Κυριακή, Οκτωβρίου 21, 2007

Επετειακό


Το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό τον Μάιο του 1823, σε ηλικία 25 ετών, στην Ζάκυνθο.
Αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές σε εναλλασσόμενους οκτασύλλαβους και επτασύλλαβους τροχαϊκούς στίχους .

Το 1824 τυπώθηκε στο Μεσολόγγι.
Τον Οκτώβριο του 1825 κυκλοφόρησε η επίσημη "Γενική Εφημερίς της Ελλάδος" με διευθυντή το Θεόκλητο Φαρμακίδη.
Στο 5ο φύλλο της (21/10/1825) δημοσιεύτηκε ολόκληρος ο " Ύμνος" , συνοδευόμενος από ανάλυση του Σπ. Τρικούπη, προσωπικού φίλου του ποιητή, και έκανε μεγάλη αίσθηση.

Όπως εύστοχα παρατηρεί στην Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας ο Κ. Θ. Δημαράς,
« νιώθουμε κιόλας πως έχουμε να κάνουμε με ποιητή που ξεφεύγει πέρα απ’ ό,τι είχε βρει στον τόπο του, ή απ’ ό,τι ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Μεγάλες επικές συλλήψεις, οράματα γεμάτα δυνατή φαντασία, ο ιδανισμός που θ’ αποτελέσει σταθερά επιδίωξη του Σολωμού, φωτίζουν από τώρα την δημιουργία του. Στην κλίμακά του έχουν προστεθεί οι τόνοι αυτοί χωρίς να χαθούν οι ήπιοι τόνοι...».

Το 1828 ο Κερκυραίος Νικόλαος Μάντζαρος μελοποίησε το ποίημα, χρησιμοποιώντας λαϊκά μοτίβα και προορίζοντάς το για τετράφωνη ανδρική χορωδία. Έκτοτε ο Μάντζαρος το μελοποίησε τρεις φορές, ώσπου να καταλήξει στην πέμπτη και οριστική, η οποία κυκλοφόρησε το 1861 σε μορφή εμβατηρίου.
Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α΄, το ποίημα χαρακτηρίστηκε «επίσημον εθνικόν άσμα» (1865) και από τότε οι 24 πρώτες στροφές του θεωρούνται επισήμως ως ο εθνικός ύμνος της χώρας μας.
Το 1873 επίσης εκδόθηκε στο Λονδίνο η συνολική μελοποίηση και των 158 στροφών , ενώ ο στρατιωτικός μουσικός Μ. Καστέλλης, τις διασκεύασε για μπάντα.
Η μεταγραφή του Καστέλλη παίζεται από τότε έως σήμερα από τις στρατιωτικές μας μπάντες, οι οποίες εκτελούν για λόγους «οικονομίας» μόνο τις δύο πρώτες στροφές.

Διονύσιος Σολωμός
(1798-1857)

Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν
(24 πρώτες στροφές)
Liberta vo cantando, ch’e si cara
Come sa chi per lei vita rifiuta.
Dante

1
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη,
που με βία μετράει τη γη.

2
Aπ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

3
Eκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες
"Έλα πάλι" να σου πη.

4
Άργειε να 'λθη εκείνη η μέρα
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τα 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

5
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σού έμεινε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.

6
Kαι ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
από την απελπισιά,

7
κι έλεες "πότε, α! πότε βγάνω
το κεφάλι από τς ερμιές;".
Kαι αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.

8
Tότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα
πλήθος αίμα ελληνικό.

9
Mε τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύης εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.

10
Mοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή
δεν είν' εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τές κουρταλή.

11
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια
αλλ' ανάσασιν καμιά
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.

12
Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου,
οπού εχαίροντο πολύ,
"σύρε να 'βρης τα παιδιά σου,
σύρε", ελέγαν οι σκληροί.

13
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σού ενθυμεί.

14
Tαπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του η ζωή.

15
Nαι αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή!

16
Aπ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!
17
Mόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τς εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου
έτρεφ' άνθια και καρπούς,

18
εγαλήνευσε και εχύθη
καταχθόνια μία βοή
και του Pήγα σου απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή (1)

19
όλοι οι τόποι σου σ' εκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν,
όσα αισθάνετο η καρδιά.

20
Eφωνάξαν ως τ' αστέρια
του Iονίου και τα νησιά,
και εσηκώσανε τα χέρια,
για να δείξουνε χαρά,

21
μ' όλον που 'ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: ψεύτρα Eλευθεριά.

22
Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Bάσιγκτον η γη
και τα σίδερα ενθυμήθη
που την έδεναν κι αυτή.

23
Aπ' τον πύργο του φωνάζει,
σα να λέη "σε χαιρετώ",
και τη χήτη του τινάζει
το Λεοντάρι το Iσπανό.

24
Eλαφιάσθη της Aγγλίας
το θηρίο και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Pουσίας
τα μουγκρίσματα τς οργής.
[.....]

Δεν υπάρχουν σχόλια: