Jacob Jordaens (1593-1687): "Ο Διογένης ψάχνει
τον τίμιο άνθρωπο"
τον τίμιο άνθρωπο"
*********************************
ΠΕΝΤΕ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΟΓΕΝΗ ΤΟΝ ΚΥΝΙΚΟ
(Σινώπη : 412 ή 404 π.Χ- Κόρινθος: 323 π.Χ.)
Α/ ΑΔΕΣΠΟΤΟΝ
Εις Διογένην
Τον κύνα Διογένη, νεκυοστόλε, δέξο με, πορθμεύ,
Γυμνώσαντα βίου παντός επισκύνιον.
Α/ ΑΝΩΝΥΜΟ
Για τον Διογένη
Ψυχοπομπέ βαρκάρη, δέξου εμένα, τον κυνικό Διογένη,
που αλάφρωσα τον ανθρώπινο βίο από κάθε ματαιοδοξία.
Β/ΑΔΗΛΟΝ
Εις τον αυτόν
Ειπέ , κύον, τίνος ανδρός εφεστώς σήμα φυλάσσεις;
«Του Κυνός». Αλλά τις ην ούτος ανήρ ο Κύων;
«Διογένης». Γένος ειπέ. «Σινωπεύς». Ός πίθον ώκει;
«Και μάλα∙ νυν δε θανών αστέρας οίκον έχει.»
Β/ ΑΝΩΝΥΜΟ
Για τον ίδιο
-Πες μου, σκύλε (κύον), ποιου ανθρώπου τον τάφο φυλάς στητός;
-Του Κυνικού.
-Και ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος , ο Κυνικός;
- Ο Διογένης.
- Ο τόπος καταγωγής του;
- Η Σινώπη.
- Ποιος, αυτός που έμενε σ΄ ένα πιθάρι;
- Μάλιστα! Τώρα πια έχει πεθάνει κι έχει για σπίτι του τ΄αστέρια.
Γ/ ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ
Εις τον αυτόν
Διογένευς τόδε σήμα, σοφού κυνός, ός ποτε θυμώ
άρσενι γυμνήτην εξεπόνει βίοτον,
Ω μία τις πήρα, μία διπλοίς, είς άμ΄εφοίτα
σκίπων, αυτάρκους όπλα σαοφροσύνας.
Αλλά τάφου τούδ’ εκτός ίτ, άφρονες, ως ο Σινωπεύς
εχθαίρει φαύλον πάντα και ειν Αίδη.
Για τον ίδιο
Αυτός εδώ είναι ο τάφος του Διογένη, του σοφού κυνικού,
που με αντρίκιο θάρρος περνούσε ζωή γεμάτη στερήσεις.
Συντρόφους είχε ένα δισάκι, μια χλαίνη κι ένα ραβδί,
όπλα μιας σωφροσύνης που δε χρειάζεται τίποτα.
Ανόητοι, μακριά απ΄αυτόν εδώ τον τάφο!
Ο Σινωπέας μισεί τους φαύλους ακόμα και στον Άδη.
Δ/ ΟΝΕΣΤΟΥ
[ Ονέστος (honestus = τίμιος): απουσιάζουν βιογραφικά του στοιχεία.
Πιθανολογείται ότι έζησε στα χρόνια του Αυγούστου.
Μερικοί μελετητές τού αποδίδουν Κορινθιακή καταγωγή,
ενώ άλλοι τον φαντάζονται ως κάποιον άλλο ομώνυμο
ποιητή από την περιοχή του Βυζαντίου]
Εις τον αυτόν
Βάκτρον και πήρη και διπλόον είμαι σοφοίο
Διογένευς βιότου φόρτος ο κουφότατος.
Πάντα φέρω πορθμήι∙ λέλοιπα γαρ ουδέν υπέρ γης.
Αλλά, κύον, σαίνοις, Κέρβερε, τον μεν κύνα.
*
Δ/ Για τον ίδιο
Το ραβδί, το δισάκι και η χλαίνη ήταν
το ελαφρότατο φορτίο ζωής του σοφού Διογένη.
Όλα αυτά τα φέρνω στο βαρκάρη, αφού τίποτα δεν άφησα στη γη.
Κούνα λοιπόν σκύλε (κύον) Κέρβερε την ουρά σου σε μένα τον κυνικό.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ε/ ΛΕΩΝΙΔΟΥ
Εις τον αυτόν
Αίδεω λυπηρέ διήκονε, τούτ Αχέροντος
ύδωρ ός πλώεις πορθμίδι κυανέη,
Δέξαι μ΄, ει και σοι μέγα βρίθεται οκρυόεσσα
Βάρις αποφθιμένων, τον κύνα Διογένην.
5 όλπη μοι και πήρη εφόλκια και το παλαιόν
έσθος χω φθιμένους ναυστολέων οβολός.
Πάνθ΄όσα κην ζωοίς επεπάμεθα, ταύτα παρ΄Άιδαν
Έρχομ΄έχων∙ λείπω δ΄ουδέν υπ΄ηελίω.
*
Ε/ Για τον ίδιο
Θλιβερέ υπηρέτη του Άδη, συ που σχίζεις
με το πορθμείο σου τα μαύρα νερά του Αχέροντα ,
δέξου και μένα , τον κυνικό Διογένη,
κι ας είναι το φρικτό πλεούμενό σου γεμάτο νεκρούς.
Ένα παγούρι κι ένα δισάκι οι αποσκευές μου.
Μαζί μ΄ αυτά ένα παλιόρουχο κι ο οβολός
για τους νεκρούς ταξιδιώτες.
Πηγαίνω στον Άδη κρατώντας όλη αυτήν
την περιουσία που είχα όσο ζούσα.
Υπό τον ήλιο τίποτα δεν αφήνω.
ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΟΓΕΝΗ ΤΟΝ ΚΥΝΙΚΟ
(Σινώπη : 412 ή 404 π.Χ- Κόρινθος: 323 π.Χ.)
Α/ ΑΔΕΣΠΟΤΟΝ
Εις Διογένην
Τον κύνα Διογένη, νεκυοστόλε, δέξο με, πορθμεύ,
Γυμνώσαντα βίου παντός επισκύνιον.
Α/ ΑΝΩΝΥΜΟ
Για τον Διογένη
Ψυχοπομπέ βαρκάρη, δέξου εμένα, τον κυνικό Διογένη,
που αλάφρωσα τον ανθρώπινο βίο από κάθε ματαιοδοξία.
« Παλατινή Ανθολογία », Επιτύμβια Επιγράμματα, Νο 63.
************************************************Β/ΑΔΗΛΟΝ
Εις τον αυτόν
Ειπέ , κύον, τίνος ανδρός εφεστώς σήμα φυλάσσεις;
«Του Κυνός». Αλλά τις ην ούτος ανήρ ο Κύων;
«Διογένης». Γένος ειπέ. «Σινωπεύς». Ός πίθον ώκει;
«Και μάλα∙ νυν δε θανών αστέρας οίκον έχει.»
Β/ ΑΝΩΝΥΜΟ
Για τον ίδιο
-Πες μου, σκύλε (κύον), ποιου ανθρώπου τον τάφο φυλάς στητός;
-Του Κυνικού.
-Και ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος , ο Κυνικός;
- Ο Διογένης.
- Ο τόπος καταγωγής του;
- Η Σινώπη.
- Ποιος, αυτός που έμενε σ΄ ένα πιθάρι;
- Μάλιστα! Τώρα πια έχει πεθάνει κι έχει για σπίτι του τ΄αστέρια.
« Παλατινή Ανθολογία », Επιτύμβια Επιγράμματα, Νο 64.
**********************************************Γ/ ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ
Εις τον αυτόν
Διογένευς τόδε σήμα, σοφού κυνός, ός ποτε θυμώ
άρσενι γυμνήτην εξεπόνει βίοτον,
Ω μία τις πήρα, μία διπλοίς, είς άμ΄εφοίτα
σκίπων, αυτάρκους όπλα σαοφροσύνας.
Αλλά τάφου τούδ’ εκτός ίτ, άφρονες, ως ο Σινωπεύς
εχθαίρει φαύλον πάντα και ειν Αίδη.
Για τον ίδιο
Αυτός εδώ είναι ο τάφος του Διογένη, του σοφού κυνικού,
που με αντρίκιο θάρρος περνούσε ζωή γεμάτη στερήσεις.
Συντρόφους είχε ένα δισάκι, μια χλαίνη κι ένα ραβδί,
όπλα μιας σωφροσύνης που δε χρειάζεται τίποτα.
Ανόητοι, μακριά απ΄αυτόν εδώ τον τάφο!
Ο Σινωπέας μισεί τους φαύλους ακόμα και στον Άδη.
« Παλατινή Ανθολογία », Επιτύμβια Επιγράμματα, Νο 65.
*Δ/ ΟΝΕΣΤΟΥ
[ Ονέστος (honestus = τίμιος): απουσιάζουν βιογραφικά του στοιχεία.
Πιθανολογείται ότι έζησε στα χρόνια του Αυγούστου.
Μερικοί μελετητές τού αποδίδουν Κορινθιακή καταγωγή,
ενώ άλλοι τον φαντάζονται ως κάποιον άλλο ομώνυμο
ποιητή από την περιοχή του Βυζαντίου]
Εις τον αυτόν
Βάκτρον και πήρη και διπλόον είμαι σοφοίο
Διογένευς βιότου φόρτος ο κουφότατος.
Πάντα φέρω πορθμήι∙ λέλοιπα γαρ ουδέν υπέρ γης.
Αλλά, κύον, σαίνοις, Κέρβερε, τον μεν κύνα.
*
Δ/ Για τον ίδιο
Το ραβδί, το δισάκι και η χλαίνη ήταν
το ελαφρότατο φορτίο ζωής του σοφού Διογένη.
Όλα αυτά τα φέρνω στο βαρκάρη, αφού τίποτα δεν άφησα στη γη.
Κούνα λοιπόν σκύλε (κύον) Κέρβερε την ουρά σου σε μένα τον κυνικό.
« Παλατινή Ανθολογία », Επιτύμβια Επιγράμματα, Νο 66.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ε/ ΛΕΩΝΙΔΟΥ
Εις τον αυτόν
Αίδεω λυπηρέ διήκονε, τούτ Αχέροντος
ύδωρ ός πλώεις πορθμίδι κυανέη,
Δέξαι μ΄, ει και σοι μέγα βρίθεται οκρυόεσσα
Βάρις αποφθιμένων, τον κύνα Διογένην.
5 όλπη μοι και πήρη εφόλκια και το παλαιόν
έσθος χω φθιμένους ναυστολέων οβολός.
Πάνθ΄όσα κην ζωοίς επεπάμεθα, ταύτα παρ΄Άιδαν
Έρχομ΄έχων∙ λείπω δ΄ουδέν υπ΄ηελίω.
*
Ε/ Για τον ίδιο
Θλιβερέ υπηρέτη του Άδη, συ που σχίζεις
με το πορθμείο σου τα μαύρα νερά του Αχέροντα ,
δέξου και μένα , τον κυνικό Διογένη,
κι ας είναι το φρικτό πλεούμενό σου γεμάτο νεκρούς.
Ένα παγούρι κι ένα δισάκι οι αποσκευές μου.
Μαζί μ΄ αυτά ένα παλιόρουχο κι ο οβολός
για τους νεκρούς ταξιδιώτες.
Πηγαίνω στον Άδη κρατώντας όλη αυτήν
την περιουσία που είχα όσο ζούσα.
Υπό τον ήλιο τίποτα δεν αφήνω.
« Παλατινή Ανθολογία », Επιτύμβια Επιγράμματα, Νο 67.
…………………………………………………
Μετάφραση: Gerontakos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου