ΑΝ θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαγλη
γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές καί όλα τα
κρασιά κυλούσαν.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα.
Ω Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα
διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβύσω από το λογικό μου κάθε
ελπίδα ανθρώπινη.
Μ' ύπουλο σάλτο, χύμηξα σα θηρίο πάνω σ' όλες
τίς χαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας,
τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ
στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μοu.
Κυλίστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρέλλα.
Κι' η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλοιο
τού ηλίθιου.
Μα τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω για καλά,
λέω ν' αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμπόσιου
μήπως βρω ξανά την όρεξή μου.
Τό κλειδί αυτό είν' η συμπόνοια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
«Θα μείνεις ύαινα...». ολολύζει ο διάβολος :
και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
«Φτάσε στό θάνατο μ' όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου,
τη φιλαυτία σου, και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα !»
Αχ ! απαύδησα.
Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές.
Περιμένω μερικές βδεληρότητες, αναδρομικά.
Ωστόσο, για σάς, τους εραστές της απουσίας του
περιγραφικού η διδακτικού ύφους σ' έναν συγγραφέα,
για σάς αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες από
το σημειωματάριο ένός κολασμένου.
Εκδόσεις : Γνώση
[ λάδι σε μουσαμά, 1.6x2.25 μ., Μουσείο Ορσέ, Παρίσι].
Στην άκρη αριστερά εικονίζεται το ντουέτο των καταραμένων εραστών:
ο Πολ Βερλέν (με την προχωρημένη φλάκρα )και δίπλα του
η αρσενική του Μούσα , Αρθούρος Ρεμπό.
Στη διάρκεια του σύντομου βίου του (20/10/1854-10/11/1891) έκανε τα πάντα: έγραψε θαυμάσια ποίηση ως τα είκοσι, "έπαιξε ", στη συνέχεια, με τα ναρκωτικά και το αψέντι, συνήψε ένα φοβερά καταστροφικό δεσμό με τον ποιητή Πολ Βερλέν και , μετά το σοβαρό τραυματισμό του από τον εραστή του, περιπλανήθηκε σε εξωτικά μέρη (Ιάβα, Κύπρος, Άντεν Χαράρ) ως ζητιάνος , έμπορος, μισθοφόρος, εργάτης, παιδαγωγός και ναυτικός.
Στο τέλος κατέληξε να κάνει τον έμπορο όπλων και τον εξερευνητή στο βορειοανατολικό άκρο της Αφρικής.
Το τέλος του ήταν κάτι παραπάνω από τραγικό: ο έκλυτος βίος του είχε ολέθριες επιπτώσεις στην υγεία του και αναγκάστηκε να υποστεί ακρωτηριασμό του ποδιού, προκειμένου να σταματήσουν τον καρκίνο από τον οποίο προσεβλήθη.
Πέθανε μέσα σε αφόρητους πόνους , λίγο πριν υποβληθεί σε δεύτερο ακρωτηριασμό.
Όλο του το έργο συνοψίζεται σε δύο κείμενα: το αριστουργηματικό πεζό ποίημα Μία εποχή στην κόλαση (1873) και τις Εκλάμψεις (1886), ένα βιβλίο που περιείχε πεζά ποιήματα και ελεύθερους στίχους.
Μετά το θάνατό του όχι μόνο καταλαγιάζει η οργή και η αντιπάθεια
των καθωσπρέπει λογοτεχνικών κύκλων προς τον ομοφυλόφιλο και αναρχικό
ποιητή, αλλά σταδιακά αναγνωρίζεται ως ένας από τους πιο δυνατούς εκπροσώπους
του συμβολισμού, οι δε υπερρεαλιστές τον αναγορεύουν σε γενάρχη της μοντέρνας ποίησης.
"ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ"
[απόσπασμα]
Ι
VIERGE FOLLE
___
Écoutons la confession d'un compagnon d'enfer:
"Ô divin Époux, mon Seigneur, ne refusez pas la confession de la plus triste de vos servantes. Je suis perdue. Je suis soûle. Je suis impure. Quelle vie!
"Pardon, divin Seigneur, pardon! Ah! pardon! Que de larmes! Et que de larmes encore plus tard, j'espère!
"Plus tard, je connaîtrai le divin Époux! Je suis née soumise à Lui. - L'autre peut me battre maintenant!
"A présent, je suis au fond du monde! Ô mes amies!... non, pas mes amies... Jamais délires ni tortures semblables... Est-ce bête!
"Ah! je souffre, je crie. Je souffre vraiment. Tout pourtant m'est permis, chargée du mépris des plus méprisables coeurs.
"Enfin, faisons cette confidence, quitte à la répéter vingt autres fois, - aussi morne, aussi insignifiante!
"Je suis esclave de l'Époux infernal, celui qui a perdu les vierges folles. C'est bien ce démon-là. Ce n'est pas un spectre, ce n'est pas un fantôme. Mais moi qui ai perdu la sagesse, qui suis damnée et morte au monde, - on ne me tuera pas! - Comment vous le décrire! Je ne sais même plus parler. Je suis en deuil, je pleure, j'ai peur. Un peu de fraîcheur, Seigneur, si vous voulez, si vous voulez bien!
"Je suis veuve... - J'étais veuve... - mais oui, j'ai été bien sérieuse jadis, et je ne suis pas née pour devenir squelette!... - Lui était presque un enfant... Ses délicatesses mystérieuses m'avaient séduite. J'ai oublié tout mon devoir humain pour le suivre. Quelle vie! La vraie vie est absente. Nous ne sommes pas au monde. Je sais où il va, il le faut. Et souvent il s'emporte contre moi, moi, la pauvre âme. Le Démon! - c'est un Démon, vous savez, ce n'est pas un homme.
"Il dit: "Je n'aime pas les femmes. L'amour est à réinventer, on le sait. Elles ne peuvent plus que vouloir une position assurée. La position gagnée, coeur et beauté sont mis de côté: il ne reste que froid dédain, l'aliment du mariage, aujourd'hui. Ou bien je vois des femmes, avec les signes du bonheur, dont, moi, j'aurai pu faire de bonnes camarades, dévorées tout d'abord par des brutes sensibles comme des bûchers... "
"Je l'écoute faisant de l'infamie une gloire, de la cruauté un charme. "Je suis de race lointaine: mes pères étaient Scandinaves: il se perçaient les côtes, buvaient leur sang. - Je me ferai des entailles partout le corps, je me tatouerai, je veux devenir hideux comme un Mongol: tu verras, je hurlerai dans les rues. Je veux devenir bien fou de rage. Ne me montre jamais de bijoux, je ramperais et me tordrais sur le tapis. Ma richesse, je la voudrais tachée de sang partout. Jamais je ne travaillerai... " Plusieurs nuits, son démon me saisissant, nous nous roulions, je luttais avec lui! - Les nuits, souvent, ivre, il se poste dans des rues ou dans des maisons, pour m'épouvanter mortellement. - "On me coupera vraiment le cou; ce sera dégoûtant." Oh! ces jours où il veut marcher avec l'air du crime! [......]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου