«Αγαπητέ μαλάκα»:Ασεβές και δυνατό σαν χαστούκι
Για το μυθιστόρημα της Βιρζινί Ντεπάντ [Virginie Despentes] «Αγαπητέ μαλάκα» (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Στερέωμα). Κεντρική εικόνα: © Mehrnegar Dolatmand/Unsplash.
__________
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
-------------------
Έπρεπε να το περιμένουμε. Ποιος είπε πως δεν μας είχε προειδοποιήσει; Όσο mainstream κι αν την έκανε η επιτυχία, μέσα στα φυλλοκάρδια της πάλλεται μια πανκ, ανυποχώρητη ψυχή. Κοινώς: η Βιρζινί Ντεπάντ κάνει πάλι το θαύμα της.
Μετά την άκρως επιτυχημένη τριλογία Βερνόν Σουμπουτέξ (όλα έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Στερέωμα, σε μετάφραση της Ρίτας Κολαϊτη τα δύο πρώτα μέρη και της Χαράς Σκαιδέλλη το τρίτο), η Ντεπάντ έγινε κάτι σαν σταρ στη Γαλλία.
Κάτι σαν τον Ουελμπέκ
Δεν είναι λίγοι αυτοί που την χαρακτήρισαν ως τον θηλυκό Ουελμπέκ, υπό την έννοια ότι αρέσκεται να ακολουθεί αντισυμβατικούς δρόμους, να φλέγεται από τις ιδέες που υποστηρίζει, να ανοίγει δημόσιες πολεμικές και, γενικώς, να διατηρεί για τον εαυτό της έναν ρόλο που ξεπερνάει το στενά συγγραφικό πλαίσιο.
Για να λέμε και του… συγγραφέα το δίκιο: κάτι τέτοιο μπορεί να σταθεί (και να στηθεί ως περσόνα) ακόμη στη Γαλλία όπου οι γραφιάδες διατηρούν ένα διακριτό κοινωνικό στάτους, σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου βρίσκονται περίπου στο περιθώριο (ας μην μιλήσουμε για την Ελλάδα).
Με τη δύναμη που της δίνει η ελευθεριότητα να γράφει ό,τι θέλει και με το ταλέντο της να πυροδοτείται μόνο όταν πατάει κόκκινες γραμμές, έγραψε ένα μυθιστόρημα που από τον τίτλο του κιόλας σε βάζει στο παιχνίδι της πρόκλησης: Αγαπητέ μαλάκα.
Η Ντεπάντ χτυπάει κατευθείαν στο ψαχνό γράφοντας ένα απόλυτα σημερινό μυθιστόρημα με τους δικούς της όρους. Που σημαίνει: με γλώσσα που δεν χρειάζεται φιλολογικές περιελίξεις ή στιλιστικούς μανιερισμούς.
Καμία σχέση με αστική αβρότητα. Ουδεμία διάθεση να δείξει γαλατική ευγένεια. Η Ντεπάντ χτυπάει κατευθείαν στο ψαχνό γράφοντας ένα απόλυτα σημερινό μυθιστόρημα με τους δικούς της όρους. Που σημαίνει: με γλώσσα που δεν χρειάζεται φιλολογικές περιελίξεις ή στιλιστικούς μανιερισμούς.
Εκτός και αν δεχθούμε πως αυτή η τραχύτητα που επιδεικνύει σε τούτο το βιβλίο είναι ένας αντεστραμμένος μανιερισμός. Μα, ακόμη κι αυτό να ισχύει, είναι εντελώς διαφορετικός από οτιδήποτε βρίσκει κανείς στα περισσότερα βιβλία που εκδίδονται στις μέρες μας. Άντε να το κάνει ο Ουελμπέκ και πιο πριν ο Μπουκόβσκι, ο οποίος αναφέρεται αρκετά στο μυθιστόρημα για τα έργα, τις ημέρες και τα μεθύσια του.
Επιστολικό μυθιστόρημα
Η Ντεπάντ επιλέγει τη μορφή του επιστολικού μυθιστορήματος για να αναπτύξει την πλοκή της. Εμπλέκει μέσω μιας σειράς αλλεπάλληλων μέιλ μια ξεπεσμένη πενηντάρα ηθοποιό, την Ρεμπέκα και έναν νέο, αλλά άκρως επιτυχημένο συγγραφέα, τον Όσκαρ.
Αν και γνωρίζονται από πολύ παλιά, τότε που η Ρεμπέκα, πιτσιρίκα ακόμη, ήταν κολλητή με την αδελφή του Όσκαρ, στην ουσία είναι δύο εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους. Αν και ο Όσκαρ, για να λέμε την αλήθεια, έχει εμμονή μαζί της.
Όλα ξεκινούν από ένα βιτριολικό σχόλιο που κάνει ο Όσκαρ στο Instagram για την Ρεμπέκα. Μεταμελημένος για τη βλακεία του της στέλνει ένα μέιλ να της ζητήσει συγγνώμη κι έτσι ξεκινάει το γαϊτανάκι της μεταξύ τους συνομιλίας.
Στην αρχή (αλλά και για αρκετό διάστημα) η Ρεμπέκα τον αντιμετωπίζει απαξιωτικά, ενώ δεν διστάζει να τον βρίζει σκαιότατα και να τον οικτίρει. Την ίδια στιγμή που εκείνος, ως άκακο μαθητούδι, της αποκαλύπτει τις μύχιες σκέψεις του γι΄ αυτήν (έως και σενάριο για πάρτη της ήθελε να γράψει, αλλά τελικά μπλόκαρε και δεν έγραψε λέξη).
H Βιρζινί Ντεπάντ γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1969 στη Γαλλία και είναι συγγραφέας και κινηματογραφίστρια. Μέλος της Ακαδημίας Γκονκούρ από τον Ιανουάριο του 2016. Η τριλογία της Βερνόν Σουμπουτέξ ( Gerontakos: Δείτε την εξαιρετική κινηματογραφική εκδοχή της στο Cinobo) συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα για το βραβείο Man Booker International 2018. Το μυθιστόρημά της Apocalypse bébé (2010) τιμήθημε με το βραβείο Renaudot. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία της Baise-moi (1998) και Η θεωρία του Κινγκ Κονγκ (2008). |
Η θεματολογία τους ποικίλει, κάτι που δείχνει πως η πρόθεση της Ντεπάντ είναι να μιλήσει για τα πάντα και για τίποτα συγκεκριμένα. Σαν να λειτουργεί το βιβλίο καλειδοσκοπικά με σκοπό να πιάσει όλα τα θέματα που απασχολούν σήμερα τις δυτικές κοινωνίες.
Από το MeToo έως τα κοινωνικά δίκτυα κι από τα ναρκωτικά έως την έννοια της φήμης. Φυσικά δεν λείπουν τα σχόλια για το συγγραφικό σινάφι, τον φεμινισμό και τις σύγχρονες φεμινίστριες, την πατριαρχία και την πολιτική. Είναι σαν να άνοιξε η Ντεπάντ το Κουτί της Πανδώρας αφήνοντας να ξεχυθούν στον αέρα όλα τα στοιχεία (αλλά και τα στοιχειώδη σωματίδια) που συγκροτούν τις κοινωνίες μας, άρα κι εμάς τους ίδιους.
Φυσικά, η μεταξύ τους «συνομιλία» αποκτάει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν ο Όσκαρ της αποκαλύπτει ότι εμπλέκεται σε μια υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης της πρώην υπεύθυνης Τύπου του εκδοτικού του.
Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτοί οι ήρωες έχουν προέλθει από την Ντεπάντ, ως εκ τούτου είναι αντισυμβατικοί, απρόβλεπτοι και μη καθοδηγούμενοι από τις κοινωνικές νόρμες.
Το θύμα μέσω του μπλογκ που διατηρεί ρίχνει στην πυρά τον Όσκαρ, ο οποίος είναι πλέον δακτυλοδεικτούμενος κι ενώ περιμένει κανείς ότι η Ρεμπέκα θα υπερθεματίσει εναντίον του μετά από αυτή την αποκάλυψη, βλέπεις πως αντιμετωπίζει την καταγγελία με κυνικότητα κι έναν πραγματισμό που δεν τον περιμένεις από γυναίκα. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτοί οι ήρωες έχουν προέλθει από την Ντεπάντ, ως εκ τούτου είναι αντισυμβατικοί, απρόβλεπτοι και μη καθοδηγούμενοι από τις κοινωνικές νόρμες.
Όταν η Ντεπάντ μιλάει...
Από την άλλη, αυτό το μυθιστόρημα είναι και ένας έμμεσος τρόπος να μιλήσει η Ντεπάντ για όλα τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας: από την πανδημία έως τα ναρκωτικά κι από τον Σελίν έως τον ακτιβισμό που θάλλει πλέον στο Διαδίκτυο.
Το βιβλίο σκορπάει σε αρκετά σημεία γέλιο, αρκεί να καταφέρεις να συνδεθείς με το σκληροπυρηνικό «οπλοστάσιο» της Ντεπάντ, ενώ είναι σκόπιμα ασεβές.
Προφανώς και το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Το βιβλίο σκορπάει σε αρκετά σημεία γέλιο, αρκεί να καταφέρεις να συνδεθείς με το σκληροπυρηνικό «οπλοστάσιο» της Ντεπάντ, ενώ είναι σκόπιμα ασεβές, καθώς θέλει να ενοχλήσει το μαλακό υπογάστριο των δυτικών κοινωνιών που παραδέρνουν μεταξύ άκαρπου δικαιωματισμού και φανατισμού δίχως ουσία.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι δύο ήρωες του βιβλίου, αν και φαινομενικά είναι φυλακισμένοι μέσα στον δικό του κόσμο ο καθένας, στην ουσία αποδεικνύονται απόλυτα διαπερατοί. Κάπως έτσι, έρχονται πιο κοντά ή, τουλάχιστον, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τη θέση στην οποία βρίσκεται ο άλλος.
Χρονικό ψηφιακής απόγνωσης
Το Αγαπητέ Μαλάκα είναι και ένα χρονικό ψηφιακής απόγνωσης σε σχήμα βιβλίου. Αποτυπώνει όλη αυτή τη φρενίτιδα που έχει ξεσπάσει εδώ και χρόνια στα κοινωνικά δίκτυα, με την Ντεπάντ να μην επιδιώκει να ρίξει κι αυτή το ανάθεμα (θα ήταν πολύ προβλέψιμο για μια απρόβλεπτη συγγραφέα).
Μέσα στο χάος της τεχνολογικής ζούγκλας, η Ρεμπέκα και ο Όσκαρ (έστω και αν το κάνουν εκ του μακρόθεν) γίνονται συνεργοί στη δημιουργία μιας άλλης κλίμακας ανθρώπινης επαφής. Είναι, λοιπόν, όλα τόσα μαύρα και άραχλα;
Η Ντεπάντ αφήνει έναν σπόρο σκέψης μέσα στο βιβλίο. Η μόνη τεχνική που σου επιτρέπει να αναπνεύσεις όλη αυτή την απελπισία είναι η ελπίδα. Αυτό είναι το μόνο αντίδοτο που μας έχει απομείνει.
Ναι, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα σε ξεβολεύει. Ναι, είναι σαν χαστούκι που σου έρχεται από το πουθενά (;). Ναι, σε κάποια σημεία είναι ερεθιστικό και ενδέχεται να δημιουργεί δράση προσδοκώντας την άμεση αντίδραση του αναγνώστη.
Ωστόσο, όχι, δεν φταίει αυτό για τη συλλογική απάθεια που μας έχει πλήξει ή για το γεγονός ότι ο κόσμος που ζούμε έχει αρχίσει να αυτοπροσδιορίζεται όχι από την υψηλόφρονα διάθεσή του αλλά από τους «αγαπητούς μαλάκες» που τον περιβάλλουν. Ας προσέχαμε.
Πολύ καλή η μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα που μεταφέρει αυτούσιο το απογυμνωμένο και τραχύ ύφος της Ντεπάντ.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όλοι κοντεύουμε να τρελαθούμε. Συλλογικό είναι. Κατορθώνουμε πάντως να τσακωνόμαστε με ανθρώπους που τους ξέρουμε δέκα χρόνια επειδή δεν μας αρέσουν αυτά που λένε για τα εμβόλια. Το λέω αυτό και είμαι η πρώτη που γουστάρω να τους μπουζουριάσουν και να τους εμβολιάσουν με το ζόρι λέγοντάς τους να βουλώσουν το βρομόστομά τους για το γαμό-DNA τους. Τι στο διάολο νομίζετε πως είναι η γαμημένη η γενετική; Κάνας Πικάσο; Αλλά αμέσως μετά σκέφτομαι: πώς έχω γίνει έτσι; Ποιο είναι αυτό το άτομο που κινεί μοχλούς στο κεφάλι μου; Σε ποια στιγμή της ιστορίας άρχισα να σκοτίζομαι για την εμβολιαστική κατάσταση των φίλων μου;» (σελ. 245)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου