Βαλίτσα περιέχουσα χρήματα, που έχουν
μαυρίσει (black money) από τις συναλλαγές
της ελληνικής καθημερινότητας.
μαυρίσει (black money) από τις συναλλαγές
της ελληνικής καθημερινότητας.
ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ
[2]
αγγούρι: α/ το γνωστό λαχανικό, β/ κάθε πρόβλημα που μας δυσκολεύει πολύ, γ/ ο φαλλός σε στύση, δ/ ο αδέξιος άνθρωπος, ε/ ο αντιερωτικός τύπος.
Γνωστές φράσεις με αγγουρίσιο περιεχόμενο: 1. Μια αγγουροντοματοσαλάτα , παρακαλώ!
2. Αυτή η ηθοποιός πήδηξε πολλά αγγούρια μέχρι να καθιερωθεί 3. Βάλε το αγγούρι σου εκεί που ξέρεις! 4. Αυτός ο τύπος είναι μεγάλο αγγούρι! 5. Η δουλειά δεν πάει καλά. Τα 'χουμε βρει αγγούρια.6. Το αγγούρι μου να φας, κι άλλο να παρακαλάς!
αγγουρόπιστος: ο απιστος σύντροφος. Συνήθης φράση του απατημένου προσώπου προς τον αγγουρόπιστο είναι: Σε πότισα ροδόσταμο, μου έδωσες αγγούρι!
αγελαδοτόμαρο: μειωτικός χαρακτηρισμός που λέγεται για τον άξεστο νεόπλουτο, τον χρηματιζόμενο δημόσιο υπάλληλο και τον ανίκανο υπουργό.
αγέλαστος/η: όποιος γρυλίζει ή μουκρίζει αντί να μιλάει, ο κατσούφης.
Αγέλαστοι είναι σίγουρα: α/ ο Έλλην πριν από τον πρωινό καφέ, β/ η Ελληνίδα οδηγός 4Χ4, γ/ο/η υπάλληλος δημόσιας υπηρεσίας ή οργανισμού.
αγενής: α/ όλοι όσοι αναφέρονται στο προηγούμενο λήμμα, β/ οι περιπτεράδες γενικώς, γ/ οι ταξιτζήδες γενικώς, δ/ οι μαθητές γενικώς και πολλές άλλες
κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες.
αγέραστος/η: θαυματουργή ιδιότητα που έχουν οι καλλιτέχνες, οι μαμάδες
και οι γιαγιάδες των βορείων προαστείων και όλα τα δημόσια πρόσωπα
που κάνουν έντονη κοσμική ζωή ή επιδίδονται σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες.
Συνήθεις είναι οι μετ΄εκπλήξεως παρατηρήσεις επί τη θέα αγέραστων προσώπων: "Κοίτα δουλειά που έκανε ο Φουστάνος σ' αυτό το Χάνι της Γραβιάς και το αναστύλωσε τόσο ωραία!" και " Ποιος καθηγητής ανέστησε τη γιαγιά της τάδε ηθοποιού (ονόματα δε λέμε...) , να αναστήσει και τη δικιά μου;".
αγέρωχος/η:Αυτός/ή που κοιτάει με βλέμμα απλανές και πρόσωπο απαθές το κενό, κοινώς παγωμένη μάσκα. Ζωντανά παραδείγματα αγερώχων είναι ο Κώστας Καραμανλής στο έδρανο της Βουλής , ο Βύρων Πολύδωρας αμπελοφιλοσοφών, ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος με τα διάσημα του Δημάρχου της Μητροπολικής Πρωτεύουσας των Βαλκανίων , ο Νϊκος Δένδιας μετά από αποδράσεις κρατουμένων και η Αλέκα Παπαρήγα στη Βουλή , όταν βρίσκεται στο βήμα ο Αλέκος Αλαβάνος. Η φράση που αποδίδει καλύτερα την εικόνα του αγερώχου είναι ο στίχος "Τι με κοιτάς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου;".
αγιάτρευτος/η: χαρακτηρισμός που αφορά αποκλειστικώς α/ την ελληνική εθνική οικονομία και β/ κάθε εισαγόμενο επειγόντως σε μονάδα εντατικής θεραπείας ελληνικού νοσοκομείου. Ο προσδιορισμός μεταφράζεται σε απλά ελληνικά: "Πάει πια, όλα τέλειωσαν."...
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ
[2]
αγγούρι: α/ το γνωστό λαχανικό, β/ κάθε πρόβλημα που μας δυσκολεύει πολύ, γ/ ο φαλλός σε στύση, δ/ ο αδέξιος άνθρωπος, ε/ ο αντιερωτικός τύπος.
Γνωστές φράσεις με αγγουρίσιο περιεχόμενο: 1. Μια αγγουροντοματοσαλάτα , παρακαλώ!
2. Αυτή η ηθοποιός πήδηξε πολλά αγγούρια μέχρι να καθιερωθεί 3. Βάλε το αγγούρι σου εκεί που ξέρεις! 4. Αυτός ο τύπος είναι μεγάλο αγγούρι! 5. Η δουλειά δεν πάει καλά. Τα 'χουμε βρει αγγούρια.6. Το αγγούρι μου να φας, κι άλλο να παρακαλάς!
αγγουρόπιστος: ο απιστος σύντροφος. Συνήθης φράση του απατημένου προσώπου προς τον αγγουρόπιστο είναι: Σε πότισα ροδόσταμο, μου έδωσες αγγούρι!
αγελαδοτόμαρο: μειωτικός χαρακτηρισμός που λέγεται για τον άξεστο νεόπλουτο, τον χρηματιζόμενο δημόσιο υπάλληλο και τον ανίκανο υπουργό.
αγέλαστος/η: όποιος γρυλίζει ή μουκρίζει αντί να μιλάει, ο κατσούφης.
Αγέλαστοι είναι σίγουρα: α/ ο Έλλην πριν από τον πρωινό καφέ, β/ η Ελληνίδα οδηγός 4Χ4, γ/ο/η υπάλληλος δημόσιας υπηρεσίας ή οργανισμού.
αγενής: α/ όλοι όσοι αναφέρονται στο προηγούμενο λήμμα, β/ οι περιπτεράδες γενικώς, γ/ οι ταξιτζήδες γενικώς, δ/ οι μαθητές γενικώς και πολλές άλλες
κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες.
αγέραστος/η: θαυματουργή ιδιότητα που έχουν οι καλλιτέχνες, οι μαμάδες
και οι γιαγιάδες των βορείων προαστείων και όλα τα δημόσια πρόσωπα
που κάνουν έντονη κοσμική ζωή ή επιδίδονται σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες.
Συνήθεις είναι οι μετ΄εκπλήξεως παρατηρήσεις επί τη θέα αγέραστων προσώπων: "Κοίτα δουλειά που έκανε ο Φουστάνος σ' αυτό το Χάνι της Γραβιάς και το αναστύλωσε τόσο ωραία!" και " Ποιος καθηγητής ανέστησε τη γιαγιά της τάδε ηθοποιού (ονόματα δε λέμε...) , να αναστήσει και τη δικιά μου;".
αγέρωχος/η:Αυτός/ή που κοιτάει με βλέμμα απλανές και πρόσωπο απαθές το κενό, κοινώς παγωμένη μάσκα. Ζωντανά παραδείγματα αγερώχων είναι ο Κώστας Καραμανλής στο έδρανο της Βουλής , ο Βύρων Πολύδωρας αμπελοφιλοσοφών, ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος με τα διάσημα του Δημάρχου της Μητροπολικής Πρωτεύουσας των Βαλκανίων , ο Νϊκος Δένδιας μετά από αποδράσεις κρατουμένων και η Αλέκα Παπαρήγα στη Βουλή , όταν βρίσκεται στο βήμα ο Αλέκος Αλαβάνος. Η φράση που αποδίδει καλύτερα την εικόνα του αγερώχου είναι ο στίχος "Τι με κοιτάς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου;".
αγιάτρευτος/η: χαρακτηρισμός που αφορά αποκλειστικώς α/ την ελληνική εθνική οικονομία και β/ κάθε εισαγόμενο επειγόντως σε μονάδα εντατικής θεραπείας ελληνικού νοσοκομείου. Ο προσδιορισμός μεταφράζεται σε απλά ελληνικά: "Πάει πια, όλα τέλειωσαν."...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου