«Ζήτω η Άγκαθα Κρίστι»
Προδημοσίευση αποσπάσματος του νέου βιβλίου της Μάρως Δούκα, το οποίο κυκλοφορεί ήδη στα βιβλιοπωλεία
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το νέο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα «Ζήτω η Άγκαθα Κρίστι», που κυκλοφόρησε στα τέλη Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Πατάκη.
Στον Ορέστη
Ολιγαρκής συνταξιούχος του ΙΚΑ, θέλει δεν θέλει, οφείλει να πορευτεί, να βολευτεί με τα αυτονόητα της μοναξιάς της. Κι όπως καμάρωνε τον εαυτό της στο καθημερινό τοπίο, ζαλίστηκε. Με την ταραχή ότι από στιγμή σε στιγμή θα κυλήσει στη θάλασσα, έσβησε στιγμιαία το όνομά της κι αμέσως, ευτυχώς, επανήλθε: Πολυξένη.
Κάποια σχέση έχει η Πολυξένη με τον Πρίαμο; Πατέρας της ήταν; Μητέρα της η Εκάβη; Τ’ άφησε τα ομηρικά με περιγελαστική διάθεση, και προσήλωσε το βλέμμα της στα νύχια των ποδιών της. Ωραία νύχια, κόκκινα. Καμάρωσε και τα γυμνά πόδια της. Ποτέ δεν φορούσε κάλτσες, ποτέ τα πόδια της, μέγα χάρισμα αυτό, δεν κρύωναν. Πάντα ηλιοκαμένα, άτριχα, ποτέ δεν είχε μπει στον κόπο να τα ξυρίσει, λεία, καφετιά η επιδερμίδα της, ωραία πόδια, τα πόδια της.
Μπροστά της ο μικρός γκρεμός, κι αν έπεφτε, τίποτα δεν θα πάθαινε, μια γρατζουνιά ίσως, μια μελανιά. Ένιωθε την κρυάδα του βράχου με ευχαρίστηση, κι ας είχε την αίσθηση ότι υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να χάσει την ισορροπία της και να φουντάρει στο νερό.
Αλλά πώς γίνεται να φουντάρει, όταν στο σπίτι την περιμένει ο μπακλαβάς, δεν είναι και λίγο να καταγίνεται ακόμη με τα μπελαλίδικα γλυκίσματά της, μόνο και μόνο επειδή ήθελε να τα απολαύσει η ίδια κι όχι να τα κεράσει στη φανταστική, ας πούμε, συμπεθέρα.
Ούτε και λίγο είναι να περιμένεις κάθε είκοσι μέρες την καλή σου κατάξανθη πεντικιουρίστα να ανηφορίσει για να περιποιηθεί τα νύχια σου. Εντάξει, αρκετά περιαυτολόγησε. Ώρα της να απομακρύνει το βλέμμα από τα νύχια της. Κοίταξε μια το πέλαγος ώς πέρα, μια τον πάτο του καθαρού νερού ώς βαθιά. Τη μια διέκρινε θαλασσινά και χορταριασμένες πέτρες, την άλλη την έπαιρνε και την τραβούσε η σκιά ενός μαυρόασπρου πουλιού που καταβρόχθιζε ψαράκια. Ο ουρανός στο γκριζωπό του πάγου, η θάλασσα με υπόκωφο μουρμουρητό.
Όπως τρεμόπαιζε το βλέμμα της στην άκρη του μικρού γκρεμού, ένιωσε πίσω της τον αέρα ενός άντρα που πλησίαζε, θα μπορούσε να σκιαχτεί, αλλά δεν το καταδέχτηκε, εφόσον το τοπίο ήταν όλο δικό της και οικείο.
Όπως τρεμόπαιζε το βλέμμα της στην άκρη του μικρού γκρεμού, ένιωσε πίσω της τον αέρα ενός άντρα που πλησίαζε, θα μπορούσε να σκιαχτεί, αλλά δεν το καταδέχτηκε, εφόσον το τοπίο ήταν όλο δικό της και οικείο. Πιο κει φάνηκε ξεστρατισμένη και μια πέρδικα. Χάρηκε που την είδε, θαύμασε τις σταχτιές με κανελιές αποχρώσεις πινελιές στα φτερά της, ήξερε ότι υπάρχουν πέρδικες γύρω στον ναό, αλλά πρώτη φορά έβλεπε από τόσο κοντά πέρδικα, σαν μικρόσωμη κότα, τρώγονται άραγε οι πέρδικες; Κι αυτό, να δει μια καμαρωτή πέρδικα μπροστά της, της φάνηκε καλός οιωνός.
Ο ψηλός την είχε πλησιάσει, ούτε ένα βλέμμα δεν της έριξε. Αυτή όμως μπόρεσε και θαύμασε τα σκούρα μάτια του, ανάμεσα στο γκρι και το μαύρο, μπόρεσε να προσέξει και τα γαντοφορεμένα χέρια του, γιατί άραγε; Της ήρθε η τρελή σκέψη ότι ίσως έπασχε από κάτι σαν λέπρα, παλιά αρρώστια αυτή, Θεός φυλάξοι, έλα τώρα, υπερβάλλεις, στις ημέρες μας έχει καταπολεμηθεί η νόσος του Χάνσεν. Μια χαρά ωραίος άντρας ήταν. Στα νιάτα της θα μπορούσε και να τον ερωτευτεί. Το είχε αυτό, ελάττωμα ή προτέρημα, ποιος θα το πει; Εύκολα ερωτευόταν και ακόμη πιο εύκολα απολησμονούσε.
Κοντοστάθηκε ο ψηλός και έμεινε να κοιτάζει τη θάλασσα, όπως και αυτή την κοίταζε και δεν χόρταινε, κι ας ήταν η καθημερινή θέα της. Είναι να το έχεις στη φύση σου να αγαπάς το νερό, να το νιώθεις. Κι όπως πρόσεχε τον ψηλό με την καπαρντίνα, πήρε φωτιά η σκέψη της, να φαντάζεται το ένα και το άλλο, σαν να περίμενε να φανεί κάποιος από τη θάλασσα. Στη στιγμή εμφανίστηκαν δυο ένστολοι από τη στεριά, λες κι είχαν φυτρώσει από την πετρώδη γη, καλοντυμένοι, με μπότες που θα τις ζήλευε σήμερα ο κάθε νέος.
Πολλές φορές το είχε σκεφτεί, καθώς τους έβλεπε στην τηλεόραση να ξυλοκοπούν τους διαδηλωτές με μανία, να τους κυνηγούν, να τους ρίχνουν κάτω. Μα γιατί, είχε απορήσει, εχθροί τους είναι οι διαδηλωτές; Τι δηλαδή, πληρώνονται για να τους δέρνουν; Ε, καημένη Πολυξένη, απευθύνθηκε στον εαυτό της, τώρα το κατάλαβες; Αυτός είναι ο ρόλος τους, να κρατούν την τάξη, να μας προστατεύουν από τους ταραξίες. Ποιους ταραξίες; Και αμέσως σκέφτηκε ότι οι πραγματικοί ταραξίες ποτέ δεν φανερώνονται, ποτέ δεν εμφανίζονται στους μεγάλους δρόμους, πότε κραυγάζοντας συνθήματα, πότε τραγουδώντας θούριους.
Τώρα της φαίνονταν αυτοί οι δυο ένστολοι σαν χαζεμένοι, έδειχναν προς τα δω, έδειχναν προς τα κει, λες και προσπαθούσαν να προσανατολιστούν. Ο ένας κοίταζε το κινητό του, ο άλλος κοίταζε το ρολόι του, τους κοίταζε κι αυτή με συγκρατημένη περιέργεια. Της είπαν ένα «χαίρετε», τους ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, ούτε που περίμεναν ανταπόδοση, αφοσιωμένοι όπως ήταν στα δικά τους. Προς τι η τόση προσοχή; Και τι δουλειά είχε εδώ αυτός, ο σαν ηθοποιός, κοντά στο ύψωμα, ενώ οι δυο αστυνομικοί ερευνούσαν την περιοχή, ο ένας στη μιαν άκρη, ο άλλος στην άλλη, σκυφτοί, λες κι έψαχναν να βρουν μυρμηγκοφωλιές.[..................................]
«Ζήτω η Άγκαθα Κρίστι» της Μάρως Δούκα (προδημοσίευση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου