο παιχνίδι της αναζήτησης ενός πλαισίου. Πρέπει να είσαι φανερός, να σε ξέρει ο κόσμος. Αυτό θα μπορούσε να γίνεται από τα μέσα ενημέρωσης χωρίς να προσπαθούμε εμείς. Να όμως που, όπως λένε, όποιος φωνάζει πολύ γίνεται γνωστός. Και μέσα σ' αυτή τη λογική της προβολής μπορεί λίγο λίγο να γινόμαστε κι εμείς άνθρωποι χωρίς ουσία. Υπάρχει όμως και ο άλλος κίνδυνος: να πεις ότι "δεν μ' ενδιαφέρει". Εκεί μπερδεύονται κάπως τα πράγματα διότι υπάρχει και το οικονομικό .»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου