
Θάνος Αλεξανδρής: «Από τον Καβάφη στον Καφάση… αυτή η νύχτα μένει»
Με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης «Αυτή η νύχτα μένει» στο Βασιλικό Θέατρο, σε παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και σε σκηνοθεσία Αστέρη Πελτέκη, η Parallaxi συνάντησε τον συγγραφέα του ομώνυμου βιβλίου, Θάνο Αλεξανδρή.
Η παράσταση κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου και επιχειρεί να μεταφέρει στη σκηνή έναν κόσμο που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή:
Τη νυχτερινή ζωή της ελληνικής περιφέρειας, τα σκυλάδικα, τους ανθρώπους τους και τις ιστορίες που γράφτηκαν σε έναν κόσμο που συγκροτήθηκε γύρω απο την ανάγκη, το πάθος και τη διαφυγή.
Το έργο του Θάνου Αλεξανδρή έχει ήδη διανύσει μια μακρά διαδρομή, από τη λογοτεχνία στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τώρα για δεύτερη φορά στο πάλκο. Κι αυτό γιατί ίσως λειτουργεί ως χρονικό μιας Ελλάδας που άλλαξε ανεπιστρεπτί.
Μιας Ελλάδας όπου κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, η νύχτα δεν ήταν απλώς διασκέδαση, αλλά πεδίο υπέρβασης και μεταμόρφωσης.
Η συνάντηση μας πραγματοποιήθηκε στο Βασιλικό θέατρο, λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα και η συζήτηση μας κινήθηκε στις προσωπικές του διαδρομές, τα βιώματα της νύχτας, μέχρι την έννοια της αυθεντικότητας, του καλτ και της συλλογικής μνήμης.
Δεν θα μπορούσα να ξεκινήσω αλλιώς, υπάρχουν τόποι που μοιάζουν απλοί σταθμοί – αλλά τελικά βρίσκουν τον τρόπο να γίνουν σύνορα ζωής. Για εσάς φαντάζομαι πως ένας τέτοιος τόπος είναι τα ΚΤΕΛ Κηφισού.
Όποιος μιλάει για τη νύχτα ή όποιος θέλει να ασχοληθεί με αυτήν, ή απλά έστω να δει τη νύχτα στην περιφέρεια πρέπει να πάει με ΚΤΕΛ. Γιατί με λιμουζίνα αν πας δε λέει. Αυτό ήταν πάντα, η γοητεία του ΚΤΕΛ, ο σταθμός.
Στις αναμνήσεις μου είμα εγώ, τρεις κοπέλες, με ένα μπαλέτο και αποσκευές. Να περιμένουμε το λεωφορείο για Λάρισα, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Βέροια. Λιγότερο ταξίδευα με τρένο αν και αυτό είναι ένα γοητευτικό μέσο – δεν μου άρεσε ποτέ το αεροπλάνο.
Αλλά με το λεωφορείο αισθάνομαι και λίγο σαν πρωταγωνιστής σε ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Αλλά εκείνο το σύνορο ως «μετέωρο βήμα» στο αβέβαιο; Δηλαδή όταν φύγατε από την Αθήνα και ξεκινήσατε για τη Λάρισα ξέρατε προς τα πού κατευθυνόσασταν;
Όχι, ήμουνα ένα παιδί που μέχρι και τα 18 δεν είχα βγει από το σπίτι μου. Δεν είχα φίλους κι όπως περιγράφω και στο βιβλίο το όνειρό μου ήταν να γίνω αρχιμανδρίτης.
Δηλαδή όταν ήμουν παιδί, ήμουνα μεγαλωμένος μες στην εκκλησία και έκανα νηστεία. Πίστευα όμως, αληθινά. Έτσι, όλοι περίμεναν να γίνω παπάς ή αρχιμανδρίτης. Βέβαια, η μητέρα μου δεν το ήθελε αυτό – ήθελε να γίνω δικηγόρος. Τελικά, μπήκα στη
νομική, αλλά με απώτερο σκοπό να φύγω από το χωριό και να σπουδάσω θέατρο.
Κρυφά από τους γονείς, περνάω νομική και αρχίζω να σπουδάζω θέατρο χωρίς να το μάθει κανένας. Η πρώτη μου δουλειά ήταν στο Γιώργο Μαρίνο, είναι από τους πρώτους που έχει κάνει σόου στην Ελλάδα, στη «Μέδουσα» . Ο Μαρίνος τότε επειδή το να είσαι γκέι ήταν προσβολή μεγάλη και ήταν ο πρώτος που είχε δηλώσει ότι ήταν γκέι ας πούμε, στα χωρία όταν άκουγαν το όνομα “Μαρίνο” ανατριχιάζανε.
Μαθαίνει τώρα η μάνα μου ότι δουλεύω στον Μαρίνο. Καταλαβαίνεις γίνεται μια μεγάλη αναστάτωση – έρχεται όλη η οικογένεια στη Μέδουσα με βλέπει και ήμουνα πολύ τυχερός γιατί τους άρεσα πάρα πολύ και έτσι το αποδέχτηκαν αυτό.
Φωτογραφικό υλικό: Ευγενική παραχώρηση από το αρχείο του Θάνου Αλεξανδρή
Επομένως, γίνεστε ηθοποιός, έως ότου έρθει εκείνη η κομβική στιγμή που εγκαταλείπεται το επάγγελμα προσδίδοντας αυτή σαν την απόφαση στη συμβατική ζωή που κάνει ένας ηθοποιός.
Ξαφνικά. Ναι. Συμβατική και άχαρη για εμένα, εντελώς. Ενώ το όνειρο μου ήταν να γίνω ηθοποιός. Έπαιξα κιόλας στον Λυκαβηττό πρωταγωνιστής. Πιστεύω ρε παιδί μου οφείλεται σε αυτό που λέω «μια θεϊκή συγκυρία», ίσως ο Θεός σου λέει αυτό το καημένο,
το αθώο παιδί που δεν βγήκε από το σπίτι του πρέπει να δοκιμάσει κάτι… Για άλλους ήταν η κόλαση αλλά για μένα ήταν ο παράδεισος. Σε έναν κόσμο που μέχρι τότε τον ήξερα μόνο από την λογοτεχνία.
Ο κόσμος της αμαρτίας, της νύχτας, της παρανομίας, οι νονοί της νύχτας, οι νταβατζήδες, οι πορτιέρηδες. Πράγματα για μένα που ήταν γοητευτικά – ενώ τα διάβαζα στη λογοτεχνία, δεν ήξερα ότι θα τα συναντήσω. Γιατί στην αρχή ήταν ένα ξεκίνημα σε ένα μαγαζί για τα λεφτά.
Άρα δηλαδή η θεϊκή συγκυρία υπήρξε η ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων;
Εννοείται! Αναγνώσματα από τον Κοκτώ, τον Ζενέ. Ο Ηλίας Πετρόπουλος ένας περίφημος συγγραφέας, ο οποίος έχει πεθάνει έλεγε ότι:
..το πάθος, την καύλα πρέπει να τη γεύεται ο άνθρωπος, όχι να την διαβάζει ή να την κλέβει σαν τα τσιτάτα του Μαρξ.
Οι περισσότεροι διανοούμενοι σου μιλάνε για έρωτα, για πάθος αλλά δεν τα έχουν ζήσει. Απλά τα έχουνε διαβάσει και σου πετάνε μια ατάκα ας πούμε. Στη νύχτα οι άνθρωποι μιλάνε για πάθος αλλά ζουν το πάθος. Κατάλαβες;
Πρέπει να τονίσω ότι η νύχτα ήταν πολύ γενναιόδωρη στα αισθήματα, στην αγάπη, στον έρωτα. Πιστεύω ότι η νύχτα ήταν μόνο έρωτας.

Αυτό με μετακινεί, σε εκείνο που λέτε ότι «τη νύχτα είτε ζεις είτε πεθαίνεις». Μου προκάλεσε την αίσθηση κιόλας ότι έχετε μια τάση αποστροφής προς το ενδιάμεσο, το χλιαρό. Ισχύει;
Πάντα στο μέτριο είχα εγώ και στο «φυσιολογικό» που λέμε. Για μένα, γιατί πολλοί μου λένε, πώς ονομάζεις μαγικά τα σκυλάδικα όταν εκεί έχουν καταστραφεί οικογένειες, γυναίκες;
Είναι αυτό που είπες τη νύχτα ή ζεις ή πεθαίνεις, δεν φυτοζωείς ποτέ. Αυτό είναι το σπουδαίο. Και εγώ να σου πω την αλήθεια, από την αρχή της ζωής μου ήθελα να αποφύγω τους ανθρώπους που ήταν αφιονισμένοι με τα ωράρια, τα μίτινγκ, την καριέρα, δεν τα ήθελα εγώ αυτά.
Ήθελα, να μπω σε ένα κόσμο και ας καταστραφώ. Αλλά τελικά νομίζω αποθεώθηκα και πέρασε υπέροχα. Μην ανατριχιάζετε με αυτά που ακούτε.. (γελάει)

Στην προσπάθεια μου να κατανοήσω την βιβλιοκριτική της Μαλβίνας Κάραλη, ερμήνευσα ένα της σημείο ως εξής: για να αντέξει κανείς τη νύχτα χωρίς να χάσει τα λογικά του χρειάζεται να κρατήσει μια εσωτερική απόσταση, αν και κάπως αλλιώς το έχει θέσει – ισχύει στη δική σας περίπτωση;
Αυτό που λέει η Μαλβίνα είναι πολύ σωστό. Ξέρεις τι; Όταν δούλευα γινόμουνα ένα με τους ανθρώπους, με όλους αυτούς. Δηλαδή δεν έκανα προβολή του πτυχίου της νομικής ή τον Κουν – γινόμουνα ένα με αυτούς τους ανθρώπους και στην ξεφτίλα και στο μεγαλείο, ωστόσο γυρνώντας στο σπίτι, καθώς εκεί υποδυόμουν ένα ρόλο, γινόμουνα ξανά Θάνος Αλεξανδρής.
Αποστασιοποιημένος πλέον από όλο αυτό που είχα ζήσει, δεν με παρέσυρε η νύχτα. Αφού πολλοί με κοιτάνε και μου λένε δεν φαίνεται ότι έχεις ζήσει τη νύχτα, είναι σαν να μην έχεις γράψει το βιβλίο.
Κι όμως το έγραψα. Γιατί το έβλεπα σαν ρόλο.
Πως και όμως αποφασίσατε και ξεκινήσατε να γράφετε τα δικά σας απομνημονεύματα ;
Άρχισα να λέω σε φίλους μου από τον Κουν ή στην Μαλβίνα αυτά που ζούσα και μου λέγαν πως όλα αυτά είναι εκπληκτικά, σαν σκηνές από ταινίες του Κουστουρίτσα, του Αλμοδόβαρ. Έτσι, σιγά σιγά πήρα την απόφαση.
Σε σημειώματα, σε πακέτα άδεια άρχισα να γράφω και τελικά αποφάσισα να το εκδώσω.
Είναι αλήθεια πώς θέλατε στην αρχή την σκηνοθεσία της ταινίας να αναλάβει ο Πέδρο Αλμοδόβαρ;
Ναι ήταν το όνειρό μου. Πρόσεξε είχα πει σκηνοθεσία ο Αλμοδόβαρ και μουσική ο Κραουνάκης. Για τον Αλμοδόβαρ δεν με άκουσε ο Θεός, αλλά για τον Κραουνάκη έγινε και έγραψε μαγική μουσική.
Το βιβλίο σας έχει φτάσει να γίνει μουσική, ταινία, θεατρικό, podcast –είχατε ευχηθεί κιόλας να γίνει χορόδραμά υπό την επιμέλεια του Γιώργου Παπαϊωάννου; Το ανέβασμα στο ΚΘΒΕ θυμίζει καθόλου αυτή σαν την επιθυμία;
Πρέπει να σου πω ότι, όταν μου έκανε πρόταση ο διευθυντής του Κρατικού (ΚΘΒΕ), ο Αστέρης Πελτέκης ήτανε η πιο συγκινητική στιγμή της ζωής μου. Ένιωσα φοβερή χαρά – έχει φτιάξει ένα λαϊκό υπερθέαμα, έχει πολλά τραγούδια, οι εικόνες είναι μαγικές, γιατί το αγαπάει το σκυλάδικο παρότι είναι διανοούμενος. Νομίζω είναι λαϊκό μιούζικαλ – εκπληκτικό!
Περνάει όλο το βιβλίο μου, έχει τη ζωή τη δική μου. Από την εκκλησία, όλη την διαδρομή μου από τον Κουν, τον Μαρίνο, την νομική και τελικά την μεταστροφή μου στον άνθρωπο που φτιάχνει ένα μπαλέτο και γυρνάει όλη την Ελλάδα, την Γερμανία, την Κύπρο.
Και τι είναι αυτό που θα λέγατε πως σας γοήτευσε “τελικά” περισσότερο στα σκυλάδικα;
Πρώτον, οι άνθρωποι της νύχτας. Είναι υπέροχα πλάσματα, την ντομπροσύνη και τη μαγκιά την αληθινή την γνώρισα μόνο στη νύχτα, σε σχέση με τους διανοούμενους. Γνώρισα πραγματικά στολίδια, διαμάντια. Επίσης, το άλλο που ξεχώρισα είναι ότι οι γυναίκες που αν τις έβλεπες εκτός δεν θα γυρνούσες να τις κοιτάξεις.
Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα χρονών ας πούμε, βαμμένες τις περίμεναν λιμουζίνες απ’ έξω από τα σκυλάδικα. Εκατομμύρια (δραχμές) στα πόδια τους, ενώ αυτή η γυναίκα μπορεί να ζούσε σε ένα τροχόσπιτο ή σε ένα εκτός σχεδίου.
Στη νύχτα οι άνθρωποι αλλάζουν – ο άλλος ήταν γεωργός, έπαιρνε επιδοτήσεις και ερχόταν με μια σακούλα σκουπιδιών με ένα εκατομμύριο. Τότε με ένα εκατομμύριο έπαιρνες δυάρι. Είναι αυτό που λέω ότι γινότανε μια υπέρβαση, οι άνθρωποι κάνανε υπέρβαση του εαυτού τους. Ο γεωργός που τον είχε φτύσει η οικογένεια του, το βράδυ καθότανε πρώτο τραπέζι και ήταν θεάρχοντας με πέντε γυναίκες γύρω του, με σερβιτόρους και υποκλίσεις.
Για τις ηρωίδες σας: είναι λες και σπάνε τη μοίρα που τους επιφύλασσέ η κοινωνική τους τάξη σωστά;
Ναι γιατί πολλά κορίτσια που εμείς τα παίρναμε για μπαλέτο ήταν πωλήτριες, εργαζόμενες σε εργοστάσια. Τότε αν ήσουν γυναίκα δεν χρειαζόταν να είσαι τραγουδίστρια ή ηθοποιός.
Ήταν αρκετό να είσαι μια «νόστιμη» γυναίκα για ένα μπαλέτο και κάπως έτσι, ξαφνικά, από εκεί που παίρνανε 4 χιλιάρικα το μήνα έβλεπαν 5 και 6 χιλιάρικα τη βραδιά. Για αυτές εμφανώς και άλλαζε η μοίρα τους.
Ήταν όμως όντως όχημα κοινωνικού μετασχηματισμού;
Βεβαίως γιατί μια γυναίκα που ήταν περιφρονημένη στη ζωή της, εκεί αποκτούσε μια οντότητα βασίλισσας.
Δεν υπήρχαν αυτές οι σχέσεις εξουσίας, π.χ. με τους άνδρες πελάτες και την κονσομασιόν, που να ήταν απλώς διαφορετικά ενδεδυμένες;
Αυτό το έχω ξανατονίσει…
Όταν λέμε «κονσομασιόν», επειδή τα έχουμε μπερδέψει κάπως τα πράγματα, δεν εννοούμε την πορνεία. Πρόκειται για δημόσιες σχέσεις, ακόμα και το γκαρσόνι απέναντι μπορεί να έρθει και να καθίσει μαζί μας, να μας πιάσει στην κουβέντα.
Αυτό είναι οι δημόσιες σχέσεις. Πρέπει να σου πω ότι οι γυναίκες ήταν πολύ δύσκολες, καμία δεν πήγαινε με τον μεσόκοπο γεωργό. Η κάθε μια είχε το αγόρι της, απλά ξεγελούσαν τους πελάτες. Τους έταζαν αυτό και αυτό.
Ο άλλος επί ένα μήνα, δύο, κάθε βράδυ ερχότανε. Πωλούσε μποστάνια, γιδοπρόβατα, επιδοτήσεις και η άλλη την έκανε μια μέρα ξαφνικά για την Αθήνα και έμενε αυτός χαρμάνι.
Πάντα έτσι γινότανε. Αν η γυναίκα καθότανε στον πελάτη, έφευγε αυτός. Δηλαδή ακόμα και για αυτόν η ομορφιά ήταν το ταξίδι, το φλερτ. Όλα αυτά μέχρι να την κατακτήσει. Αν από την πρώτη μέρα του καθόταν η κοπέλα, τον έχανες από πελάτη.
Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση δηλαδή στηνόταν και γινότανε ένα σόου;[........................................................]ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ





Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου