Τρίτη, Δεκεμβρίου 23, 2025

Ο ΝΕΩΚΟΡΟΣ: το "κλασικό" διήγημα του Σόμερσετ Μομ σε μετάφραση του Βασίλη Κ. Μηλίτση

 

ΣΟΜΕΡΣΕΤ  ΜΟΜ, Ο ΝΕΩΚΟΡΟΣ 

- THE VERGER ΒΥ S. MAUGHM

 - IS LITERACY ALWAYS AN ASSET?


 

Ο ΝΕΩΚΟΡΟΣ

Ένα διήγημα του Σόμερσετ Μομ 


Ουίλιαμ Σόμερσετ Μομ

 

Απόδοση: Βασίλης  Κ. Μηλίτσης 

ΠΗΓΗ: diiphilo.blogspot.com

 


Είχαν βαφτίσια εκείνο το απόγευμα στον Ναό του Αγίου Πέτρου, στην Πλατεία Νέβιλ, και ο Άλμπερτ Έντγουορντ Φόρμαν φορούσε ακόμη το ράσο του νεωκόρου. Φύλαγε το καινούργιο του ράσο με τις πλήρεις, άκαμπτες πτυχές, αν και δεν ήταν αλπακάς αλλά ύφασμα με ανεξίτηλο μπρούντζινο χρώμα, για κηδείες και γάμους (ο Άγιος Πέτρος στην Πλατεία Νέβιλ, ήταν μια εκκλησία που ήταν  πολύ της μόδας για τέτοιες τελετές) και τώρα φορούσε μόνο το δεύτερο καλύτερο. Το φορούσε με αυταρέσκεια γιατί ήταν το τιμητικό σύμβολο του αξιώματός του, και χωρίς αυτό (όταν το έβγαζε για να πάει σπίτι του) είχε τη δυσάρεστη αίσθηση ότι κατά κάποιον τρόπο δεν ήταν επαρκώς ντυμένος. Το φρόντιζε επίπονα. Το πρεσάριζε και το σιδέρωνε ο ίδιος. Στα δεκαέξι χρόνια που ήταν νεωκόρος αυτού του ναού, είχε φορέσει μια σειρά από τέτοια ράσα, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να τα πετάξει όταν είχαν πια φθαρεί και ολόκληρη τη σειρά, αμπαλαρισμένη σε μπεζ χαρτί, τη φύλαγε στο κάτω μέρος των συρταριών της ντουλάπας της κρεβατοκάμαράς του.

Ο νεωκόρος ασχολιόταν με το πάσο του, ξαναβάζοντας το ξύλινο καπάκι πάνω στη μαρμάρινη κολυμπήθρα, απομακρύνοντας ένα κάθισμα που είχε φέρει για μια ανήμπορη ηλικιωμένη κυρία, και περίμενε να τελειώσει ο εφημέριος από το σκευοφυλάκιο για να πάει μετά αυτός να το συγυρίσει και να πάει σπίτι του. Την ώρα εκείνη είδε το εφημέριο να μπαίνε στο ιερό, να γονατίζει μπροστά στην αγία τράπεζα και να κατεβαίνει από τον σολέα. Φορούσε, όμως, ακόμη τα άμφιά του.

«Γιατί καθυστερεί εδώ κι εκεί;» αναρωτήθηκε ο νεωκόρος. «Δεν ξέρει πως πρέπει να πάρω το τσάι μου;»

Ο εφημέριος είχε πρόσφατα διοριστεί – ήταν ένας άντρας δυναμικός, με κόκκινο πρόσωπο κοντά στα σαράντα, και του Άλμπερτ Έντγουορντ ακόμη του έλλειπε ο προκάτοχός του, ένας κληρικός της παλιάς σχολής που κήρυττε ράθυμα με μια αργυρόηχη φωνή και συχνότατα έτρωγε έξω με τους πιο αριστοκρατικούς ενορίτες του. Του άρεσαν τα πράγματα της εκκλησίας όπως ακριβώς ήταν και ποτέ δεν ανησυχούσε. Δεν έμοιαζε καθόλου με τον καινούργιο που ήθελε να χώνεται παντού. Όμως ο Άλμπερτ Έντγουορντ έκανε υπομονή. Ο ναός του Αγίου Πέτρου ήταν σε μια καλή συνοικία και οι ενορίτες ανήκαν σε μια σημαντική τάξη. Ο καινούργιος εφημέριος προερχόταν από τα ανατολικά προάστια και δεν ήταν δυνατόν να ταιριάξει αμέσως με τους διακριτικούς τρόπους του αριστοκρατικού εκκλησιάσματός του.

«Πρεμούρα που τον έχει πιάσει,» σκέφτηκε Άλμπερτ Έντγουορντ. «Αλλά με τον καιρό θα μάθει.»

Όταν είχε πλησιάσει αρκετά στο διάδρομο για να μιλήσει στον νεωκόρο χωρίς να υψώσει τη φωνή του περισσότερο απ’ όσο το επέτρεπε ο ιερός χώρος της εκκλησίας στάθηκε απευθυνόμενος στον νεωκόρο.

«Φόρμαν, έρχεσαι μια στιγμή στο σκευοφυλάκιο;»

 «Μάλιστα, αιδεσιμότατε.»

Ο εφημέριος περίμενε να τον πλησιάσει ο άλλος και κατευθύνθηκαν μαζί προς το γραφείο.

«Φρονώ πως ήταν εξαιρετικά βαφτίσια, πάτερ. Περίεργο πως το μωρό σταμάτησε να κλαίει τη στιγμή που το πήρατε στα χέρια σας.»

«Έχω παρατηρήσει πως συχνά σταματούν να κλαίνε,» είπε ο εφημέριος μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο. «Μια κι έχω εξασκηθεί πολύ μαζί τους.»

Ήταν μια αιτία συγκρατημένης περηφάνιας  το γεγονός που μπορούσε σχεδόν αμέσως να καθησυχάσει ένα μωρό που κλαίει με τον τρόπο να το κρατάει στα χέρια του, και δεν παρέβλεπε τον θαυμασμό από τις μητέρες και παραμάνες, οι οποίες τον παρατηρούσαν χαμογελώντας να βάζει το μωρό στο εσωτερικό του ντυμένου με το άμφιό του αγκώνα του. Ο νεωκόρος γνώριζε ότι ο ιερέας χαιρόταν να τον κολακεύουν για το ταλέντο του.

Ο εφημέριος οδήγησε τον Άλμπερτ Έντγουορντ στο σκευοφυλάκιο, που ήταν και γραφείο. Έμεινε κάπως έκπληκτος που βρήκε τους δυο επιτρόπους εκεί. Δεν τους είχε δει να μπαίνουν. Του κούνησαν το κεφάλι τους ευγενικά.

«Καλησπέρα, Μυλόρδε. Καλησπέρα, κύριε,» απευθύνθηκε πρώτα στον έναν και μετά στον άλλο.

Ήταν και οι δυο ηλικιωμένοι και υπηρετούσαν ως επίτροποι σχεδόν όσον καιρό ήταν επίτροπος ο Άλμπερτ Έντγουορντ. Ήταν τώρα καθισμένοι σε ένα κομψό τραπέζι εστίασης  που ο παλιός εφημέριος είχε φέρει πριν πολλά χρόνια από την Ιταλία. Ο εφημέριος κάθισε κι αυτός στην άδεια θέση ανάμεσά τους. Ο Άλμπερτ Έντγουορντ, από την άλλη μεριά της τράπεζας, τους κοίταξε απορώντας και λίγο ανήσυχος για το τι επρόκειτο. Θυμόταν ακόμη την περίπτωση κατά την οποία ο οργανίστας του εκκλησιαστικού αρμονίου είχε μπλέξει σε φασαρίες, πράγμα που όλοι έσπευσαν να αποσιωπήσει. Σε μια εκκλησία σαν του Αγίου Πέτρου, δεν μπορούσαν ν’ ανεχθούν κανένα σκάνδαλο. Στο κόκκινο πρόσωπο του εφημέριου υπήρχε μια έκφραση απόλυτης καλοκαγαθίας. Οι άλλοι, όμως, έδειχναν ελαφρά ενοχλημένοι.

«Τους γκρινιάζει για κάτι, φαίνεται,» σκέφτηκε ο νεωκόρος. «Τους έχει επηρεάσει να κάνουν κάτι που δεν τους αρέσει. Αυτό είναι. Είμαι σίγουρος.»

Όμως, τα καθαρά και εξαίρετα χαρακτηριστικά του προσώπου του Άλμπερτ Έντγουορντ δεν πρόδωσαν τις σκέψεις του. Κρατούσε μια στάση σεβασμού  χωρίς, όμως, να γίνεται δουλοπρεπής. Είχε δουλέψει ως υπηρέτης πριν διοριστεί στο εκκλησιαστικό του αξίωμα, αλλά μόνο σε πολύ καλά σπίτια, και η συμπεριφορά του υπήρξε άψογη. Ξεκινώντας από παιδί για θελήματα στο νοικοκυριό ενός πρίγκιπα εμπόρου, ανήλθε βαθμιαία από την τέταρτη στην πρώτη θέση του λακέ. Για ένα χρόνο υπήρξε ο μοναδικός θαλαμηπόλος μιας χηρευάμενης ευγενούς κυρίας και, μέχρι να αδειάσει η θέση του νεωκόρου στον Άγιο Πέτρο, ήταν στο πόστο του μπάτλερ με δύο βοηθούς υπό τις διαταγές του στο αρχοντικό ενός συνταξιούχου πρεσβευτή. Ήταν ψηλός, αδύνατος, σοβαρός και επιβλητικός. Έδειχνε, αν όχι δούκας, τουλάχιστον ηθοποιός της παλιά σχολής σε ρόλους δούκα. Είχε άψογο χαρακτήρα με λεπτότητα, σταθερότητα και αυτοπεποίθηση.

Ο εφημέριος πήρε τον λόγο μιλώντας ζωηρά: «Φόρμαν, έχουμε κάτι μάλλον σοβαρό να σου πούμε. Είσαι στην υπηρεσία μας πολλά χρόνια και θεωρώ ότι τόσο Μυλόρδος και όσο στρατηγός συμφωνούν μαζί μου στο ότι έχεις εκπληρώσει τα καθήκοντά του αξιώματός σου προς ικανοποίηση όλων των ενδιαφερομένων.»

Οι δύο επίτροποι ένευσαν επιδοκιμαστικά.

«Πλην όμως, ένα άκρως ασυνήθιστο στοιχείο έφτασε στ’ αυτιά μου τις προάλλες και θεώρησα καθήκον μου να το ανακοινώσω στους επιτρόπους. Προς μεγάλη μου έκπληξη ανακάλυψα πως δεν ξέρεις ούτε να γράφεις κι ούτε να διαβάζεις.»

Το πρόσωπο του νεωκόρου δεν έδειξε κανένα ίχνος αμηχανίας.

«Ο πρώην εφημέριος το γνώριζε, κύριε,» απάντησε. «Έλεγε πως αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Πάντοτε ισχυριζόταν πως το περίσσιο χαλάει το ίσιο.»

«Αυτό είναι το πιο απίστευτο πράγμα που έχω ακούσει,» αναφώνησε ο στρατηγός. «Θέλεις να πεις ότι είσαι ο νεωκόρος αυτού του ναού δεκάξι χρόνια και ποτέ δεν έμαθες γραφή κι ανάγνωση;»

«Άρχισα να δουλεύω σε σπίτια από τα δώδεκά μου, κύριε. Ο μάγειρας ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να μου διδάξει μια φορά, αλλά φαίνεται ότι δεν τα έπαιρνα τα γράμματα. Κι άλλωστε, λίγο με το ένα ή με το άλλο δεν εύρισκα τον χρόνο. Κι έπειτα, δεν ένιωθα και την ανάγκη. Θεωρώ πως πολλοί από αυτούς τους νεαρούς σπαταλούν τον χρόνο τους διαβάζοντας αντί να κάνουν κάτι χρήσιμο.»

«Αλλά δεν θέλεις να διαβάζεις τις ειδήσεις;» ρώτησε ο άλλος επίτροπος. «Δεν θέλεις πότε να γράψεις ένα γράμμα;»

«Όχι, Μυλόρδε. Τα καταφέρνω μια χαρά και χωρίς. Άλλωστε, τώρα που τα τελευταία χρόνια υπάρχουν όλες αυτές οι φωτογραφίες στις εφημερίδες, μπορώ και καταλαβαίνω αρκετά καλά τι συμβαίνει στον κόσμο. Η κυρά μου, πάλι, ξέρει επαρκώς ανάγνωση και γραφή κι αν θελήσω να γράψω γράμμα, μου το γράφει η ίδια. Δεν χρειάζεται να τζογάρω σε κάποιον άλλο».

Οι δυο επίτροποι κοίταξαν ανήσυχοι τον εφημέριο και κατόπιν κατέβασαν το βλέμμα τους.

«Λοιπόν, Φόρμαν, συζήτησα το θέμα με τους κυρίους αποδώ και συμφωνούν απολύτως μαζί μου ότι η κατάσταση είναι απαράδεκτη. Σε μια εκκλησία σαν του Αγίου Πέτρου της Πλατείας Νέβιλ, δεν μπορούμε να έχουμε έναν νεωκόρο που να μην ξέρει γραφή κι ανάγνωση».

Το αδύνατο πρόσωπο του Άλμπερτ Έντγουορντ κοκκίνισε κι ένιωσε άβολα, αλλά δεν απάντησε.

«Θέλω να με καταλάβεις, Φόρμαν. Δεν έχω κανένα παράπονο μ’ εσένα. Κάνεις τη δουλειά σου πολύ ικανοποιητικά. Εκτιμώ παρά πολύ τον χαρακτήρα σου και την ικανότητά σου, αλλά δεν έχουμε το δικαίωμα να διακινδυνέψουμε σε περίπτωση κάποιου ατυχήματος που θα μπορούσε να συμβεί εξαιτίας της θλιβερής σου άρνησης. Είναι θέμα πρόνοιας όσο και αρχής».

«Μήπως να προσπαθούσες να μάθεις, Φόρμαν;» ρώτησε ο στρατηγός.

«Όχι, κύριε. Δυστυχώς δεν είναι δυνατόν – όχι τώρα. Βλέπετε δεν είμαι πια νέος και εάν δεν μπόρεσα να μάθω γράμματα όταν ήμουν πιτσιρικάς, δεν νομίζω πως έχω πολλές πιθανότητες τώρα».

«Δε θέλουμε να γίνουμε σκληροί μαζί σου, Φόρμαν», είπε ο ιερέας. «Αλλά οι επίτροποι κι εγώ έχουμε πάρει την απόφασή μας. Θα σου δώσουμε τρεις μήνες διορία και εάν μέχρι το τέλος αυτού του χρονικού διαστήματος δεν θα μπορέσεις να μάθεις ανάγνωση και γραφή, δυστυχώς θα πρέπει να φύγεις».

 Άλμπερτ Έντγουορντ ποτέ δεν συμπάθησε τον καινούργιο εφημέριο. Είχε πει από την αρχή ότι είχαν κάνει λάθος όταν τον διόρισαν στον Άγιο Πέτρο. Δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που να ήταν κατάλληλος σε μια τέτοια αριστοκρατική εκκλησία. Και τώρα ύψωσε λίγο το ανάστημά του. Πίστευε στην αξία του και δεν επρόκειτο να επιτρέψει να του επιβληθούν».

«Λυπάμαι πολύ, κύριε. Φοβάμαι πως είναι μάταιο. Παραείμαι μεγάλος για νέες συνήθειες. Έχω ζήσει πολλά χρόνια χωρίς να ξέρω γράμματα, και χωρίς να περιαυτολογήσω, ένας αυτοέπαινος δεν είναι προτέρημα, αλλά πρέπει να πω πως έπραξα το καθήκον μου στη φάση της ζωής μου στην οποία με τοποθέτησε η Θεία Πρόνοια, και εάν μπορούσα να μάθω τώρα, δεν ξέρω αν θέλω».

«Εν τοιαύτη περιπτώσει, Φόρμαν, δυστυχώς πρέπει να φύγεις».

«Μάλιστα, κύριε. Σας καταλαβαίνω απολύτως. Ευχαρίστως θα υποβάλω την παραίτησή μου μόλις βρεθεί αντικαταστάτης». 

Αλλά όταν ο Άλμπερτ Έντγουορντ με τη συνήθη ευγένεια έκλεισε την πόρτα πίσω από τον ιερέα και τους επιτρόπους, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την ήρεμη αλλά πληγωμένη αξιοπρέπειά του και τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν. Κατευθύνθηκε με αργά βήματα πίσω στο σκευοφυλάκιο και κρέμασε στη σωστή κρεμάστρα το ράσο του νεωκόρου. Αναστέναξε αναπολώντας όλες τις μεγαλοπρεπείς κηδείες και τους λαμπερούς γάμους που είχε δει. Τακτοποίησε το κάθε τι, φόρεσε το σακάκι του, και με το καπέλο στο χέρι, διέσχισε το διάδρομο του ναού. Κλείδωσε την πόρτα του ναού πίσω του. Διέσχισε την πλατεία, αλλά βυθισμένος σε στενάχωρες σκέψεις δεν πήρε τον δρόμο για το σπίτι του, όπου τον περίμενε ένα φλιτζάνι δυνατό τσάι. Τα βήματά του ήταν αργά και η καρδιά του βαριά. Δεν ήξερε τι να κάνει με τον εαυτό του. Δεν του άρεσε η ιδέα να ασχοληθεί ξανά με οικιακές υπηρεσίες. Μετά από τόσα χρόνια όντας κύριος του εαυτού του – άσε τον παπά και τους επιτρόπους να λένε ό, τι θέλουν, ήταν αυτός που έκανε κουμάντο στην Εκκλησία του Αγίου Πέτρου, της Πλατείας Νέβιλ – δεν θα μπορούσε να πέσει χαμηλά και να δεχθεί μια τέτοια θέση. Είχε αποταμιεύσει ένα σημαντικό ποσό, αλλά όχι αρκετό για να ζει χωρίς να κάνει κάτι, και το κόστος της ζωής ν’ αυξάνει χρόνο με τον χρόνο. Δεν είχε ποτέ μέχρι τώρα ασχοληθεί με τέτοια προβλήματα.

Οι νεωκόροι του Αγίου Πέτρου, σαν τους Πάπες της Ρώμης, ήταν ισόβιοι. Συχνά ερχόταν στον νου του η ευχάριστη αναφορά που θα έκανε ο ιερέας στον εσπερινό της πρώτης Κυριακής μετά τον θάνατό του για την μακρά και ευσυνείδητη θητεία καθώς και τον υποδειγματικό χαρακτήρα του αείμνηστου νεωκόρου Άλμπερτ Έντγουορντ Φόρμαν. Αναστέναξε βαθιά. Ο Άλμπερτ Έντγουορντ δεν ήταν καπνιστής, ούτε απείχε εντελώς από το τσιγάρο και το ποτό, αλλά έδινε κάποια περιθώρια: δηλαδή του άρεσε να πίνει ένα ποτήρι μπίρα με το φαγητό του, και όταν ήταν κουρασμένος, ν’ απολαμβάνει ένα τσιγάρο. Σκέφτηκε τώρα πως ένα τσιγάρο θα τον παρηγορούσε κάπως και αφού δεν κρατούσε πάνω του, έψαξε να βρει ένα μαγαζί ν’ αγοράσει ένα πακέτο Χρυσές Νιφάδες. Δεν βρήκε κανένα εκεί γύρω και προχώρησε λίγο παρακάτω. Ο δρόμος ήταν μακρύς με κάθε λογής καταστήματα, αλλά δεν υπήρχε ούτε ένα όπου μπορούσε ν’ αγοράσει τσιγάρα.

«Παράξενο», είπε ο Άλμπερτ Έντγουόρντ. Για να το σιγουρέψει περπάτησε όλον τον δρόμο. Όχι, δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό. Στάθηκε και κοίταξε στοχαστικά πάνω κάτω.

«Δεν μπορεί να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος που βαδίζει σ’ αυτόν τον δρόμο και να θέλει τσιγάρο», είπε. «Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν κάποιος θα έκανε καλή δουλίτσα μ’ ένα μαγαζάκι εδώ. Όπως είδη καπνιστού και ζαχαρωτά».

Του ήρθε μια ξαφνική σκέψη.

«Για δες!», είπε. «Περίεργο πώς έρχονται τα πράγματα εκεί που δεν τα περιμένεις».

Έκανε μεταβολή, πήγε σπίτι και πήρε το τσάι του.

Έκανε μεταβολή, πήγε σπίτι και πήρε το τσάι του.

«Δεν μιλάς πολύ σήμερα, Άλμπερτ», παρατήρησε η γυναίκα του.

«Σκέφτομαι», της απάντησε.

Εξέτασε το θέμα από κάθε άποψη και την άλλη μέρα περιδιάβασε ξανά όλον τον δρόμο, και κατά καλή τύχη βρήκε ένα μαγαζάκι προς ενοικίαση, λες και τον περίμενε ακριβώς όπως το ήθελε. Είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα το έπιασε και αφού μετά από ένα μήνα εγκατέλειψε τον Άγιο Πέτρου, της Πλατείας Νέβιλ για πάντα, ο Άλμπερτ Εντγουόρντ Φόρμαν άνοιξε καπνοπωλείο και πρακτορείο τύπου. Η γυναίκα του σχολίασε πως είχε πέσει πολύ χαμηλά να γίνει μαγαζάτορας από νεωκόρος σε μια περίοπτη εκκλησία σαν του Αγίου Πέτρου, αλλά αυτός της απάντησε πως έπρεπε να προσαρμοστεί στις καινούργιες συνθήκες. Η εκκλησία δεν ήταν πλέον όπως παλιά, και από τούδε και εξής σκόπευε να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.

Ο Άλμπερτ Έντγουόρντ τα πήγε πολύ καλά. Και μάλιστα τόσο καλά που μέσα περίπου σ’ ένα χρόνο του ήρθε η ιδέα ν’ ανοίξει και δεύτερο μαγαζί και να βάλει κάποιον υπεύθυνο να το κουμαντάρει. Έψαξε σ’ έναν άλλο μεγάλο δρόμο που δεν είχε καπνοπωλεία και βρίσκοντας το κατάλληλο μέρος το έπιασε και το εφοδίασε. Και τούτο πέτυχε. Μετά σκέφτηκε πως αφού μπορούσε να διαχειρίζεται δύο καταστήματα, θα μπορούσε να διαχειριστεί κι άλλα εφτά με οχτώ. Έτσι άρχισε πάλι να τριγυρνάει στο Λονδίνου, και όπου έβρισκε έναν πολυσύχναστο δρόμο χωρίς καπνοπωλείο, έβρισκε το κατάλληλο μαγαζί, αν υπήρχε, και το νοίκιαζε. Στην πορεία μιας δεκαετίας είχε αποκτήσει όχι λιγότερα από δέκα καταστήματα και κέρδιζε λεφτά με τη σέσουλα. Κάθε Δευτέρα έκανε ο ίδιος τον γύρο των καταστημάτων του, εισέπραττε τα κέρδη της εβδομάδας και τα κατέθετε στην τράπεζα.

Ένα πρωινό όταν βρισκόταν εκεί και κατέθετε ένα μάτσο χαρτονομίσματα μαζί με έναν βαρύ σάκο από ασημένια κέρματα, ο ταμίας του είπε πως θα ήθελε να τον δει ο διευθυντής. Τον οδήγησε σ’ ένα γραφείο κι ο διευθυντής τον υποδέχτηκε σφίγγοντάς του το χέρι.

«Κύριε Φόρμαν, θα ήθελα να συζητήσουμε για τα χρήματα που έχετε κατατεθειμένα στην τράπεζά μας. Ξέρετε ακριβώς πόσα είναι;»

«Όχι  ακριβώς, κύριε, αλλά ξέρω πάνω-κάτω.»

«Χώρια από τη σημερινή κατάθεση, το ποσό είναι λίγο πιο πάνω από τριάντα χιλιάδες λίρες.* Ένα πολύ μεγάλο ποσό να βρίσκεται απλά αποταμιευμένο. Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να το επενδύσετε.»

«Δεν θα ήθελα να το διακινδυνεύσω, κύριε. Στην τράπεζα είναι τα λεφτά μου είναι ασφαλή.»

«Δεν χρειάζεται να αισθάνεστε την παραμικρή ανησυχία. Θα σας ετοιμάσουμε έναν κατάλογο από ομόλογα μεγάλης αξίας. Θα σας αποδώσουν καλύτερο επιτόκιο απ’ όσο η αποταμίευση.»

Ένα ανήσυχο βλέμμα φάνηκε στο αριστοκρατικό πρόσωπο του κυρίου Φόρμαν. «Ποτέ δεν είχα καμιά σχέση με ομόλογα και μετοχές. Θα πρέπει να αφήσω το όλο θέμα στα χέρια σας», είπε.

Ο διευθυντής χαμογέλασε. «Θα κάνουμε τα πάντα. Το μόνο που θα κάνετε εσείς την επόμενη φορά που θα έρθετε είναι απλά να υπογράψτε τις μεταβιβάσεις».

«Θα μπορούσα κάλλιστα να το κάνω», είπε ο Άλμπερτ με αβεβαιότητα. «Αλλά πώς θα ξέρω τι υπογράφω;»

«Υποθέτω πως μπορείτε να διαβάσετε», απάντησε ο διευθυντής κάπως απότομα.

Ο κύριος Φόρμαν του χαμογέλασε αφοπλιστικά.

«Λοιπόν, κύριε, εδώ είναι το πρόβλημα. Δεν μπορώ. Ξέρω πως ακούγεται αστεία, μα αυτή είναι η αλήθεια. Δεν ξέρω ανάγνωση και γραφή, μόνο το όνομά μου να γράφω και τούτο το έμαθα όταν ασχολήθηκα με την επιχείρησή μου.

Ο διευθυντής αναπήδησε από την καρέκλα του κατάπληκτος.

«Τούτο είναι το πιο ασυνήθιστο πράγμα που έχω ποτέ ακούσει».

«Βλέπετε το θέμα έχει ως εξής, κύριε: ποτέ δεν είχα την ευκαιρία μέχρι που ήταν αργά πια και τότε κατά κάποιο τρόπο δεν ήθελα. Είχα πεισμώσει».

Ο διευθυντής τον κοίταξε λες και ήταν κανένα προϊστορικό τέρας.

«Θέλετε να πείτε ότι δημιουργήσατε αυτή την σπουδαία επιχείρησή σας και συσσωρεύσατε μια περιουσία από τριάντα χιλιάδες λίρες χωρίς να ξέρετε ανάγνωση και γραφή; Θεέ και κύριε, τι θα ήσαστε εάν μπορούσατε να γράφετε και να διαβάζετε;»

«Αυτό μπορώ να σας πω με βεβαιότητα, κύριε», είπε ο κύριος Φόρμαν μ’ ένα ελαφρύ χαμόγελο πάνω στην αριστοκρατική του όψη. «Θα ήμουν νεωκόρος του Αγίου Πέτρου της Πλατείας Νέβιλ.»

 

*περίπου 2.000.000 σημερινές λίρες.

 https://xpressenglish.com/wp-content/gallery/header/the-verger.jpg

 Για τους  αγγλομαθείς παραθέτουμε το  πρωτότυπο σε μορφή PDF:

 

The Verger | PDF

 Free Church Animations | Download in GIF, MP4, and Lottie JSON 


ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ  ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

The shop at Sly Corner ή Code of Scotland Yard/Το μαγαζί της γωνίας (1947): υποδειγματικό αγγλικό νουάρ

Η  ταινία "The Shop at Sly Corner" (1947), γνωστή και ως "Code of Scotland Yard", είναι ένα βρετανικό φιλμ νουάρ που βασ...