Παρασκευή, Ιουνίου 11, 2010

ΠΡΟΣΥΠΟΓΡΑΦΟΥΜΕ

[Δύο εξαιρετικού ενδιαφέροντος κείμενα,
όπου αναλύεται η προσωπικότητα και η ιδεολογία
ενός "εμβληματικού" προσώπου της νεοελληνικής ιστορίας.
Ο Μακρυγιάννης, κάτω από το πρίσμα μιας πιο νηφάλιας
και πιο αντικειμενικής κριτικής, όχι μόνο απομυθοποιείται
από το σύγχρονο ιστορικό αλλά και θεωρείται
ως αρνητικό
πρότυπο, επειδή στο πρόσωπό του συνοψίζονται
όλα τα
ελαττώματα που έχει να... επιδείξει ο Έλληνας στα 180
χρόνια του ελεύθερου βίου του, με αποκορύφωμα την
αποκρουστική συμπεριφορά του την τελευταία εικοσαετία.]

Μακρυγιάννης: μια νέα ανάγνωση
(Ι & II)

Tου Θάνου Bερέμη*
Η Καθημερινή, 31 Μαΐου & 6 Ιουνίου

Η Ελλάδα σήμερα δρέπει τα σκυθρωπά γεννήματα δύο δεκαετιών ασωτίας και δημόσιας διαφθοράς. Η πρακτική της εικοσαετίας αυτής είχε νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις των νεοελλήνων πολύ πριν η Ελλάδα αναδυθεί ως ανεξάρτητο κράτος. Οι εκσυγχρονιστικές προσπάθειες δυτικοφρόνων όπως οι Καποδίστριας, Μαυροκορδάτος, Τρικούπης, Βενιζέλος και Καραμανλής, κατάφεραν να κατασκευάσουν μια ευάλωτη κοινωνία πολιτών χωρίς να τιθασεύσουν το παντοδύναμο πελατειακό κράτος και τους πολιτικούς του τροφοδότες. Στη δεκαετία του 1980 συντελείται για πρώτη φορά η λαϊκιστική εκπεφρασμένη νομιμοποίηση της παραβατικότητας. Σ’ αυτήν συνεισφέρουν με τα δικά τους πρότυπα και τα αριστερά κόμματα («Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη») και όσοι ακόμα θα ήθελαν να ιδιοποιηθούν το κρατικό κέρας της Αμαλθείας.

Θα προσπαθήσω από τη στήλη αυτή (κατά το παράδειγμα των Παγουλάτου και Ψαλιδόπουλου) να αναζητήσω τις πηγές της ελληνικής ανομίας και μιας φιλολογίας που άθελά της επιβεβαιώνει και επιβραβεύει το καθεστώς αυτό.

Τα «Απομνημονεύματα» του στρατηγού Μακρυγιάννη δημοσιεύτηκαν από τον Γιάννη Βλαχογιάννη το 1907 και έγιναν αντικείμενο άμετρου θαυμασμού από συγχρόνους και μεταγενέστερους ποιητές και διανοούμενους. Ο Παλαμάς, ο Θεοτοκάς, ο Σεφέρης, ο Λορεντζάτος και πολλοί άλλοι ανακάλυψαν στον Ρουμελιώτη οπλαρχηγό τη γνησιότητα του άθικτου από την εκπαίδευση λαϊκού λόγου και στοχασμού. Ο ίδιος ο Βλαχογιάννης, που βρήκε το χειρόγραφο των απομνημονευμάτων και μετέγραψε τη δυσανάγνωστη γραφή του συγγραφέα τους, διατύπωνε αμφιβολίες για την αντικειμενικότητα του Μακρυγιάννη. Αργότερα, όταν έκανε την εμφάνισή του το δεύτερο χειρόγραφο, ο Βλαχογιάννης εμπιστεύθηκε στον Θεοτοκά ότι επρόκειτο για το έργο ενός τρελού. Ωστόσο, όταν το χειρόγραφο αυτό εκδόθηκε το 1983 από το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας με τον τίτλο «Οράματα και Θάματα» και γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα, ο Γιώργος Σαββίδης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να κάνει τον Μακρυγιάννη άγιο!

Ποια σχέση μπορεί να είχαν οι κάθε άλλο παρά θρησκευόμενοι οπαδοί του δυτικού τρόπου σκέψης στην Ελλάδα με τον γνήσιο πράγματι εκπρόσωπο μιας Ελλάδας που οι ίδιοι πάσχιζαν να μεταμορφώσουν; Βέβαια, η αρχή των δημοτικιστών να αγκαλιάζουν καθετί το «απελέκητο» και λαϊκό, οδηγεί τον Σεφέρη στα θαυμαστικά του σχόλια για τον αγράμματο αγωνιστή, που απαξιώνουν όμως τα προϊόντα της ελληνικής εκπαίδευσης.


Ανεξάρτητα από τη λογοτεχνική αξία του λόγου του, ο Μακρυγιάννης περιγράφει με ακρίβεια στα απομνημονεύματά του μια κοινωνία με άφθονη λεβεντιά αλλά χωρίς νόμους, αρχές και συνέπεια, εκτός από την προαγωγή των συμφερόντων της οικογένειας, της ομάδας των ημετέρων και της πολιτικής φατρίας, δηλαδή της πατρίδας όπως τη φανταζόταν ο καθένας. Η κατακερματισμένη αυτή κοινωνία καθορίζει τελικά τη λειτουργία του ελληνικού κράτους.

Η γνησιότητα της καταγραφής αυτού του καθεστώτος από τον Μακρυγιάννη είναι δυνατό να γίνει αντιληπτή μέσα από μια ανθρωπολογική ανάγνωση του έργου του. Η ιστορική ανάγνωση δεν αποδίδει παρά μόνο τη λοξή οπτική γωνία ενός δευτεραγωνιστή των γεγονότων της Επανάστασης και μάλιστα από το στρατόπεδο της ρουμελιώτικης φατρίας του εμφυλίου πολέμου και ενός εκ των πρώτων μισθοφόρων της κρατικής εξουσίας που είχε έδρα της το Μεσολόγγι. Ο Μακρυγιάννης, ως ιστορικός, είναι απολογητής μιας συγκεκριμένης μερίδας του εμφυλίου και κακολογεί τους επιφανέστερους αντιπάλους του, όπως τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαφλέσσα και τον Ζαΐμη, μεταξύ άλλων.

Η ανθρωπολογική ανάγνωση του έργου είναι δυνατή αν χρησιμοποιήσει ο αναγνώστης τα εργαλεία που του προσφέρει η έγκυρη περιγραφή μιας παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας του εικοστού αιώνα από τον John K. Campbell (Honour, Family and Patronage. A study of Institutions and Moral Values in a Greek Mountain Community, Oxford University Press, 1964).


Στο έργο του για τους Σαρακατσάνους (John K. Campbell, Honour, Family and Patronage. A Study of Institutions and Moral Values in a Greek Mountain Community, Oxford University Press, 1964.), ο σημαντικός ανθρωπολόγος και ιστορικός John K.Campbell, συγκρίνει έναν ανώνυμο εκπρόσωπο μιας ελληνικής ποιμενικής κοινότητας του 1950 με τον στρατηγό Μακρυγιάννη. Και οι δύο διαπραγματεύτηκαν με τον άγιό τους μια χάρη με αντάλλαγμα κάποιο τάμα. Είναι η μοναδική αναφορά ανθρωπολόγου στα «Απομνημονεύματα» του Ρουμελιώτη αγωνιστή, ο οποίος έγινε το ίνδαλμα νεωτεριστών και συντηρητικών της ελληνικής διανόησης.

Τι είναι όμως αυτό που εξασφαλίζει στον Μακρυγιάννη την αποδοχή από άτομα ολόκληρου του πολιτικού φάσματος; Είναι η επίκληση της αδικίας που κάθε Ελληνας αντιλαμβάνεται όταν συντελείται εις βάρος του; Η αδυναμία του Ελληνα να καταδικάσει την παράβαση όταν τη διαπράττει ο ίδιος; Η ηθική των δύο κριτηρίων που ξεχωρίζει τους ημέτερους από τους άλλους; Η αφήγηση του Μακρυγιάννη αποκαλύπτει αυτά και άλλα πολλά προβληματικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς ωστόσο να αποδίδει στον ίδιο τον αφηγητή ευθύνη ή έστω εμπλοκή στα δρώμενα. Οταν στηλιτεύει, αρκετά χρόνια μετά τα γεγονότα, τον Μαυροκορδάτο, τον Κωλέττη και τον Γκούρα, δεν αναλογίζεται ότι αυτοί υπήρξαν προστάτες και εργοδότες του σε προηγούμενη περίοδο της ζωής του. Για τους αντιπάλους του στον εμφύλιο, όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας, δεν έχει κανένα λόγο αναγνώρισης ή συμπάθειας. Τον θάνατο του Πάνου Κολοκοτρώνη στον εμφύλιο θεωρεί ως το μόνο αίμα που έδωσε η οικογένειά του κατά τη διάρκεια του Αγώνα, ενώ για τον Παπαφλέσσα επιφυλάσσει ένα ξερό «τον συγχωρώ» μετά τη θυσία του στο Μανιάκι.

Οσοι λόγιοι αναζήτησαν την αδιαμφισβήτητη γνησιότητα στο έργο του Μακρυγιάννη, απέδωσαν άθελά τους ένα διαφορετικό περιεχόμενο στις μαρτυρίες του. Ετσι ερμήνευσαν κατά γράμμα την επίκλησή του για περισσότερη δικαιοσύνη, θεωρώντας ότι αφορούσε σε όλους εξίσου τους Ελληνες, ενώ ο Μακρυγιάννης διεκδικεί κυρίως για τον εαυτό του αμοιβές, που πίστευε ότι του όφειλε το κράτος. Τα «Απομνημονεύματα» αποτελούν πράγματι γνήσια περιγραφή μιας προ-νεωτερικής κατακερματισμένης κοινωνίας, η οποία λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά, εχθρεύεται κάθε φορέα νεωτερισμού και εκσυγχρονισμού και επικροτεί τη γενναιότητα σαν αρετή που επιβεβαιώνει το συναίσθημα της τιμής του κάθε άνδρα.

Ο Campbell μάς προσφέρει αξιόπιστο κλειδί για την ερμηνεία της μαρτυρίας του Ρουμελιώτη αγωνιστή. Στον προ-νεωτερικό κόσμο των «Απομνημονευμάτων», οι κοινωνικές αξίες είναι απόλυτα συμβατές με την ανθρωπολογική περιγραφή της τιμής, της οικογένειας και της προστασίας–πελατείας.
Οπως παρατηρεί ο Campbell: «Η ιδιοτελής συμπεριφορά δεν είναι κατακριτέα σε σχέσεις οι οποίες δεν διέπονται από τους κανόνες μιας οργανωμένης κοινωνίας». Οι επιλογές προϊσταμένων και προστατών δεν πραγματοποιούνται από τον Μακρυγιάννη με κριτήρια ηθικής εγκυρότητας όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Ο Ανδρούτσος, ο Γκούρας, και ο Ισμαήλ Μπέης από την Κόνιτσα (εξάδελφος του Αλή Πασά) έγιναν προστάτες του Μακρυγιάννη γιατί διέθεταν εξουσία, όχι ενάρετο χαρακτήρα.
Η άποψή του άλλωστε για την ανθρώπινη φύση ήταν σε γενικές γραμμές αρνητική και έτσι δεν αισθανόταν τύψεις όταν ξεγελούσε άτομα ξένα ή εχθρικά προς το περιβάλλον του. Οπως σημειώνει ο Campbell: «Η πονηριά στις κοινότητες αυτές θαυμάζεται περισσότερο από την αγαθότητα, η οποία συχνά παρεξηγείται για αδυναμία». Στο κλίμα ανταγωνισμού που επικρατεί έξω από τους κόλπους της οικογένειας, η εξαπάτηση και το ψέμα δεν είναι αμαρτίες. Ο Μακρυγιάννης δεν αποτελεί εξαίρεση στην πρακτική αυτή. Ο ίδιος υπερηφανεύεται για την πονηριά του έναντι των αντιπάλων του, αλλά προσέχει τη συμπεριφορά του προς τους ισχυρούς. Ετσι δέρνει τους υποτακτικούς του για τις κακές τους πράξεις, αλλά απευθύνεται στους ανωτέρους του ως ικέτης «με δάκρυα στα μάτια». Κατά τον Campbell, «o αυτοσεβασμός επιβάλλει τον έλεγχο συναισθημάτων που προδίδουν αδυναμία. Παραδείγματος χάριν, οι Σαρακατσάνοι σπάνια δέχονται ή ζητούν συγγνώμη».


Ισως μια νέα ανάγνωση του Μακρυγιάννη μάς αποκαλύψει στοιχεία του σημερινού μας προβλήματος, όχι σαν συμπτώματα παρακμής, αλλά μάλλον αβελτηρίας. Αν συνεπώς αναγνωρίσουμε ότι τα παραδοσιακά μας πρότυπα δεν λειτούργησαν σωστά, θα πρέπει να αναζητήσουμε νέα ώστε να οικοδομήσουμε δικαιότερη και πιο ενάρετη κοινωνία.

* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι πρόεδρος του ΕΣΥΠ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ S11E06: ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα. Επειδή ξέρουμε ότι θα μας υπενθυμίσετε πολλές φορές ότι δεν έχουμε χούντα, το λέμε ...