Ο Ντίκενς αγαπούσε τα φαντάσματα

Μέσα από τη συχνή παρουσία φαντασμάτων στο έργο του ο Τσαρλς Ντίκενς (1812-1870) μίλησε για τα συλλογικά τραύματα που η βικτωριανή κοινωνία προσπαθούσε να εξωθήσει στη λήθη. Ο βρετανικός 19ος αιώνας, κατεξοχήν εποχή της προόδου, ήταν ταυτόχρονα μια βαθιά σκοτεινή περίοδος. Η βρετανική αυτοκρατορία είχε φτάσει στο απόγειό της -όπως χαρακτηριστικά λέγεται η Βρετανία είχε τόσες αποικίες ώστε «ο ήλιος της αυτοκρατορίας δεν έδυε ποτέ»-, το φωταέριο έκανε τη νύχτα μέρα στους δρόμους του Λονδίνου και οι σιδηρόδρομοι ένωναν τις πόλεις της βιομηχανικής επανάστασης. Ωστόσο, οι φριχτές συνθήκες διαβίωσης, τα πτωχοκομεία, η παιδική εργασία, οι ατελείωτες ώρες σκληρής δουλειάς και οι ασθένειες από την αιθαλομίχλη ήταν ό,τι κόστισε το βιομηχανικό «θαύμα». Το βικτωριανό Λονδίνο, φαινομενικά πιο ζωντανό από ποτέ, μύριζε θάνατο.
Ο Ντίκενς έζησε σε αυτή την εποχή της αντίφασης. Γοητεύτηκε από τους σιδηροδρόμους και από τη δύναμή τους να εκμηδενίζουν αποστάσεις και να αλλάζουν την εμπειρία του χρόνου. Ταξίδευε ασταμάτητα απολαμβάνοντας τα οφέλη του νέου μέσου μέχρι τη στιγμή που στις 9 Ιουνίου 1865, η αμαξοστοιχία με την οποία μετέβαινε από τη Γαλλία στο Λονδίνο εκτροχιάστηκε στο Στέιπλχερστ του Κεντ. Δέκα άνθρωποι σκοτώθηκαν, δεκάδες τραυματίστηκαν. Εκείνος γλίτωσε.
Λίγο αργότερα έγραψε τον «Σηματωρό» (The Signal Man, 1866) τη σημαντικότερη κατά πολλούς μελετητές αγγλική ιστορία φαντασμάτων. Στο σύντομο αυτό διήγημα αποτυπώνεται γλαφυρά το έντονο στρες που υπέστη ο Ντίκενς μετά το δυστύχημα, εξαιτίας του οποίου απέκτησε φοβία έως το τέλος της ζωής του όχι μόνο για τα τρένα, αλλά και για τις άμαξες. Ο ήρωας αποβιβάζεται από το τρένο στην κωμόπολη του Μάγκμπι όπου γνωρίζει τον σηματωρό του σταθμού. Πρόκειται για έναν άνδρα («μελαχρινός αλλά ωχρός, με σκούρα γένια και πυκνά φρύδια») ο οποίος εργάζεται υπό συνθήκες απομόνωσης κάτω από τη γη («το πόστο του βρισκόταν στο πιο απομονωμένο και καταθλιπτικό μέρος που είχα δει ποτέ μου», μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου εκδ. Άγρα).
Η απόκοσμη αυτή μορφή εμφανίζεται συνεχώς μπροστά του. Σύντομα αποκαλύπτεται ότι ο σηματωρός εργάζεται εγκλωβισμένος στον χρόνο και στην επανάληψη. Το φάντασμα που στοιχειώνει τον κεντρικό χαρακτήρα μπορεί να είναι προειδοποίηση, μπορεί όμως να είναι και η ίδια του η διαλυμένη ψυχή. Στον Ντίκενς τα φαντάσματα εμφανίζονται για να υπενθυμίσουν. Δεν κατοικούν σε κάστρα ή ερείπια, αλλά σε σπίτια, δρόμους, γραφεία, σιδηροδρομικές γραμμές. Είναι μέρος της καθημερινότητας. Στην ουσία είναι προεκτάσεις στον εμπειρικό κόσμο της ενοχής που προκύπτει από την κοινωνική αδιαφορία. Το βλέπουμε ξεκάθαρα στη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (A Christmas Carol, 1843). Τα Πνεύματα των Χριστουγέννων επισκέπτονται τον κόσμο των ζωντανών για να υποχρεώσουν τον Σκρουτζ να δει όσα αποφεύγει: το παρελθόν του, τη μοναξιά που ο ίδιος έχει επιβάλλει στον εαυτό του και το δυσοίωνο μέλλον που τον περιμένει αν δεν αλλάξει συμπεριφορά. Τα φαντάσματα γίνονται η φωνή της συνείδησης.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ντίκενς συνδέθηκε όσο κανένας άλλος συγγραφέας με τα Χριστούγεννα. Συχνά χαρακτηρίζεται πατέρας των Χριστουγέννων με την έννοια ότι έδωσε νόημα σε μια κοινή εργάσιμη ημέρα μετατρέποντάς την μέσα από τα γραπτά του σε γιορτή εστιασμένη στην ενότητα και την προσφορά. Μέχρι σήμερα εντυπωσιάζει για τον τρόπο που κατέγραψε τους μη προνομιούχους μιας ολόκληρης εποχής. Ο ίδιος μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια. Όταν ακόμη ήταν παιδί δούλευε σε εργοστάσιο. Έζησε τη ντροπή, την πείνα, την εγκατάλειψη και ήξερε ότι η αφθονία αποκτά νόημα μόνο όταν μοιράζεται. Γι’ αυτό και στα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του όπως οι «Καμπάνες» (Chimes, 1844) και το «Δώρο του φαντάσματος» (The Haunted Man, 1848) το υπερφυσικό συνδέεται με την κοινωνική ευθύνη. Τα φαντάσματα έρχονται για να θυμίσουν πως η λήθη είναι επικίνδυνη. Πως μια κοινωνία που ξεχνά τους αδύναμους είναι καταδικασμένη να υποστεί συνέπειες.
Φαντάσματα εμφανίζονται σε περίπου είκοσι έργα του Ντίκενς, μεταξύ των οποίων και στα «Έγγραφα Πίκγουικ» (The Pickwick Papers, 1837). Από μικρός αγαπούσε πολύ τις ιστορίες φαντασμάτων καθώς όπως τα περισσότερα παιδιά εποχής του μεγάλωσε με αυτές. Έτσι, το 1862 σε ηλικία 50 ετών ίδρυσε μαζί με άλλους ανήσυχους ανθρώπους του κύκλου του το Ghost Club, μια ομάδα η οποία διερευνούσε το υπερφυσικό. Πριν από τρία χρόνια το Μουσείο Charles Dickens είχε διοργανώσει μια έκθεση για να φωτίσει ακριβώς αυτή την πτυχή της προσωπικότητάς του.
Από τα εκθέματα προέκυψε μεταξύ άλλων ότι ο Ντίκενς λάτρευε τις δημόσιες αναγνώσεις των ιστοριών του με φαντάσματα. Μάλιστα σε μια επιστολή προς τη σύζυγό του, αποκαλύπτει ότι σε μια τέτοια δημόσια ανάγνωση ένας ακροατής είχε αναλυθεί σε γοερό κλάμα πάνω σε έναν καναπέ, κάτι που τον έκανε να νιώθει περήφανος. Σύμφωνα με τον φίλο και βιογράφο του, Τζον Φόρστερ, ο συγγραφέας θα είχε ξεφύγει προς την κατεύθυνση του πνευματισμού αν δεν τον συγκρατούσε η ισχυρή αίσθηση της κοινής λογικής που διέθετε.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους μελετητές του, ο Ντίκενς ήξερε πολύ καλά τι έκανε καθώς χρησιμοποιούσε τη λαϊκή κουλτούρα για να πετύχει μεγαλύτερη διείσδυση των ιστοριών του στο ευρύ κοινό, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα ότι το τραύμα θα συνεχίσει να επανέρχεται όσο αρνούμαστε να το αντιμετωπίσουμε.
ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΘΕΜΑ 
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου