Σάββατο, Απριλίου 20, 2024

Ο μοναδ(χ)ικός Βάρναλης

 

The People’s Poet - ellines.com

Ο μοναδ(χ)ικός Βάρναλης

Η σιωπή τού Βάρναλη μας δείχνει πόσο μοναχικός υπήρξε ως ποιητής, 

μάλιστα μοναχικός στο πλαίσιο της αριστεράς,

 που φημίζεται για τις συλλογικές διεργασίες

ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ - FeaturesΚώστας Βούλγαρης


ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ, Καρναβα(ρνα)λικά, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 232https://www.kedros.gr/thumbnails/images/2023/10/alexiou_karnava_rna_lika.jpg.thumb_600x871_4815f6ba89fb6f39b1530a814c426f5d.jpg

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ, Καρναβα(ρνα)λικά, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 232

Όταν κάποιος, μιλώντας για ένα βιβλίο, αρχίζει από τα περικείμενά του, δηλαδή τον τίτλο, το εξώφυλλο, το οπισθόφυλλο, την αφιέρωση, τον πρόλογο και όλα τα σχετικά, είμαστε καχύποπτοι. Γιατί αντιλαμβανόμαστε, πως δεν έχει διαβάσει το βιβλίο. Και όλοι μας έχουμε υποστεί, σε παρουσιάσεις βιβλίων, αυτοσχέδιους ρήτορες που λένε διάφορα, περί του βιβλίου, ούτε κουβέντα όμως για το ίδιο το σώμα του βιβλίου.

Παρ’ όλα αυτά, και με τον κίνδυνο να θεωρηθώ, τουλάχιστον σε μια πρώτη εντύπωση, κι εγώ πρόχειρος και αδιάβαστος, θα ξεκινήσω από τον τίτλο του βιβλίου, ακολουθώντας στον Βασίλη Αλεξίου στο παιχνίδισμα των λέξεων. Ο τίτλος λοιπόν του κειμένου μου είναι «Ο μοναδικός Βάρναλης», όμως μετά το «δ» της λέξης μοναδικός, μέσα σε παρένθεση υπάρχει το γράμμα «χ», άρα ο τίτλος διαβάζεται και ως «Ο μοναχικός Βάρναλης».

Και συνεχίζοντας στο λεγόμενο περικείμενο, θα σταθώ στην αφιέρωση του βιβλίου, στον Γιάννη Δάλλα. Η αφιέρωση είναι πολύσημη. Κατ’ αρχήν, γιατί είναι ο κορυφαίος βαρναλιστής φιλόλογος, που μας έδωσε επιμελημένα δύο από τα μείζονα έργα του Βάρναλη, το πολύσημο σύνθεμα, όπως το έχει χαρακτηρίσει ο Δάλλας, Το φως που και καίει, και το άλλο, με τον διακειμενικό τίτλο, Σκλάβοι πολιορκημένοι. Όμως, με «το καλημέρα», κάνω λόγο για διακειμενικότητα στον Βάρναλη; Μήπως υπερβάλλω, παρακινούμενος από τα μεταμοντέρνα που κάνω στην πεζογραφία μου; Και μάλιστα, ενώπιον του κατόχου της μοναδικής έδρας θεωρίας της λογοτεχνίας στα ελληνικά πανεπιστήμια, Βασίλη Αλεξίου; Κατά τη γνώμη μου, το ζεύγος διακειμενικότητα και Βάρναλης, όπως και άλλα, εξίσου προκλητικά ζεύγη, αντέχουν, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ας παραμείνουμε όμως στον Δάλλα.

Ως ο νεότερος αυτού, αλλά επίσης κορυφαίος στις μέρες μας βαρναλιστής φιλόλογος, ο Βασίλης Αλεξίου, είναι λογικό, και θεμιτό, να τιμά με την αφιέρωση τον προηγηθέντα Γιάννη Δάλλα. Να τον τιμά, αλλά πώς; Παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Δάλλα. Αλλά, για να πάρεις τη σκυτάλη, στον αγώνα δρόμου που είναι η μελέτη του έργου του Βάρναλη, θα πρέπει να τρέχεις στην ίδια διαδρομή με τον προκάτοχό σου, από τον οποίο παραλαμβάνεις τη σκυτάλη. Και όντως, ο Αλεξίου στην ίδια διαδρομή, και στην ίδια κατεύθυνση τρέχει με τον Δάλλα. Διαδρομή και κατεύθυνση που ορίζεται από την αξιολογική βεβαιότητα και των δύο, ότι ο Βάρναλης είναι μείζων ποιητής, και άρα έχει πολλά να μας πει το έργο του.

Και συγκεκριμένα, η ιδιότητα του διδάσκοντος θεωρία της λογοτεχνίας, Βασίλη Αλεξίου, συνδέεται άμεσα με την ύστερη προσέγγιση του Δάλλα στην ποίηση του Βάρναλη. Πώς συνδέεται, όμως; Άλλωστε, γνωρίζουμε πως ο Δάλλας δεν χαρακτηρίζεται από τις θεωρητικές αναζητήσεις του. Οι εντελώς πρωτότυπες φιλολογικές ανακαλύψεις του, όχι μόνο στον Βάρναλη αλλά και στον Καβάφη, ακόμα και στον Σολωμό (χαρακτηριστικός ο τίτλος του βιβλίου του Σκαπτή ύλη από τα σολωμικά μεταλλεία), δεν προκύπτουν με την εφαρμογή κάποιας νεόκοπης εκείνη τη στιγμή θεωρίας, ή και θεωριούλας της λογοτεχνίας, αλλά θα έλεγα προκύπτουν διαισθητικά, και ταυτολογικά, με την έννοια του διαισθητικού, αισθητικού και ιστορικού αισθητηρίου, που μαζί με την ενδελεχή έρευνα των πηγών χαρακτηρίζει τον Δάλλα, αλλά, θα προσθέσω, και τον ίδιο τον Βάρναλη.

Ποιο είναι το ιδιαίτερο νήμα που συνδέει τον Αλεξίου με τον Δάλλα; Στις θεωρητικές προτιμήσεις του Αλεξίου, εκείνη που προσδίδει το θεωρητικό στίγμα του, είναι ο Μιχαήλ Μπαχτίν. Και ο Δάλλας, το 2003, δηλαδή σε ηλικία 79 ετών, ναι 79 ετών, υπερβαίνει όλη τη μέχρι τότε βαρναλική φιλολογία, μαζί και τη δική του, δίνοντάς μας το βιβλίο Η σημασία και η χρήση ενός συμβόλου: η «Μαϊμού» στα κείμενα του Βάρναλη. Κάνει δηλαδή μια μπαχτινική ανάγνωση του Βάρναλη, με βάση το αμετάφραστο μέχρι τότε στα ελληνικά βιβλίο τού Μπαχτίν για τον Ραμπελαί. Και επειδή ο Δάλλας δεν φημιζόταν ούτε για τη γλωσσομάθειά του, μπορεί κανείς να φανταστεί άλλες διαδρομές και παρακάμψεις, και πρώτα απ’ όλα αυτή της Ευαγγελή Ντάτση, της γυναίκας του, μέσα από τις οποίες κατάφερε αυτή την κριτική τομή, στο έργο του Βάρναλη και γενικότερα. Όπως αντίστοιχα ο Σολωμός γνώρισε τη γερμανική ποίηση και φιλοσοφία, με τη συνδρομή του Πολυλά, του Σπυρίδωνος Τρικούπη και άλλων.

Η αφιέρωση λοιπόν του βιβλίου του Αλεξίου στον Δάλλα, με την ιδιότητα του Αλεξίου ως καθηγητή θεωρίας της λογοτεχνίας, έχει και αυτή τη βαρύνουσα διάσταση και επικύρωση. Την επικύρωση ακόμα και της θεωρητικής εγρήγορσης του Δάλλα, στα 79 του και με υποτυπώδεις προϋποθέσεις. Με αυτή την έννοια, η αφιέρωση είναι και προκλητική, γιατί εκθέτει ανεπανόρθωτα τους δεκάδες άλλους −αναφέρομαι σε φιλολόγους− που διέτριψαν επί έτη πολλά στα ένδοξα Παρίσια, έχοντας πρόσβαση σε ένα πλήθος θεωρητικών εργαλείων, τα οποία όμως, γυρνώντας εδώ, δεν τα χρησιμοποίησαν. Γιατί; Γιατί τους έλειπε το κριτικό θάρρος, να ανατάμουν μείζονα θέματα της λογοτεχνίας μας, αναλαμβάνοντας φυσικά την ευθύνη για τις προκύπτουσες έτσι ανακατατάξεις στο σώμα της λογοτεχνίας μας, ανακατατάξεις βεβαίως και αξιολογικές, απαραίτητες στην προσέγγιση του Βάρναλη.

Μα, θα αναρωτηθεί κάποιος, ο Βάρναλης χρειάζεται αλλαγή του αξιολογικού κώδικα, της νεοελληνικής ποίησης και εν γένει λογοτεχνίας, ώστε να προσεγγιστεί και να αποτιμηθεί; Θα απαντήσω καταφατικά, γιατί ο Βάρναλης, παρ’ ότι δεν είναι «αδικημένος» (ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα τον πρόσβαλε) έχει όμως υποστεί πλείστες όσες παραναγνώσεις, που τον υποτιμούν κατάφωρα. Δεν θα τις αναφέρω, τόσο γιατί θα ήταν μια περιττή φλυαρία, άμα και ευκολία για έναν καταγγελτικό λόγο, επί παραναγνώσεων που δεν αξίζουν τίποτα.

Ο βασικότερος λόγος, για αυτές τις παραναγνώσεις, είναι πως πρόκειται για έναν ποιητή απολύτως έκκεντρο. Πριν δικαιολογήσω αυτόν τον χαρακτηρισμό, θα επισημάνω επίσης την επιλογή του Αλεξίου να προλογίσει το βιβλίο του ο Ευτύχης Μπιτσάκης, του οποίου το στίγμα, θεωρητικό και πολιτικό, ακόμα και εκδοτικό, διά του περιοδικού που επί χρόνια εξέδιδε, δηλαδή την Ουτοπία, το σύνολο πνευματικό του στίγμα, μόνο ως έκκεντρο μπορεί να χαρακτηριστεί.

Γιατί όμως έκκεντρος ο Βάρναλης; Ας προστρέξω πάλι στο περικείμενο, δηλαδή στα περιεχόμενα, στους τίτλους των δοκιμίων του Αλεξίου που συνθέτουν το βιβλίο. «Ετερολογία και “συμμόρφωση”», «Μπρεχτ-Βάρναλης», «Για τον Λαό των Μουνούχων» (εδώ, όλος ο εσμός της πολιτικής ορθότητας βγάζει σπυράκια), και πάνω απ’ όλα, στον τίτλο του τελευταίου δοκιμίου, «Ο ατεχνόφοφος Βάρναλης. Ειδομειξία, λογομειξία, μεταμυθοπλασία». Εδώ νομίζω πως ο Αλεξίου «το τερματίζει»... Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Βάρναλη; Θα τον κάνουμε και μεταμοντέρνο; Και πώς θα ζήσουν μετά οι κοινωνιολόγοι λογοτεχνίζοντες, που έχουν αναλάβει εργολαβικά την περιοχή που περιγράφουν αυτοί οι όροι του Αλεξίου; Ας πορευτούν όπως θέλουν αυτοί, εδώ μας ενδιαφέρει ο Βάρναλης.
Και οφείλουμε να πιάσουμε το νήμα από το πρώτο κείμενο του βιβλίου, από την «Ετερολογία και “συμμόρφωση”», όπου ο Αλεξίου ξεκινά την περιδιάβαση στην έκκεντρη ταυτότητα του Βάρναλη. Τα κείμενα, μας λέει ο Αλεξίου μέσω του Σωσσύρ, είναι ανθρώπινες πρακτικές, που δρουν μέσα στην κοινωνία, με μικρότερη ή μεγαλύτερη δραστικότητα. Στην περίπτωση του Βάρναλη, τόσο η φιλολογική όσο και η ερμηνευτική ανάγνωσή του αντελήφθησαν από την αρχή τον έκκεντρο χαρακτήρα του έργου του, και τον τιμώρησαν με τα μέσα που διέθεταν, δηλαδή με την εξουσία του κράτους, και δεν αναφέρομαι στις εξορίες του αλλά στην αποπομπή του από τη δημόσια εκπαίδευση: «Τιμωρήθηκα ως δημόσιος υπάλληλος, ενώ έφταιξα ως ποιητής», σημειώνει ο Βάρναλης, με μπόλικη δόση σαρκασμού.

Πού έφταιξε ο Βάρναλης ως ποιητής; Και πώς ήταν έκκεντρος; Ας αρχίσουμε πάλι από το περικείμενο, που είναι το όνομά του, δηλαδή το ψευδώνυμό του. Μαζί με την αναφορά στην πόλη όπου γεννήθηκε, επιλέγει ένα οθωμανικό όνομα. Ο Αλή από τη Βάρνα. Όπως π.χ. ο γνωστός Δράμαλης ήταν ο Αλή πασάς της Δράμας. Και συνεχίζει ο Βάρναλης, στο επίμαχο βιβλίο του Το φως που καίει, όπου επιλέγει ένα ψευδώνυμο του Βάρναλη, το Δήμος Τανάλιας, δηλαδή τον σημαίνοντα Δήμο και το λαϊκότροπο, επίσης σημαίνον, κοινωνικά και πολιτικά, Τανάλιας.

Ας δούμε και τη λογοτεχνική του διαδρομή. Θητεύει στον αισθητισμό, κατά τη δεκαετία του 1910, μια επιλογή οιονεί απέναντι στη μεγαλόστομη «εθνική ποίηση» του Παλαμά, είναι επίσης αντιβενιζελικός, την εποχή της μικρασιατικής εκστρατείας, όπου ταυτίζεται με την αριστερά, σφραγίζει, ακριβώς στο έτος 1922, τη μετάβαση από την ακυρωτική εκκρεμότητα της «εθνικής ολοκλήρωσης» στην αστική εποχή, με τις καινούριες αντιθέσεις και διακυβεύματα που αυτή φέρει μαζί της. Όπως έχω υποστηρίξει, ο Καβάφης, ο Βάρναλης και ο Καρυωτάκης περνούν τη νεοελληνική ποίηση οριστικά στην αστική εποχή, αυτοί είναι που δημιουργούν την τομή ανάμεσα στην «παράδοση» και τον μοντερνισμό, και όχι κάποια χρόνια αργότερα ο Σεφέρης και η παρέα του συντηρητικού μοντερνισμού, οι οποίοι ομνύουν στον βενιζελισμό και τιμούν δεόντως τον Παλαμά, όπως άλλωστε και τον Σικελιανό, ακόμα και τον Περικλή Γιαννόπουλο, έναντι της τριπλέτας Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης. Δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, δύο διαφορετικοί ποιητικοί και πνευματικοί κόσμοι. Και, βέβαια, μια αφήγηση που κυριάρχησε, σε σχέση με την οποία ο Βάρναλης, ακόμα και μέχρι τις μέρες μας, παραμένει έκκεντρος.

Έκκεντρος όμως παραμένει ο Βάρναλης σε σχέση και με το άλλο μεγάλο, πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα, το ρεύμα της αριστεράς. Παρ’ ότι η πολιτική του τοποθέτηση ήταν πάντα σαφής, παρ’ ότι το έργο του από αυτή την οπτική μιλά, δεν θεωρήθηκε επαρκώς «προλεταριακός ποιητής», ούτε επαρκώς «επαναστατικός», όπως, με τα κολλυβογράμματα της θεωρίας που διέθεταν, αποφάνθηκαν, ευθαρσώς, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι κομματικοί εντεταλμένοι (ο ένας εξ αυτών, πρώην ακραιφνής εθνικιστής και βενιζελικός), για να τους απαντήσει ο Μανόλης Λαμπρίδης, με το κορυφαίο και χαρακτηριστικό κείμενό του, «Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης και η “παρακμή”». Γιατί ο Βάρναλης, παρ’ ότι χρησιμοποιεί για γλώσσα της ποίησής του μια τελείως γκροτέσκα δημοτική, δεν ομνύει στον λαϊκισμό της αριστεράς. Είναι βαθιά αντιλαϊκιστής, υποβάλλει σε ανελέητη κριτική όλα τα περί λαού κλισέ, και ταυτόχρονα αντιμετωπίζει, για να το πω όσο μπορώ πιο ήπια, με σκεπτικισμό την απλουστευτική βεβαιότητα της αριστεράς, ότι «ο κόσμος έτσι κι αλλιώς θα γίνει κόκκινος». Το πρόταγμα του Βάρναλη είναι η χειραφέτηση, που μάλιστα τη βλέπει «αντίκρα», ακόμα και ταυτισμένη με την επικράτεια του θανάτου, και όχι η εκ του προχείρου «αντίσταση» και «απελευθέρωση» απ’ όλα τα δεινά του κόσμου τούτου.

Το χειραφετητικό κοινωνικό πρόταγμα του Βάρναλη έχει πλήρη ιστορική διαύγεια και ενσυναίσθηση, όπως ακριβώς εκείνο του Μιχαήλ Μπαχτίν, ο οποίος τοποθετεί τη στιγμή της επικράτησης της διαλογικής, πολυφωνικής λογοτεχνίας στην ιστορική στιγμή της «πλέριας» ανθρώπινης χειραφέτησης, δηλαδή στην αταξική κοινωνία.

Αλλά και σήμερα οι αριστεροί ως έκκεντρο αντιμετωπίζουν τον Βάρναλη. Είτε εθιμοτυπικά, δηλαδή ως έναν τυπικό ποιητή της εργατικής τάξης, που δεν είναι∙ είτε, τα πιο λόγια τμήματα της αριστεράς, ως έναν ποιητή τόσο λαϊκότροπο, που δεν τους πάει. Γιατί ο Βάρναλης, ενώ γνωρίζει και χειρίζεται άψογα όλες της μορφές της ελληνικής γλώσσας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, επιλέγει τη γκροτέσκα δημοτική του, διά της οποίας εμπεδώνει το βασικό πρόταγμα των ρώσων φορμαλιστών, δηλαδή την ανοικείωση. Η αντίστιξη, ανάμεσα στην τόσο σκληρά λαϊκή γλώσσα του και τον αντιλαϊκισμό του, αποτυπώνει μια σαφέστατη καλλιτεχνική επιλογή και μια στάση εστέτ.

Όμως, οι ως άνω λόγιες κοινωνικές κατηγορίες, όταν, σπανίως, κοιτάζουν προς τη λογοτεχνία, δεν αναζητούν κάτι ανοίκειο, που θα τους έβγαζε από τη βολή τους, από την «τύφλα» τους, όπως το είπε ο Εγγονόπουλος, αλλά περιμένουν, και βρίσκουν, κάτι συμβατό με τον εαυτό τους, βρίσκουν, μακαρίως, την επιβεβαίωση και την επικύρωση της αδράνειάς τους. Άμουσοι άνθρωποι.
Ναι, ο Εγγονόπουλος είναι που συνεχίζει την κατεύθυνση του Βάρναλη, δημιουργώντας μια συνολική, καθ’ ότι ιδεολογική, ποιητική, αισθητική, πολιτική, τομή στο σώμα της λογοτεχνίας μας, αντιπαρατιθέμενος στον κυρίαρχο εθνικολαϊκισμό και τον συντηρητικό μοντερνισμό.[............................................................]

ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Ο μοναδ(χ)ικός Βάρναλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Brahms: Most Beautiful Adagios

Tracklist: 00:00:00 Violin Concerto in D Major, Op. 77: II. Adagio (Berliner Symphoniker, Eduardo Marturet & Borika van den Booren) 00...