Τρίτη, Οκτωβρίου 02, 2007

Ο ερανιστής: Α. Καρκαβίτσα, " Μιλτιάδης" , αι φυλακαί του Ναυπλίου ( Εστία,1892) Μέρος 5ο.

Ανδρέα Καρκαβίτσα

ΑΙ ΦΥΛΑΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
[περιοδικό ΕΣΤΙΑ, τχ.16, 1892, σελ.241-245]
Μέρος 5ο

[Συνέχεια 5]
Δεν ήθελα να πάγω εις την γέφυρα από φόβο μήπως πάθω τα ίδια. Ένας σκοπός μ' άνοιξε μία χονδρή θύρα και την εμαντάλωσε πίσω μας.
Αλλά δεν ήμουν εις την αυλή παρά εις τον τοίχο, μέσα εις τα σωθικά του τοίχου, ανάμεσα εις δύο θύρες σιδερένιες. Βαθύ σκοτάδι΄νέκρα και κρύο΄τάφος σωστός! Αλλοίμονο κι' αν έμενα μίαν ώρα μοναχός εκεί μέσα! Τι θέλετε παραμύθια; να τα σπίτια της Λάμιας που είχε δασκαλεμένες τες θύρες της και άμα επάταγε το κατώφλι τους κανένας άμοιρος διαβάτης, έκλειναν μονάχες σύνωρα, σαν σαγονιές φοβερού θεριού κ' η Λάμια τους εμαρμάρωνεν. Ο Μιλτιάδης είνε φοβερώτερη Λάμια΄δεν τους μαρμαρώνει εκείνους που πέσουν εις τα βρόχια του΄τους ρουφά αργά αργά το αίμα ΄τους σκάφτει σαν επίβουλο σαράκι τα κόκκαλα, τους λύνει ένα ένα τους αρμούς΄τους παίρνει το φως, τα νειάτα , την υγεία και εις το τέλος ή τους δίνει εις τα χέρια του Αμοιραδάκη, είτε τους ρίχνει πάλιν εις τον κόσμο, άνοστα πλέον κουφάρια!
Ως τόσο άνοιξε η άλλη θύρα κ' εβγήκα έξω εις την αυλή. Με το πρώτο βήμα εστάθηκα κ' έρριξα βλέμμα περίγυρα. Με όλη μου την απάθεια ενόμισα πως δεν ήμουν μέσα εις τους συνόμοιους μου παρά εις άλλους είδους ανθρώπους. Και όμως δεν ήσαν παρά σωστοί άνθρωποι όπως εμείς, όπως εκείνοι που έχομε καθημέρα πλάγι μας, που συντυχαίνομεν εις κάθε δρόμο. Και κάπου μακρυά μαλλιά, κάπου μεγάλα μουστάκια και γένεια. Αλλά ούτε άγρια πρόσωπα, ούτε ματωμένα χέρια , ούτε κόκκινα μάτια. Και όμως όλοι είχαν κάμει ληστείες, σκωτομούς, μύρια κακά! ερήμαξαν σπίτια, ωρφάνεψαν παιδιά, έντυσαν γυναίκες εις τα μαύρα! Και τόρα εγύριζαν εκεί μέσα με σκοτωμένο χρώμα όλοι, με κόκκινα ματόφυλλα και άσπρα μάτια, με λερά ρούχα , ανήμποροι και αθάρρετοι.
-Γειά σου΄είπα εις τον πρώτο που ευρέθηκε κοντά μου και του άπλωσα το χέρι.
- Γειά σου΄μου είπε κι' αυτός κ' έπιασε το χέρι μου , ανόρεξα.
-Πώς σε λεν;
- Βαγγέλη. Και μου χαμογέλασεν.
Από το όνομα και το ταπεινόν εξωτερικό του εσχημάτισα αμέσως την ιδέαν ότι θα ήτο κανένας απ' εκείνους οι οποίοι από στραβού διαβόλου σκοτόνουν και φυλακίζονται κ' ήμουν έτοιμος ν' αναζητήσω άλλον.
- Είν' ο Σπανός΄μού εσφύριξεν άξαφνα εις το αυτί άλλος φυλακισμένος.
[συνεχίζεται...]

Δεν υπάρχουν σχόλια: