Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2007

Ο Yo Yo Ma έχει γενέθλια (1955) και παίζει Ennio Morricone

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο διάσημος βιολοντσελίστας Γιο-Γιο Μα
μιλάει στον Θανάση Λάλα



«Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1955 από κινέζους γονείς. Αρχισε να μελετάει μουσική με τον πατέρα του σε ηλικία 4 ετών. Εκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση σε ηλικία 5 ετών. Επαιξε στο Κάρνεγκι Χολ ενώ ήταν 9 ετών. Αποφοίτησε από το Χάρβαρντ το 1976 και ασχολήθηκε με την κινεζική μουσική και με τα παραδοσιακά όργανα των νομάδων της Αφρικής. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη διεύρυνση του ρεπερτορίου για βιολοντσέλο ερμηνεύοντας πρώτες εκτελέσεις σύγχρονων έργων για το συγκεκριμένο όργανο. Εχει τιμηθεί με 13 βραβεία Grammy και έχει ηχογραφήσει περισσότερους από 50 δίσκους. Παίζει ως σολίστ στη βραβευμένη με Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας και καλύτερης μουσικής ταινία "Τίγρης και δράκος"». Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πολύ σύντομο βιογραφικό του κυρίου που φιλοξενούμε σήμερα στο «άλλο Βήμα». Για όσους δεν τον γνωρίζετε, ο κύριος της διπλανής φωτογραφίας είναι ένας από τους πιο γνωστούς βιολοντσελίστες του κόσμου. Θεωρείται από τους πιο αγαπημένους μουσικούς των σύγχρονων συνθετών και είναι από τους μονίμως συνεργαζόμενους με το ΜΙΤ- Lab. Η Αττική Πολιτιστική Εταιρεία της Ελένης Μουσταΐρα φρόντισε και θα τον δούμε ζωντανά για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις 24 Απριλίου. Λίγοι οι τυχεροί που θα τον απολαύσουν να ερμηνεύει τις σουίτες για σόλο βιολοντσέλο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και «Τον τσελίστα του Σαράγιεβο» του Ντέιβιντ Γουάιλντ. Σαν πρόλογο της μουσικής αυτής απόλαυσης, που θα έχετε την ευκαιρία να ζήσετε μερικοί μόνο από εσάς αυτή την εβδομάδα, σας προσφέρουμε τις απόψεις του διάσημου ερμηνευτή όπως τις καταγράψαμε σε πολύ πρόσφατη συζήτησή μας. Καλή ανάγνωση.




­ Πώς είστε;

«Μια χαρά».

­ Γιατί μια χαρά;

«Δεν βλέπω την ώρα να έρθω στην Ελλάδα. Μου αρέσει η χώρα σας. Την έχω επισκεφθεί αρκετές φορές, αλλά αυτή θα είναι η πρώτη φορά που θα έρθω για να παίξω και μου αρέσει πάρα πολύ η ιδέα να παίζω σε μια χώρα που μου έχει κλέψει την ψυχή».

­ Τι κλέβει την ψυχή μας;

«Το ενδιαφέρον μας για κάτι. Στα ενδιαφέροντά μας δίνουμε την ψυχή μας. Το παντοτινό μας ενδιαφέρον είναι το θαύμα».

­ Αλήθεια, πώς είναι να μεγαλώνεις ως παιδί-θαύμα;

«Στα 45 μου δεν νιώθω πλέον ούτε παιδί ούτε θαύμα και σας διαβεβαιώνω είναι πολύ ωραία αυτή η αίσθηση. Κουράστηκα να νιώθω εκπρόσωπος ενός τόσο ειδικού κλαμπ... Του κλαμπ των παιδιών-θαυμάτων».

­ Παρ' όλα αυτά είστε από τους λίγους που μπορούν να πουν πώς νιώθει ένα παιδί του οποίου το ταλέντο ξεχειλίζει. Δεν είναι μια ιδιαιτερότητα αυτό;

«Νομίζω ότι δύο πράγματα θέλει ένα οποιοδήποτε παιδί αλλά και οποιοσδήποτε άνθρωπος. Το ένα είναι να νιώθει ξεχωριστό και το άλλο ότι ανήκει σε μια ομάδα, ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι μιας ομάδας. Οταν αυτό που κάνεις ξεχωρίζει πάρα πολύ ­ φαντάζει δηλαδή πολύ διαφορετικό ­, αυτό είναι κάτι που δεν μου αρέσει προσωπικώς αλλά το ίδιο δεν αρέσει νομίζω σε οποιονδήποτε το έχει. Είναι πολύ κουραστικό για ένα παιδί όταν το ταλέντο του ξεχειλίζει... Το πρόβλημα και σε αυτή την περίπτωση έχει να κάνει με τους άλλους και όχι με το ίδιο το παιδί. Οι άλλοι γύρω βλέπουν σαν αξιοθέατο ένα τέτοιο παιδί. Σήμερα αν με ρωτήσετε τι προτιμώ να είμαι, ένας διαφορετικός ή μέλος μιας ομάδας, θα σας πω ότι νιώθω πιο καλά να είμαι μέλος μιας ομάδας στο πλαίσιο της οποίας προσπαθούμε μαζί με άλλους ανθρώπους να κάνουμε διαφορετικά πράγματα».

­ Ποια είναι η διαφορά μεταξύ ενός ενηλίκου και ενός παιδιού; Τι χάνουμε μεγαλώνοντας;

«Δεν ξέρω τι χάνουμε μεγαλώνοντας ούτε τι κερδίζουμε. Αυτό όμως που ξέρω είναι τι δεν πρέπει να χάσουμε μεγαλώνοντας... Καλό είναι μεγαλώνοντας να μη χάσει κανείς την περιέργεια με την οποία αντιμετωπίζει τα πράγματα όταν
είναι παιδί και ει δυνατόν την αθωότητά του. Η αθωότητα εν πολλοίς συνίσταται στην παντελή έλλειψη της ύπαρξης του τέλους. Οταν είμαστε παιδιά ζούμε για τη στιγμή. Ο χρόνος για τα παιδιά είναι άχρονος... Διαρκεί όσο μια στιγμή τους. Επειδή λοιπόν ο ενήλικος έχει να αντιμετωπίσει πολύ περισσότερες ευθύνες, είναι καλό να κρατάει ζωντανή μέσα του τη χαρά της κάθε στιγμής. Μεγαλώνοντας δηλαδή είναι ακόμη πιο σημαντικό να μπορούμε να χαιρόμαστε το παρόν. Τα παιδιά μου σήμερα είναι 15 και 17 ετών. Ξέρω ότι είμαι πλέον ένας μεσήλικος, με πάρα πολλές ευθύνες, νιώθω όμως μιλώντας μαζί τους αλλά και με άλλους νέους ανθρώπους ότι καταφέρνω να καταλαβαίνω και να νιώθω τις απόψεις τους».

­ Πώς ήταν το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσατε;

«Οι γονείς μου ήταν και οι δύο μουσικοί, οι οποίοι ξεκίνησαν από την Κίνα και πήγαν στη Γαλλία για να σπουδάσουν. Ο πατέρας μου έφθασε εκεί το 1936 και η μητέρα μου το 1949. Εγώ τα πρώτα επτά χρόνια της ζωής μου τα έζησα στο Παρίσι, όπου ξεκίνησα να παίζω βιολοντσέλο, αλλά μετά ο πατέρας μου έπιασε δουλειά ως καθηγητής και διευθυντής ορχήστρας σε μια παιδική χορωδία της Νέας Υόρκης και έτσι έπρεπε να μετακομίσουμε».

­ Ποια ήταν η σχέση σας με τους γονείς σας;

«Οι γονείς μου ήταν πολύ προστατευτικοί απέναντί μου. Ειδικά ο πατέρας μου υπήρξε και καθηγητής μου. Μου δίδαξε μουσική, με έμαθε να μιλάω γαλλικά, αγγλικά, κινεζικά... ένα σωρό πράγματα. Στα 16 μου βγήκα από αυτό το απόλυτα προστατευμένο περιβάλλον και πήγα στο πανεπιστήμιο, όπου σπούδασα ως επί το πλείστον κλασικές επιστήμες. Παράλληλα όμως έκανα και μουσική, όπου είχα θαυμάσιους δασκάλους, όπως για παράδειγμα τον Λέοναρντ Ρόουζ στο βιολοντσέλο. Με επηρέασε επίσης πάρα πολύ το γεγονός ότι είχα πάει στο Marlboro Music Festival, το οποίο διηύθυνε ο Ρούντολφ Σέρκιν και συμμετείχε ο Πάμπλο Κασάλς. Νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη για όλους τους δασκάλους που είχα και στο πανεπιστήμιο και στις σπουδές μου στη μουσική γιατί από τους ανθρώπους αυτούς άντλησα σημαντικότατες επιρροές».

­ Τι είναι για εσάς καλός δάσκαλος;

«Εξαρτάται σε ποια φάση της εξέλιξής του βρίσκεται ένας άνθρωπος. Θεωρώ, για παράδειγμα, τον πατέρα μου σπουδαίο δάσκαλο από την άποψη ότι μπορούσε να πάρει ένα δικό μου πολύ σοβαρό πρόβλημα και να το σπάσει σε μικρά επί μέρους προβλήματα, με συνέπεια εμένα να μου είναι πιο εύκολο να το λύσω. Ο πατέρας μου ήταν της άποψης ότι είναι προτιμότερο από το να πας κατευθείαν στο δέκα να διαιρέσεις την απόσταση σε μικρά βηματάκια που θα τα κάνεις ένα ένα, για να μπορείς να νιώθεις ότι προχωράς με επιτυχία. Ο δάσκαλός μου στο βιολοντσέλο όχι μόνο ήταν ο ίδιος σπουδαίος βιολοντσελίστας αλλά είχε απαιτήσεις και από μένα, με την έννοια ότι ήθελε να μπορώ να παίζω με έναν ορισμένο τρόπο. Οταν εγώ πέρασα την ηλικία των 15, εκείνος πέρασε σε άλλη φάση. Ηθελε, εφόσον πια είχα φθάσει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, να με μάθει να λειτουργώ ο ίδιος ως δάσκαλος του εαυτού μου. Και για να το πετύχει άρχισε να μου δίνει μουσική ζητώντας μου να καταλάβω από μόνος μου με ποιον τρόπο έπρεπε να την παίξω. Εκείνη τη στιγμή έκρινε ότι αυτό θα με βοηθούσε και το πέτυχε. Πέρα από όλα τα άλλα όμως ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος ήξερε να προσφέρει αγάπη και να σε ενθαρρύνει. Είναι πολύ σημαντικό μεγαλώνοντας να ακούς κάποιον να σου λέει ότι είσαι στον σωστό δρόμο, ότι τα πας καλά. Διότι ο νέος ο άνθρωπος θέλει ενθάρρυνση. Στο κολέγιο πάλι, στο Χάρβαρντ, είχα έναν καθηγητή ο οποίος είχε τόσο απέραντη φαντασία που το μάθημά του δεν βασιζόταν ούτε στις νότες ούτε στην τεχνική ούτε καν στον τρόπο με τον οποίο πρέπει κανείς να εκφράζεται. Προσπαθώντας να μας διδάξει σύνθεση δεν μας μιλούσε για όλα αυτά αλλά για το Σύμπαν. Μας έλεγε ότι οι μεγάλοι συνθέτες υπήρξαν τόσο πολυδιάστατοι που μπορούσαν από ένα απλό μονοπάτι να σε οδηγήσουν σε κόσμους που μόνο να τους φανταστείς μπορούσες. Αυτή είναι μια άλλη διάσταση της διδασκαλίας, η οποία ήρθε σε μια στιγμή της ζωής μου που ήταν πολύ εύκολο να με επηρεάσει. Ο άνθρωπος αυτός σίγουρα νιώθω να με βοήθησε πάρα πολύ. Θέλω να πω ότι σε κάθε στάδιο της ζωής μου οι δάσκαλοι που είχα με μάθαιναν διαφορετικά πράγματα και με διαφορετικό τρόπο ο καθένας».

­ Μπορεί ένας κακός δάσκαλος να καταστρέψει έναν καλό μαθητή;

«Πιστεύω ότι η σχέση δασκάλου και μαθητή βασίζεται σε ένα είδος χημείας. Αν δεν πετύχει η χημεία, ο χαμένος είναι πάντα ο μαθητής. Και αυτό επειδή η εξουσία του δασκάλου συνήθως είναι μεγάλη. Οσο μπορεί να βοηθήσει έναν μαθητή να έχει αυτοπεποίθηση άλλο τόσο μπορεί να τον καταστρέψει κάνοντάς τον να χάσει την εμπιστοσύνη του στον εαυτό του. Επίσης τα πράγματα που σου μαθαίνει ένας δάσκαλος δεν τελειώνουν τη στιγμή που σταματάει να σε διδάσκει. Αυτή είναι μια άλλη αλήθεια... Εγώ, για παράδειγμα, συνεχίζω ακόμη και σήμερα να σκέφτομαι πράγματα που μου είχαν διδάξει οι δάσκαλοί μου στο παρελθόν. Οταν η διδασκαλία είναι εποικοδομητική, κάτι που δεν έπιασε τόπο πριν από 20 χρόνια μπορεί να φανεί αποδοτικό 20 χρόνια αργότερα. Τη θεωρώ πολύ περίπλοκη αυτή τη διαδικασία. Κατά κάποιο τρόπο οι πιθανότητες να κάνεις σε κάποιον τρομερό καλό ή να του δημιουργήσεις συγκεκριμένα προβλήματα είναι περίπου οι ίδιες».

­ Μια κακή διδασκαλία μπορεί να είναι πηγή γνώσης για έναν καλό μαθητή;

«Ε, αυτό είναι σχήμα οξύμωρο. Ισως όμως και να μπορεί... Αρκεί να δεχθούμε ότι τα πάντα μπορεί να αποτελέσουν πηγή γνώσης. Αλλά η διδασκαλία δεν είναι τόσο ασαφής διαδικασία...».

­ Τελικώς τι θα μπορούσαμε να πούμε ότι επηρεάζει αυτό που καταλήγουμε να κάνουμε στη ζωή μας; Ποιον ρόλο παίζει το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουμε; Εσείς, για παράδειγμα, τι θα είχατε γίνει αν είχατε μεγαλώσει σε διαφορετικό περιβάλλον;

«Θεωρώ αυτή την ερώτηση πάρα πολύ σημαντική και πιστεύω ότι το περιβάλλον από μόνο του δεν παίζει τον σημαντικότερο ρόλο. Παίζει κάποιον ρόλο αλλά σε συνδυασμό με πολλούς άλλους παράγοντες. Κατά τρόπο σταθερό όλα αυτά πάνε μαζί και χτίζουν από κοινού την προσωπικότητα ενός ανθρώπου ή τον χαρακτήρα του. Εγώ, για παράδειγμα, έχω έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα, ο οποίος θα ήταν ο ίδιος ακόμη και αν δεν είχα ασχοληθεί με τη μουσική. Επειδή όμως μεγάλωσα μέσα στη μουσική, ο χαρακτήρας, η φύση μου μού υπαγόρευσαν κάποιες επιλογές οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση αφορούν μεν τη μουσική, δεν παύουν όμως να αντανακλούν αυτό που είμαι ως άνθρωπος».

­ Πιστεύετε σε αυτό που λέει ο κόσμος «ταλέντο»;

«Θεωρώ ότι το ταλέντο, αν το απομονώσουμε ως λέξη, είναι μία από τις δυσκολότερες λέξεις που υπάρχουν. Θα ήθελα, αν είχα τη δυνατότητα, να μπορώ να το προσδιορίσω με διάφορους τρόπους και όχι να περιορίσω το νόημά του σε μία μόνο λέξη».

­ Προσδιορίστε το όπως θέλετε...

«Ταλέντο για μένα είναι ευκολία, επιδεξιότητα, μνήμη, αφηρημένη σκέψη, ως και αυτό που εγώ θα έλεγα "engineering" ­ σύλληψη της μουσικής. Μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι σκέφτονται μουσικά και το σώμα τους, η φυσική τους υποδομή, να μην τους βοηθάει να το εκφράσουν. Αλλες φορές πάλι μπορεί κάποιος να έχει το ταλέντο αλλά να μην ενδιαφέρεται για το κομμάτι της σκέψης ή να μη θέλει να εντρυφήσει στην ψυχολογική διάσταση της μουσικής. Τελικά δηλαδή πρέπει κάποιος να συνδυάζει όλες αυτές τις ικανότητες, ώστε μόνο τότε να είμαστε σε θέση να πούμε ότι έχει ταλέντο».

­ Υπήρξε μια στιγμή στη ζωή σας που προσπαθήσατε να κάνετε κάτι άλλο;

«Ναι, βέβαια. Επειδή εγώ ξεκίνησα πολύ νέος, παρ' όλο που αγαπούσα πολύ τη μουσική, δεν ήξερα ακόμη αν ήταν αυτό με το οποίο ήθελα να ασχοληθώ. Παράλληλα με ενδιέφεραν και άλλα πράγματα ­ η αρχαιολογία, η ανθρωπολογία, η ιστορία, η ψυχολογία... Μου άρεσαν γενικά οι άνθρωποι. Ετσι, αν δεν είχα ασχοληθεί με τη μουσική, μάλλον θα είχα ασχοληθεί με έναν από όλους αυτούς τους τομείς. Τελικά ανακάλυψα ότι διά μέσου της μουσικής μπορεί κάποιος να συμμετέχει και σε όλα αυτά που μόλις σας ανέφερα. Οσο μεγάλωνα τόσο πιο πολύ συνειδητοποιούσα ότι η μουσική έχει άμεση σχέση με όλα αυτά και ότι διά μέσου αυτής έχεις άπειρες δυνατότητες να μελετήσεις και τους ανθρώπους και την ψυχολογία τους και τον πολιτισμό τους».




­ Πώς επιλέξατε να ασχοληθείτε με το συγκεκριμένο όργανο και όχι με κάτι άλλο; Με ποια κριτήρια δηλαδή επιλέγει ένας μουσικός το όργανο με το οποίο θα ασχοληθεί;

«Αυτό είναι κάτι που συνέβη στην περίπτωσή μου εντελώς τυχαία. Στην αρχή ξεκίνησα παίζοντας βιολί ­ σε ηλικία 3-4 χρόνων. Βιολί όμως έπαιζε και η αδερφή μου, η οποία ήταν μεγαλύτερη από μένα. Επειδή είχα την αίσθηση ότι δεν έπαιζα και τόσο καλά, κάποια στιγμή, εκεί γύρω στα τέσσερα, τα παράτησα. Λίγο αργότερα έτυχε να δω ένα διπλό μπάσο. Καταλαβαίνετε ότι στα μάτια ενός τετράχρονου αγοριού το τεράστιο αυτό όργανο φάνταζε πολύ ενδιαφέρον. Παρ' όλο λοιπόν που εγώ ήθελα να ασχοληθώ με αυτό, επειδή ήταν πολύ μεγάλο και δεν βόλευε, κατέληξα στη μέση λύση που ήταν το βιολοντσέλο ­ το μεγαλύτερο όργανο που μπορούσε να παίξει ένα παιδί τεσσάρων ετών. Υποσχέθηκα τότε στους γονείς μου ότι, αν με άφηναν να ασχοληθώ με το βιολοντσέλο, δεν θα άλλαζα ξανά όργανο στην υπόλοιπη ζωή μου. Και κράτησα την υπόσχεσή μου. Το βιολοντσέλο δεν το βλέπω μόνο ως όργανο το οποίο μπορεί να παραγάγει ιδανικό ήχο, αλλά και ως ένα όργανο το οποίο, αν προσπαθήσει, μπορεί να πάρει τη θέση και άλλων οργάνων. Υποθέτω ότι αυτός ήταν άλλος ένας παράγοντας ο οποίος ενίσχυσε το ενδιαφέρον μου για το συγκεκριμένο όργανο».

­ Πιστεύετε ότι το κάθε όργανο έχει τον δικό του χαρακτήρα;

«Μερικές φορές... Το βιολοντσέλο, για παράδειγμα, λένε ότι έχει δυνατότητες αντίστοιχες με αυτές που διαθέτει η ανθρώπινη φωνή. Παράλληλα όμως θεωρώ ότι είναι ένα όργανο συνεργάσιμο. Αυτό σημαίνει ότι αν θέλεις να παίξεις πολυφωνική μουσική θα πρέπει να το σκεφτείς. Κατά συνέπεια θεωρώ ότι οι βιολοντσελίστες σε γενικές γραμμές είναι πολύ καλοί άνθρωποι, πρώτον, διότι πρέπει πάντοτε να συνεργάζονται με άλλους και, δεύτερον, διότι κάθε φορά καλούνται να παίξουν και διαφορετικό ρόλο στις συνεργασίες. Αλλοτε παίζουν τη βασική γραμμή, άλλοτε τις μεσαίες φωνές και άλλοτε τις ψηλές. Ως βιολοντσελίστας πρέπει να είναι κανείς σε θέση να καταλάβει τους διαφορετικούς αυτούς ρόλους και ανάλογα να μπορεί να προσαρμοστεί».

­ Εσείς γιατί επιλέξατε να γίνετε ερμηνευτής και όχι συνθέτης;

«Θεωρώ ότι η δουλειά μου ως ερμηνευτή είναι να αναζητώ και να βρίσκω μια ήδη υπάρχουσα φωνή, τη φωνή του συνθέτη. Από τη στιγμή που θα μπορέσεις να συλλάβεις τη φωνή του συνθέτη η δουλειά σου είναι να την υπερασπιστείς όσο καλύτερα μπορείς, να την κάνεις δηλαδή να ζωντανέψει όχι μόνο μέσα σου αλλά και μέσα στους άλλους. Η δουλειά του ερμηνευτή είναι πολύ κοντά στη δουλειά του αρχαιολόγου... Στην αντίθετη περίπτωση, η πρωταρχική δουλειά ενός συνθέτη είναι να βρει τη "φωνή" του κι από 'κεί και πέρα να φροντίσει για τη μοναδικότητά της και την ιδιαιτερότητά της... Ο συνθέτης πρέπει να έχει μια "φωνή" που να δίνει τα περιθώρια να ανακαλύψει ο ερμηνευτής. Μεγάλες συνθέσεις είναι αυτές που αφήνουν περιθώρια στους ερμηνευτές να ψάξουν για να ανακαλύψουν... Προφανώς έχει μεγάλο ενδιαφέρον το να είναι ένας συνθέτης ταυτόχρονα και ερμηνευτής και ακροατής, όπως μεγάλο ενδιαφέρον έχει και το να είναι ο ερμηνευτής συνθέτης και ακροατής. Γιατί τότε είναι σαν να υπάρχει μια επιχείρηση, η οποία ελέγχει όλη τη διαδικασία παραγωγής».

­ Είναι περίεργο πάντως ενώ υπάρχει μια παρτιτούρα η ερμηνεία της να έχει τόσες διαφορετικές απολήξεις. Εσείς το αισθάνεστε αυτό; Αλήθεια, πόσες μπορεί να είναι οι σωστές ερμηνείες του ίδιου κομματιού; Ενα μουσικό κομμάτι του Μπαχ, για παράδειγμα, είναι χίλιες διαφορετικές ερμηνείες ή μία και μοναδική;

«Κοιτάξτε, σε σχέση με αυτό που ρωτάτε, συμβαίνει ό,τι περίπου συμβαίνει και στη ζωή. Πάρτε για παράδειγμα τον εαυτό σας. Ποιος είναι ο Θανάσης Λάλας; Είστε ο γιος του πατέρα και της μητέρας σας; Είστε ο πατέρας των παιδιών σας, ο σύζυγος της γυναίκας σας; Τι εκπροσωπείτε απέναντι στον εαυτό σας; Ποιος είστε από άποψη γονιδιακής υποδομής; Τι εκπροσωπείτε ως μέλος των κοινοτήτων στις οποίες ανήκετε; Τι σκέφτονται για σας οι φίλοι σας; Ποιος είστε τελικά; Νομίζω ότι αυτό αποτελεί ένα από τα πιο θεμελιώδη ερωτήματα, κάτι με το οποίο οι αρχαίοι Ελληνες ασχολήθηκαν πριν από οποιονδήποτε άλλον. Με αυτή την έννοια η μουσική ενός καταπληκτικού συνθέτη είναι ίσως το καλύτερο κομμάτι του εαυτού του που ο ερμηνευτής αναζητεί. Στον Μπαχ, για παράδειγμα, τι ακριβώς απ' αυτά που λέει είναι τόσο πολύτιμο; Πιστεύω ότι αν το ανακαλύψουμε, αν ανακαλύψουμε την τεχνική που χρησιμοποιεί για να πετύχει αυτή την έκφραση, την οποία δεχόμαστε ως πολύτιμη, τότε είναι σαν να παίρνουμε μια γεύση του ποιος ήταν ο Μπαχ, ποιος ήταν ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσε».

­ Σας ακούω να λέτε όλα αυτά και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο ερμηνευτής είναι ένας ντετέκτιβ... Η ερμηνεία, με άλλα λόγια, είναι η επίλυση ενός μυστηρίου...

«Πράγματι, είναι σαν να προσπαθεί κάποιος να λύσει ένα μυστήριο, σαν να έγινε ένα έγκλημα και προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τι ήταν αυτό που οδήγησε τον δράστη ως εκεί. Στην προκειμένη περίπτωση γράφεται μια μουσική και προσπαθούμε να ανακαλύψουμε πώς λειτούργησε ο συνθέτης, γιατί την έγραψε, με ποιον τρόπο οδηγήθηκε σε αυτήν ­ αν και οι τρόποι συνήθως είναι πολλοί, όπως υπάρχουν πολλοί τρόποι για να ανέβει κάποιος στον Ολυμπο. Το βουνό είναι πάντοτε το ίδιο. Αυτό που διαφέρει είναι οι τρόποι που υπάρχουν για να βιώσει κανείς την εμπειρία της γνωριμίας. Αλλος μπορεί να σκαρφαλώσει ως την κορυφή, άλλος να διαβάσει γι' αυτό σε κάποιο λογοτεχνικό βιβλίο, άλλος να προσπαθήσει να ανέβει με διαφορετικό κάθε φορά καιρό, άλλος να επιχειρήσει να φθάσει ως εκεί με τη σκέψη του, άλλος να πάρει μαζί και έναν φίλο του, άλλος μπορεί να προσπαθήσει να το περιγράψει, να το κινηματογραφήσει... Υπ' αυτήν την έννοια ένα μουσικό κομμάτι είναι συγχρόνως κάτι απτό, κάτι το οποίο έχει υλική διάσταση ­ εφόσον βασίζεται σε συγκεκριμένο κείμενο ­ και κάτι άυλο, εφόσον είναι πολύ δύσκολο να θέσει κανείς το δάχτυλο "επί τον τύπον των ήλων" και να το ψηλαφίσει. Και φυσικά αυτό είναι ένα από τα πράγματα που κάνουν τη μουσική τόσο συναρπαστική πρώτα πρώτα για τον ερμηνευτή και στη συνέχεια για τον ακροατή».

­ Συνήθως από πού αντλείτε τη βεβαιότητα ότι πλησιάζετε σε αυτό που θέλετε; Υπάρχουν στιγμές που νιώθετε ότι αγγίζετε το όραμα του συνθέτη;

«Πώς νιώθει κανείς όταν ανάμεσα σε χιλιάδες φωνές ακούει μια φωνή και ξέρει ότι είναι η φωνή του παιδιού του; Πώς ξέρει κάποιος ότι είναι ερωτευμένος; Είναι κάτι που μπορεί να το αποδείξει; Οχι, απλώς μας συμβαίνει κάτι το οποίο μοιάζει με αποκάλυψη. Οταν είσαι ερωτευμένος, τα πάντα μέσα σου έχουν σχέση με αυτό ­ το πνεύμα σου, η ψυχή σου, το δέρμα σου... Εκείνη τη στιγμή όλα αλλάζουν, τη στιγμή που μπορείς να αισθανθείς την ψυχή ενός άλλου ανθρώπου. Το βλέπεις, το νιώθεις ότι σου συμβαίνει κάτι ξεχωριστό, κάτι υπέροχο. Πρώτα το νιώθεις και μετά προσπαθείς να καταλάβεις πώς και γιατί σου συνέβη. Το να μπορείς να το περιγράψεις δεν σημαίνει απαραίτητα και ότι θα το βιώσεις. Οπως και να 'χει, πρόκειται για ένα απόλυτα ανθρώπινο συναίσθημα».

­ Πιστεύετε ότι θα άλλαζε κάτι στην ερμηνεία σας αν είχατε τη δυνατότητα να γνωρίσετε από κοντά κάποιον απ' όλους αυτούς τους μεγάλους συνθέτες;

«Νομίζω ότι αυτό εξαρτάται από τον συνθέτη. Εχοντας συνεργαστεί με πολλούς συνθέτες, οι οποίοι βρίσκονται εν ζωή, κατάλαβα ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι για να λειτουργεί κάποιος ως συνθέτης. Στους περισσότερους αρκεί που ακούνε τη μουσική τους να παίζεται, διότι στην ουσία αυτό είναι που τους ευχαριστεί. Σίγουρα είναι καλό να έχει ένας συνθέτης άποψη για το πώς θα έπρεπε να παιχθεί η μουσική που έχει γράψει. Εξαρτάται όμως πάντοτε από το άτομο. Στον Μπαχ, για παράδειγμα, άρεσε να γράφει ένα θέμα και μετά να κάνει ο ίδιος την ενορχήστρωση. Κάποιοι συνθέτες θέλουν η μουσική τους να παίζεται ακριβώς όπως την έγραψαν, ενώ άλλοι ­ όπως ο Ραχμάνινοφ, για παράδειγμα ­ μπορούν να απολαύσουν μια άλλη ερμηνεία. Γι' αυτό σας είπα προηγουμένως ότι αυτό είναι θέμα του καθενός. Οσο και αν το ταλέντο αυτών των ανθρώπων τους έκανε να διαφέρουν απ' όλους εμάς, δεν έπαυαν να είναι ανθρώπινα όντα που στις περισσότερες περιπτώσεις κατευθύνονταν από τα συναισθήματά τους, όπως όλοι μας».

­ Σας ευχαριστώ.

«Και εγώ σας ευχαριστώ».


Το ΒΗΜΑ, 22/04/2001

Δεν υπάρχουν σχόλια: